Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

1.5.21

Η μαύρη αρκούδα

 

"Γράφω για να θυμάμαι,

Θυμάμαι για να γράφω.

Το αγαπημένο μου παραμύθι όταν ήμουν παιδί ήταν «η Μαύρη Αρκούδα», ένα άγνωστο παραμύθι, που κανείς απ όσους γνωρίζω δεν το ξέρει. Σπάνιο. Ούτε μπόρεσα να το βρω σε κάποια συλλογή, από αυτές που κυκλοφορούν για να το ξαναδιαβάσω. Το έψαξα. Κάποια στιγμή ως ενήλικη πια, με μια διάθεση νοσταλγίας αλλά και επιστροφής στο σκοτεινό παρελθόν. Το έψαξα. Μα δεν το βρήκα πουθενά. Ρώτησα και τη μάνα μου μήπως το θυμάται και αν μπορεί να μου το διηγηθεί πάλι, αλλά δεν το θυμόταν πια. Δεν ήταν από τα παραμύθια των δικών της παιδικών χρόνων. Είπε πως ίσως να το είχε ακούσει στο ραδιόφωνο και μετά να μας το διηγήθηκε. Αναρωτιέμαι καμιά φορά αν το επινόησε.

Τόσο εγώ όσο και η αδερφή μου, δύο χρόνια μικρότερη από μένα και στενός μου ακόλουθος σε όλη την παιδική μας ηλικία, μαγευόμασταν με τα παραμύθια. Την Τρισεύγενη, το Μισονικολάκη, ακόμη και τη Σταχτοπούτα, μια ανατριχιαστική παραλλαγή της όπου η πεθαμένη μάνα ήταν θαμμένη κάτω από ένα δέντρο και το δέντρο μιλούσε στην κόρη με τη φωνή της πεθαμένης, την συμβούλευε και της παραστεκόταν.

Δεν είχαν καλές νεράιδες τα παραμύθια της μαμάς. Όχι. Ήταν άγρια και σκοτεινά αλλά τόσο μα τόσο γοητευτικά. Κι εμείς της ζητούσαμε να μας τα διηγηθεί ξανά και ξανά. Η επανάληψη δεν μας ενοχλούσε. Μας καθησύχαζε μάλλον, φτιάχνοντας ένα ζεστό και ασφαλές κουκούλι, ένα τόπο άχρονο και άχωρο στον οποίο μπορούσαμε πάντα να καταφεύγουμε, μακριά από το ζοφερό σκοτάδι που παραμόνευε στις γωνιές της παιδικής μας ζωής.

Δεν ξέρω από πού πήγαζε αυτή τους η γοητεία. Ίσως ήταν η ίδια διαδικασία της αφήγησης, η ώρα αυτή που η μάνα ήταν δική μας, αποκλειστικά δική μας. Μακριά από τις δουλειές που την απορροφούσαν συνέχεια. Μακριά από την γκρίνια για τον πατέρα μου που δεν είχε γυρίσει ακόμη στο σπίτι από τη δουλειά και ας ήταν βράδυ ή είχε γυρίσει μεθυσμένος μυρίζοντας γυναικείο άρωμα. Μακριά από την φτώχεια και την ανέχεια, το κρύο και το σκοτάδι, τις διαψεύσεις και τα γκρεμισμένα όνειρα. Κι εμείς σαν τα γατιά να κουλουριαζόμαστε στα πόδια της, σαν τα γατιά να χουρχουρίζουμε, στον καναπέ της κουζίνας κάτω από το παράθυρο ή στο μεγάλο κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας και να ζητάμε «κι άλλο μαμά, κι άλλο…» Να παρατείνουμε όσο γίνεται αυτές τις μαγικές στιγμές, τις στιγμές της ξεγνοιασιάς, που το μόνο μας βάσανο ήταν τα βάσανα της βασιλοπούλας και των άλλων πρωταγωνιστών της ιστορίας. Να παρατείνουμε τις στιγμές της εγγύτητας με τη μάνα, τις μοναδικές που είχαμε.

Η μάνα δεν μας αγκάλιαζε, δε μας φιλούσε, δε μας κανάκευε. Δεν υπήρχε τρυφερότητα στους τρόπους της. Μας φρόντιζε βέβαια όπως ήξερε και όπως μπορούσε. Μας έντυνε, μας έπλενε, μας περιποιόταν όταν αρρωσταίναμε.

Την ανάγκη μας για εγγύτητα, στοργή και αγκαλιά την χορταίναμε με τα παραμύθια που μας ταΐζε ή τις άλλες ιστορίες, από τα παιδικά της χρόνια κυρίως. Όταν σταμάτησε κάποια στιγμή να μας λέει παραμύθια, γιατί είχαμε μεγαλώσει, αρχίσαμε να επινοούμε τα δικά μας και να τα ζούμε κιόλας με τη φαντασία μας. Τόσο πολύ μας άρεσαν, τόσο πολύ τα είχαμε ανάγκη.

Από όλα εκείνα τα παραμύθια, για λόγο άγνωστο σε μένα η Μαύρη Αρκούδα είχε την πιο ξεχωριστή θέση. Μέσα από το άχρονο σκοτάδι της παιδικής μου ηλικίας, οι εικόνες του παραμυθιού είναι ακόμη μέσα μου ζωηρές.

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας βασιλιάς που του άρεσε το κυνήγι. Πολύ συχνά έπαιρνε τη συνοδεία του και τα αγαπημένα του σκυλιά και πήγαινε στο δάσος για να κυνηγήσει.

Μια φορά που κυνηγούσε χώθηκε βαθιά στο δάσος και κάπου πιάστηκε το πόδι του σε μια παγίδα. Όσο κι αν προσπαθούσε ήταν αδύνατον να ξεφύγει. Τι θα απογίνω ο καημένος, σκεφτόταν. Δεν θα με βρούνε ποτέ εδώ και νυχτώνει. Θα με φάνε τα θηρία. Πράγματι η ώρα περνούσε και κανείς δεν ερχόταν να σώσει τον παγιδευμένο βασιλιά, και σε λίγο θα άρχιζε να σκοτεινιάζει. Τότε κάτι άκουσε μέσα στο δάσος και πάγωσε από το φόβο του γιατί είδε να εμφανίζεται μπροστά του μια τεράστια μαύρη αρκούδα.

-      Σε παρακαλώ καλή μου αρκούδα μη με φας, άρχισε να την παρακαλάει ο βασιλιάς, Μη με φας κι εγώ θα σου δώσω ότι θες. Είμαι βασιλιάς και μπορώ να σου δώσω ότι θες.

Η αρκούδα το σκέφτηκε και απάντησε στο βασιλιά.

-      Αν μου υποσχεθείς ότι θα μου δώσεις όποιον έρθει πρώτος να σε προϋπαντήσει μόλις γυρίσεις στο παλάτι, θα σε ελευθερώσω.

Ο βασιλιάς σκέφτηκε ότι συνήθως είναι τα σκυλιά του που έρχονται να τον προϋπαντήσουν όταν επιστρέφει στο παλάτι και χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά έδωσε το λόγο του στην αρκούδα. Έτσι η αρκούδα ελευθέρωσε το βασιλιά τον πήρε στην πλάτη της και ξεκίνησαν για το παλάτι.

Εν τω μεταξύ στο παλάτι υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Η συνοδεία του βασιλιά μετά από τις άκαρπες προσπάθειες να τον βρει είχε επιστρέψει στο παλάτι χωρίς αυτόν. Τρελάθηκε από την αγωνία της η βασίλισσα όταν έμαθε τι είχε γίνει. Η μικρή βασιλοπούλα όμως, που υπεραγαπούσε τον πατέρα της ήταν σίγουρη πως αυτός θα γυρίσει και έτσι κάθισε στο παράθυρο να τον περιμένει πότε θα φανεί.

Είχε ξημερώσει πια και η αγωνία όλων είχε κορυφωθεί γιατί ο βασιλιάς δεν φαινόταν πουθενά. Η βασιλοπούλα όμως δεν έλεγε να φύγει από το παράθυρο. Ήταν σίγουρη πως ο πατέρας της θα γυρίσει.

Πράγματι κάποτε φάνηκε ο βασιλιάς. Μόλις τον είδε η κόρη του χάρηκε τόσο πολύ που βγήκε έξω τρέχοντας να τον προϋπαντήσει.

-      Όχου συμφορά μου, όχου δυστυχία μου άρχισε να κλαίει και να φωνάζει ο βασιλιάς μόλις την είδε.

-      Τι έπαθες πατέρα μου, γιατί κλαις; Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις; Ανησυχήσαμε τόσο πολύ για σένα. Νομίσαμε ότι έχεις χαθεί στο δάσος, ότι σε φάγανε τα θηρία. Όμως να που γύρισες. Μα γιατί κλαις πατέρα μου ,τι σου συμβαίνει;

Τότε ο βασιλιάς με δάκρυα στα μάτια της είπε τι είχε συμβεί, πως παγιδεύτηκε, πως τον ελευθέρωσε η αρκούδα και για τον λόγο που έδωσε. Η κόρη τον άκουγε σιωπηλή.

-      Μην στενοχωριέσαι πατέρα του είπε, στην αρκούδα χρωστάμε τη ζωή σου. Αφού της το υποσχέθηκες, θα πάω μαζί της.

Έτσι η βασιλοπούλα αποχαιρέτισε κλαίγοντας την οικογένειά της, ανέβηκε στην πλάτη της αρκούδας και έφυγαν από το παλάτι. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, μα δε φτάνουν πουθενά.

-Που πηγαίνουμε καλή μου αρκούδα τη ρώτησε η βασιλοπούλα.

-Στο γυάλινο βουνό, της απάντησε.

-Και είναι μακριά το γυάλινο βουνό, ξαναρώτησε η βασιλοπούλα.

-Σταμάτα να μου μιλάς μούγκρισε η αρκούδα και άρχισε να τρέχει γρήγορα σαν τον άνεμο και σαν την καταιγίδα.

Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, μα γυάλινο βουνό δε φαινόταν πουθενά.

-Σε παρακαλώ καλή μου αρκούδα, είπε η βασιλοπούλα, να σταματήσουμε λίγο να ξεκουραστώ;

Η αρκούδα όμως δεν της απάντησε και συνέχισε να τρέχει πιο γρήγορα, δύο φορές σαν τον άνεμο και σαν τη καταιγίδα. Η βασιλοπούλα είχε γαντζωθεί στην πλάτη της αρκούδας από φόβο μη πέσει. Μετά από λίγο δεν κρατήθηκε και της είπε:

-Σε παρακαλώ καλή μου αρκούδα, μη τρέχεις τόσο γρήγορα, φοβάμαι μη πέσω.

Η αρκούδα μούγκρισε θυμωμένα και συνέχισε να τρέχει ακόμη πιο γρήγορα, τρεις φορές σαν τον άνεμο και σαν τη καταιγίδα. Η βασιλοπούλα σίγουρη πια για το χαμό της, ζάρωσε στην πλάτη της αρκούδας. Όμως κάποια στιγμή δεν άντεξε και λέει στην αρκούδα.

-Καλή μου αρκούδα είναι μακριά ακόμα το γυάλινο βουνό; Κουράστηκα.

Τότε η αρκούδα μούγκρισε αγριεμένη και δίνοντας μια την πετάει κάτω και συνεχίζει το δρόμο της τρέχοντας.

Το κορίτσι άρχισε να κλαίει. Τι θα κάνω τώρα, σκέφτεται; Κοιτάζει γύρω της. Δε είχε ιδέα που βρισκόταν. Πού θα πάω; Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω, τι θα πω στην πατέρα μου. Έδωσα μια υπόσχεση και πρέπει να την κρατήσω. Πρέπει να βρω το γυάλινο βουνό και την αρκούδα.

Άρχισε λοιπόν να προχωράει και να προχωράει και να προχωράει. Σε δάση και λαγκάδια, σε ξέφωτα και ερημιές. Κόντευε να νυχτώσει όταν είδε ένα καλυβάκι στην άκρη του δρόμου. Χαρούμενη τρέχει προς τα κει και χτυπάει την πόρτα. Μια γριούλα της άνοιξε.

-      Τι κάνεις κορίτσι μου εδώ μέσα στις ερημιές, τη ρώτησε;

-      Καλή μου κυρία είπε η βασιλοπούλα, ψάχνω να βρω το γυάλινο βουνό. Μήπως ξέρεις που είναι;

-      Δεν ξέρω κορίτσι μου της απάντησε, αλλά έλα μέσα, να ξαποστάσεις και να φας μαζί μας που έχω φτιάξει ωραία κοτόσουπα.

Η γριούλα με τον άντρα της περιποιήθηκαν τη βασιλοπούλα, της έβαλαν να φάει, άκουσαν την ιστορία της και της έστρωσαν να κοιμηθεί. Το επόμενο πρωί καθώς την αποχαιρετούσαν της έδωσαν να πάρει μαζί της τα κοκαλάκια από το κοτόπουλο και της είπαν:

-      Πάρε τα μαζί σου κορίτσι μου και πρόσεξε μη τα χάσεις γιατί μπορεί να σου χρειαστούν. Ακολούθησε το δρόμο, όπως πάει. Πιο κάτω ζει η αδερφή μου με τον άντρα της σε ένα καλυβάκι σαν κι αυτό. Ρώτησε την μήπως ξέρει που είναι το γυάλινο βουνό που γυρεύεις.

Το κορίτσι τους αγκάλιασε, τους ευχαρίστησε και πήρε πάλι το δρόμο του. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει.

Κόντευε να νυχτώσει όταν είδε στην άκρη του δρόμου το καλυβάκι που της είχαν πει τα γεροντάκια. Χαρούμενη τρέχει προς τα κει και χτυπάει την πόρτα. Μια καλή γριούλα της άνοιξε την πόρτα.

-      Τι κάνεις κορίτσι μου εδώ μέσα στις ερημιές τη ρώτησε;

-      Καλή μου κυρία είπε η βασιλοπούλα, ψάχνω να βρω το γυάλινο βουνό. Μήπως ξέρεις που είναι;

-      Δεν ξέρω κορίτσι μου της απάντησε, αλλά έλα μέσα, να ξαποστάσεις και να φας μαζί μας, που έχω φτιάξει ωραία κοτόσουπα.

Η γριούλα κι ο άντρας της περιποιήθηκαν τη βασιλοπούλα, της έβαλαν να φάει, άκουσαν την ιστορία της και της έστρωσαν να κοιμηθεί. Το επόμενο πρωί καθώς την αποχαιρετούσαν της έδωσαν να πάρει μαζί της τα κοκαλάκια από το κοτόπουλο, και της είπαν:

-      Πάρε τα μαζί σου κορίτσι μου και πρόσεξε μη τα χάσεις γιατί μπορεί να σου χρειαστούν. Ακολούθησε το δρόμο όπως πάει. Πιο κάτω ζει η άλλη μου αδερφή μου με τον άντρα της σε ένα καλυβάκι σαν κι αυτό. Ρώτησε την μήπως ξέρει που είναι το γυάλινο βουνό που γυρεύεις.

Το κορίτσι τους αγκάλιασε, τους ευχαρίστησε και πήρε πάλι το δρόμο του. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει.

Κόντευε να νυχτώσει όταν είδε στην άκρη του δρόμου το καλυβάκι που της είχαν πει τα γεροντάκια. Χαρούμενη τρέχει προς τα κει και χτυπάει την πόρτα. Μια καλή γριούλα άνοιξε πάλι την πόρτα.

-      Τι κάνεις κορίτσι μου εδώ μέσα στις ερημιές τη ρώτησε; Καλή μου κυρία είπε η βασιλοπούλα, ψάχνω να βρω το γυάλινο βουνό. Μήπως ξέρεις που είναι;

-      Ξέρω κορίτσι μου της απάντησε, αλλά έλα μέσα πρώτα, να ξαποστάσεις και να φας μαζί μας που έχω φτιάξει ωραία κοτόσουπα.

Η γριούλα κι ο άντρας της περιποιήθηκαν τη βασιλοπούλα, της έβαλαν να φάει, άκουσαν την ιστορία της και της έστρωσαν να κοιμηθεί. Το επόμενο πρωί καθώς την αποχαιρετούσαν της τύλιξαν να πάρει μαζί της τα κοκαλάκια από το κοτόπουλο και της έδειξαν το δρόμο για το γυάλινο βουνό.

-      Πάρε κι αυτά μαζί σου κορίτσι μου, της είπαν, και πρόσεξε μη τα χάσεις γιατί μπορεί να σου χρειαστούν.

Το κορίτσι τους αγκάλιασε, τους ευχαρίστησε και έφυγε τρέχοντας. Από τη βιασύνη της όμως της έπεσε ένα μικρό κοκαλάκι χωρίς να το καταλάβει και το έχασε.

Χαρούμενη συνέχισε το δρόμο της. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει μέχρι που φτάνει στο γυάλινο βουνό. Το βουνό είναι ψηλό και ολόκληρο φτιαγμένο από γυαλί. Λαμποκοπάει στο φως. Κοιτάζει από δω, κοιτάζει από κει η βασιλοπούλα, σκάλα δε βλέπει πουθενά, ούτε άλλο τρόπο για να ανέβει το βουνό. Και τώρα τι θα κάνω; Σκέφτηκε. Εκεί που σκεφτόταν θυμήθηκε τα κοκαλάκια που της είχαν δώσει τα γεροντάκια. Μια ιδέα άστραψε στο μυαλό της. Θα τα βάλω στη σειρά και μ’ αυτά θα φτιάξω μια σκάλα να ανέβω στο βουνό. Και έτσι έγινε. Σκαλοπάτι, σκαλοπάτι έφτιαχνε τη σκάλα με τα κοκαλάκια και ανέβαινε το κορίτσι το βουνό. Κόντευε σχεδόν να φτάσει, ένα σκαλί μόνο της. Κοιτάζει το μπόγο της όμως και δεν είχε άλλο κοκαλάκι. Τι να κάνει και το κορίτσι έκοψε το μικρό του το δαχτυλάκι και μ’ αυτό έφτιαξε το τελευταίο σκαλοπάτι.

Ένα υπέροχο κρυστάλλινο παλάτι έλαμπε στην κορυφή του βουνού και μέσα στο παλάτι ήταν η αρκούδα. Ξαφνιασμένη ρώτησε την κοπέλα πως βρέθηκε εκεί. Τότε αυτή της είπε όλη την ιστορία, πως την έψαχνε, πως έφτιαξε τη σκάλα και πως έκοψε το δαχτυλάκι της για να καταφέρει να φτάσει στην κορυφή. Την ώρα που τα έλεγε αυτά, ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος σαν να γκρεμιζόταν το βουνό, το δέρμα της αρκούδας έπεσε και εμφανίστηκε από κάτω ένα όμορφο παλικάρι.

-Σ’ ευχαριστώ καλή μου κοπέλα γι αυτό που έκανες! Με αυτή τη θυσία που έκανες, το δαχτυλάκι που έκοψες για να έρθεις εδώ να με βρεις, με ελευθέρωσες! Μια κακιά μάγισσα με είχε μεταμορφώσει σε αρκούδα. Είμαι βασιλόπουλο σε αυτό εδώ το βασίλειο και αυτό είναι το παλάτι μου. Και άμα θες θα σε παντρευτώ και θα γίνεις η βασίλισσα μου. Και έτσι έγινε. Εδώ τελειώνει το παραμύθι. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Το έκανα σκοπό της ζωής μου να βρω το γυάλινο βουνό και να το ανεβώ, να βρω τη μαύρη αρκούδα, να εκπληρώσω την υπόσχεση, να εκπληρώσω το χρέος μου, αυτό που πρέπει, βάζοντας στην άκρη κάθε φόβο, κόβοντας κομμάτια από τη σάρκα μου προσφέροντας θυσία τον ίδιο μου τον εαυτό ,για να φτάσω τελικά στο γυάλινο βουνό. Και η μαύρη αρκούδα άραγε τι να συμβολίζει;

 

Είμαι εγώ

Αυτό που τόσα χρόνια

Ψάχνω

Και δεν μπορώ να βρω

Είμαι εγώ

Που ξεχασμένα

Αρχαία σκαλοπάτια

Θ’ ανεβώ

Είμαι εγώ

Που μόνη κι ιδρωμένη

Θα φτάσω

Στο γυάλινο βουνό

Γιατί είμαι εγώ

Στην αρχή και στο τέλος

Στο φως και στο σκοτάδι

Στο γυάλινο βουνό

Είμαι εγώ

Και χρόνια περιμένω

Μήπως και αντικρύσω

Τον άλλο μου εαυτό" Δ. Α. 

 

 


Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου