Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

22.12.21

Για το σεμινάριο «Αφήγηση Ζωής». Της Καλλιόπης Γερωνυμάκη

Η ανακάλυψη πως κάποιος άγνωστος ‘άλλος’ γράφει στη θέση μου αντί για εμένα έγινε σταδιακά καθώς παρουσίαζα τα κείμενά μου στο σεμινάριο ‘Αφήγηση Ζωής’. Αυτός ο ‘άλλος’, που δεν είναι παρά ο συγγραφικός εαυτός, κατοικούσε από πριν μέσα μου σαν μια βουβή οπτασία. Στο παρελθόν σπάνια υπολόγιζα τη γνώμη του. Όμως μέσα στην πολύχρονη σιωπή του, κατάφερε να διαφυλάξει τα πιο ουσιώδη στοιχεία που με στερέωσαν σε αυτή τη ζωή. Την ακεραιότητα και τη σοφία των στοιχειωδών, όπως παρατήρησε η Κρυσταλία. Τη δύναμη να συγκινεί και να εμπνέει, να μοιράζεται και να μαθαίνει από τις ιστορίες των άλλων αφηγητών. ‘Όρθωσε επιτέλους ανάστημα!’ φώναξε ο συγγραφικός εαυτός από τα μύχια της ψυχής. 

Καθώς περνούσαν οι εβδομάδες, ο ‘άλλος’ συγγραφικός εαυτός παρενέβαινε όλο και πιο συχνά και με πιο σίγουρη φωνή για να με διακόψει από τους στείρους συνειρμούς μου τις ώρες που δίπλωνα τα σεντόνια ή περίμενα στη στάση του λεωφορείου. Τώρα, καθώς τελειώνει το σεμινάριο, μπορώ να πω πως έχει πάρει το πάνω χέρι. Όχι μόνο για να σκέφτεται, αλλά και για να ΑΦΟΥΓΚΡΑΖΕΤΑΙ τους άλλους. Κυβερνά ένα κομμάτι των εκλογικεύσεών μου, και τους δίνει το συναισθηματικό θεμέλιο που τους έλειπε. Ευχή μου είναι αυτός ο ξένος ‘άλλος’, ο συγγραφικός εαυτός, να μη σταματήσει να μιλάει ποτέ.

«Η αφήγηση γεννήθηκε από το φόβο του θανάτου»[1], διαβάσαμε στο σεμινάριο ‘Αφήγηση Ζωής’. Και εύλογα γιατί, γράφοντας με την Κρυσταλία κατάλαβα πως η συγγραφή προσεγγίζει την αθανασία. Όχι την αθανασία της υστεροφημίας – γι’ αυτήν ποιός μπορεί να μιλήσει; Προσεγγίζει αντίθετα την αίσθηση της αθανασίας εκείνη, που κανείς την αντλεί από το ίδιο του το είναι, καθώς εξιστορεί τη ζωή του. Γίνεται τότε μεμιάς η ψυχή του η μούσα των διαχρονικών ερωτημάτων. Η ψυχή του Αιγέα, που μάταια προσμένει το γιο του, της Ευρύκλειας που θυμάται το παρελθόν μιας πληγής με δάκρυα χαράς, κι εκείνου του Ταντάλου που θα τιμωρείται αιώνια γιατί έπραξε πέρα από τα θεία. Και ατσαλώνεται η ψυχή γράφοντας, σαν να θωρακίζεται από το θάνατο, γιατί γνωρίζει πια με κλειστά μάτια τα αρχετυπικά μονοπάτια των συναισθημάτων. Ώστε όσο γράφαμε κι εμείς στην ‘Αφήγηση Ζωής’ με τις δικές μας ιστορίες ξαναζούσαμε τις χιλιάδες ζωές της ανθρωπότητας.

Καλλιόπη Γερωνυμάκη

Τρίερ, 19.12.2021



[1] Εντουάρντο Γκαλεάνο, Γυναίκες

15.9.21

Αδέσποτες λέξεις: To τραγούδι που εμπνεύστηκε από τη δημοσίευση ενός βιβλίου

  

Μόλις κυκλοφόρησε το νέο τραγούδι του Ευγένιου Δερμιτάσογλου «Αδέσποτες λέξεις», που ερμηνεύει στα ελληνικά και αγγλικά με τον Ηλία Ζάικο των Blues Wire, σε μετάφραση του Joseph Powell των Youth Valley. Πίσω από τους στίχους του που ενέπνευσαν τον δημιουργό, κρύβεται το βιβλίο «Αδέσποτα», και η πρώτη δημοσίευση για την παρουσίασή του.

Στο τέλος Ιουνίου του 2019, θα παρουσιαζόταν τότε το συλλογικό βιβλίο «Αδέσποτα», στον Πολυχώρο Τέχνης Αλεξάνδρεια, από τις Εκδόσεις Ταξιδευτής, για τα 10 χρόνια του σεμιναρίου «Αφήγηση ζωής».

Όταν ήρθε η στιγμή να σταλλεί η πρόσκληση με ένα ενημερωτικό κείμενο – σαν Δελτίο Τύπου), μου «βγήκε» αυθόρμητα ένας πρόλογος κάπως «ποιητικός», που ξένισε κι εμένα την ίδια, γι’ αυτό τηλεφώνησα στην συγγραφέα Ειρήνη Δερμιτζάκη (η οποία συμμετείχε και στο βιβλίο με έναν πρόλογο αλλά και ένα αυτοβιογραφικό της κείμενο), για να μου πει τη γνώμη της: «Να το αλλάξω; Μήπως γίνω ρεζίλι;». Εκείνη μου είπε να το αφήσω, οπότε παίρνοντας -ας πούμε- κουράγιο, το έστειλα στο Tvxs με την παράκληση για δημοσίευση, όπου στην αρχή του έλεγε:

«Όταν μετά από χρόνια η αλήθεια βρει τις λέξεις για να αποτυπωθεί στο χαρτί, τότε μπορεί να χαράξει σαν γέλιο ή να βγει σαν καρφί, να τρομάξει σαν τυφώνας, να ζωντανέψει σαν βροχή, να ανοίξει δρόμους σαν απόφαση, να ταρακουνήσει σαν εφιάλτης, να ευωδιάσει σαν λουλούδι, να αγανακτήσει σαν δούλος, να κοκκινίσει σαν απορία, να κατακεραυνώσει σαν έκπληξη, να καθηλώσει σαν σιωπή, να χαριστεί σαν αγάπη, να παρηγορήσει σαν ελπίδα.

Μετά από 10 χρόνια στο σεμινάριο Αφήγηση Ζωής, 45 αφηγήματα –επιλεγμένα ανάμεσα από εκατοντάδες άλλα– βρήκαν τις λέξεις για την αλήθεια τους, και εκδόθηκαν σε ένα βιβλίο... Τα κείμενα είναι, είτε αυτοβιογραφικά, είτε βασισμένα σε πραγματικές ιστορίες, εστιασμένα κυρίως στην παιδική και στην εφηβική ηλικία, μία θεματική που λείπει σε μεγάλο βαθμό από την παγκόσμια βιβλιογραφία»

Μετά από έξι μήνες, έλαβα ένα μήνυμα, από το βορά της χώρας, και τον τραγουδοποιό Ευγένιο Δερμιτάσογλου:

«Γεια σου Κρυσταλία, σου είχα στείλει μήνυμα για το υπέροχο (μετά που τo απέκτησα) βιβλίο «ΑΔΕΣΠΟΤΑ». Είναι, απλά, πάρα πολύ ωραίο αυτό που κατάφερες. Το Δελτίο Tύπου μ’  έχει εμπνεύσει να γράψω κάτι. Το ‘χω πειράξει λίγο, αλλά έχω στηριχτεί πάνω του στιχουργικά. Προς το παρόν το έκανα πρόβα με τους “Blues Wire”, ένα γκρουπ της Θεσσαλονίκης».

Το μήνυμα συνοδευόταν και από ένα βιντεάκι με το μελοποιημένο τραγούδι του από την πρόβα… Ενθουσιάστηκα και συγκινήθηκα, όπως θα ένιωθε οποιοσδήποτε στη θέση μου. Γιατί, εκτός των άλλων, όλα αυτά τα «αδέσποτα» παιδιά, που ενήλικες πια, μετά από πολλά χρόνια, απέκτησαν φωνή μέσα από τα κείμενα αυτού του βιβλίου, τώρα θα αποκτούσαν και το δικό τους τραγούδι!

Ένας αυθεντικός καλλιτέχνης, που δεν έχει προδώσει το «αδέσποτο» παιδί μέσα του, με την ποιότητα του Ευγένιου, είχε εμπνευστεί από τις ιστορίες τους, από τις αδέσποτες λέξεις τους.

Τι πιο παρηγορητικό, όπως είναι άλλωστε και η ίδια η Τέχνη για όλους μας, να αγγίζει την ψυχή σου κάποιος με τις νότες του, και μετά να παίρνουν τη σκυτάλη συνεργασίας οι Blues Wire, το συγκρότημα που είναι σαν να έχει προσγειωθεί από άλλη χώρα -για να μην πούμε πλανήτη, με τον τρόπο που προσεγγίζει τη μουσική για τα ελληνικά δεδομένα;

Και τι πιο θαυμαστό, να ενώνονται μέσα από ένα τραγούδι, που ξεκίνησε από μια δημοσίευση για ένα βιβλίο, τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι:

O πατέρας δημιουργός του, Ευγένιος Δερμιτάσογλου, ο Ηλίας Ζάικος, η ψυχή των απίθανων Blues Wire, ο Joseph Powell, τραγουδοποιός και ο ίδιος στους Youth Valley, που έκανε την ποιητική μετάφραση στα αγγλικά, για τα «Αδέσποτα», και μακάρι το κάθε «αδέσποτο» παιδί που ο καθένας έχει μέσα του, αλλά κι όλα κάπου εκεί έξω…

Εύχομαι, όταν θα ακουστεί το τραγούδι «Αδέσποτες λέξεις», να νιώσουν όσοι το ακούσουν, κάτι σαν αυτό που είπε η κλινικός ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια Ελένη Νίνα, στον πρόλογο του βιβλίου:

«Διαβάζοντας τις ιστορίες των Αδέσποτων, ακούω από παντού τον ψίθυρο «Μπορώ», και είναι σαν να ανάβουν μικρά φανάρια, που με οδηγούν να βρω τον δρόμο για μια αυθεντική και στοργική συνεύρεση με άγνωστους ανθρώπους και με το αδέσποτο παιδί μέσα μου»

Ή σαν αυτό που έγραψε ο συγγραφέας – δημοσιογράφος Κώστας Στοφόρος: «Συγκινήθηκα, γέλασα, ένιωσα μερικές φορές έναν κόμπο στον λαιμό. Σκέφτηκα πολλά πράγματα για τον εαυτό μου. Για όσα κρύβουμε πολλές φορές "κάτω από το χαλί"»...

Όμως, κάτι που γίνεται κάποτε τραγούδι, είναι πολλά παραπάνω από ότι μπορεί να φανταστεί κανείς.


«Αδέσποτες λέξεις»

Στοιχεία για το τραγούδι και το video clip

Μουσική: Ευγένιος Δερμιτάσογλου

Στίχοι: Κρυσταλία Πατούλη & Ευγένιος Δερμιτάσογλου

Παίζει και τραγουδά: Ηλίας Ζάικος (Blues Wire)

Ποιητική μετάφραση: Joseph Powell (Youth Valley)

Ηχογράφιση, μίξη, Mastering: Χρήστος Μέγας

Βίντεο: Παντελής Ασίκογλου

Ευχαριστούμε τον Αποστόλη Σταύρο για τις κάμερες,

και τον Πασχάλη Μπόζε για το τροχόσπιτο!

 

Οι στίχοι (ελληνικά και αγγλικά) του τραγουδιού:

Αδέσποτες λέξεις / Stray words 

Όταν μετά από χρόνια η αλήθεια βρει

Τις λέξεις ν’ αποτυπωθεί στο χαρτί

Θα χαράξει σα γέλιο

ή θα βγει σαν καρφί

Θα τρομάξει σαν τυφώνας

Θα ζωντανέψει σαν βροχή

Θ’ ανοίξει δρόμους σαν απόφαση

Θα κουνήσει τη γη…

 

Όταν μετά από χρόνια η αλήθεια βρει

Τις λέξεις ώσπου στα χείλη να βγει

Θα ευωδιάσει σα λουλούδι

Θα ουρλιάξει σαν πληγή

Θα κοκκινήσει σαν απορία

Θα καθηλώσει σαν σιωπή

Θα χαριστεί σαν αγάπη

Που θα φανεί την αυγή

 

 (*το αγόρι κοίταξε τον γέροντα

Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα σαν να γνώριζε το τέλος

Η απάντηση στου παππού τον γρίφο

ήταν μια λέξη που δεν φοβάται μήτε ζωντανό μήτε νεκρό

Σκληρή σαν αρχαίου πολεμιστή ασπίδα

Ακονισμένη πιο πολύ από κάθε λεπίδα

Δυνατή σαν 100.000 άνδρες

Η Αλήθεια! Το αγόρι απαντά

Ο γέρων γελά

Η ιστορία τελειώνει)

 

Stray words / Αδέσποτες λέξεις

After the passing of the ages

It sometimes finds a way of breaking through the ink

And it shines like a young girl’s laughter

And it carves like bayonets

Terrifying like a storm cloud

Giving life like holy rain

Opens eyes like a decision

Shakes the very grounds of earth

 

And when the years have met each other

When honest words have found their way into the mouth

It will bloom like snowy flowers

It will scream like burning wounds

It will blush like yearning question

It will captivate like silence

It will be offered like a selfless love

that appears with the dawn

 

*The young boy looked straight at the old man

his eyes were open wide as if he knew the end

The answer to the old man’s riddle

Would be a word that fears no living man or dead

Hardened more than shields of warriors

Sharpened more than any blade

Strong as hundred thousand men’s force

“The TRUTH” he shouts

The old man smiles

The story ends

 -

·         «Oι τελευταίοι στίχοι είναι μια έξτρα πρόταση που αφορούν στην αγγλική έκδοση του τραγουδιού. Ο λόγος γι΄αυτό είναι το ότι προσέγγισα την αγγλική έκδοση πιο πολύ σαν μια ιστορία όπου ένας παππούς δίνει ένα αίνιγμα/ γρίφο σε έναν πιτσιρικά (όπως π.χ. η σφίγγα στον Οιδίποδα αλλά σε πιο ελαφριά εκδοχή) και το παιδί καλείται να του απαντήσει στο τελευταίο μέρος και βρίσκει τελικά την απάντηση, δηλαδή (“the Truth” he shouts …) την «Αλήθεια». Ποιητική μετάφραση: Joseph Powell  (τραγουδοποιός στους Youth Valley)

--

*Πρώτη δημοσίευση στο Tvxs.gr: https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/adespotes-lekseis-i-dimosieysi-toy-tvxs-poy-enepneyse-ena-tragoydi?fbclid=IwAR3x8YrWvIQ2KvlK2vKY5NZU5F6urT5JLW3UGp2mnZtj6I-mibUi_HIC59Y 

1.5.21

Η μαύρη αρκούδα

 

"Γράφω για να θυμάμαι,

Θυμάμαι για να γράφω.

Το αγαπημένο μου παραμύθι όταν ήμουν παιδί ήταν «η Μαύρη Αρκούδα», ένα άγνωστο παραμύθι, που κανείς απ όσους γνωρίζω δεν το ξέρει. Σπάνιο. Ούτε μπόρεσα να το βρω σε κάποια συλλογή, από αυτές που κυκλοφορούν για να το ξαναδιαβάσω. Το έψαξα. Κάποια στιγμή ως ενήλικη πια, με μια διάθεση νοσταλγίας αλλά και επιστροφής στο σκοτεινό παρελθόν. Το έψαξα. Μα δεν το βρήκα πουθενά. Ρώτησα και τη μάνα μου μήπως το θυμάται και αν μπορεί να μου το διηγηθεί πάλι, αλλά δεν το θυμόταν πια. Δεν ήταν από τα παραμύθια των δικών της παιδικών χρόνων. Είπε πως ίσως να το είχε ακούσει στο ραδιόφωνο και μετά να μας το διηγήθηκε. Αναρωτιέμαι καμιά φορά αν το επινόησε.

Τόσο εγώ όσο και η αδερφή μου, δύο χρόνια μικρότερη από μένα και στενός μου ακόλουθος σε όλη την παιδική μας ηλικία, μαγευόμασταν με τα παραμύθια. Την Τρισεύγενη, το Μισονικολάκη, ακόμη και τη Σταχτοπούτα, μια ανατριχιαστική παραλλαγή της όπου η πεθαμένη μάνα ήταν θαμμένη κάτω από ένα δέντρο και το δέντρο μιλούσε στην κόρη με τη φωνή της πεθαμένης, την συμβούλευε και της παραστεκόταν.

Δεν είχαν καλές νεράιδες τα παραμύθια της μαμάς. Όχι. Ήταν άγρια και σκοτεινά αλλά τόσο μα τόσο γοητευτικά. Κι εμείς της ζητούσαμε να μας τα διηγηθεί ξανά και ξανά. Η επανάληψη δεν μας ενοχλούσε. Μας καθησύχαζε μάλλον, φτιάχνοντας ένα ζεστό και ασφαλές κουκούλι, ένα τόπο άχρονο και άχωρο στον οποίο μπορούσαμε πάντα να καταφεύγουμε, μακριά από το ζοφερό σκοτάδι που παραμόνευε στις γωνιές της παιδικής μας ζωής.

Δεν ξέρω από πού πήγαζε αυτή τους η γοητεία. Ίσως ήταν η ίδια διαδικασία της αφήγησης, η ώρα αυτή που η μάνα ήταν δική μας, αποκλειστικά δική μας. Μακριά από τις δουλειές που την απορροφούσαν συνέχεια. Μακριά από την γκρίνια για τον πατέρα μου που δεν είχε γυρίσει ακόμη στο σπίτι από τη δουλειά και ας ήταν βράδυ ή είχε γυρίσει μεθυσμένος μυρίζοντας γυναικείο άρωμα. Μακριά από την φτώχεια και την ανέχεια, το κρύο και το σκοτάδι, τις διαψεύσεις και τα γκρεμισμένα όνειρα. Κι εμείς σαν τα γατιά να κουλουριαζόμαστε στα πόδια της, σαν τα γατιά να χουρχουρίζουμε, στον καναπέ της κουζίνας κάτω από το παράθυρο ή στο μεγάλο κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας και να ζητάμε «κι άλλο μαμά, κι άλλο…» Να παρατείνουμε όσο γίνεται αυτές τις μαγικές στιγμές, τις στιγμές της ξεγνοιασιάς, που το μόνο μας βάσανο ήταν τα βάσανα της βασιλοπούλας και των άλλων πρωταγωνιστών της ιστορίας. Να παρατείνουμε τις στιγμές της εγγύτητας με τη μάνα, τις μοναδικές που είχαμε.

Η μάνα δεν μας αγκάλιαζε, δε μας φιλούσε, δε μας κανάκευε. Δεν υπήρχε τρυφερότητα στους τρόπους της. Μας φρόντιζε βέβαια όπως ήξερε και όπως μπορούσε. Μας έντυνε, μας έπλενε, μας περιποιόταν όταν αρρωσταίναμε.

Την ανάγκη μας για εγγύτητα, στοργή και αγκαλιά την χορταίναμε με τα παραμύθια που μας ταΐζε ή τις άλλες ιστορίες, από τα παιδικά της χρόνια κυρίως. Όταν σταμάτησε κάποια στιγμή να μας λέει παραμύθια, γιατί είχαμε μεγαλώσει, αρχίσαμε να επινοούμε τα δικά μας και να τα ζούμε κιόλας με τη φαντασία μας. Τόσο πολύ μας άρεσαν, τόσο πολύ τα είχαμε ανάγκη.

Από όλα εκείνα τα παραμύθια, για λόγο άγνωστο σε μένα η Μαύρη Αρκούδα είχε την πιο ξεχωριστή θέση. Μέσα από το άχρονο σκοτάδι της παιδικής μου ηλικίας, οι εικόνες του παραμυθιού είναι ακόμη μέσα μου ζωηρές.

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας βασιλιάς που του άρεσε το κυνήγι. Πολύ συχνά έπαιρνε τη συνοδεία του και τα αγαπημένα του σκυλιά και πήγαινε στο δάσος για να κυνηγήσει.

Μια φορά που κυνηγούσε χώθηκε βαθιά στο δάσος και κάπου πιάστηκε το πόδι του σε μια παγίδα. Όσο κι αν προσπαθούσε ήταν αδύνατον να ξεφύγει. Τι θα απογίνω ο καημένος, σκεφτόταν. Δεν θα με βρούνε ποτέ εδώ και νυχτώνει. Θα με φάνε τα θηρία. Πράγματι η ώρα περνούσε και κανείς δεν ερχόταν να σώσει τον παγιδευμένο βασιλιά, και σε λίγο θα άρχιζε να σκοτεινιάζει. Τότε κάτι άκουσε μέσα στο δάσος και πάγωσε από το φόβο του γιατί είδε να εμφανίζεται μπροστά του μια τεράστια μαύρη αρκούδα.

-      Σε παρακαλώ καλή μου αρκούδα μη με φας, άρχισε να την παρακαλάει ο βασιλιάς, Μη με φας κι εγώ θα σου δώσω ότι θες. Είμαι βασιλιάς και μπορώ να σου δώσω ότι θες.

Η αρκούδα το σκέφτηκε και απάντησε στο βασιλιά.

-      Αν μου υποσχεθείς ότι θα μου δώσεις όποιον έρθει πρώτος να σε προϋπαντήσει μόλις γυρίσεις στο παλάτι, θα σε ελευθερώσω.

Ο βασιλιάς σκέφτηκε ότι συνήθως είναι τα σκυλιά του που έρχονται να τον προϋπαντήσουν όταν επιστρέφει στο παλάτι και χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά έδωσε το λόγο του στην αρκούδα. Έτσι η αρκούδα ελευθέρωσε το βασιλιά τον πήρε στην πλάτη της και ξεκίνησαν για το παλάτι.

Εν τω μεταξύ στο παλάτι υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Η συνοδεία του βασιλιά μετά από τις άκαρπες προσπάθειες να τον βρει είχε επιστρέψει στο παλάτι χωρίς αυτόν. Τρελάθηκε από την αγωνία της η βασίλισσα όταν έμαθε τι είχε γίνει. Η μικρή βασιλοπούλα όμως, που υπεραγαπούσε τον πατέρα της ήταν σίγουρη πως αυτός θα γυρίσει και έτσι κάθισε στο παράθυρο να τον περιμένει πότε θα φανεί.

Είχε ξημερώσει πια και η αγωνία όλων είχε κορυφωθεί γιατί ο βασιλιάς δεν φαινόταν πουθενά. Η βασιλοπούλα όμως δεν έλεγε να φύγει από το παράθυρο. Ήταν σίγουρη πως ο πατέρας της θα γυρίσει.

Πράγματι κάποτε φάνηκε ο βασιλιάς. Μόλις τον είδε η κόρη του χάρηκε τόσο πολύ που βγήκε έξω τρέχοντας να τον προϋπαντήσει.

-      Όχου συμφορά μου, όχου δυστυχία μου άρχισε να κλαίει και να φωνάζει ο βασιλιάς μόλις την είδε.

-      Τι έπαθες πατέρα μου, γιατί κλαις; Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις; Ανησυχήσαμε τόσο πολύ για σένα. Νομίσαμε ότι έχεις χαθεί στο δάσος, ότι σε φάγανε τα θηρία. Όμως να που γύρισες. Μα γιατί κλαις πατέρα μου ,τι σου συμβαίνει;

Τότε ο βασιλιάς με δάκρυα στα μάτια της είπε τι είχε συμβεί, πως παγιδεύτηκε, πως τον ελευθέρωσε η αρκούδα και για τον λόγο που έδωσε. Η κόρη τον άκουγε σιωπηλή.

-      Μην στενοχωριέσαι πατέρα του είπε, στην αρκούδα χρωστάμε τη ζωή σου. Αφού της το υποσχέθηκες, θα πάω μαζί της.

Έτσι η βασιλοπούλα αποχαιρέτισε κλαίγοντας την οικογένειά της, ανέβηκε στην πλάτη της αρκούδας και έφυγαν από το παλάτι. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, μα δε φτάνουν πουθενά.

-Που πηγαίνουμε καλή μου αρκούδα τη ρώτησε η βασιλοπούλα.

-Στο γυάλινο βουνό, της απάντησε.

-Και είναι μακριά το γυάλινο βουνό, ξαναρώτησε η βασιλοπούλα.

-Σταμάτα να μου μιλάς μούγκρισε η αρκούδα και άρχισε να τρέχει γρήγορα σαν τον άνεμο και σαν την καταιγίδα.

Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, μα γυάλινο βουνό δε φαινόταν πουθενά.

-Σε παρακαλώ καλή μου αρκούδα, είπε η βασιλοπούλα, να σταματήσουμε λίγο να ξεκουραστώ;

Η αρκούδα όμως δεν της απάντησε και συνέχισε να τρέχει πιο γρήγορα, δύο φορές σαν τον άνεμο και σαν τη καταιγίδα. Η βασιλοπούλα είχε γαντζωθεί στην πλάτη της αρκούδας από φόβο μη πέσει. Μετά από λίγο δεν κρατήθηκε και της είπε:

-Σε παρακαλώ καλή μου αρκούδα, μη τρέχεις τόσο γρήγορα, φοβάμαι μη πέσω.

Η αρκούδα μούγκρισε θυμωμένα και συνέχισε να τρέχει ακόμη πιο γρήγορα, τρεις φορές σαν τον άνεμο και σαν τη καταιγίδα. Η βασιλοπούλα σίγουρη πια για το χαμό της, ζάρωσε στην πλάτη της αρκούδας. Όμως κάποια στιγμή δεν άντεξε και λέει στην αρκούδα.

-Καλή μου αρκούδα είναι μακριά ακόμα το γυάλινο βουνό; Κουράστηκα.

Τότε η αρκούδα μούγκρισε αγριεμένη και δίνοντας μια την πετάει κάτω και συνεχίζει το δρόμο της τρέχοντας.

Το κορίτσι άρχισε να κλαίει. Τι θα κάνω τώρα, σκέφτεται; Κοιτάζει γύρω της. Δε είχε ιδέα που βρισκόταν. Πού θα πάω; Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω, τι θα πω στην πατέρα μου. Έδωσα μια υπόσχεση και πρέπει να την κρατήσω. Πρέπει να βρω το γυάλινο βουνό και την αρκούδα.

Άρχισε λοιπόν να προχωράει και να προχωράει και να προχωράει. Σε δάση και λαγκάδια, σε ξέφωτα και ερημιές. Κόντευε να νυχτώσει όταν είδε ένα καλυβάκι στην άκρη του δρόμου. Χαρούμενη τρέχει προς τα κει και χτυπάει την πόρτα. Μια γριούλα της άνοιξε.

-      Τι κάνεις κορίτσι μου εδώ μέσα στις ερημιές, τη ρώτησε;

-      Καλή μου κυρία είπε η βασιλοπούλα, ψάχνω να βρω το γυάλινο βουνό. Μήπως ξέρεις που είναι;

-      Δεν ξέρω κορίτσι μου της απάντησε, αλλά έλα μέσα, να ξαποστάσεις και να φας μαζί μας που έχω φτιάξει ωραία κοτόσουπα.

Η γριούλα με τον άντρα της περιποιήθηκαν τη βασιλοπούλα, της έβαλαν να φάει, άκουσαν την ιστορία της και της έστρωσαν να κοιμηθεί. Το επόμενο πρωί καθώς την αποχαιρετούσαν της έδωσαν να πάρει μαζί της τα κοκαλάκια από το κοτόπουλο και της είπαν:

-      Πάρε τα μαζί σου κορίτσι μου και πρόσεξε μη τα χάσεις γιατί μπορεί να σου χρειαστούν. Ακολούθησε το δρόμο, όπως πάει. Πιο κάτω ζει η αδερφή μου με τον άντρα της σε ένα καλυβάκι σαν κι αυτό. Ρώτησε την μήπως ξέρει που είναι το γυάλινο βουνό που γυρεύεις.

Το κορίτσι τους αγκάλιασε, τους ευχαρίστησε και πήρε πάλι το δρόμο του. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει.

Κόντευε να νυχτώσει όταν είδε στην άκρη του δρόμου το καλυβάκι που της είχαν πει τα γεροντάκια. Χαρούμενη τρέχει προς τα κει και χτυπάει την πόρτα. Μια καλή γριούλα της άνοιξε την πόρτα.

-      Τι κάνεις κορίτσι μου εδώ μέσα στις ερημιές τη ρώτησε;

-      Καλή μου κυρία είπε η βασιλοπούλα, ψάχνω να βρω το γυάλινο βουνό. Μήπως ξέρεις που είναι;

-      Δεν ξέρω κορίτσι μου της απάντησε, αλλά έλα μέσα, να ξαποστάσεις και να φας μαζί μας, που έχω φτιάξει ωραία κοτόσουπα.

Η γριούλα κι ο άντρας της περιποιήθηκαν τη βασιλοπούλα, της έβαλαν να φάει, άκουσαν την ιστορία της και της έστρωσαν να κοιμηθεί. Το επόμενο πρωί καθώς την αποχαιρετούσαν της έδωσαν να πάρει μαζί της τα κοκαλάκια από το κοτόπουλο, και της είπαν:

-      Πάρε τα μαζί σου κορίτσι μου και πρόσεξε μη τα χάσεις γιατί μπορεί να σου χρειαστούν. Ακολούθησε το δρόμο όπως πάει. Πιο κάτω ζει η άλλη μου αδερφή μου με τον άντρα της σε ένα καλυβάκι σαν κι αυτό. Ρώτησε την μήπως ξέρει που είναι το γυάλινο βουνό που γυρεύεις.

Το κορίτσι τους αγκάλιασε, τους ευχαρίστησε και πήρε πάλι το δρόμο του. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει.

Κόντευε να νυχτώσει όταν είδε στην άκρη του δρόμου το καλυβάκι που της είχαν πει τα γεροντάκια. Χαρούμενη τρέχει προς τα κει και χτυπάει την πόρτα. Μια καλή γριούλα άνοιξε πάλι την πόρτα.

-      Τι κάνεις κορίτσι μου εδώ μέσα στις ερημιές τη ρώτησε; Καλή μου κυρία είπε η βασιλοπούλα, ψάχνω να βρω το γυάλινο βουνό. Μήπως ξέρεις που είναι;

-      Ξέρω κορίτσι μου της απάντησε, αλλά έλα μέσα πρώτα, να ξαποστάσεις και να φας μαζί μας που έχω φτιάξει ωραία κοτόσουπα.

Η γριούλα κι ο άντρας της περιποιήθηκαν τη βασιλοπούλα, της έβαλαν να φάει, άκουσαν την ιστορία της και της έστρωσαν να κοιμηθεί. Το επόμενο πρωί καθώς την αποχαιρετούσαν της τύλιξαν να πάρει μαζί της τα κοκαλάκια από το κοτόπουλο και της έδειξαν το δρόμο για το γυάλινο βουνό.

-      Πάρε κι αυτά μαζί σου κορίτσι μου, της είπαν, και πρόσεξε μη τα χάσεις γιατί μπορεί να σου χρειαστούν.

Το κορίτσι τους αγκάλιασε, τους ευχαρίστησε και έφυγε τρέχοντας. Από τη βιασύνη της όμως της έπεσε ένα μικρό κοκαλάκι χωρίς να το καταλάβει και το έχασε.

Χαρούμενη συνέχισε το δρόμο της. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει μέχρι που φτάνει στο γυάλινο βουνό. Το βουνό είναι ψηλό και ολόκληρο φτιαγμένο από γυαλί. Λαμποκοπάει στο φως. Κοιτάζει από δω, κοιτάζει από κει η βασιλοπούλα, σκάλα δε βλέπει πουθενά, ούτε άλλο τρόπο για να ανέβει το βουνό. Και τώρα τι θα κάνω; Σκέφτηκε. Εκεί που σκεφτόταν θυμήθηκε τα κοκαλάκια που της είχαν δώσει τα γεροντάκια. Μια ιδέα άστραψε στο μυαλό της. Θα τα βάλω στη σειρά και μ’ αυτά θα φτιάξω μια σκάλα να ανέβω στο βουνό. Και έτσι έγινε. Σκαλοπάτι, σκαλοπάτι έφτιαχνε τη σκάλα με τα κοκαλάκια και ανέβαινε το κορίτσι το βουνό. Κόντευε σχεδόν να φτάσει, ένα σκαλί μόνο της. Κοιτάζει το μπόγο της όμως και δεν είχε άλλο κοκαλάκι. Τι να κάνει και το κορίτσι έκοψε το μικρό του το δαχτυλάκι και μ’ αυτό έφτιαξε το τελευταίο σκαλοπάτι.

Ένα υπέροχο κρυστάλλινο παλάτι έλαμπε στην κορυφή του βουνού και μέσα στο παλάτι ήταν η αρκούδα. Ξαφνιασμένη ρώτησε την κοπέλα πως βρέθηκε εκεί. Τότε αυτή της είπε όλη την ιστορία, πως την έψαχνε, πως έφτιαξε τη σκάλα και πως έκοψε το δαχτυλάκι της για να καταφέρει να φτάσει στην κορυφή. Την ώρα που τα έλεγε αυτά, ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος σαν να γκρεμιζόταν το βουνό, το δέρμα της αρκούδας έπεσε και εμφανίστηκε από κάτω ένα όμορφο παλικάρι.

-Σ’ ευχαριστώ καλή μου κοπέλα γι αυτό που έκανες! Με αυτή τη θυσία που έκανες, το δαχτυλάκι που έκοψες για να έρθεις εδώ να με βρεις, με ελευθέρωσες! Μια κακιά μάγισσα με είχε μεταμορφώσει σε αρκούδα. Είμαι βασιλόπουλο σε αυτό εδώ το βασίλειο και αυτό είναι το παλάτι μου. Και άμα θες θα σε παντρευτώ και θα γίνεις η βασίλισσα μου. Και έτσι έγινε. Εδώ τελειώνει το παραμύθι. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Το έκανα σκοπό της ζωής μου να βρω το γυάλινο βουνό και να το ανεβώ, να βρω τη μαύρη αρκούδα, να εκπληρώσω την υπόσχεση, να εκπληρώσω το χρέος μου, αυτό που πρέπει, βάζοντας στην άκρη κάθε φόβο, κόβοντας κομμάτια από τη σάρκα μου προσφέροντας θυσία τον ίδιο μου τον εαυτό ,για να φτάσω τελικά στο γυάλινο βουνό. Και η μαύρη αρκούδα άραγε τι να συμβολίζει;

 

Είμαι εγώ

Αυτό που τόσα χρόνια

Ψάχνω

Και δεν μπορώ να βρω

Είμαι εγώ

Που ξεχασμένα

Αρχαία σκαλοπάτια

Θ’ ανεβώ

Είμαι εγώ

Που μόνη κι ιδρωμένη

Θα φτάσω

Στο γυάλινο βουνό

Γιατί είμαι εγώ

Στην αρχή και στο τέλος

Στο φως και στο σκοτάδι

Στο γυάλινο βουνό

Είμαι εγώ

Και χρόνια περιμένω

Μήπως και αντικρύσω

Τον άλλο μου εαυτό" Δ. Α. 

 

 


28.3.21

Ταξίδι στο σεμινάριο Αφήγηση ζωής


"Το Σεμινάριο «ΑΦΗΓΗΣΗ ΖΩΗΣ» ήταν για μένα μια ανασκαφή στο υποσυνείδητο.

Απ’ την πρώτη στιγμή που το παρακολούθησα, ήμουν σαν τον αρχαιολόγο που ψάχνει πολύ βαθιά στο χώμα για να ανακαλύψει ένα πολύτιμο θησαυρό.

Ξεκίνησα μ’ ενα φτυάρι κι έβγαλα έξω τα πρώτα χώματα τα οποία έκρυβαν μέσα μικρούς θησαυρούς, τα πρώτα κείμενά μου.

Συνέχισα να σκάβω με την τσάπα πιο βαθιά και να βρίσκω περισσότερα ευρήματα όμως σκόρπια, εδώ κι εκεί. Ιστορίες δηλαδή που είχαν μεν κάποιο νόημα αλλά δεν είχαν ειρμό.

Μυστήριο απλωνόταν μπροστά μου με τον καιρό, και το Σεμινάριο «ΑΦΗΓΗΣΗ ΖΩΗΣ» με προκαλούσε να το λύσω.

Συνέχισα να σκάβω βαθιά στα χώματα και βρήκα μια ρίζα από δέντρο. Ήταν όλοι οι προγονοί μου. Άρχισα να κάνω το γενεόγραμμα μου που ήταν τελικά το βασικό κλειδί για τη λύση του μυστηρίου. Βρήκα την άκρη του νήματος και λύθηκε η γραφή. Τώρα δεν έσκαβα μόνο αλλά και καθάριζα παράλληλα τα ευρήματα.

Τα εμπόδια που ορθώθηκαν μπροστά μου ήταν πολλά όμως, δε με γύρισαν πίσω στιγμή αλλά με ωθούσαν να κάνω κι άλλα βήματα μπροστά και να σκάβω με λεπτό σκαλιστήρι πια, πιο βαθιά.

Έφτασα λίγο πριν τα έγκατα της ψυχής μου κι ανακάλυψα πολλούς θησαυρούς, τις ιστορίες των ανθρώπων που κουβαλούσα μέσα μου. Τις πήρα στα χέρια και τις φρόντισα με λεπτά εργαλεία.

Έφτασα στον πάτο κι ανακάλυψα όλα τα παιδικά μου τραύματα. Πήρα το σκουπάκι του αρχαιολόγου, τα ξεσκόνισα ένα ένα κι έφερα στο φως με τη γραφή πολλές αλήθειες, αλήθειες που δεν άντεχα να πω.

Τα φύσησα όλα για να φύγει από πάνω τους και η τελευταία σκόνη κι απόκτησαν πνοή. Έγιναν ζωντανά κείμενα.

Πυξίδα και κόσκινο μαζί σ’ αυτή την ανασκαφή ήταν η ψυχή του Σεμιναρίου «ΑΦΗΓΗΣΗ ΖΩΗΣ», η Κρυσταλία Πατούλη. Πυξίδα γιατί απ’ την αρχή, με την οξυδέρκειά της κατηύθυνε σωστά τα βήματά μου και δεν έχασα ποτέ τον προσανατολισμό μου. Κόσκινο γιατί με την επιμονή και την τελειομανία της κοσκίνισε όλα τα χώματα, απ’ την επιφάνεια μέχρι και τον πάτο" Κατερίνα Μητροπούλου 28/3/21

--

“Στο σεμινάριο της 'Αφήγησης Ζωής της Κρυσταλίας, μπόρεσα να ξαναπροσεγγίσω κομμάτια του εαυτού μου που είχα χάσει στην πορεία της ζωής μου, αναβιώνοντας τα μέσα από τη γραφή. Στη συνέχεια, στο περιβάλλον ασφαλείας που ένιωσα μέσα στην ομάδα, κάτω από την καθοδήγηση της, μπόρεσα να αισθανθώ εμπιστοσύνη, έτσι ώστε να μπορέσω να αφεθώ και να μοιραστώ εκεί, τα δύσκολα και σκοτεινά σημεία του παρελθόντος μου και της παιδικής μου ηλικίας, που με κρατούσαν εγκλωβισμένη. Έβαλα πράγματα σε τάξη μέσα μου και νιώθω να έχω κάνει αρκετά βήματα μπροστά. Ένα μεγάλο ευχαριστώ! «'Οποια πόρτα κι αν άνοιγα, βρισκόμουν μες στα παιδικά μου χρόνια.»  Τάσος Λειβαδίτης.”

Εύη Ιωαννίδου, 28/3/21

--

"[...] γράφω δυο λόγια για την εμπειρία μου από το σεμινάριο. Προφανώς οι ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΖΩΗΣ είναι πολύ περισσότερα από ένα σεμινάριο. Είναι ένα σεμινάριο ζωής, ένα σεμινάριο αναγνώρισης, ανακάλυψης, αναστοχασμού. Τις εβδομάδες που κράτησε έγραψα πολύ αλλά δύσκολα τις πιο πολλές φορές. Δεν μου έβγαιναν εύκολα τα κείμενα. Ζορίστηκα. Δεν ξέρω τελικά κατά πόσο άφησα τον συγγραφικό μου εαυτό να μιλήσει ή καλύτερα ποιόν από όλους άφησα και ποιόν όχι. Ένιωσα όμως μετά από κάθε κείμενο κερδισμένη. Ένιωσα ότι πήρα, ότι είδα πράγματα σε μένα που πριν δεν τα έβλεπα. Έκανα συνειρμούς, συνδέσεις και είδα να φωτίζονται πτυχές της προσωπικής και οικογενειακής μου ιστορίας που πριν αγνοούσα. Μέσα από την αναζήτηση να μάθω περισσότερα και να καταλάβω ήρθα πιο κοντά με κομμάτια του εαυτού μου που είχα χάσει αλλά και με ανθρώπους της οικογένειάς μου, ζωντανούς και πεθαμένους. Νιώθω βαριά με όλα αυτά που ξέθαψα, αλλά γεμάτη και ευγνώμων για όλα αυτά που πήρα από την ομάδα και από σένα Κρυσταλία. Μπορώ επίσης να πω με βεβαιότητα πως αυτή ήταν μόνο η αρχή. Έπεται και συνέχεια!" Δ. Α.



7.2.21

Μια θέση στο χώρο. Του Σταύρου Καρέζη

Ο Σταύρος Καρέζης αφηγείται τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής – από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του πρώτου του βιβλίου «Μια θέση στο χώρο», εκδόσεις Οσελότος.

Οι πρώτες μου συγγραφικές απόπειρες ήρθαν κάπου στην εφηβεία. Υπήρχαν βράδια που αργούσε ο ύπνος να με πάρει, κάτι με τσιγκλούσε στα σκοτάδια, πείραζε την κοσμοθεωρία που είχα διδαχτεί από κάθε λογής φροντιστές κι αναμφισβήτητες αιτίες. Αντιπαθούσα σφόδρα το γραφείο που είχα στα δεξιά μου, με τις μολυβοθήκες, τα σχολικά εγχειρίδια, κι όλα τα σύνεργα στημένα για μελέτη. Αρνιόμουν παράλληλα πεισματικά να αποστηθίζω, κι όταν το έκανα ένιωθα μόνος και έρημος.

Ύστερα, υιοθέτησα το διάβασμα μετά μουσικής, αργό αλλά ευχάριστο. Καμιά φορά δεν τα κατάφερνα απόλυτα, χάζευα παραπάνω απ’ όσο όριζε το υπερεγώ μου κι άφηνα το στυλό, να σχεδιάσει μόνο του σε σκόρπιες σελίδες τετραδίου, αφηρημένες σκιές κι απροσεξίες. Μέσα σε όλα αυτά, σκεφτόμουν για μέρες ένα ποίημα που παρομοίαζα τη ζωή μ’ ένα βιβλίο όμως έβρισκα αμέτρητες κακοτοπιές μπροστά στην τελειότητα και το άφησα στην τύχη του.

Στη συνέχεια γέμισα πέντε σελίδες με μια ιστορία σκέτη τραγωδία, γεμάτη θλίψη και εμπόδια ανυπέρβλητα. Ημερολόγια, σκίτσα και ερωτηματικά με έφτασαν στο λύκειο. Πέρασα, σπούδασα, αποφοίτησα και δούλεψα. Κάπου εκεί, τυχαία εντελώς μια γνωστή μου είδε την Κρυσταλία Πατούλη σ’ ένα υπόγειο καφετέριας που έκανε το σεμινάριο “Αφήγηση ζωής”. Διένυα μια αγχωτική και άκρως κουραστική περίοδο όμως για καλή μου τύχη δοκίμαζα καινούρια πράγματα. Μίλησα μαζί της και με καλωσόρισε σε μια ομάδα.

Η Κρυσταλία έχει ένα ταλέντο που αμέσως αναγνωρίζεις πόσο τυχερός είσαι που βρέθηκες στο διάβα της. Τις ικανότητες αυτές των life coaches, την ενθάρρυνση, την εμπιστοσύνη, την αμεσότητα και την αγάπη. Παρακολούθησα δύο κύκλους τελικά σεμιναρίων και τους συμμετέχοντες τους θυμάμαι όλους ακόμη και δε νομίζω πως πρόκειται να τους ξεχάσω.

Προσωπικά, με ελκύουν φοβερά στιγμές που μαθαίνεις κάτι καινούριο, όπως παλιά, που άνοιγαν οι ορίζοντές σου και ό,τι πίστευες δεν ήταν πια το ίδιο, αποκτούσε μια παρέα που το κρατούσε απ’ το χέρι να περπατήσει παρακάτω. Από τους δύο κύκλους αυτούς σεμιναρίων, απέκτησα εφόδια ιδιαίτερα χρήσιμα που χωρίς αυτά αμφιβάλλω αν θα έγραφα ποτέ αυτό το βιβλίο. Μεταξύ άλλων, μια ορθολογική σκοπιά σε γεγονότα που με είχαν σημαδέψει. Είδα πως αρκετοί έχουμε την ίδια αφετηρία, άντρες γυναίκες, τα ίδια απωθημένα, κόμπους αναμνήσεις. Ένιωσα αρεστός, απαλλάχτηκα από συναισθηματικά βάρη που κρατούσα χρόνια μυστικό. Έμαθα να είμαι πιο αυθόρμητος στη γραφή και πως αν μπεις μέσα στην ιστορία, εκείνη θα τα πει καλύτερα από σένα.

Είναι ορισμένα πράγματα που τα καταλαβαίνεις μόνο όταν περάσει ο χρόνος. Χωρίς την εμπειρία μου στο σεμινάριο και συνάμα χωρίς την αμέριστη εμπιστοσύνη της προς το πρόσωπό μου πολύ πιθανόν να μην είχα γράψει ποτέ το πρώτο μου βιβλίο. Αυτό ήρθε το καλοκαίρι του 2018. Είχα ξεμείνει μόνος στο κέντρο της Αθήνας παρέα με τη γάτα μου κι έναν ανεμιστήρα. Ανακάλυψα ένα κανάλι για την αστρονομία και χάθηκα στον κόσμο της, τόσο πολύ που έπλαθα σενάρια φαντασιακά μέρα με τη μέρα.

Σιγά σιγά άρχιζαν να γεννιούνται οι πρώτοι χαρακτήρες και σκηνές να ζωντανεύουν. Το επόμενο βράδυ τις εμπλούτιζα ή τις αναιρούσα, μέχρι που ένα απόγευμα κάθισα να τα γράψω κι όπου πάει. Προς έκπληξή μου, όσο έγραφα, συνέβαινε το αντίθετο συγκριτικά με τις παρελθοντικές μου απόπειρες, δεν τα παρατούσα τόσο εύκολα, ούτε περνούσαν ώρες ολόκληρες για να δομήσω μία πρόταση. Ίσως να είχε ωριμάσει κάτι μέσα μου, ίσως να βοήθησε που άφησα την τελειότητα στην άκρη.

 

Δώδεκα μήνες μετά το ολοκλήρωσα και το φωτοτύπησα πρώτη φορά να το διαβάσω απ’ την αρχή. Υπογράμμιζα λάθη, ασυνέπειες, έβαζα μια κουκίδα δίπλα σε παραγράφους που ήθελαν εμπλουτισμό. Το τύπωσα ξανά και ξανά, πολλές φορές, μέχρι που η ιστορία άλλαξε, ανασυγκροτήθηκε, κόπηκαν διάλογοι κι ήρθαν αφηγήσεις, πέταξα συνδέσμους και έβαλα λυρισμό. Η επιμέλεια, μου πήρε παραπάνω απ’ όσο έκανα για να το γράψω, ενώ το αποτέλεσμα με ικανοποιεί στο έπακρον. Σωτήρια κίνηση γι’ αυτό θεωρώ πως ήταν η υπομονή και οι παύσεις ολόκληρων εβδομάδων που έκανα σκόπιμα για να βγω από την ιστορία και να μπω ύστερα ως κάποιος άλλος.

Η ιστορία είναι επικεντρωμένη σε έναν βασικό πρωταγωνιστή, τον Γιώργο, ο οποίος ύστερα από την αποφοίτησή του, ψάχνει ακριβώς αυτό που αναφέρει και ο τίτλος, να βρει τη θέση του στο χώρο. Περιγράφονται τρεις μήνες ξεκινώντας από το καλοκαίρι, κάπου το 2013, όπου έρχονται τα πάνω κάτω, αναζητώντας άδοξα μια αλήθεια που αλλάζει χέρια με ταχύτατους ρυθμούς. Όπως λέει και ο ίδιος στο γράμμα του προλόγου του, καθετί το νέο προϋπάρχει, δεν υπάρχει νέο, εμφανίζεται είναι πιο σωστό, εμφανίζεται όταν πια είσαι έτοιμος να το προσέξεις. Συναναστρέφεται με φίλους, γονείς, εργοδότες, αλλά και απρόσμενους περαστικούς που όλοι συμβάλλουν στην απόφαση του τέλους.

Έκανα αργότερα το βήμα παραπάνω και το έστειλα σε διάφορους εκδοτικούς. Το feedback που έλαβα ήταν άκρως ενθαρρυντικό. Συνεργάζομαι πλέον με τις εκδόσεις Οσελότος και το βιβλίο κυκλοφορεί στα γνωστά βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να το παραγγείλετε επίσης από τις εκδόσεις Οσελότος, ή κι από εμένα τον ίδιο με ένα μήνυμα στο booksforsend@gmail.com, καθώς διατηρώ παράλληλα και την ιδιότητα του αυτοεκδότη.

Μια θέση στο χώρο, Σταύρος Καρέζης, Εκδόσεις Οσελότος 2020. Σελίδες: 206

Ο Γιώργος, θα μας αφηγηθεί σε μια αμφιλεγόμενη ιστορία, πως σε πείσμα όλων έβαλε σκοπό να ωριμάσει. Μεγάλος του φόβος η ενηλικίωση. Τα λιγοστά εφόδιά του είναι η φυγή, η στέρηση κι η ονειροπόληση. Τίποτα δεν είναι σταθερό και τίποτα δεν είναι αρκετό. Με ένα βήμα, μια αταξία, λίγα νεύρα τη φορά, ελπίζει στο πιο παράξενο γαμώτο, να αλλάξει ρόλους μ’ ένα ζόρικο παιδί!
«Υπάρχει κάπου, στου καθένα μας τον ίσκιο, η πηγή της λογικής. Εκεί παγώνουν βράχοι, τρυπώνουν σε σμήνη ασύμβατες ιδέες, μαλώνουν στα κρυφά τρίμματα από σκόνες, που κάποτε ήσουν εσύ, ο επόμενος εσύ. Πόσους σε βράδια φίλεψες, πόσους καημούς αθέτησες πριν έρθει; Όσο κι αν έκλαψες οικτρά για άλλα μέρη, εκεί είναι τελικά που ξεδιψούν οι περισσότεροι, στ’ αχαρτογράφητα νερά και στα μουντά σου νέφη».

--

Via https://tvxs.gr/news/biblio/mia-thesi-sto-xoro?fbclid=IwAR3wReWHX-UUNQAIZBaJi_3M8MYw7uSHG9XFNHTNahcHNL1tgwihl3HqhVs 

2.2.21

ΑΓΑΝΤΑ: Το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Καλλιόπης Καρρά


 "Η αφήγηση δεν είναι λιτή΄ φαίνεται λιτή επειδή είναι αριστουργηματική. Η αφήγηση δεν είναι άτεχνη΄ δείχνει άτεχνη γιατί βασίζεται στην πραγματική ζωή. Ο αναγνώστης έχει συνήθως μπροστά του έναν συγγραφέα΄ εδώ δεν συμβαίνει αυτό΄ ο αναγνώστης εισέρχεται σ' έναν θρύλο με πόνο και χαρά, ύμνο και θρήνο, απελπισία και ελπίδα, αδικία και ατυχία, έρωτα και απογοήτευση αλλά, πάνω απ' όλα αίσθηση του μέτρου, αφοσίωση στο καθήκον, ευγένεια, ακεραιότητα, ήθος, λεπτότητα αισθημάτων, πίστη και αντοχή. Αγάντα σημαίνει Άντεξε.


Το αφηγηματικό μυστικό της ηρωίδας του βιβλίου, είναι ότι δεν είναι, ούτε υποκρίνεται πως είναι, συγγραφέας΄ γι' αυτό δεν γράφει αλλά αφηγείται. Επιπλέον, στηρίχτηκε πολύ στον Θεό΄ αλλά μέσα από αυτή την πίστη στήριξε τον μεγαλειώδη άνθρωπο που έκρυβε μέσα της. Μόνο γι' αυτό τής αξίζει κάθε έπαινος. Και Αγάντα σημαίνει Άντεξε.

Ο Λόγος της ρέει σαν το νερό στ' αυλάκι, αγνοώντας πως κάποιος το παρακολουθεί και ακούει το κελάρυσμά του. Ίσως τα επιμέρους γεγονότα συμπίπτουν με πολλών γυναικών τη ζωή΄ συνεπώς πρόκειται για μια μάλλον συνηθισμένη ζωή΄ το βλέμμα και η πένα της είναι που την κάνουν συναρπαστική. Διότι Αγάντα σημαίνει Άντεξε". 
Λεώνικος Καλαχώρας, Εκδόσεις Ποιητές και δημιουργοί

(Απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου της Καλλιόπης Καρά)
---
Βιβλιοπωλείο Bookworld Books and More
 
(bookworldbm10@gmail.com, τηλ: 6974476427)
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου