Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

31.7.12

«Ονειρευόμαστε με αφηγήματα», της Αθηνάς Ανδριτσοπούλου

tvxs.gr/node/102076

 
Οι άνθρωποι είμαστε κατ’ εξοχήν «αφηγηματικά όντα» (Maclntyre, 1961), που σημαίνει πως «ονειρευόμαστε με αφηγήματα, ονειροπολούμε με αφηγήματα, θυμόμαστε, προσδοκούμε, ελπίζουμε, απογοητευόμαστε, πιστεύουμε, αμφιβάλλουμε, σχεδιάζουμε, αναθεωρούμε, κριτικάρουμε, κατασκευάζουμε, κουτσομπολεύουμε, μαθαίνουμε, μισούμε και αγαπάμε με αφηγήματα» (Mardy, 1968, σ.5).
Αν τα όνειρα αποτελούν συνέχεια της εγρήγορσης, τότε στον ύπνο μας συνεχίζουμε να κάνουμε ό,τι και στον ξύπνιο μας, δηλαδή να σκεφτόμαστε, να οργανώνουμε και να προσπαθούμε να νοηματοδοτήσουμε τις εμπειρίες μας μέσω της αφήγησης σε κάποιο ακροατήριο, ακόμα και αν αυτό το τελευταίο αποτελείται μόνο από τον εαυτό μας.
Έχω τη συνήθεια να συγκρατώ όνειρα δικά μου και ονειρικές αφηγήσεις φίλων, συναδέλφων και θεραπευόμενων τα οποία μου έκαναν μεγάλη εντύπωση, είτε επειδή τα θεώρησα ιδιαίτερα ευρηματικά είτε επειδή με βοήθησαν να καταλάβω περισσότερα για τη γλώσσα των ονείρων.
Ένα τέτοιο όνειρο, το οποίο μου διηγήθηκε ένας καινούριος θεραπευόμενός μου και που θα εξετάσουμε αναλυτικά στη συνέχεια αυτού του κεφαλαίου, είναι το εξής:
Βρισκόταν στην Αλάσκα σε μια αποστολή. Μπροστά του προχωρούσαν και άλλοι άντρες. Ο ένας πίσω από τον άλλο μετέφεραν πράγματα στους ώμους τους, ενώ το σώμα τους ήταν βουτηγμένο ως τη μέση σε νερό, την επιφάνεια του οποίου κάλυπτε στρώμα πάγου. Εκείνος ήταν ο τελευταίος στη σειρά. Ξάφνου ένιωσε κάτι να ακουμπάει το πόδι του.
Κατάλαβε ότι ήταν καρχαρίας, αλλά δεν μπορούσε να βγάλει άχνα, και κανείς από τους μπροστινούς του που απομακρύνονταν δεν είχε καταλάβει ότι κινδύνευε. Έμεινε ακίνητος ώσπου του φάνηκε πως ο καρχαρίας απομακρύνθηκε.

Τα όνειρα ως αυτοβιογραφικές αφηγήσεις

Τα όνειρα λοιπόν αποτελούν αυτοβιογραφικές αφηγήσεις. Παρουσιάζονται όμως όλα τα όνειρα με την μορφή αφηγημάτων; Είδαμε […] ότι περίπου το 80% των ανθρώπων που ξύπνησαν ενώ βρίσκονταν στο στάδιο REM ανέφερε ότι ονειρευόταν, ενώ μόνο 7% των ανθρώπων τους οποίους οι ερευνητές ξύπνησαν σε άλλα στάδια ανέφερε πως έβλεπε όνειρο. Πολλά εξαρτώνται από το πώς ορίζουμε το όνειρο.
Σε μια σχετική έρευνα του Rachyschaffen και του μαθητή του Orlinsky,  η οποία δημοσιεύτηκε το 1967 και παρατίθεται από τον Jouvet (1992)] οι μελετητές κατέταξαν όλες τις ονειρικές εμπειρίες σε οκτώ κατηγορίες, αριθμώντας τες από το μηδέν έως το επτά:
  1. Καμιά ονειρική ανάμνηση,
  2. Καμιά ανάμνηση για κάτι συγκεκριμένο,
  3. Ανάμνηση μιας απομονωμένης ιδέας, ενός αντικειμένου, ενός προσώπου ή μιας σκηνής,
  4. Πολλές ασύνδετες σκέψεις, σκηνές ή δράσεις,
  5. Μικρό όνειρο με συνοχή (π.χ. μια συζήτηση αντί μιας ιδέας)
  6. Λεπτομερής ανάμνηση μιας ονειρικής αλληλουχίας με κάποια συνοχή,
  7. Ανάμνηση μακρύτερης ονειρικής αλληλουχίας (έως τέσσερα επεισόδια) με συνοχή,
  8. Ανάμνηση πολύ μακριάς ονειρικής αλληλουχίας με πολλές λεπτομερειες και συνδεδεμένα επεισόδια ή ανάμνηση πολλών ονείρων.

[…] «αθώα» είναι η γλώσσα των ονείρων, όχι τα ίδια τα όνειρα, τα οποία είναι τόσο αθώα ή πονηρά όσο οι σκέψεις που κάνουμε και τα συναισθήματα που έχουμε σε λιγότερο συνειδητό αλλά και σε συνειδητό επίπεδο.

[…] Τα όνειρα αντικατοπτρίζουν τη συνέχεια της συνειδητής αλλά και της λιγότερο συνειδητής προσπάθειας που γίνεται στον ξύπνιο μας για νοηματοδότηση των εμπειριών μας, για αποκρυστάλλωση σκέψεων και για σύνδεσή τους με συναισθήματα.
Οι περισσότεροι θεραπευτές πιστεύουν πως, προκειμένου τα όνειρα να έχουν κάποια χρησιμότητα, είναι απαραίτητη η «ερμηνεία» τους. Είναι σίγουρο πως η «ερμηνεία» ή καλύτερα η «μετάφραση» βοηθά τη συνειδητοποίηση κάποιων πραγμάτων στην περίπτωση εκείνων που είναι πρόθυμοι να την κάνουν. Στην περίπτωση όμως εκείνων που δεν είναι έτοιμοι να κάνουν καμία συνειδητοποίηση, τα όνειρά τους δεν θα βοηθήσουν, γιατί δεν θα αποτυπώσουν καμιά απολύτως ανησυχία.

[…] αν αντιμετωπίσουμε τα όνειρα ως ιστορίες μέσω των οποίων εμείς οι ίδιοι προσπαθούμε να οργανώσουμε τις εμπειρίες μας, η εικονογραφική γλώσσα τους γίνεται περισσότερο κατανοητή και η «μετάφρασή» τους πιο εύκολη. […] όσο πιο κοντά είμαστε στη συνειδητοποίσηση σκέψεων και συναισθημάτων, τόσο τα όνειρά μας μοιάζουν πιο ρεαλιστικά. Αντίθετα, όσο πιο μακριά είμαστε από συνειδητές συνδέσεις, τόσο πιο σουρεαλιστικές είναι οι ιστορίες των ονείρων μας και τόσο πιο κοπιώδης είναι η μετάφρασή τους.
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Αθηνάς Ανδριτσοπούλου, Η αθώα γλώσσα των ονείρων μας, Εκδόσεις Ανθρώπινα Συστήματα
Η ιστορία της ζωής μας απαιτεί και τα δύο, και την εγρήγορση και τα όνειρα.
- Boss
- Στα όνειρά μας εκφράζουμε «απαγορευμένες» επιθυμίες του ασυνείδητου… (Σ. Φρόιντ)
- Είδες ψάρια στον ύπνο σου, λαχτάρα θα σε βρει! (λαϊκή δοξασία)
Ο γοητευτικός κόσμος των ονείρων μας είναι πλούσιος σε ερεθίσματα, που διαπλέκονται και δημιουργούν ευφάνταστες πρωτότυπες, εκπληκτικές ιστορίες. Υπάρχουν όνειρα διάσημα και άλλα λιγότερο γνωστά, τα οποία ειδικοί και μη προσπαθούν να εξηγήσουν, να ερμηνεύσουν, να μεταφράσουν.
Αυτό όμως που φαίνεται τελικά είναι ότι στα όνειρα μας δεν υπάρχει κάποιο κρυμμένο νόημα. Απλώς αποτυπώνουν όσα το μυαλό μας συνεχίζει να σκέφτεται και να φαντάζεται στον ύπνο –δείχνουν την προσπάθειά μας να επεξεργαστούμε και να νοηματοδοτήσουμε τις εμπειρίες μας. Αν λοιπόν δούμε τα όνειρά μας σαν ακόμα μια αυτοβιογραφική αφήγηση, σαν εικονογραφημένες ιστορίες τις οποίες «λέμε» είτε για να ξεκαθαρίσουμε τους προβληματισμούς μας και να βρούμε λύσεις είτε για να διασκεδάσουμε είτε για να νιώσουμε καθησυχασμένοι, τότε θα κατανοήσουμε πιο εύκολα την «αθώα» γλώσσα τους.
---
*Φωτογραφία από έργο του ζωγράφου Νίκου Μιχαλιτσιάνου

28.7.12

Ν. Βαγενάς: Ζούμε στην εποχή της σύγχυσης των αξιολογικών διακρίσεων

tvxs.gr/node/101827
 
Είναι ελάχιστα τα καλά μυθιστορήματα, ή διηγήματα, σήμερα, που αποκτούν πολλούς αναγνώστες. Τους περισσότερους τους αποκτούν μυθιστορήματα της παραλογοτεχνίας. Αυτό όμως, είναι ένα γενικό φαινόμενο στην εποχή μας, που ένα κύριο χαρακτηριστικό της είναι η σύγχυση των αξιολογικών διακρίσεων" ο Νάσος Βαγενάς, ποιητής και Καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Παν/μιο Αθηνών, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή το ενδέκατο ποιητικό βιβλίο του "Στη νήσο των Μακάρων".
Κρ.Π.: Πώς γράφεται ένα λογοτεχνικό έργο; 

Ν.Β.: Για να ξεκινήσουμε με τα αυτονόητα: Το έργο του καλλιτέχνη, πηγάζει κυρίως από το ασυνείδητο. Το πραγματικό λογοτεχνικό έργο γράφεται με ολόκληρο τον εαυτό του συγγραφέα, όχι μόνο με το μυαλό του. Κανένας γνήσιος συγγραφέας δεν ξέρει πώς θα τελειώσει ένα έργο του, όταν αρχίζει να το γράφει.
Για να αναφέρω κάτι σχετικό: Στο μυθιστόρημα του Σεφέρη «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» κάποιος ρωτάει τον ήρωα του βιβλίου, που είναι ποιητής: «Ποιες είναι οι πολιτικές απόψεις σας;». Κι εκείνος απαντά: «Δεν ξέρω. Θα σας απαντήσω αφού γράψω το ποίημα». Μπορεί να ξεκινήσεις να γράφεις ένα ερωτικό ποιήμα και να σου βγει πολιτικό, και το αντίστροφο.

Κρ.Π.: Κάθε δημιουργία, χρειάζεται τη συνεργασία και των δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου, του συνειδητού και του ασυνειδήτου…

Ν.Β.: «Οι μέτριοι ποιητές γράφουν με το χέρι στην καρδιά. Οι καλοί με το χέρι παρακάτω».

Κρ.Π.: Το κέντρο ενέργειάς μας, βρίσκεται κάτω από την κοιλιά. Αυτό λένε οι καθηγητές π.χ. ορθοφωνίας.

Ν.Β.: Στην περιοχή του υπογάστριου. Αυτό δεν σημαίνει ότι το μυαλό παίζει ρόλο κομπάρσου κατά την προετοιμασία ενός έργου. Η ποίηση –όπως λέει ο Σεφέρης- γράφεται με την ευαισθησία, που είναι ένα αξεδιάλυτο κράμα αισθήματος και σκέψης, στο οποίο η σκέψη παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Τον ρόλο όμως αυτό τον παίζει τη στιγμή της συγγραφής ενός έργου. Πιστεύω ότι δεν μπορεί να είναι κανείς σημαντικός συγγραφέας, αν δεν είναι και διαννοούμενος.

Κρ.Π.: Με αφορμή την πρόσφατη ποιητική σας συλλογή «Στη Νήσο των Μακάρων» , ποιά είναι η… μοίρα κάποιου που εντρυφεί, στο έργο συγγραφέων και ποιητών, μέχρι το βαθμό που φτάνετε στο συγκεκριμένο το βιβλίο;

Ν.Β.: Οι συγγραφείς δεν διαβάζουν με τον τρόπο που διαβάζουν οι άνθρωποι που δεν είναι συγγραφείς.

Κρ.Π.: Το έχετε ξαναπεί σε συνέντευξη…  

Ν.Β.: Οι συγγραφείς στα έργα τα οποία διαβάζουν, διαβάζουν κυρίως τον εαυτό τους. Διαβάζουν, δηλαδή, με έναν ωφελιμιστικό τρόπο.

Κρ.Π.: Με ιδιοτέλεια…

Ν.Β.: Με ιδιοτέλεια, γιατί θέλουν να ανακαλύψουν στοιχεία που θα τους επιτρέψουν να απεικονίσουν τον δικό τους κόσμο.
Τα ποιήματα της συλλογής στην οποία αναφερθήκατε, είναι ποιήματα, που μιλούν για τη ζωή και το έργο ποιητών. Ως ένα βαθμό είναι και ποιήματα, που περιέχουν μιαν αξιολογική εκτίμηση του έργου τους. Αναφέρονται σε ποιητές που εμένα με ενδιέφεραν και με ενδιαφέρουν πολύ, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους.
Βέβαια, τα περισσότερα αναφέρονται σε μεγάλους ποιητές, αλλά όπως θα έχετε δει, έχω ποιήματα και για ελάσσονες, όπως είναι ο Κοτζιούλας, ο Φιλύρας, που με ενδιαφέρουν οι ποιητικές τους περιπτώσεις.
Θα έλεγα, ότι το βιβλίο αυτό, είναι ιδιότυπο, κατά το ότι, αποτελείται, ολόκληρο, από ποιήματα για ποιητές, και κατά το ότι, σχεδόν ολόκληρο (πλην ενός ποιήματος) αποτελείται από ποιήματα γραμμένα με τη μορφή του σονέτου.
Φυσικά, μέσα από τα ποιήματα αυτά, βλέπει κανείς, τη δική μου σχέση με τους ποιητές αυτούς. Ως ένα βαθμό, είναι και ένα είδος δικής μου ποιητικής αυτοβιογραφίας. Τα αγαπάω αυτά τα ποιήματα, γιατί αγαπάω αυτούς τους ποιητές, ακόμα και αυτούς που σήμερα πια δεν τους διαβάζει κανείς, όπως τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, ο οποίος πιστεύω ότι ήταν μια σημαντική περίπτωση, την οποία προσπαθώ να περιγράψω μέσα στο ποίημα.
Επίσης, είναι ποιήματα, ορισμένα από τα οποία επανεκτιμούν ποιητές, όπως είναι το ποίημά μου για τον Κοτζιούλα, ο οποίος είναι ένας ποιητής, που δεν τον ξέρει ο πολύς κόσμος. Πιστεύω ότι είναι σημαντικός ποιητής, και ότι θα πρέπει να κατακτήσει μια θέση καλύτερη από αυτήν την οποία κατέχει σήμερα.
Βέβαια, τη δεσπόζουσα θέση στο βιβλίο αυτό την έχει ο Κάλβος. Για τον Κάλβο έχω μία σειρά σονέτων, επτά, με τα οποία προσπαθώ να αποτυπώσω ποιητικά, την ποιητική βιογραφία του.
Επίσης, με τον Μπόρχες έχω μία ειδική σχέση. Έτυχε να τον γνωρίσω και τον κάναμε Επίτιμο Διδάκτωρα στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, όταν ήμουν εκεί. Είναι ένας συγγραφέας που με έχει σφραγίσει, όχι μόνο ποιητικά αλλά και δοκιμιακά.
Μία ειδική θέση στο βιβλίο κατέχει το ποίημα για τον Σεφέρη. Είναι το μόνο ποίημα που δεν έχει γραφτεί με τη μορφή του σονέτου. Έχει γραφτεί με τη μορφή μιας ωδής.
Η συλλογή αυτή, έχει και μία άλλη ιδιοτυπία. Κατά κάποιον τρόπο θέτει σε εφαρμογή κάποιες απόψεις μου για την λειτουργία της ποίησης σήμερα, και για την προσπάθεια διεξόδου από ένα εκφραστικό αδιέξοδο, στο οποίο έχει περιέλθει η ποίηση που γράφεται στις μέρες μας, στη χώρα μας, σήμερα, αναφέρομαι στη λιμνάζουσα κατάσταση στην οποία  την οποία την έχει οδηγήσει ο ελεύθερος στίχος.
Δηλαδή, πιστεύω ότι ελεύθερος στίχος που γράφεται σήμερα, δεν είναι στίχος. Είναι περισσότερο πρόζα.
Φυσικά υπάρχουν και ποιήματα που είναι πραγματικά ποιήματα σε ελεύθερο στίχο. Αλλά η μεγάλη πλειονότητα των ελευθερόστιχων ποιημάτων, ουσιαστικά δεν είναι γραφή ποιητική, αλλά ποιητικίζουσα – ο στίχος τους είναι παρωδία του ελεύθερου στίχου.
Ο ελεύθερος στίχος, δεν μπορεί να είναι στίχος αν είναι ελεύθερος. Η φράση «ελεύθερος στίχος» είναι μία αντίφαση όρων, γιατί στίχος σημαίνει έλλειψη ελευθερίας. Σημαίνει τάξη. Σημαίνει κανονικότητα.
Ελεύθερος στίχος, λοιπόν, δεν είναι ένας στίχος που είναι ελεύθερος από τους μετρικούς καταναγκασμούς, αλλά ένας στίχος που έχει ένα δικό του μέτρο. Είναι και αυτός «έμμετρος», αλλά με ένα μέτρο ατομικό, δύσκολα προσδιορίσιμο, διαφορετικό από τα μέτρα στα οποία είναι γραμμένη η παραδοσιακή ποίηση, η παλαιότερη.
Άρα, για να είναι στίχος, ένας ελεύθερος στίχος, πρέπει να αναπτύξει το δικό του είδος της εμμετρότητας, το οποίο κατασκευάζει ο κάθε ποιητής ατομικά. Το δημιουργεί ο ίδιος. Γι’ αυτό και είναι πολύ πιο δύσκολο να γράψεις σε ελεύθερο στίχο, παρά σε έμμετρο.
Για να σας δώσω να καταλάβετε: Πάρτε την αναλογία με τη ζωγραφική.  Μπορεί κανείς να είναι καλός αφηρημένος ζωγράφος αν δεν ξέρει σχέδιο; Μπορεί κανείς να είναι καλός μουσικός αν δεν ξέρει νότες; Δεν μπορεί κανείς να είναι καλός ποιητής του ελεύθερου στίχου, αν δεν μπορεί να γράψει σε έμμετρο στίχο.
Τις απόψεις αυτές, τις έχω διατυπώσει και θεωρητικά, με μία πρόταση την οποία ονομάζω «επαναμάγευση του ποιητικού λόγου». Επαναμάγευση με την έννοια της ανύψωσης του στίχου από ένα επίπεδο υψηλότερο από εκείνο της πρόζας.
Η συνομιλία του ποιητή με τις παλαιότερες έμμετρες μορφές αν γίνει δημιουργικά, όχι δηλαδή με την πιστή αναπαραγωγή των παραδοσιακών μέτρων, αλλά με την επιδέξια χρήση τους και ζύμωσή τους με τον ελεύθερο στίχο, μπορεί να επιτύχει αυτή την επαναμάγευση, δηλαδή, να σηκώσει τον στίχο από το πεζό περπάτημά του.

Κρ.Π.: Αναφέρεστε, σχετικά, και στο βιβλίο σας «Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία» που τυπώθηκε πρόσφατα σε δεύτερη έκδοση, και περιέχει και δύο ακόμα δοκίμια που δεν είχαν περιληφθεί στην πρώτη έκδοση, γιατί δεν είχαν γραφτεί ακόμα…

Ν.Β.: Το ένα από τα δύο δοκίμια, που γίνεται πια και το κεντρικό στη νέα έκδοση, έχει τον τίτλο «Ποίηση και οργανική μορφή» και υποστηρίζει κάτι που ήταν πάντοτε αυτονόητο, αλλά που στις μέρες μας παραδόξως αμφισβητείται: ότι η ποίηση, αλλά και η λογοτεχνία γενικότερα, δεν μπορεί να υπάρξει, εάν η γλώσσα –η οποία είναι το υλικό της ποίησης- δεν αποκτήσει μία οργανική μορφή.
Οργανική μορφή: Εννοώ την σχέση των σημαινόντων με τα σημαίνοντα των λέξεων, δηλαδή τη σχέση της μορφής των λέξεων με το περιεχόμενό τους, η οποία πρέπει να είναι μία σχέση οργανική. Με την έννοια ότι η λογοτεχνία αρχίζει από τη στιγμή που η μορφή και το περιεχόμενο των λέξεων δεν μπορούν να νοηθούν χωριστά. Γίνονται ένα πράγμα, είναι σαν ένα ζωντανό σώμα. Ενώ στην κοινή γλώσσα…

Κρ.Π.: Γίνεται, δηλαδή, ανανοηματοδότηση των λέξεων μέσα από την σύνθεσή τους;

Ν.Β.: Στην κοινή γλώσσα, την καθημερινή γλώσσα, τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά:  μία λέξη μπορεί να αντικατασταθεί με μία άλλη συνώνυμή της.
Η διαφορά, δηλαδή, στον λογοτεχνικό λόγο και τον μη λογοτεχνικό, είναι ακριβώς αυτό: η λογοτεχνία αρχίζει από τη στιγμή που αισθάνεται κανείς πως η γλώσσα αποκτά μία οργανικότητα, ότι σημαίνονται και σημαινόμενα συγχωνεύονται το ένα με το άλλο με τρόπο αξεχώριστο και λειτουργούν με τρόπο διαφορετικό απ’ ότι λειτουργεί η καθημερινή, η κοινή γλώσσα.

Κρ.Π.: Για την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και την ποίηση, σήμερα, τι έχετε να πείτε; Έχετε πει ότι δεν είστε και τόσο αισιόδοξος…

Ν.Β.: Κοιτάξτε, δεν ζούμε σήμερα σε μία εποχή ποιητικής κοσμογονίας. Είναι και τα σημεία των καιρών. Οι παλαιότεροι ποιητές, ίσως ήταν πιο τυχεροί απ’ ότι είμαστε σήμερα εμείς. Λόγου χάριν, η γενιά του ’30, η οποία εμφανίστηκε σε μία εποχή που γινόντουσαν στον ποιητικό λόγο τεράστιες αναδιατάξεις. Από τον έμμετρο στίχο πηγαίναμε στον ελεύθερο. Είναι η περίοδος του μοντερνισμού.
Σήμερα στην ποίηση παράγονται καλά ποιήματα, αλλά όχι ανάλογα σε ποιότητα με τα ποιήματα εκείνης της εποχής.
Και θα ήταν και λίγο αφύσικο να περιμέναμε να παραχθούν, ακριβώς γιατί η εποχή εκείνη ήταν μία εποχή βαθιάς μεταβατικότητας, που ευνοούσε τα μεγάλα επιτεύγματα.

Κρ.Π.: Και για την πεζογραφία, τι έχετε να πείτε;

N.B.: Έχουμε καλούς πεζογράφους, αλλά δυστυχώς έχει κυριαρχήσει το ευπώλητο μυθιστόρημα. Βλέπουμε μυθιστορήματα μετριότατα να αποκτούν χιλιάδες αναγνώστες, και άλλα πεζογραφήματα πολύ αξιολογότερα να μένουν απούλητα.
Είναι ελάχιστα τα καλά μυθιστορήματα, ή διηγήματα, σήμερα, που αποκτούν πολλούς αναγνώστες. Τους περισσότερους τους αποκτούν μυθιστορήματα της παραλογοτεχνίας. Αυτό όμως, είναι ένα γενικό φαινόμενο στην εποχή μας, που ένα κύριο χαρακτηριστικό της είναι η σύγχυση των αξιολογικών διακρίσεων.

Κρ.Π.: Έχουν γίνει όλα μια «σαλάτα» δηλαδή; Δεν υπάρχει σοβαρή αξιολόγηση, γενικώς;

Ν.Β.: Και αυτό οφείλεται και στους πολύ πρωτοποριακούς διανοουμένους, και στα πνευματικά ρεύματα της εποχής, τα διεθνή, και σ’ αυτό που ονομάζουμε «πολιτική ορθότητα». Σήμερα τα πάντα επιτρέπονται, και σε αυτό, πιστεύω οφείλεται και η παρακμή της τέχνης.

Αν πάτε και αφήσετε στην New Tate Gallery του Λονδίνου, ένα τενεκέ με σκουπίδια και του κολλήσετε ένα ταμπελάκι με τίτλο «η αίσθηση της φθοράς» δεν αποκλείεται να βραβευτείτε.
Έχουν συμβεί ανάλογα γεγονότα! Αυτό που θέλω να πω είναι ότι στην εποχή μας τα όρια ανάμεσα στην τέχνη και την πραγματικότητα έχουν γίνει τόσο δυσδιάκριτα, ώστε είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσει κανείς. Για την ακρίβεια, θεωρούνται ότι έχουν γίνει δυσδιάκριτα.
Διότι τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τέχνη είναι πάντοτε τα ίδια, ακόμη και όταν διακρίνονται δύσκολα. Αυτό που δεν είναι το ίδιο, που διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή, είναι η ικανότητα να τα διακρίνει κανείς, η οποία εξαρτάται από παράγοντες που βρίσκονται έξω από την τέχνη.

Κρ.Π.: Ποιοί είναι αυτοί οι παράγοντες;

Ν.Β.: Οι εξωκαλλιτεχνικές αιτίες αυτής της σύγχυσης έχουν αναλυθεί από τη σοβαρή –όμως ανίσχυρη «επικοινωνιακά» τεχνοκριτική. Σήμερα το τι είναι τέχνη καθορίζεται λιγότερο από τους καλλιτέχνες και περισσότερο από τους διεθνείς εμπόρους της τέχνης σε αγαστή συνεργασία με ιθύνοντες των μουσείων, με συλλέκτες και με τεχνοκρίτες ελαστικής.

Kρ.Π.: Μπορείτε να αναφερθείτε σε κάποιους σημαντικούς λογοτέχνες και ποιητές, σύγχρονους ή και παλιούς που θα προτείνατε στους αναγνώστες, να μην τους αγνοήσουν;

N.B.: Τους σημερινούς σημαντικούς, λίγο –πολύ τους ξέρουμε. Καθώς όμως μου δίνεται η ευκαιρία να αναφέρω και παλαιούς, θα αναφέρω έναν που σήμερα δεν διαβάζεται γιατί, όπως λένε, δεν εκφράζει το πνεύμα της εποχής μας: τον Γιώργο Ιωάννου, που τον θεωρώ μεγάλο πεζογράφο.
Πιστεύω ότι ο Ιωάννου, θα διαβάζεται στο μέλλον, όπως διαβάζονται σήμερα ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης.

Κρ.Π.: Για το θέμα της Παιδείας γενικά, στην Ελλάδας, τι θα λέγατε;

Ν.Β.: Δεν είμαι οπαδός της θεωρίας της παλιάς καλής εποχής, όμως η σημερινή κατάσταση της παιδείας μας είναι αισθητά χειρότερη από εκείνη παλαιότερων εποχών. Αλλά θα ήταν περίεργο να μην ήταν έτσι, αν κρίνουμε από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η χώρα μας.

Κρ.Π.: Κάνετε κάποια άλλα μαθήματα, εκτός από τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο;

Ν.Β.: Έκανα και μια σειρά μαθημάτων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο, της Στοάς του Βιβλίου, επίσης κάνω κάποιες διαλέξεις, και αρθρογραφώ.

ΜΠΟΡΧΕΣ
Έβλεπες με τα σωθικά, όχι με τα μάτια,
που ήταν σβησμένα πριν ακόμα τ' ανοίξεις.
Βυθομετρούσες τη ζωή με αφίξεις
σε μυστικούς σταθμούς πέρα απ' την επικράτεια
του ορατού, ή κατεβαίνοντας σε υπόγεια
χλοερά, μακριά απ' την έρημο του πλήθους,
εξερευνώντας άλλους λαβυρίνθους,
εκεί όπου ο χρόνος δεν μετριέται με ρολόγια.
(Στο Ρέθυμνο μιλούσες για τ θαύμα
- "κάτι σαν αύρα στην καρδιά της ανεμοζάλης" -
κρατώντας το άδειο ποτήρι σαν γεμάτο).
Ζώντας το νόημα έβλεπες καθαρά το πράγμα:
τα χρώματα του δειλινού, τις φλέβες των φύλλων. Οι άλλοι
έβλεπαν μόνο τους ίσκιους των πραγμάτων.
(Νάσος Βαγενάς, Στη νήσο των Μακάρων, Εκδ. Κέδρος, 2010)

27.7.12

Μα είναι που σκοτώνουν την ψυχή κάθε λαού. Του Γιάννη Υφαντή

Αυτό που ονομάζαμε «τρίτο κόσμο», ήταν ουρά της Δύσης, δημιούργημα πάντως του Καπιταλισμού κι όχι του Κομμουνισμού ή της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Καπιταλισμός μετά την επιτυχία του να δώσει τέλος στη Σοβιετική Ένωση, άνοιξε το δρόμο προς το μεγάλωμα αυτής του της ουράς, επιδιώκοντας να κάνει  όλο τον πλανήτη τριτοκοσμικό…” ο ποιητής Γιάννης Υφαντής, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη για την κοινωνικοπολιτική κρίση στην Ελλάδα.
 …Στην Ελλάδα μόλις έπεσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» έλεγαν: “Είδατε τι θα παθαίναμε αν ανήκαμε στο κομμουνιστικό μπλοκ; Αυτά που παθαίνουν τώρα οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης”. Όμως οι ομιλούντες τοιουτοτρόπως δεν αντιλαμβάνονταν ότι ο Καπιταλισμός μας «πρόσεχε» κάπως ως τότε, μόνο και μόνο για να είμαστε με το μέρος του. Άλλωστε όλη η Δυτική Ευρώπη κι εμείς οι Νότιοι μαζί, αποτελέσαμε βιτρίνα του Καπιταλισμού για ν’ ανακόψει την ροή προς τον κομμουνισμό.
Aλλ’ ιδού, ενώ ετοίμαζαν την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ανακάλυψαν ότι ο Τσαουσέσκου λόγου χάριν ήταν τύραννος. Οι καπιταλιστές, αυτοί οι κατασκευαστές τυράννων τάχα μου ενοχλήθηκαν από τον «τύραννο» Τσαουσέσκου.
Οι δικές μου πηγές λένε ότι όλο το μένος εναντίον του Τσαουσέσκου υπήρξεν επειδή ο Τσαουσέσκου είπε στον λαό του: «Θα ζήσουμε φτωχά μα δεν θα παραδοθούμε στους τοκογλύφους.  Δεν θα δανειστούμε ούτ’ ένα δολάριο από τις τράπεζές τους». Γι’ αυτό άλλωστε τον καθάρισαν στα γρήγορα, χωρίς δίκη, με το πρόσχημα της Τιμοσοάρα που ήταν απλώς μια συμπλοκή με λίγα θύματα όπως είπαν αργότερα στα ψιλά των ειδήσεων και δεν είχε καμμιά σχέση με την τάχα μου στρατιωτική επέμβαση του «τύραννου»Τσαουσέσκου στον τόπο αυτόν.
Ύστερα κατασκεύασαν έχθρα ανάμεσα σε Σέρβους και Μουσουλμάνους ώστε με πρόσχημα τη σωτηρία των Μουσουλμάνων να χτυπήσουν μια χώρα προσκείμενη στη Ρωσία, την στιγμή που η Ρωσία δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει δυναμικά.
Και βέβαια, όπως αναμενόταν από κάποιους, έφτασε και η σειρά μας. Με τη λέξη «Έλλην», είχες το καλύτερο διαβατήριο προς όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Αλλά ήρθε ο Φόκους να μας διδάξει την ιστορία μας. Προσπάθησε να μας ψυχαναλύσει, μέχρι και να μας κάνει αιματολογική εξέταση. Ισχυριζόταν ότι κάπου εκεί στο 300 με 500 μετά Χριστόν εξαφανίστηκαν οι Έλληνες.
Αυτό είναι εν μέρει αληθές. Δεν εξαφανίστηκαν, επιδιώχθηκε ο αφανισμός τους. Την γενοκτονία τους επεδίωξαν. Κανείς όμως δεν ρώτησε ποιος επιχείρησε αυτή την γενοκτονία. Και ύστερα ο αρθρογράφος λοιδόρησε τα θύματα αυτής της γενοκτονίας. Από τη μια υπέστημεν γενοκτονία κι από την άλλη έπρεπε να νοιώσουμε εξευτελισμένοι γι’ αυτήν. Την υποστήκαμε, κι από πάνω φταίγαμε κιόλας.
Περίεργο που κάποιοι* εδώ, ήθελαν να την μάθουμε αυτή την ψευτοϊστορία του Φόκους, (ανακατεμένη βεβαίως και με λίγες αλήθειες), ώστε ν’ αρχίσουμε κιόλας να νοιώθουμε ένοχοι που μας αφάνισαν. Κι ακόμα να εξηγήσει γιατί είμαστε «διεφθαρμένοι» και «τεμπέληδες». Γιατί; Γιατί δεν είμαστε απόγονοι των λαμπρών προγόνων.
* Εγώ τους απάντησα:
«Την ιστορία μου την έμαθα από τους ιστορικούς μας, από τις εμπειρίες μου, από τους ποιητές μας, δεν θα μου την μάθουν αυτοί που πυροβολούσαν τον πατέρα μου κι όταν πιάσαν τον σύντροφό του, τον πήγαν στο αλώνι, του πλάκωσαν πόδια και χέρια με πέτρες, έβαλαν φωτιά στ’ άχυρο και τον έκαψαν ζωντανό».
Ο ισχυρισμός ότι δεν είμαστε απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, επειδή είναι ανίσχυρος, προσπαθούν να τον ισχυροποιήσουν με διάφορα σχέδια υπονόμευσης. Έτσι πριν από το ψυχολογικό και οικονομικό σοκ προηγήθηκε και συνεχίζεται να εφαρμόζεται μεθοδικά η αλλοίωση της γλώσσας μας. Ώστε αυτή να καταντήσει τέτοια που να μην μοιάζει συνέχεια της αρχαίας μας γλώσσας.
Και δίπλα στο σχέδιο με τη γλώσσα η μεθοδευμένη είσοδος πλήθους μεταναστών.  Η αναφορά μου αυτή στους μετανάστες, καμμιά δεν πρέπει να έχει σχέση με την κακομεταχείρηση των δύστυχων αυτών από κάποιους δήθεν ελληνόψυχους κι άλλα ηχηρά παρόμοια.
Όμως σχεδιασμένα και κακόβουλα έχει γεμίσει η χώρα από τόσο μεγάλο πλήθος μεταναστών. Ακριβώς για να καταργηθεί ο ζωτικός χώρος του Έλληνα (που τον έχουν όλα τα έμβια όντα), να βρεθεί στην αγχόνη, σε κατάσταση πολέμου, ώστε για την όποια άμυνά του να κατηγορείται ως ρατσιστής και φασίστας.
Όμως αυτά που έλεγε ο Φόκους παραδόξως τα έλεγαν πριν δεκαετίες «Έλληνες» διανοούμενοι. Ήσαν δε τόσο σοφοί αυτοί οι διανοούμενοι ώστε δεν μπορούσαν ν’ αντιληφθούν ότι η γάτα, δεν είναι καλύτερη από τον σκύλο, αλλ’ είναι απλώς διαφορετική, κι ότι είναι ηλίθιο να συγκρίνουμε διαφορετικά είδη ζώων, το φίδι και την καμήλα ας πούμε.
Τόσο έξυπνοι ήσαν αυτοί οι «Ελληνες» διανοούμενοι που δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι κάθε λαός έχει σύμφωνα με το κλίμα του και το περιβάλλον του (το γεωγραφικό πλάτος και μήκος) τους δικούς του βιολογικούς ρυθμούς. Είχε βεβαίως τρωτά ο Έλληνας, (επίκτητα, εξωτερικά, θα έλεγα μάλιστα σκοπίμως υπερενισχυμένα), μα τούτοι οι διανοούμενοι ήσαν πάντα μ’ εκείνους που δεν ήθελαν να διορθωθούν αυτά τα τρωτά, με τίποτε.
  1. Γούσταραν πολύ αυτούς του Έλληνες που πετούν παντού σκουπίδια , που κάνουν ηχορύπανση σε σπίτια, γειτονιές, πλοία, λεωφορεία. Ήθελαν -κι αυτό ήταν το βαθειά προδοτικό- («μα έχουμε να κάνουμε με μια χώρα διεφθαρμένων είπε ο Γ. Παπανδρέου») να μένουν ατιμώρητοι οι παραβάτες αυτοί, ακριβώς για να είμαστε όλοι οι Έλληνες δακτυλοδεικτούμενοι, ως βάρβαρος λαός, μη έχων σχέση με τον αρχαίο εκείνον λαό.
  2. Βοηθούς τους σε αυτό το διαβρωτικό έργο τους οι «διανοούμενοι» αυτοί, είχαν τους φίλους τους πολιτικούς, οι οποίοι κι αν ακόμη ψήφιζαν νόμο εναντίον όλων αυτών, δεν τον εφάρμοζαν, γιατί η εφαρμογή του θα σήμαινε απώλεια ψήφων.
Πάντως οι διανοούμενοι αυτοί, αν και δεξιοί, δηλαδή χωμένοι μες στη διαφθορά των πελατειακών σχέσεων της δεξιάς και των διορισμένων  ουσιαστικά κυβερνήσεων, φοβεροί εχθροί του πασοκισμού, τι περίεργο, μόλις ανέλαβε ο άνθρωπός τους ο Σημίτης, ήσαν ενθουσιασμένοι.
Αφορισμοί κι ερωτήματα:
  1. Γιατί η Άννα Ψαρούδα Μπενάκη είπε φωναχτά και δημόσια στον Παπούλια κατά την ανάληψη της προεδρίας του το 2005, ότι «η θητεία σας θα συμπέσει με απώλεια μέρους της εθνικής μας κυριαρχίας;». Τι ήξεραν από τότε όλοι τους αυτοί; Τι σχεδίαζαν; Γιατί κανείς δεν αντέδρασε; Γιατί κανείς δεν ζήτησε εξηγήσεις; Γιατί κανείς δεν έδρασε για την αποτροπή αυτού του σχεδίου;
  2. Ανάμεσα σε όσους μίλησαν αυτό το διάστημα αναλύοντας την κατάσταση της κρίσεως, αυτοί που μίλησαν με γνώση και ειλικρίνεια κατ’ εμέ και σύμφωνα με τον (ξεχασμένο αλλοίμονό μας) συλλογικό μας εαυτό, ήσαν ο Θεοδωράκης, ο Καζάκης, είτε λόγου χάριν ο Ιατρόπουλος. Ο καθένας με τον τρόπο του. Αυτοί οι τρεις κυρίως με καλύπτουν πλήρως με τα όσα μέχρι στιγμής έχουν δηλώσει.
  3. Η αναπνοή που αποτελεί και το βασικό στοιχείο της ζωής μας («η αναπνοή είναι ότι ονομάζουμε ζωή» λέγει ο Δημόκριτος) είναι εισπνοή και εκπνοή. Σε όλα τα ζητήματα, δεν υπάρχει μόνο το μέσα ή μόνο το έξω. Ακούω: «Ο άνθρωπος είναι μόνο  το μέσα του». Κι από την άλλη: «Ο άνθρωπος είναι μόνο το έξω του». Λάθος, διότι είμαστε μέσα κι έξω, κι αλλοίμονο αν δεν έχουν ισόρροπη δύναμη τα δύο αυτά. Κι ακόμη ακούω: «Φταίνε μόνο οι ξένοι», ή, «φταίμε μόνο εμείς». Λάθος. Η αλήθεια είναι ότι φταίνε μερικοί Έλληνες και μερικοί ξένοι που έχουν κοινά συμφέροντα.
  4. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί λαοί. Υπάρχουν καλοί και κακοί κυβερνήτες. Του ενός γείτονα το κοπάδι επειδή το περιποιείται, λάμπει, είναι υγειές, γαλακτοφόρο. Του άλλου γείτονα το κοπάδι είναι άρρωστο, λερωμένο, εξασθενημένο. Φταίνε τα κοπάδια; Τα κοπάδια είναι διαφορετικά διότι οι δυο αυτοί γείτονες βοσκοί τα μεταχειρίζονται διαφορετικά.
  5. Το «εμείς τους ψηφίζουμε» είναι μέγα ψεύδος. Μα δεν ψηφίζουν συνειδητοί πολίτες διότι, στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που είναι εκμοντερνισμένος τσιφλικαδισμός, υπάρχουν μόνο υπήκοοι, κοπάδια που άγονται και φέρονται, μέσα στην παραπληροφόρηση, τους εκβιασμούς, την κατατρομοκράτηση, τους εκμαυλισμούς.
  6. Υπεύθυνος είναι ο λαός όταν είναι πλήρως πληροφορημένος για το τι πράγματι συμβαίνει κι αυτό το έχουμε στην Άμεση Δημοκρατία, όπου όλοι είναι συνειδητοί πολίτες, κυβερνώμενοι από τον δήμο κι όταν ακόμα κυβερνούν, κυβερνώντες κι όταν ακόμα κυβερνώνται. Έναν τέτοιο λαό απαρτιζόμενο από συνειδητούς πολίτες, μπορούμε να τον κατηγορήσουμε και να του ζητήσουμε ευθύνες. Δεν μπορούμε όμως να κατηγορούμε και να ζητούμε ευθύνες από ένα λαό, που ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια ουσιαστικά αυτό που τον εξαναγκάζουν να ψηφίσει.
  7. Βεβαίως μέσα στο αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα, οι λαοί όντας κοπάδια, εύκολα παραπληροφορούνται, παρασύρονται, «κουρδίζονται», γίνονται επικίνδυνοι.
  8. Δεν μου μοιάζει καθόλου αθώο που φέρονται αυτή τη στιγμή ως αντίπαλοι μέσα στην Ευρώπη δύο λαοί στους οποίους υπήρχε πάντα μια βαθύτερη αλληλοεκτίμηση. Γερμανοί κι Έλληνες. Σχεδιασμένα, μεθοδικά, κάποιοι, έχοντας τον σκοπό τους, έσπειραν ανάμεσα στους δυο αυτούς λαούς το μίσος. Γιατί ειδικά σε αυτούς;
  9. Την καταστροφή στον πλανήτη και στη χώρα μας την φέρνει η ιλουστρασιόν (φανταχτερή) ηλιθιότητα λίγων (που περνιέται για εξυπνάδα), ακολουθούμενη από την απλή ηλιθιότητα πολλών που θαμπωμένοι, υπνωτισμένοι ακολουθούν (αυτή την ιλουστρασιόν ηλιθιότητα).
Σήμερα κυβερνούν οι τοκογλύφοι, οι κατέχοντες τράπεζες. (Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν οι μυστικιστικά και θρησκευτικά σκεπτόμενοι, για κυριαρχία επί του πλανήτη κι άλλα ηχηρά παρόμοια. Ηχηρά και κούφια διότι «η μεγαλύτερη ήττα είναι η νίκη»).
Τους σημερινούς τοκογλύφους κυβερνήτες, γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνοι είναι, προσπάθησαν ν’ αναχαιτίσουν οι διανοούμενοι του μεσοπολέμου. Έχασαν τη μάχη διότι την διεκπεραίωση την ανέλαβαν μικρόψυχοι, μεγαλομανείς ρατσιστές κυβερνήτες, (Χίτλερ, Μουσολίνι), που κατάφεραν με τις μεθόδους των να ηρωοποιήσουν τους τοκογλύφους και να θέσουν στο περιθώριο τους διανοούμενους, μαζί και τον σοφό τους ιδεολογικό προσανατολισμό.
Λύσεις;
Προσωπικότητες απ’ όλο τον Ελληνισμό, που αγαπούν τη χώρα στην κατεύθυνση εκείνη ενός Σεφέρη, ενός Ρίτσου, ενός Ελύτη, ει δυνατόν ξένοι εντελώς προς τους μέχρι τώρα πολιτικούς, άριστοι ο καθένας στον τομέα του, να κάμουν εθνοσυνέλευση, πιθανότητα έξω από τη χώρα και σε χώρο ασφαλή. Να κάμουν κυβέρνηση. Να ζητήσουν τη βοήθεια του στρατού* για την απελευθέρωση του τόπου από τους ντόπιους και ξένους νταβατζήδες. Για την εγκαθίδρυση στη χώρα δημοκρατίας. Όλοι για δημοκρατία μιλούν. Δικτάτορες, τύραννοι, βασιλιάδες.  Εννοώ την δημοκρατία της δικαιοσύνης, της αξιοκρατίας, που κατεύθυνσή της δεν θα έχει τον υδροκεφαλισμό των Βρυξελλών αλλά την άμεση δημοκρατία που κέντρα της θα έχει τους δήμους της χώρας.
* Διότι ο στρατός δεν είναι για να κάνουν με αυτόν δικατορίες οι Αμερικάνοι, ούτε για να τρέχει στα πέρατα της γης για να βοηθήσει τον ιμπεριαλισμό. Ο στρατός είναι παιδιά του λαού ταγμένα στη διαφύλαξη των συνόρων, της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης. Μην ξεχνούμε ότι η σημαντικότερη πλατεία της χώρας έχει πάρει το όνομά της από την επέμβαση του Μακρυγιάννη με στρατό (πώς αλλιώς;), για ν’ απαιτήσει σύνταγμα κι ελευθερία.
Μια τέτοια κυβέρνηση θα έχει ως έργο της για παράδειγμα τα εξής:
Αποδέσμευση από την Ε.Ε., και τις δόλιες συμφωνίες που υπεγράφησαν ερήμην του λαού. Αποδέσμευση μεθοδευμένη, με τρόπο έξυπνο σαν εκείνο του Οδυσσέα όταν ήθελε να βγει από τη σπηλιά του Κύκλωπα.
Τούτο δεν σημαίνει μίσος προς την Ευρώπη αλλ’ απλώς σημαίνει ότι δεν συγχέουμε την Ευρώπη των λαών και των σοφών της,  με την Ε. Ε .των λύκων. Η μεγάλη μανία με την Ε.Ε., η μεγάλη προπαγάνδα υπέρ του ν’ ανήκουμε σ’ αυτήν, μου λέει ότι οι αεριτζήδες μας, είναι ανύπαρχτοι χωρίς αυτήν, τρέμουν την εμφάνιση και δράση των πραγματικών δυνάμεων του λαού. Κι ακόμη μου θυμίζουν τους αρχαίους Έλληνες τυράννους: Αυτοί δεν μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς την στήριξη του Μεγάλου Βασιλέως, δηλαδή της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Προτροπή και βοήθεια να επιστρέψουν στη γη τους όσοι έχουν γη κι όσοι δεν έχουν ν’ αγοράσουν. Αποχτώντας επαφή με τη γη σαν τον Ανταίο θ’ αποχτήσουμε ξανά τη δύναμή μας.

Υ.Γ. Η χώρα διαθέτοντας άριστο κλίμα
και άριστο φυσικό περιβάλλον, τεράστια πολιτιστική κληρονομιά, μεγάλο πλούτο της πανίδας και της χλωρίδας, ορυκτό και θαλάσσιο, μπορεί να κάμει και τους κατοίκους της κατ’ εικόνα της και ομοίωσή της, αν εκείνοι με σοφία το επιδιώξουν. Η χώρα μπορεί να αναπτύξει τον άριστο τουρισμό και να καταστεί το κέντρο, ο κατ’ εξοχήν τόπος, της παιδείας και του πολιτισμού.
Γιάννης Υφαντής
Yfantis.
gr και ah-ach.blogspot.com
            ΤΟ ΚΑΛΑΜI
ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΟ ΚΑΛΑΜΙ*
Καλάμι εσύ που ο τσιφούτης όλα τα λεφτά του εντός σου έχει μάσει
και δεν τολμά να παίξει μετά σού μην τύχει και τα χάσει.
Καλάμι που σε ίππευσε κι ο γάιδαρος των όνων η κουφάλα
και γύριζε σε στέκια επαρχιώτικα και φώναζε τον κόκκορα κεφάλα.
Καλάμι εσύ που σε ιππεύουν μπουρδολόγοι Αθηναίοι, Πατρινοί και Αγρινιώτες
κι έτσι φαντάζονται πως είναι συγγραφείς και ποιητές και του Σωτήρος οι ιππότες.
Καλάμι που σε ιππεύουν όσοι απ’ τους ομοίους τους παινεύονται για όποια τυπωμένη τους βλακεία
κ’ ύστερα πάνε και πουλάνε μούρη σοβαρού, στοχαστικού μεγάλου ανδρός  τα καφενεία.
Καλάμι που σε ίππευσε ακόμα κ’ η Γυναίκα εκείνη από τη Ζάκυνθο του Αγίου Σολωμού,
κι όσα κακά δεν εύρισκε στους άλλους τα ’φκιαχνε μονάχη από τον ίδιο της το νου.
Καλάμι που σε ιππεύσαν κριτικοί κι εν τέλει εσύ κακό το τέλος είχες
γιατί ως λέγουν πάντα της ψωλής που ’ναι κοντή της φταίγανε οι τρίχες.
Καλάμι που σε ιππεύουνε αυτοί που μεταξύ τους δίνουνε και παίρνουνε βραβεία
και κάνουνε τον Κώστα Καρυωτάκη απανωτά να φτάνει σε θανάτου οργασμούς από αηδία.
Καλάμι που σε ιππεύουν όσοι πίσω απ’ αρχόντων κ’ ιερέων κουστωδία
κρύβονται για να κάνουνε επίσημη και νόμιμη την όποια δυσωδία.
Καλάμι περιμένεις από βάρβαρους ηγέτες ν’ αγαπήσουνε τα δώρα των Μουσών;
Κοίτα τους υπουργούς τους με τι ζήλο οι αχρείοι παραχώνουνε το στόμα των βρυσών.
Καλάμι δεν με νοιάζουν οι τιμές τους κι όλα εκείνα που ο Έλιοτ ονόμασε κηλίδες
μα είναι που σκοτώνουν την ψυχή κάθε λαού για να την κάνουν παλιοσίδερα και βίδες.
Υγ.
Καλάμι που σε δώσανε ως σκήπτρο στο Χριστό
για να του κάνουνε με σε τον εμπαιγμό χειροπιαστό
μα δεν ηξεύρανε πως ήσουνα το πλέον ταιριαστό
για βασιλέα ποιητή και για εξόριστο θεό.
Καλάμι όσοι είναι στα μετόπισθεν δεν ξέρουν
ποιος είναι όντως ο εχθρός και για ποιο λόγο υποφέρουν.
Κι ούτε μπορεί κανείς να φτάσει εκεί να τους το πει
γιατί τα νέα τούς τα φέρνουν αλλαγμένα οι εχθροί.
Αλλοίμονο στους αγγελιοφόρους.
Οι ψηφοθήρες θέλουν μόνο ψηφοφόρους
και πληρωμένοι χειροκροτητές
τους κρύβουν σα σκοτώνουν ποιητές.
Καλάμι μόνο αν βρίσκεσαι στην πρώτη τη γραμμή
ξέρεις ποιος είναι ο εχθρός, πώς πολεμάει, και γιατί.
___________________
*Πρώτο μέρος

15.7.12

Κάτω τα χέρια από τα όνειρά μου. Της Ελένης Ρουφάνη

08:07, 15 Ιουλ 2012 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/100597
...είναι η δική μου κραυγή ότι μπορεί ο κόσμος να γίνεται απαίσιος, αλλά αλίμονο αν πάψουμε να τον ονειρευόμαστε _όλοι μας και προπάντων οι νέοι άνθρωποι. " η συγγραφέας Ελένη Ρουφάνη, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη, τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής -από την έμπνευση μέχρι το τυπογραφείο- του νέου της βιβλίου με τον επίκαιρο τίτλο "Κάτω τα χέρια από τα όνειρά μου", των εκδόσεων Κέδρος.

"Η προγραμματισμένη από μήνες παρουσίαση προηγούμενου βιβλίου μου, το Δεκέμβρη του 2008, συνέπεσε με την κηδεία του μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Δεν κατάφερα να αναβάλω τη μικρή μου γιορτή, ψέλλισα δυο λόγια απολογητικά και συνέχισα να υπερασπίζομαι τις λέξεις.
Τα παιδιά μου ήσαν τότε έντεκα και δώδεκα χρονών και παρακολουθούσαν τα γεγονότα που συγκλόνιζαν την Αθήνα με θυμό, αδυνατώντας να τα κατανοήσουν. Τουλάχιστον θα πάψουν ν’ ανήκουν στη γενιά του καναπέ, σκέφτηκα, έχοντας ήδη νιώσει την ιδιότυπη εκείνη ανάγκη παρηγορίας που οδηγεί στη γέννηση ενός επόμενου βιβλίου.
Αντίκριζα με τρόμο την προοπτική μιας κοινωνίας που -εκτός των άλλων δεινών και εξαιτίας τους- εκτοπίζει το όνειρο. Το ένιωθα άδικο και επικίνδυνο για όλους, πόσο μάλλον για τους έφηβους. Πήρα λοιπόν θέση να το υπερασπιστώ, πλάθοντας τους χαρακτήρες που περιφέρονται στις σελίδες του «Κάτω τα χέρια από τα όνειρά μου». Εκεί, η Αλίκη αγωνίζεται για το δικαίωμα να ζωγραφίζει τους ασπρόμαυρους εφιάλτες της και ο Φοίβος ν’ αντιμετωπίζει τον έρωτα αλλά και τη βία. Ο καθένας τους διεκδικεί με πείσμα το δικό του μερίδιο στην ευτυχία κι ας μη μοιάζει πια τίποτα γύρω τους εξασφαλισμένο.
Το Φάσμα ζωντανεύει μέσα από τα σκίτσα της Αλίκης, για να τη βοηθήσει στον πόλεμο με την ταραγμένη κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και με τις ορμόνες της, με το άλλο φύλλο  και με τα εξοργιστικά αποσιωπητικά στις απαντήσεις των ενηλίκων. Δεν είναι παρά ένα παιχνίδι του μυαλού της, ένα πλάσμα της φαντασίας που του δίνει σχήμα και φωνή, εξουσιοδοτώντας το άλλοτε να κάνει πράγματα που εκείνη δε θα τολμούσε κι άλλοτε να βάλει φρένο στην επιθετικότητά της. Είναι μια επινόηση που εξασφαλίζει τη συμμετοχή του αναγνώστη στις συνωμοσίες της, μια και δεν υπάρχει για κανέναν από τους υπόλοιπους ήρωες της ιστορίας. Πρόκειται για ένα φάντασμα που μου επέτρεψε να ενσωματώσω υπερβάσεις και φαντασιώσεις σε μια απολύτως καθημερινή ιστορία.
Στο μεταξύ, τα μελανά χρώματα της κρίσης, η βία και η πείνα είχαν ήδη γίνει κομμάτι μιας απίστευτης καθημερινότητας. Όταν ξεκίνησα τα εικαστικά για την εικονογράφηση, πάλευε μέσα μου η οργή με το φόβο κι έπρεπε κάθε τόσο να φωνάζω πως όχι, θα νικήσει η ελπίδα. Έβαλα μια μέρα τα καλά μου και βγήκα βόλτα στην πόλη. Στους κεντρικούς δρόμους συνάντησα το πρόσωπο του κοινωνικού εφιάλτη. Άνθρωποι που ψάχνουν φαγητό στα σκουπίδια και κοιμούνται σε χαρτόκουτα, κάποιοι λιπόθυμοι στα πεζοδρόμια κι οι πιο τυχεροί να τους προσπερνάμε τρομοκρατημένοι. Σειρήνες περιπολικών, οπλισμένοι με ασπίδες και κράνη στις γωνίες κι η μυρωδιά του θυμού ν’ απλώνεται μέχρι το λόφο της Ακρόπολης.
Σκοτείνιασε. Γύρισα στο σπίτι, άναψα το φως και άνοιξα το συρτάρι με τα χρώματα. Να ξορκίσω το κακό, να κάνω χώρο στην ψυχή μου για το όνειρο και την ελπίδα. Να δείξω την ζωγραφιά στον διπλανό μου και μαζί ν’ αλλάξουμε τον κόσμο.
Με τέτοιες σκέψεις, που συχνά φάνταζαν γελοίες και με ληγμένες ενέσεις απ’ το προσωπικό μου οπλοστάσιο, κατάφερα να ολοκληρώσω το «Κάτω τα χέρια από τα όνειρά μου». Προτού καν φτάσει στο τυπογραφείο, η Αλίκη και ο Φοίβος είχαν ορθώσει το ανάστημά τους και απαιτούσαν να παρηγορήσουν τα χειρότερα που προέκυπταν γύρω μου καθημερινά.
Το επόμενο, άτιτλο προς το παρόν βιβλίο που ακόμα δουλεύω, τους συναντάει λίγο πριν από τις πανελλήνιες εξετάσεις, όταν η χώρα συγκλονίζεται από την άνοδο του φασισμού, με την ανεργία να ξεπερνάει το είκοσι τέσσερα τοις εκατό, με το εξήντα οκτώ τοις εκατό του πληθυσμού να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και με καθημερινές αυτοκτονίες απελπισμένων πολιτών.
Στο μεταξύ, το «Κάτω τα χέρια από τα όνειρά μου», αργούσε να βρει το δρόμο για τα βιβλιοπωλεία. Είχε κολλήσει στο τυπογραφείο, την πόρτα του οποίου ζήτησα να περάσω την πιο κρίσιμη στιγμή. Ήξερα πως οι δεκαπέντε ultra marine μονοχρωμίες μου θα τυπώνονταν ασπρόμαυρες, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει πως στο σαμουά χαρτί θα εξαφανίζονταν τα λευκά.
Το σαμουά ευνοεί το κείμενο, ενώ το άσπρο ευνοεί τις ζωγραφιές. Σκάλωσα. Ακόμα κι αν ήταν δική μου η επιλογή, δε θα ήξερα ποιο απ’ τα παιδιά μου ν’ αδικήσω. Ίσως δεν έπρεπε να παραβρεθώ σ’ αυτή τη διαδικασία. Το ζήτησα από φόβο μην μπουκώσουνε τα μαύρα κι εξαφανιστούνε τα γκρίζα, αλλά αυτή είναι μόνο η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή έχει να κάνει με την αθεράπευτη περιέργειά μου.
Ήταν η δεύτερη φορά που βρισκόμουν σε τυπογραφείο και πήγα εξοπλισμένη με τη φωτογραφική μου μηχανή. Μου έδωσαν πρόθυμα την άδεια να τη χρησιμοποιήσω. Οι μυρωδιές και οι ήχοι δραπέτευσαν από τις ογδόντα επτά λήψεις της κάμερας, αλλά όχι και από το σχετικό αρχείο του εγκεφάλου μου.
Δε νομίζω να ξεχάσω ποτέ το σπινάρισμα του μηχανήματος, καθώς μ’ έβαζε κάθε φορά στον πανικό πως λέξεις και εικόνες θα γίνουν μια γκρίζα σούπα που θα σερβιριστεί με την υπογραφή μου. Κι ύστερα, το ρυθμικό alarm -απλή σηματοδότηση λήξης για κάθε στάδιο της διαδικασίας- αντηχούσε στα αυτιά μου σα σειρήνα νοσοκομειακού σε μποτιλιάρισμα. Όσο να ‘ναι, η μυρωδιά του τυπογραφείου προκαλεί μια ελαφριά μέθη…
«Αν δεν είναι κόπος, θα έπινα τώρα εκείνο το καφεδάκι» είπα και σωριάστηκα στην καρέκλα. Ολόγυρά μου ντάνες από δεκαεξασέλιδα περίμεναν τη σειρά τους για τα μηχανήματα που θα τις δίπλωναν, θα τις έκοβαν και θα τις βιβλιοδετούσαν. Οι λιγοστοί άνθρωποι που τα χειρίζονταν πηγαινοέρχονταν σιωπηλοί. Οι υπάλληλοι σχόλασαν στις τρεις και μισή.
Ο τυπογράφος δε φεύγει ποτέ πριν τις εννιά το βράδυ. Υπερασπίζεται τη μικρή του επιχείρηση που λειτουργεί με όλο και λιγότερο προσωπικό, όλο και μεγαλύτερα έξοδα, όλο και χειρότερες προοπτικές. Ό,τι ακριβώς ισχύει και για τους εκδότες, τους βιβλιοπώλες, τους δημιουργούς αλλά και τους αποδέκτες του κάθε βιβλίου. Κι όμως, στεκόμασταν εκεί και αυξομειώναμε τα γκρίζα σα να ήταν το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο. Οι φράσεις μας για την κοινωνικοοικονομική κρίση έμεναν μετέωρες _πολεμούσαμε το τέρας με ανεπαίσθητες  αποτυπώσεις.
Παραμονές Χριστουγέννων και τα χρώματα του απομεσήμερου έμοιαζαν ανοιξιάτικα. Οι έφηβοι του σπιτιού, θα είχαν επιστρέψει απ’ το σχολείο. Η σκέψη πως υπήρχε φαγητό στο ψυγείο με γέμισε ανακούφιση. Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στην παρόρμηση να ψάξω για μια «λούπα» _το μικρό, θαυματουργό φακό που εισβάλει στα άδυτα κάθε φωτογραφημένης πινελιάς, αποκαλύπτοντας τους λευκούς και μαύρους της κόκκους.
Ευτυχώς, για το επόμενο βιβλίο είχα δουλέψει περισσότερο το κείμενο παρά τις εικόνες. Ο τυπογράφος μου έδωσε πολύτιμες συμβουλές για καλύτερο αποτέλεσμα στην εκτύπωση. Δυνατά contrast σε λείο χαρτί _άσπρο, μαύρο, άντε κι ένας τόνος γκρίζο. Για μια στιγμή είχα την ψευδαίσθηση ότι ξεκαθάρισαν οι ασπρόμαυρες εικόνες και οι χρωματιστές λέξεις στο κεφάλι μου.
Το «Κάτω τα χέρια από τα όνειρά μου» θα έβρισκε τελικά τη θέση του στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Είχε έρθει επιτέλους η μοναδική εκείνη στιγμή… Κάθε φορά σα να είναι η πρώτη φορά. Νομίζεις ότι το ορίζεις, αλλά ήδη από τις πρώτες σελίδες έχει δική του υπόσταση, δικές του ανάγκες. Κι είναι πάντα περισσότερες απ’ όσα μπορείς να του προσφέρεις. Ζητάει αλλαγές, διεκδικεί το χρόνο και την προσοχή σου, φέρνει τα πάνω κάτω στη ζωή σου.
Ένα ατέλειωτο πήγαινε – έλα ανάμεσα στον παράδεισο και στην κόλαση η ανατροφή του. Όταν επιτέλους ολοκληρώνεται, το εμπιστεύεσαι σε άλλους, για να οργανώσουν την είσοδό του στον κόσμο. Από μια απόσταση πια, βλέπεις τα ελαττώματά του, αλλά δε μπορείς τίποτα να κάνεις. Υπάρχει μια τελευταία στιγμή που είστε μόνοι οι δυο σας, όταν παίρνεις το πρώτο αντίτυπο στα χέρια σου με τη μυρωδιά του τυπογραφείου. Εγώ, αναρωτιέσαι, το έκανα αυτό; Και το αφήνεις. Από ‘δω και μπρος είναι δικό σου λιγότερο από ποτέ.
Και στο επόμενο, η απόπνοια του μπαρουτιού μερικές στιγμές γίνεται θαλασσινή, θυμαρίσια, ερωτική. Και θες να μείνεις εκεί για πάντα, να κουβαλήσεις το σπίτι σου σαν το σαλιγκάρι, να το κρύψεις στα σκοίνα και στις αλυκές και να τα τολμήσεις όλα. Όλα όσα σου στερούν τα ουρλιαχτά  στην τηλεόραση. Θες να φωνάξεις «έτσι πρέπει να ‘ναι η ζωή», αλλά ντρέπεσαι. Ντρέπεσαι να χαρείς.
Γυρίζεις λοιπόν στο άλλο σπίτι, το καθημερινό, γέρνοντας του ώμους. Αγνοείς τις οθόνες κι ανάβεις το φως _όχι, όχι το ηλεκτρικό. Ψάχνεις σε συρτάρια σκονισμένα, μέχρι να βρεις εκείνο το κερί από την τελευταία φορά που πήγες σε ανάσταση. Ήσουν ακόμα παιδί και το ‘χεις φυλάξει κρυφά κι από τον εαυτό σου _φως ζεστό, σα φλόγα ερωτική, ντροπαλή και λαίμαργη.
Όχι, όχι ενοχή! Τιμή σου ταπεινή να θυμίσεις στον άνθρωπο τη χαρά. Δεν είναι πολυτέλεια το όνειρο. Είναι ανάγκη η ελπίδα, είναι όπλο ενάντια στο φόβο και στον τρόμο.
Το «Κάτω τα χέρια από τα όνειρά μου» είναι η δική μου κραυγή ότι μπορεί ο κόσμος να γίνεται απαίσιος, αλλά αλλοίμονο αν πάψουμε να τον ονειρευόμαστε _όλοι μας και προπάντων οι νέοι άνθρωποι."



Η Ελένη Ρουφάνη γεννήθηκε το 1959 στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ελλάδα και την Αμερική, απ' όπου επέστρεψε το 1985 με μάστερ κοινωνιολογίας. Εργάστηκε ως καθηγήτρια σε κολέγια των Αθηνών και ως κειμενογράφος σε διαφημιστικές εταιρίες. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών. Έχει μεταφράσει κείμενα και διηγήματα από τα αγγλικά, για το περιοδικό "Πολιορκία", 1986, και το "Αποχαιρετισμός στα όπλα" του E. Hemingway, εκδ. Ερατώ, 1989. Το 1993 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα "Το δώρο του φόβου", εκδ. Μέδουσα, το 1999, το "Έλα να παίξουμε...", εκδ. Καστανιώτη και "Το ταξίδι του Καμάλ" το 2007, από τις εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί. Το Δεκέμβρη του 2008 κυκλοφόρησε το παραμύθι "Κρυφτό μέσα στα χρώματα", από τις εκδόσεις Κέδρος, στο οποίο έκανε και τις ζωγραφιές. Το τελευταίο της μυθιστόρημα Κάτω τα Χέρια από τα Όνειρα μου, κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Κέδρος, με δική της εικονογράφηση.


Δε θα ξεχάσω όσους αγάπησα κι όσους με αγαπήσανε _ Νίκος Κούνδουρος

04:07, 14 Ιουλ 2012 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/100439
*Η ταινία έτρεχε μ’ όση δύναμη είχαν κανονίσει αυτοί που έφτιαξαν τη μηχανή. Τώρα θα σπάσει, σκέφτηκα και δεν έκανα τίποτα να τη σταματήσω.
[…] Και ήμουν εγώ αυτός που έπαιζε με τα κουμπιά της μηχανής. Εγώ έσβηνα τον ήχο, εγώ έκανα την εικόνα να τρέχει σαν παλαβή, εγώ με μια κίνηση θα τα σταματήσω όλα σε μια παγωμένη νεκρή στιγμή, και με μια ακόμα μικρή κίνηση στο κουμπί θα κάνω την εικόνα να ξεκινήσει πάλι, με μανία λες, άνθρωποι και μηχανές, αυτοκίνητα και ποδήλατα…
[…] Η μνήμη, χαλαρή, κάνει τα πάντα να σμίγουν σε μια γιορτή, απρόσιτη στους άλλους, στημένη μόνο για μένα. Αφήνω μια εικόνα και πιάνω την άλλη που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση, σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης που οι τραγουδιστάδες δε λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο, γιατί κάθε τέλος σέρνει μαζί του θλίψη.
[…] Αναγνώστη, όποιος και να ‘σαι. Το είπα από την αρχή και σ’ το ξαναλέω. Δεν είναι λάθος ούτε βιασύνη ούτε σάλεμα του νου η αταξία σε τούτα τα γραφτά. Είναι ηθελημένη. Και όταν μίλησα για σπαράγματα στο υπόγειο κάποιου μουσείου αυτό θέλησα να πω.
Κάθε χτύπημα στη γη με το σκεπάρνι του αρχαιολόγου, κάθε κομμάτι μάρμαρο ή κεραμικό που έκρυβε η γη στα σπλάχνα της είχε δικαίωμα στον ίδιο σεβασμό, γιατί κάποτε ένα χέρι ανθρώπινο το κράτησε, ένας νους το ‘χε πλάσει στον πηλό ή το ‘χε σμιλέψει στο μάρμαρο.
Έτσι σκεφτόμουν τότε έτσι σκέφτομαι και τώρα. Κάθε γραμμένη αράδα στα κιτρινισμένα πια φύλλα που ανασύρθηκαν από τα συρτάρια και τα χαρτονένια κουτιά, κάθε ξεχασμένη κουβέντα που ειπώθηκε και γράφτηκε τότε, κάτι έπρεπε να σημαίνει.
Ο φόβος της οριστικής λησμονιάς με τρόμαξε. Εγώ δεν έχω χώμα για να σκάψω, σκάβω και ανασκαλεύω τα χαρτιά και τα λόγια.
Όμως μια αδιόρατη μελαγχολία μου κάνει παρέα στην τρίχρονη περιπέτειά μου, και τώρα που αρχίζω να βλέπω κάποιο τέλος θέλω να πω και τούτο. Νιώθω μια σχεδόν χριστιανική συγνώμη, για ανθρώπους και πράγματα, ο χρόνος σοφός και αδυσώπητος βάζει τη δικιά του τάξη χωρίς να ρωτάει και χωρίς να περιμένει απάντηση. Σας χαιρετώ.
[…] Εδώ τελειώνω. Απότομα, όπως το άρχισα τούτο το συναξάρι της ζωής, μισό αληθινό και μισό ψεύτικο. Έτσι καθώς ταιριάζει στο νου μου, που έμαθε να φτιάχνει ιστορίες και παραμύθια με ανθρώπους και φαντάσματα.

Γιατί η αλήθεια η δικιά μου είναι μόνο δικιά μου και τις αλήθειες των άλλων πάλι εγώ τις αλέθω όπως θέλω, και όπως με βολεύει.
Βοηθάει και η θολούρα τόσων χρόνων και η ύπουλη μνήμη που δε ρωτάει, παίζει τα δικά της παιχνίδια, διαλέγει ό,τι θέλει και τα άλλα τα πετά στην αιώνια και οριστική λησμονιά.
Μια μυστηριακή δύναμη αποφασίζει, χωρίς να με ρωτήσει, χωρίς να τυραννιέται από αμφιβολίες και πισωγυρίσματα. Όμως δε θα ξεχάσω όσους αγάπησα κι όσους με αγαπήσανε.
Ένας αρχαίος σεβασμός τους προστατεύει και με προστατεύει από τη λησμονιά. Ζήστε για να μας θυμάστε, πάλι η κουβέντα της μάνας. Μείνε ήσυχη μάνα, σκέφτηκα τότε. Και τώρα το ίδιο σκέφτομαι.
Μείνε ήσυχη μάνα.
Νίκος Κούνδουρος
1η Απρίλη 2009

*Ήταν ένα απόσπασμα, από τον επίλογο του βιβλίου “Ονειρεύτηκα πως πέθανα“, του σκηνοθέτη και συγγραφέα Νίκου Κούνδουρου, των εκδόσεων Ίκαρος.
Δεν γινόταν να επιλέξω κάποιο άλλο μέρος αυτού του βιβλίου, να κόψω, δηλαδή, στη μέση την αφήγηση ή να κάνω «διάλειμμα» σε αυτήν την 60χρονη πορεία αγωνιστικών, όσο και καλλιτεχνικών βιωμάτων, με γεγονότα και πρόσωπα που ο συγγραφέας, εκεί, μπροστά σου, προβάλει σε γραπτή οθόνη…
Σε αυτό το προσωπικό, όσο και ιστορικό ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης, θα κάνει ζουμ στην Σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας, γραμμένη με αληθινά, όσο και ιστορικά πρόσωπα που άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα στο πέρασμά τους, όχι μόνο στη χώρα μας, στην Ευρώπη και στον κόσμο, μα και στον ίδιο τον αφηγητή, που ζώντας δίπλα τους, μέσω αυτού του εξομολογητικού ημερολογίου, όρμάει σαν… Κρητικός πολεμιστής να λαβωθεί την ζωή τους, μοιραία και τη δική του, απαθανατίζοντάς τες.
Το συγγραφικό του βλέμμα, είναι εκείνο που ανακαλύπτεται όταν τα χρόνια περάσουν, όταν τα… ντουβάρια κιτρινίσουν, και γι αυτό επιτρέψουν στις εικόνες, να προβληθούν ξανά ολοζώντανες και πολυδιάστατες, από ποτέ, στους τοίχους τους…
Θα ‘ταν ευχής έργον, ο αυτοβιογραφούμενος Κούνδουρος, να επιχειρήσει στο μέλλον, μια ακόμη…  επίθεση στο παρελθόν, αφού ένιωθα διαβάζοντάς το απνευστί, σαν να ‘ταν ένας γερός πρόλογος, που χαράζει και υπόσχεται συνέχεια… Κρυσταλία Πατούλη

10.7.12

ΜΕΤΑΞΩΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ Του Γιάννη Τριάντη



Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο αείμνηστος Νίκος Καρούζος: «Μεταξωτοί άνθρωποι». Μιλούσε για κάποιους χωρικούς που είχε συναντήσει στη Λέσβο. Αγράμματοι ήταν, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί με τους άλλους. Απαλοί, χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει. Μεταξωτοί άνθρωποι ...;
Μου 'μεινε αυτός ο χαρακτηρισμός. Χαράχτηκε μέσα μου. Κι από τότε ένα νέο κριτήριο λειτουργεί στις αξιολογήσεις μου για τους ανθρώπους: η συμπεριφορά και η στάση τους σε «ασήμαντα» πεδία της καθημερινότητας. Αυτά που συνήθως τα προσπερνάμε ή δεν τα παρατηρούμε, γιατί δεν μας απασχόλησαν ποτέ οι εκφάνσεις της «μεταξωτής συμπεριφοράς» ...; Βέβαια οι άνθρωποι δεν συγκροτούν ως χαρακτήρες ένα συμπαγές όλον, αλλά ένα αντιφατικό σύνθεμα, στο οποίο συνυπάρχουν «μεταξωτά» στοιχεία και ακάνθινες απολήξεις. Γι' αυτό και είναι κάπως παρακινδυνευμένα τα άμεσα και οριστικά συμπεράσματα για το «είναι» των ανθρώπων ...;
Παρ' όλα αυτά, προσωπικά, διακινδυνεύω την εξαγωγή συμπερασμάτων παρατηρώντας μικρές «ασήμαντες» κινήσεις στις παρέες, στον εργασιακό χώρο και στο «δάσος» του καθεμέρα, όταν συγχρωτίζομαι με αγνώστους. Και συνήθως δεν πέφτω έξω. Διότι τα γνωρίσματα αυτά αποκαλύπτουν πειστικά τον εσωτερικό κόσμο του άλλου. Τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό ...;
Φερ' ειπείν, «σκλαβώνομαι» από εκείνους που δεν ορμάνε να πιάσουν την καλύτερη θέση στο τραπέζι μιας ταβέρνας. Θεωρώ την κίνηση αυτή απότοκο καταγωγικής ευγένειας και γενναιοδωρίας, η οποία αδιαφορεί για το ιδιωφελές και συμφέρον. Αντίθετα, οι άνθρωποι που σπεύδουν φουριόζοι για μια καλή θέση καταχωρίζονται μέσα μου σαν αρπακτικά. Και -το 'χω παρατηρήσει- έτσι συμπεριφέρονται, σαν αρπακτικά, και σε άλλα ζωτικά και κρίσιμα πεδία... Κάποτε βρέθηκα σ' ένα τραπέζι, στο οποίο κυριαρχούσαν οι «επώνυμοι». Απέναντί μου καθόταν ένας πολύ γνωστός καλλιτέχνης, μεγάλο όνομα, ο οποίος ούτε φλυαρούσε ούτε ακκιζόταν όπως κάποιοι άλλοι στη συντροφιά. Όταν άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα κοινά πιάτα, ήταν ο μόνος που δεν επέπεσε για να εξασφαλίσει τη μερίδα του, αλλά ρωτούσε τους διπλανούς του και μοίραζε πρώτα στους άλλους και μετά, ό,τι έμενε, κρατούσε για τον εαυτό του. «Μεταξωτός άνθρωπος», σκέφτηκα...
Η μεταξωτή συμπεριφορά δεν παραπέμπει απαραιτήτως -ή κυρίως- στο σαβουάρ βιβρ και στους «καλούς τρόπους» εν γένει. Τέμνεται σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά δεν αποτελεί αποτύπωμα διδαχθείσης μεθόδου για το φέρεσθαι.
Εδώ, το «μετάξι» είναι αυτοφυές ή προϊόν δουλεμένου χαρακτήρα. Είναι ο τρόπος που ο άλλος βλέπει τους συνανθρώπους του. Είναι η θέαση του κόσμου χωρίς τα εγωιστικά γυαλιά του προσωπικού ωφελιμισμού. Είναι, ευρύτερα, η υποταγή του ατομικού συμφέροντος στη συλλογικότητα, χωρίς βέβαια η «μεταξωτή συμπεριφορά» να φτάνει σε σημείο υπονόμευσης προσωπικών δικαιωμάτων και δικαίων. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να αδικεί τον εαυτό του... Όμως, προσέξτε μια λεπτή απόχρωση: ποτέ ένας «μεταξωτός άνθρωπος» δεν νιώθει κορόιδο, όταν άλλοι τον προσπερνούν -στη σειρά μιας καντίνας ή στην ιεραρχία- χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα και μεθόδους.
Το «άφες αυτοίς» είναι ριζωμένο μέσα του. Αποτελεί μέρος του αξιακού του κώδικα. Ξέρει τι γίνεται στην «αγορά». Αλλά συνειδητά δεν συμμετέχει στο εξοντωτικό αυτό παιχνίδι. Απέχει χωρίς να κλαυθμηρίζει.
Γιατί, εκτός από μετάξι, τέτοιοι άνθρωποι διαθέτουν και ένα σκληρό κοίτασμα, που τους επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα στωικοί και γρανιτένιοι. Ένας από αυτούς έγινε φίλος μου - και το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή ότι θα συμβεί αυτό. Πρώτη μέρα στη μονάδα γύρισε από τη σκοπιά και μπήκε στη σειρά για φαγητό. Ήταν τρίτος από το τέλος. Τότε ακούστηκε ο μάγειρας να λέει ότι έμειναν μονάχα δύο μερίδες. Ο Κωστής πλησίαζε, ήταν ένας από τους δύο τυχερούς. Αλλά μόλις άκουσε τον μάγειρα, έφυγε αθόρυβα παραχωρώντας τη θέση του στον επόμενο. Έτσι. Αθόρυβα, αυτοθυσιαστικά, γενναιόδωρα, χωρίς να το κάνει θέμα...
Οι «μεταξωτοί άνθρωποι», λοιπόν. Που μιλούν ελάχιστα για τον εαυτό τους. Που χαίρονται με τις επιτυχίες των άλλων. Που δεν σπεύδουν χαιρέκακα να «κάνουν πλάκα», δήθεν χαριεντιζόμενοι, με εξωτερικά γνωρίσματα που πονάνε τους άλλους... Εκείνοι, που δεν σπερμολογούν διακινώντας φήμες. Εκείνοι που υπερασπίζονται σθεναρά κάποιον απόντα όταν λοιδορείται σε μια παρέα, χωρίς να είναι φίλος τους, αλλά επειδή νιώθουν ότι αδικείται...
Οι μεταξωτοί άνθρωποι. Όσοι προσέχουν τι λες, και δεν είναι ωσεί παρόντες στην κουβέντα, με το μυαλό τους στο τι θα πουν οι ίδιοι για να εντυπωσιάσουν. Άνθρωποι με ανοιχτούς πόρους και πλατιά καρδιά... Υπεράνθρωποι; Όχι. Απλώς, μεταξωτοί... Φαίνονται από μακριά. Αρκεί να προσέξεις «μικρές», «ασήμαντες» κινήσεις στο φέρεσθαι των ανθρώπων...
Δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ
 

7.7.12

Ο έρωτας σήμερα. Μάνος Χατζιδάκις

"Ο έρωτας σήμερα δεν είναι για μένα αποκλειστικά σεξουαλικός μηχανισμός. Με έλκουν οι νέοι που πρωτίστως νογάνε, αυτοί που θα εκπροσωπήσουν τη γενιά τους αύριο. Όπως η γέννηση ενός παιδιού είναι ένα διαβατήριο για τη μελλοντική γενιά (όταν δεν αποτελεί δημογραφικό στόχο, αλλά φυσική συνέπεια του έρωτα), έτσι κι αυτή η έλξη μου για τους επίλεκτους νέους διεκδικεί ένα διαβατήριο ποιητικής συνέχειας. Όμως υπάρχει αυτό το τίμημα της σεξουαλικής γνώσης: έχει χαθεί ο έρωτας ανάμεσα στους νέους. Υπάρχουν καλές κατασκευές, πολλές φορές μια ωραιότατη πράξη – έχει χαθεί η αδεξιότητα των παλαιοτέρων. Αλλά μαζί μ’ αυτή έχει χαθεί και η ένταση μιας ερωτικής μυθολογίας, αφού όλοι «ερώνται» με εξαλλοσύνη μέσα από ασφαλιστικές δικλείδες. Παλιότερα οι άνθρωποι χάνονταν στον έρωτα, παραδινόντουσαν. Έχετε δει εσείς σήμερα να χάνεται κανείς από το πάθος;"
M. Xατζιδάκις, 1985 (συνέντευξη στον Σ. Τσαγκαρουσιάνο)
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου