Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

6.4.17

Αλλάζοντας κρεβάτια






Πέντε άτομα σε 69 τετραγωνικά σπίτι, είναι κάπως πολλά. Μπαίνοντας στο χωλ, μια βιβλιοθήκη, η τραπεζαρία κι ένας καθρέφτης. Ύστερα το σαλόνι, με την κρυστάλλινη συρόμενη πόρτα του συνήθως κλειστή, για να μη γεμίζει σκόνη και για να μην κάνουμε ζημιές. Δυο κρεβατοκάμαρες, οι γονείς μου στη μια και τα αγόρια στην άλλη. Και μια κουζίνα, με το τραπέζι καθημερινής χρήσης κι ένα ραδιόφωνο μόνιμα ανοιχτό. Η μαμά το άνοιγε. Εμένα δε μου άρεσε να ακούω συνεχώς ένα θόρυβο.
Μέχρι τα 7-8 μου χρόνια κοιμόμουν κι εγώ στο ίδιο δωμάτιο με τους αδερφούς μου: σε ένα σπαστό κρεβατάκι που το άνοιγα στα πόδια των δικών τους σταθερών κρεβατιών κι όταν ερχόταν κόσμος το έκλεινα. Ύστερα οι γονείς μου αποφάσισαν πως ‘τώρα που μεγαλώσαμε’ δεν μπορούμε να είμαστε στο ίδιο δωμάτιο, και με εξόρισαν στο σαλόνι. Δεν μας εξήγησαν γιατί έπρεπε να χωριστούμε ‘τώρα που μεγαλώσαμε’. Υποψιάστηκα ότι υπαινίσσονται κάτι πονηρό, και ντράπηκα και μόνο που το σκέφτηκαν. Ίσως και να ντράπηκα που άρχιζα να μοιάζω με γυναίκα… Άλλαξα και κρεβάτι: είχα τώρα μόνο το στρώμα από μια πολυθρόνα που γινόταν κρεβάτι, το έστρωνα πάνω στο χαλί και κοιμόμουν, και το πρωί το μάζευα στον τοίχο. Η μαμά το σκέφτηκε αυτό, γιατί ολόκληρη η πολυθρόνα θα έπιανε πολύ χώρο και θα χάλαγε την κατά τα άλλα άψογη αισθητική του σαλονιού… Δεν ήξερα αν εγώ είμαι η πτυσσόμενη επειδή είμαι η μικρότερη ή επειδή είμαι το μοναδικό κορίτσι. Αν ήμασταν δυο κορίτσια κι ένα αγόρι, μπορεί να διώχναμε αυτό από το δωμάτιο όταν θα έφτανε 7 ή 8;
Το σαλόνι είχε τα καλά του. Μπορούσα να έχω την ησυχία μου, να μη με βλέπει κάποιος συνέχεια. Και δεν χρειαζόταν να ακούω τα αδέρφια μου να συζητάνε για θέματα που δεν με ενδιέφεραν, ή να τσακώνονται για το ποιος είναι πιο έξυπνος ή πιο δυνατός. Μπορούσα να γεμίσω τον κενό χώρο απλώνοντας τον εαυτό μου και πλάθοντας όνειρα για το μέλλον… Ονειρευόμουν πως όταν μεγαλώσω θα είμαι ασφαλής με κάποιον που μ’ αγαπάει. Ήταν σαν να υπάρχουν δυο πραγματικότητες: αυτή που ξέρουν οι άλλοι κι αυτή που χτίζω μόνη μου εγώ. Ήταν σαν να υπάρχουν δύο εγώ: αυτή που κάνει ότι ζητούν για να την αφήνουν ήσυχη να είναι αυτή που δεν ξέρουν…
Μια φορά, πήρα μια κιμωλία κι έκανα ζωγραφιές στο ξύλινο πίσω μέρος του στρώματος. Είχα φοβηθεί μήπως η μαμά με μαλώσει, αλλά ένιωθα την ανάγκη να ομορφύνω κάπως αυτό το ριγέ γκριζο-άσπρο ποσοστό κρεβατιού, με την τραχιά ταπετσαρία. Έστω κι αν την κρυμμένη αυτή ομορφιά θα την ήξερα και θα την έβλεπα μόνο εγώ. Δεν με μάλωσε, ίσως και να μην το παρατήρησε ποτέ.
Το χειμώνα ερχόταν στο σπίτι μας και ο παππούς, ο πατέρας του πατέρα μου. Έμενε μαζί μας ώσπου ν’ ανοίξει ο καιρός, ίσως μέχρι την 25η Μαρτίου. Ερχόταν να «ξεχειμωνιάσει», επειδή το σπίτι του στο χωριό έμπαζε κρύο αέρα. Όταν όμως ερχόταν το καλοκαίρι και θέλαμε εμείς να «ξεκαλοκαιριάσουμε», έκανε πως δεν μας ήξερε… Αδιάφορος άνθρωπος, παρτάκιας. Αλλά εμείς οφείλαμε να τον υποστούμε: κυρίως εγώ, που έπρεπε και πάλι να αφήσω το υποτιθέμενο κρεβάτι μου για να του παραχωρήσω το σαλόνι, και να κοιμάμαι ακριβώς πίσω από την εξώπορτα, σ’ ένα ανοιγόμενο έπιπλο. Υπέφερα εκεί: με ξυπνούσε οποιοδήποτε ξύπναγε για να πιεί νερό ή να πάει τουαλέτα, οποιοδήποτε έβγαινε πρώτος το πρωί. Κι είχε κι ένα σίδερο κάτω ακριβώς από τη μέση μου που με σακάτευε.
Δε θυμάμαι ούτε μία μέρα ως παιδί να κοιμήθηκα ως τις 10. Πεταγόμουν από το ξημέρωμα και πονούσε η μέση μου…
Όταν γυρνούσα από το σχολείο, περίμενα να φάμε και να τα μαζέψουμε για να αδειάσει το τραπέζι της κουζίνας και να καθίσω εκεί για διάβασμα. Όταν οι γονείς μου ξυπνούσαν από το μεσημεριανό τους ύπνο, εγώ και τα βιβλία μου μεταφερόμασταν στο δωμάτιο των γονιών, και διάβαζα πάνω στην τουαλέτα της μαμάς. Τα βιβλία που δεν χρησιμοποιούσα εκείνη τη μέρα συνήθως ήταν στοιβαγμένα πάνω στο ψυγείο. Αργότερα στο λύκειο, διάβαζα και στο σαλόνι, σ’ ένα μικρό στρογγυλό τραπεζάκι με τρία πόδια, που ίσα ίσα χωρούσε ένα ανοιχτό βιβλίο.
Ήμουν πάντα, σε όλες τις τάξεις (δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου, πανεπιστημίου, ξένων γλωσσών) η καλύτερη μαθήτρια. Επιβεβαίωνα μια φράση που είχε πει η δασκάλα μου της Α’ Δημοτικού στη μαμά μου: «τον καλό μαθητή, ακόμα κι αν τον βάλεις να κάτσει πάνω στη μύτη ενός μολυβιού, αυτός πάλι θα είναι ο καλύτερος». Γι’ αυτό μάλλον η Κυρία Τζούλια με είχε στο τελευταίο θρανίο…
Όταν ήμουν 19 νοικιάσαμε επιτέλους τη διπλανή γκαρσονιέρα. Τα αγόρια μεταφέρθηκαν εκεί κι εγώ στο δωμάτιό τους. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα κρεβάτι που δεν ανοιγόκλεινε, γραφείο για να διαβάζω, και κάποια ιδιωτικότητα. Αν και το χάρηκα αρκετά, ποτέ δεν κατάφερα να νιώσω πως ‘εδώ είναι το σπίτι’.
Παντρεύτηκα στα 25 και μετακόμισα σ’ ένα σπίτι διπλάσιο. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να του βρω ένα σταθερό κρεβάτι, και να μην τον ξανακουνήσω για κανένα λόγο. Και όντως, για παραπάνω από 15 χρόνια, δεν έφυγα ποτέ από το κρεβάτι μου για να κοιμηθεί κάποιος άλλος.
Για την κόρη μου είχα κρατήσει το πιο φωτεινό δωμάτιο του σπιτιού. Το βάψαμε ροζ με φιστικί κι αρχίσαμε μια συλλογή με λούτρινα αρκουδάκια από όταν ήταν μωρό. Όταν πήγαινα κάποιο ταξίδι της έφερνα κι από ένα – σήμερα πρέπει να έχουμε πάνω από 70 ζώα. Έχουν μάλιστα όλα όνομα και χαρακτήρα, μιλούν μεταξύ τους και μαζί μας και συχνά εκφράζουν όσα εμείς δυσκολευόμαστε… Όταν η μικρή λείπει στο χωριό το καλοκαίρι, πηγαίνω και κοιμάμαι στο δωμάτιό της: κάτι τα χρώματα, κάτι τα ζώα, κάτι τα αστεράκια στο ταβάνι και κυρίως η λάμψη της ψυχής της, ξυπνάω άλλος άνθρωπος...
Αθανασία Κ. 

---
Κείμενο γραμμένο στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση ζωής. 29/4/17 νέο εισαγωγικό 3ωρο βιωματικό μάθημα με ελεύθερη είσοδο στο Εργαστήριο Σκέψης. Περισσότερα εδώ.

Διαβάστε επίσης:

 (φωτο: "Flying Bed" by Artem Rhads Cheboha)

Έπρεπε να βρω έναν άνθρωπο





Εκείνο το πρωί ξύπνησα με το αριστερό μάτι μελανιασμένο. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, «Μπορεί να μελανιάσει το μάτι από το κλάμα;» αναρωτήθηκα. Επιπλέον είχα χάσει οχτώ κιλά και τα μαγουλά μου ήταν σκαμμένα.
Για τέσσερις μήνες μόλις ξυπνούσα και θυμόμουν πως δεν ήμουν πλέον με τον Αλέξανδρο πλάνταζα στο κλάμα. Εκείνο το πρωί ξεκίνησα να πάω στο μπάνιο να πλυθώ και να ετοιμαστώ για τη δουλειά. Δεν τα κατάφερα, κάθισα στο πάτωμα και έκλαιγα δυνατά, μου κοβόταν η ανάσα, κι εκεί που νόμιζα πως είχα κουραστεί, ξεκινούσα πάλι.
Η μητέρα μου με παρότρυνε να μπω κάτω από το ντους, έβαλα το νερό στο κρύο, τέρμα παγωμένο για όση περισσότερη ώρα άντεχα. Το άφησα να τρέχει πάνω στο κεφάλι μου, μέχρι να ηρεμήσω.
Ντύθηκα. Δεν έφαγα πρωινό. Πήρα το λεωφορείο για να πάω στη δουλειά, δεν οδηγούσα εκείνο τον καιρό, σαν να μη δούλευε το νευρικό μου σύστημα, μια μέρα αντί να πατήσω φρένο πάτησα γκάζι.
Η δουλειά ήταν δίπλα από το σπίτι που έμενα με τον Αλέξανδρο, κάθε πρωί που πλησίαζα ήθελα να κάνω χαρακίρι.  Ένιωθα να μου μπήγουν ένα μαχαίρι στο στομάχι, ήθελα να διπλωθώ στα δύο και να κουλουριαστώ σε μια γωνία.
Ήταν σχεδόν καλοκαίρι και είχα φορέσει ένα λευκό φόρεμα με μια σειρά από άσπρα κουμπιά στο μπροστινό μέρος, το βρήκα στο πατρικό μου, το είχα κόψει λίγο πιο πάνω από το γόνατο για να μου ταιριάζει καλύτερα. Δεν φορούσα ποτέ λευκά ρούχα γιατί η μητέρα μου θεωρούσε πως θα τα λερώσω.
Η δουλειά μου ήταν ανούσια. Την είχα βρει πριν από δώδεκα μήνες γιατί να είμαι κοντά στο σπίτι και να περνάμε περισσότερο χρόνο με τον Αλέξανδρο. Στο σχόλασμα ήρθε να με πάρει η μητέρα μου, δεν μιλούσα στη διαδρομή, κοίταζα από το παράθυρο. Οδηγήσαμε μέχρι το Ασκληπιείο, όπου δούλευε ο Αλέξανδρος για να του επιστρέψω τα κλειδιά του σπιτιού. Είχα κάνει τη μετακόμιση με τη βοήθεια της μητέρας μου, για την ακρίβεια η μητέρα μου την έκανε, γιατί κάθε φορά που σήκωνα ένα αντικείμενο για να το πακετάρω θυμόμουν τις στιγμές που ζήσαμε μαζί και έκλαιγα. Το σπίτι ήταν στον έβδομο όροφο, οι μπαλκονόπορτες ορθάνοιχτες, στεκόμουν για πολύ ώρα στο σαλόνι ενώ η μητέρα μου μάζευε τις αναμνήσεις μου, και κοίταζα τη θεά από τη βεράντα. Πόσο ανώδυνο θα ήταν να αφηνόμουν στο κενό;
Πριν μπω στο νοσοκομείο να αντικρίσω τον Αλέξανδρο κάτσαμε για λίγο με την μητέρα μου  σε ένα καφέ εκεί κοντά να ηρεμήσω, παρήγγειλα χυμό και ένα τοστ για να πάρω δυνάμεις. Η ντομάτα από το τοστ ξεχύθηκε πάνω στο λευκό μου φόρεμα. «Όοοχιιι, δεν μπορεί  να συμβαίνει αυτό, τώρα!», ο λεκές ήταν τεράστιος και δεν έφευγε με τίποτα. Παραιτήθηκα.
Πήγα να βρω  τον Αλέξανδρο να του δώσω τα κλειδιά και να του ζητήσω μια δεύτερη ευκαιρία. Φοβόμουν πολύ. Γέλασε όταν με είδε με το λεκέ από τη ντομάτα. Ένιωσα σαν παιδάκι. Εκείνος φορούσε την λεύκη ιατρική του ρόμπα, είχε κι’ αυτή κουμπιά μπροστά. Δεν ήθελε πλέον να είναι μαζί μου. Ήταν σίγουρος. Έφυγα.
Είχα φορέσει το μαγιό μου και είχα ζητήσει από τη μητέρα μου να με πάει για μπάνιο, εκεί κοντά στη Βουλιαγμένη ήταν τα λιμανάκια που πηγαίναμε με τον Αλέξανδρο. Δεν πήγαμε στο ίδιο σημείο για να μην τον συναντήσω, ήξερα πως πήγαινε μερικές φορές μετά το σχόλασμα. Κάτσαμε στο διπλανό κόλπο.

Δεν ήταν το ίδιο, ήταν μίζερα εκεί, καθόντουσαν κάτι γριές που κουτσομπόλευαν, το νερό δεν ήταν κρυστάλλινο, ο βυθός ήταν μαύρος, ο ήλιος ήταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι μας, η μέρα ήταν καταπληκτική και αυτό με κατέθλιβε ακόμα περισσότερο. Οι γριές συζητούσαν για τους ματάκιδες και τους περίεργους που κυκλοφορούν στα λιμανάκια.
Δεν ήθελα άλλο να τις ακούω, η μητέρα μου σιωπηλή διάβαζε, ο ήλιος με έκαιγε. Βούτηξα. Κοίταξα τη μητέρα μου, μου χαμογέλασε και συνέχιζε να διαβάζει. Έκανα μερικές βουτιές, άνοιξα τα μάτια μου μέσα στο νερό και σκεφτόμουν τον Αλέξανδρο μαζί μου. Μας άρεσε και στους δυό μας πολύ η θάλασσα, μέναμε ώρες στο νερό. Μου πέρασε από το μυαλό πως ο Αλέξανδρος μπορεί να έχει σχολάσει και να είναι στα διπλανά λιμανάκια. Δεν ήταν πολύ μακριά, ξεκίνησα να κολυμπάω με μια ενέργεια που δεν ήξερα ότι είχα.

Κολυμπούσα ώρα, δεν ήταν τόσο κοντά όσο φανταζόμουν αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Μεταξύ των δύο κόλπων, στη μέση του πουθενά, μόνος, μακριά από όλους, καθόταν ένας τύπος, μαυριδερός, με μακριά μαλλιά, γυμνός, με κοίταζε επίμονα, άρχισε να τον παίζει μπροστά μου, ήταν τεράστιο. Κολυμπούσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα αλλά ήμουν συνέχεια στο ίδιο σημείο, έβαζα το κεφάλι μου μέσα στο νερό για ώρα για να μη τον βλέπω, έκανα σαν τους αθλητές, μια το κεφάλι δεξιά, δεν τον έβλεπα, μια αριστερά, τον έβλεπα, δεν σταματούσε, τον έπαιζε με μανία. Έπρεπε να τον προσπεράσω και να φτάσω στον Αλέξανδρο. Θα του έλεγα τι μου συνέβη και θα γελάγαμε. Έφτασα στα διπλανά λιμανάκια, είχε κόσμο, τους κοίταξα όλους έναν έναν, ο Αλέξανδρος έλειπε. Περίμενα λίγο. Δεν είχα κουράγιο να κάνω πάλι όλη τη διαδρομή. Δεν μου άρεσε το κολύμπι και φοβόμουν το μαύρο βυθό, «πως μου ήρθε να το κάνω αυτό». Δεν μπορούσα να πάω από τα βράχια γιατί δεν είχα παπούτσια και θα έπεφτα πάνω στον τύπο. Έπρεπε να κολυμπήσω. Είχα εξαφανιστεί για πολύ ώρα και η μητέρα μου θα ανησυχούσε. Ο τύπος ήταν ακόμη εκεί, δεν έκανε καμία κίνηση αυτή τη φορά, με κοίταζε μόνο. Τον αγνόησα, είχα πολύ δρόμο να κάνω και ήμουν εξαντλημένη, ξάπλωνα ανάσκελα κάθε τόσο για  να ξεκουραστώ λίγο και συνέχιζα, είχα πάει πολύ μακριά, έκανα προσπάθεια για να μην φοβηθώ.
Σα να ήμουν τυλιγμένη σε ένα λευκό σεντόνι ένιωθα να βυθίζομαι στη θάλασσα. Από μακριά αντίκρισα τη μητέρα μου, με έψαχνε. Ήταν η πρώτη φορά που ανησυχούσε τόσο πολύ για μένα. Ήμουν στο έλεος της. Πνιγόμουν.  Έπρεπε να βρω έναν άνθρωπο να μου μάθει να αναπνέω. Έτσι γνώρισα την Αμαλία, τη θεραπεύτρια μου.

4.4.17
Αθηνά Κ. 
---

Κείμενο γραμμένο στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση ζωής. 29/4/17 νέο εισαγωγικό 3ωρο βιωματικό μάθημα με ελεύθερη είσοδο στο Εργαστήριο Σκέψης. Περισσότερα εδώ.

Διαβάστε επίσης:


Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου