Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

24.5.13

“Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βρεις την αλήθεια. Αλλά όχι εκεί που ψάχνεις…” Περικλής Κοροβέσης

“Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βρεις την αλήθεια.
Αλλά όχι εκεί που ψάχνεις.
Συσκευασμένη αλήθεια δεν υπάρχει στις προσφορές του σούπερ μάρκετ της ζωής.
Στα πεταμένα ψάξε, στα σκουπίδια.
Εκεί ίσως βρεις κάτι.
Ό,τι πετιέται δεν είναι σκουπίδι.
Συχνά είναι πρώτη ύλη.” Περικλής Κοροβέσης

Μικρό απόσπασμα, σε μορφή πεζού κειμένου, το οποίο παραθέτω σε μορφή ποιήματος… με δική μου πρωτοβουλία. Για μένα από τα ωραιότερα ποιήματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.
Και χαίρομαι που έτυχε να το συλλαβίσω εν πλω, από Πειραιά προς Αίγινα.

Από το βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε:
ªøÛäéï 1
 
Σε εποχές ζόφου και φόβου, σαν και αυτήν που ζούμε τώρα στην Ελλάδα, έχουμε δύο τρόπους αντίδρασης: ο πρώτος είναι να αφήσουμε το σκοτάδι να μπει στην ψυχή μας και να τη μαυρίσει· ο άλλος είναι να αξιοποιήσουμε το φως που έχουν συσσωρεύσει τα φωτοβολταϊκά της καρδιάς μας.
Το φως είναι ζωοδότρα δύναμη. Ένα μικρό λυχναράκι νικάει και το πιο αδιαπέραστο σκοτάδι. Ξαναφτιάχνουμε τη ζωή μας στο φως και την οργανώνουμε όσο πιο απλά γίνεται σε έναν κόσμο που είναι περίπλοκος και χωρίς νόημα. Τα μικρά αυτά κειμενάκια που έχουν συγκεντρωθεί σε αυτό τον τόμο είναι μια προσπάθεια να συγκροτηθεί ένας τέτοιος μικρόκοσμος όταν με τύλιγε και με απειλούσε το σκοτάδι. Δεν είχα πρόθεση να τα δημοσιεύσω. Τα θεωρούσα πολύ προσωπικά. Και από μια σύμπτωση κατάλαβα πως δεν υπάρχει προσωπικός λόγος. Αφού είμαστε όντα με λόγο, είμαστε μέσα στην κοινωνία. Και η κοινότητα είναι αυτή που σου δίνει ένα λόγο για να ανακαλύψεις την προσωπικότητά σου, μοναδική και ανεπανάληπτη, όπως ακριβώς είναι τα δακτυλικά σου αποτυπώματα. Συνομιλητές υπάρχουν. Αρκεί να μπορείς να μιλήσεις. Και έτσι βγήκε αυτό το βιβλίο.
Π. Κ., Απρίλιος 2013

20.5.13

Φωτεινή Τσαλίκογλου: Ζω σημαίνει αναζητώ μια αλήθεια

07:45, 20 Μάιος 2013 | tvxsteam tvxs.gr/node/129035
Ζω, σημαίνει αναζητώ μια αλήθεια και η μόνη αλήθεια, ίσως είναι αυτή που σε φέρνει κοντά στις ρωγμές της ιστορίας σου… που σου επιτρέπει  να μην λογοκρίνεις, ούτε να κοροϊδεύεις, ούτε να παραποιείς την ένταση των συναισθημάτων σου.  Αυτή την «αναμονή του αληθινού» [...] Η ηθική της αναζήτησης. Αυτό δεν είναι που σου δίνει την αίσθηση ότι δεν είσαι νεκρός; Αν σταματήσει αυτή η αναζήτηση, έχεις σταματήσει να υπάρχεις. Και το όλο θέμα είναι, να μη γίνουμε μία χώρα, ήδη νεκρών [...] Η Φωτεινή Τσαλίκογλου, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο 8 ώρες και 35 λεπτά, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Κρ.Π.: Σ' αυτό το βιβλίο, αφηγείσαι το ταξίδι του Τζόναθαν, ο οποίος για πρώτη του φορά θα επισκεφτεί τον τόπο της καταγωγής του, και μέσα στο αεροπλάνο σκέφτεται τη ζωή του "μια ιστορία δυο τραυματισμένων μέσα του "πλασμάτων": της οικογένειάς του και της Ελλάδας". Πώς γεννήθηκε αυτή η ιστορία;
Φ.Τσ.: Είναι παράξενο πράγμα οι ιδέες. Μοιάζει να ‘ρχονται κάποια στιγμή, αλλά μπορεί να προετοιμάζονται πολλά χρόνια πριν μέσα στο μυαλό.
Aπ’ όσα βιβλία έχω γράψει, χωρίς να έχει τίποτα το βιογραφικό με τη στενή ημερολογιακή έννοια, είναι ταυτόχρονα το πιο βιογραφικό  βιβλίο μου. Aρκεί να δεχτούμε ότι η βιογραφία δεν αφορά μόνο σε ιστορικά τεκμηριωμένα γεγονότα αλλά και σε βιωμένα γεγονότα που δεν συνέβησαν ποτέ παρα μόνο στη φαντασία μας.
Πράγματα δηλαδή που έχουμε ζήσει εκτός ημερολογίου… Bιωματικές αλήθειες… γεγονότα που ποτέ δεν συνέβησαν αλλά αξιώνουν το καθεστώς του "πραγματικού".
Κρ.Π.: Ο ήρωας του βιβλίου ξεκινά να πάει στη χώρα των προγόνων του, αλλά μοιάζει και σαν να… επιστρέφει στην Ελλάδα γι’ αυτούς και μ’ αυτούς…  Σήμερα, παρατηρούμε ότι πολλοί φεύγουν από τη χώρα μας, αλλά οι περισσότεροι, είτε φεύγουν είτε μένουν, μοιάζει επίσης, σα να κάνουν μία προσπάθεια «επιστροφής» σ’ αυτό που μπορεί να λέγεται Ελλάδα, στο παρελθόν, στις ρίζες.
Φ.Τσ.: Χιλιάδες νέα παιδιά, με προσόντα τυπικά και ουσιαστικά, (και η νεότητα είναι από μόνη της ένα προσόν) τα τελευταία δύο χρόνια, έχουν φύγει από τη χώρα, εγκατέλειψαν αυτόν τον τόπο. Θα ήθελα να ονειρεύομαι ότι αυτά τα παιδιά δεν φύγανε για να φύγουνε. Κάποτε ίσως θελήσουν να ξαναγυρίσουν. Είναι πολύ οδυνηρό, όχι να φεύγεις, αλλά να μην θες να ξαναγυρίσεις… Και επίσης είναι πολύ οδυνηρό, να νιώθεις ότι σε διώχνει η χώρα. 
Κρ.Π.: Εγώ νιώθω ότι η χώρα η ίδια φεύγει…
Φ.Τσ.: Γι αυτό σήμερα, υπάρχει αυτή η έννοια της επιστροφής… Ναι, μπορείς να επιστρέφεις και φεύγοντας. Πώς; Νομίζω είναι μια εποχή που αναζητάμε να γνωρίσουμε αυτόν τον τόπο. Κι όταν λέω να τον γνωρίσουμε, εννοώ ουσιαστικά. Γιατί μπορεί να ζεις σε μια οικογένεια και να σου είναι άγνωστη.
Πιστεύω οι κρίσεις σε παρακινούν να ψάξεις να βρεις την αλήθεια μιας καταγωγής. Που μπορεί βέβαια να είναι μια νέα επινόηση. Δεν έχει σημασία.  Σημασία έχει  να αντιπαρατεθείς με την αλήθεια της ιστορίας σου. Ποιά είναι η πατρίδα σου; Ποιοί είναι οι δικοί σου δεσμοί με αυτή τη χώρα; Πόσο σε έχουν, δίχως να το ξέρεις, σημαδέψει τραύματα του παρελθόντος; Αυτό κάνει και ο Τζόναθαν.
Σε πρώτο επίπεδο, προσπαθεί να ξεδιαλύνει τα μυστήρια με την οικογένειά του, που είναι πολύ περιπεπλεγμένα και φορτισμένα. Αλλά πίσω απ’ αυτό, υπάρχει σαν σκιά, σαν αχτίδα, σαν απειλή ή σαν υπόσχεση, η ιστορία της Ελλάδας. Όπως και πίσω από αυτή την ιστορία της Ελλάδας εμφιλοχωρεί η αναζήτηση μιας συνεχώς καταδικασμένης να μας διαφεύγει δικής μας ταυτότητας.  Το τραύμα σημαίνει πληγή στο σώμα, στη ψυχή, στην κοινωνία. Υπαρχει μια αέναη αλληλεπίδραση  ανάμεσα τους. Το ένα τροφοδοτεί το άλλο.
Κρ.Π.: Ο ήρωας του βιβλίου πάντως, αγγίζει την αλήθεια, αφού έχει βιώσει πρώτα μια καταστροφή.  Σαν η απώλεια, να τον ωθεί στην αλήθεια. 
Φ.Τσ.: Προτιμώ να μιλήσω τώρα σαν αναγνώστρια: Σε αυτό το ταξίδι μέσα στο αεροπλάνο 8μιση ώρες, όσο διαρκεί η πτήση Νέα Υόρκη  - Αθήνα, αναμοχλεύεται μισός αιώνας ιστορίας. Στο μυαλό του  τραυματισμένου από την ιστορία του, Tζόναθαν, το ταξίδι αυτό λειτουργεί και  σαν μια θρηνητική διεργασία.
Για να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του ο τραυματισμένος, χρειάζεται να υπάρξει μια διεργασία. Πένθους να το πούμε; Θρήνου; Χρειάζεται, δηλαδή, να έρθει σε επαφή μ’ αυτό που έχασε.  Να μην το κουκουλώσει, να μην το συγκαλύψει, να μην το μεταμφιέσει.
Αυτό είναι συνήθως πολύ οδυνηρό. Αν δεν το κάνεις όμως, παραμένεις όμηρος του τραύματος. Είσαι σαν φυλακισμένος μέσα στην καταστροφή. Εάν το κάνεις, αν καταφέρεις να επεξεργαστείς το νόημα αυτής της καταστροφής, εκεί ανοίγονται μετά, πολλές δυνατότητες μπροστά σου.
Κρ.Π.: Αυτό το καταφέρνει ο ήρωας, γι αυτό και ίσως μπορεί και επιστρέφει… 
Φ.Τσ.: Σ' αυτή την οικογένεια, υπήρχαν ανεπούλωτα τραύματα, αλήθειες που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Ο Τζόναθαν με την αδελφή του την Αμαλία, μεγάλωσαν στη Νεα Υόρκη σ’ ένα σπίτι γεμάτο μυστικά. Παιδιά αγνώστου πατρός με μια μητέρα που ‘’ξαφνικά’’ άλλαξε το όνομα της και απαγόρευσε στα παιδιά της να μιλάνε για την Ελλάδα.
Το φάντασμα μιας πεθαμένης αδελφής  ενώνει, (με τον  τρόπο που  μόνο οι  νεκροί γνωρίζουν), το Μανχάταν με τη Νέα Ιωνία, και τους ουρανοξύστες με τις νεραιδοσπηλιές της Καππαδοκίας.
Ο παππούς και η γιαγιά αυτών των παιδιών, φεύγοντας από την Ελλάδα λίγο πριν τον πόλεμο, αφήνανε πίσω έναν τόπο με καταστροφές, με ξεριζωμούς, με τον εμφύλιο που θα ξέσπαγε. Κομβικά  γεγονότα που λειτουργούν ακόμα στην ελληνική κοινωνία, ως ανεπούλωτα τραύματα.
Aιμομικτικές φαντασιώσεις,  αυτοκτονίες, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, παράνομοi έρωτες σημαδεύουν τη ζωή της οικογένειας Αργυρίου. Μέσα εκεί ο Τζόναθαν πασχίζει να υπάρξει, να μάθει ποιος είναι. Στην ουσία είναι μια πορεία αυτογνωσίας που επιχειρεί ο ίδιος.
Κρ.Π.: Αλλά τελικά αφηγείσαι παράλληλα και την ιστορία της Ελλάδας. Και μιλάς μέσα σε όλα αυτά, για τα τρία συστατικά μίας ύβρις: Την αδικία, τον αποκλεισμό και τη λήθη(Μήπως δεν αποκλείσαμε από το λεξιλόγιό μας τη λέξη Ελλάδα, τόσα χρόνια, με κάποιον τρόπο; Αποφεύγοντας οτιδήποτε ελληνικό;). Όλα αυτά, ζητούν την τιμωρία και την κάθαρση. Και στην περίπτωση του Τζόναθαν, η κάθαρση έρχεται σαν δικαιοσύνη, και η δικαιοσύνη στην προκειμένη περίπτωση μοιάζει να αντικαθιστά την τιμωρία. Και δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η αλήθεια.
Φ.Τσ.: Κάθαρση είναι και το να μην φοβάσαι την ένταση των συναισθημάτων σου. Να μην υπάρχει αυτή η άμβλυνση των συναισθημάτων που σε βάζει σε μία νοικοκυρεμένη νάρκη, σ΄ένα λήθαργο τακτοποιημένης δήθεν ισορροπίας.
Η Ερασμία, η γιαγιά του Τζόναθαν λίγο πριν πεθάνει, σε βαθύ γήρας, μέσα στο ίδρυμα των ηλικιωμένων, λίγο πριν το τέλος, αποκαλύπτει, φανερώνει, στον εαυτό της και στον εγγονό της  την ανατρεπτική αλήθεια  της ιστορίας της.
Ο νεαρός ήρωας θέλει να έχει μια ευκαιρία, προτού ο ίδιος πεθάνει, προτού φτάσει σ’ αυτό το βαθύ γήρας, να έρθει κι εκείνος σε επαφή με την δική του αλήθεια. Θέλει δηλαδή να προλάβει να ζήσει προτου να πεθάνει.
Ζω, σημαίνει αναζητώ μια αλήθεια και η μόνη αλήθεια, ίσως είναι αυτή που σε φέρνει κοντά στις ρωγμές της ιστορίας σου… που σου επιτρέπει  να μην λογοκρίνεις, ούτε να κοροϊδεύεις, ούτε να παραποιείς την ένταση των συναισθημάτων σου.  Αυτή την «αναμονή του αληθινού».
Και δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτή την αλήθεια τη μονοπωλεί η απώλεια. Ο ψυχικός πόνος έχει κοιτάσματα μιας τρομακτικής ανατρεπτικής αλήθειας. Και ο ήρωας, δεν θέλει άλλο να αποφύγει αυτόν τον πόνο.
Τελικά, να παραδεχτεί τον απαγορευμένο του έρωτα. Να δει αλλιώς την μητέρα του. Να επιχειρήσει να δει αλλιώς αυτή τη χώρα, την Ελλάδα, που στη φαντασία του είναι η εικόνα μιας συρρικνωμένης χώρας, που βυθίζεται, που καταστρέφεται, όμως εκείνος θέλει προτού προσγειωθεί το αεροπλάνο να μπορέσει να την δει κι αλλιώς αυτή τη χώρα.
Κρ.Π.: Το βιβλίο τελειώνει με τους στίχους του τραγουδιού του Μάνου Χατζηδάκι, «Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς»…
Φ.Τσ.: Υπάρχει μια συγκλονιστική  ιστορία πίσω από αυτό το τραγούδι, που την έμαθα αφού είχα ολοκληρώσει την πρώτη του γραφή. Και είναι από αυτά τα αναπάντεχα, που μπορεί να κρύβει μέσα της η λογοτεχνία, η τέχνη, η γραφή.
Όταν η μητέρα του Τζόναθαν, αποφασίζει να αλλάξει το όνομά της, γιατί δεν θέλει τίποτα να της θυμίζει την Ελλάδα, όχι γιατί δεν την θέλει, αλλά γιατί η Ελλάδα την έχει πληγώσει μέσα από τα κρυμμένα μυστικά της οικογένειάς της, διαλέγει το όνομα Λάλε Άντερσεν.
Διάλεξα τυχαία το όνομα αυτό. Χωρίς να ξέρω την ιστορία που συνδέει το Μάνο Χατζηδάκι με αυτή τη γυναίκα, τη Λάλε Άντερσεν –γιατί ήδη υπήρχε στο βιβλίο αυτό το τραγούδι του-, η οποία είχε γίνει διάσημη τραγουδώντας το «Λιλή Μαρλέν», το τραγούδι το οποίο ξημεροβραδιάζονταν στις μάχες. Και οι μεν και οι δε. Το θεωρούσαν δικό τους και οι ναζί και οι σύμμαχοι. Ήταν το αγαπημένο τους τραγούδι, ένα σπαρακτικό τραγούδι για μια γυναίκα που κάποια στιγμή χάνεται, και όλοι την ανακαλούν και την αναπολούν…
Ο ίδιος ο Χατζιδάκις έχει περιγράψει, πως δημιούργησε τη δική του εκδοχή του τραγουδιού της Λιλή Μαρλέν, έχοντας στο μυαλό του τη φωνή της Λάλε Άντερσεν, την οποία δεν την είχε είχε δει ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Κρ.Π.: … οι στίχοι του τραγουδιού αυτού, επειδή μιλάς για απώλειες, ο αγώνας να κατακτήσουμε κάτι άπιαστο, μας δίνει την δύναμη να τιμήσουμε όλα αυτά που είμαστε, και τα χάνουμε ή τα ξαναβρίσκουμε κατά καιρούς στη ζώη μας;
Φ.Τσ.: Έχω μια εμμονή με το θέμα της απώλειας. Ολο και πιο πολύ. Μέσα της κρύβονται απεριόριστα κοιτάσματα αλήθειας.
«Το βλέμμα της οδύνης μου αρέσει,
γιατί γνωρίζω ότι είναι αληθινό
Οι άνθρωποι δεν ψεύδονται στους πόνους’’,
λέει η Έμιλη Ντίκινσον
Κρ.Π.: Αυτό που μένει στο τέλος του βιβλίου, είναι τελικά η αγάπη, η συνύπαρξη, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η αλήθεια; Όλα αυτά τα ιδανικά, που μοιάζουν άπιαστα, και όπως λέει και το τραγούδι στο τέλος; Που τα «γυρεύουμε» γιατί ήσαν «ουρανός»;
Φ.Τσ.: Η αναζήτηση εννοείς, ναι. Η ηθική της αναζήτησης. Αυτό δεν είναι που σου δίνει την αίσθηση ότι δεν είσαι νεκρός; Αν σταματήσει αυτή η αναζήτηση, έχεις σταματήσει να υπάρχεις. Και το όλο θέμα είναι, να μη γίνουμε μία χώρα, ήδη νεκρών. Αυτό που είπες: «η χώρα έχει φύγει». Η χώρα που έχει φύγει, κινδυνεύει να γίνει μία χώρα ήδη νεκρών.
Πασχίζεις σήμερα να υπάρξεις. Ανεπιτυχώς, όπως όλα δείχνουν. Kαταθλίψεις, βιαιοπραγίες, αυτοκτονίες, ψυχικές διαταραχές, επιλογή του μίσους ως τρόπου ζωής και κατασκευή φανταστικών εχθρών στη θέση ενός ξένου εαυτού. Κολυμπάς με ένα τρύπιο σωσίβιο και γύρω σαν μανιασμένος ωκεανός ο θάνατος.
Ναι!  θα ήθελα όλα να ήταν αλλιώς. Γράφεις ιστορίες για να ονειρεύεσαι ότι όλα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Όμως τίποτα δεν είναι αλλιώς κι εσύ ζεις ονειρευόμενος. Ιδού ίσως η  μεγάλη ψευδαίσθηση, σήμερα, της λογοτεχνίας.
Κρ.Π.: Γιατί μόνο η αλήθεια δίνει την πραγματική δύναμη;
Φ.Τσ.: Ακόμα κι αν είναι σαν τις Αλκυονίδες μέρες. Που ξέρεις ότι θα κρατήσουν λίγο στην καρδιά του χειμώνα.
Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς - 1943
Αγάπη μου σε γύρευα
σ’ αυγή και σε φεγγάρι
και στα ψηλά τα σύννεφα
σε γύρευα τυφλός,
μα ήρθε ο καιρός, ήρθε η βροχή
κι η δροσερή σου χάρη
αγάπη μου σε γύρεψα
γιατί ήσουν ουρανός [...]
Στίχοι: Γιάγκος Αραβαντινός
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις 

8 ώρες και 35 λεπτά, Εκδόσεις Καστανιώτη



Σχετικά Άρθρα

(12/04/2013)
(21/09/2011)
(07/05/2013)
(30/04/2013)

4.5.13

Ένα παιδί με ρώτησε κάποτε... Tης Ελεωνόρας Σταθοπούλου

14:40, 03 Μάιος 2013 | tvxsteam tvxs.gr/node/127367
Ένα παιδί με ρώτησε κάποτε πώς μυρίζει ο Θεός. Μου το ρώτησε, εκείνο το περιορισμένο ανοιξιάτικο διάστημα που το άρωμα απ’ τις νεραντζιές θριαμβεύει πάνω στο καυσαέριο και τα σκουπίδια, χαρίζοντας για ένα δεκαήμερο στην ομορφιά την τελευταία λέξη. Σκέφτηκα τότε πως ο Θεός είναι η τελευταία λέξη, αλλά κάτι μέσα μου επέμενε πως είναι και η πρώτη και η ενδοιάμεσες και όλες όσες αποτελούν τη ζωή σ’ αυτό τον κόσμο..." H συγγραφέας Ελεονώρα Σταθοπούλου, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs.gr, για το αφήγημα: Εκείνος ΙΙ, μία νέα, ξαναδουλεμένη και εμπλουτισμένη έκδοση από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
" ...Σκέφτηκα δηλαδή πως ο Θεός δεν πρέπει ν’ αναγνωρίζεται μόνο από την κατάληξη, αλλά κι απ’ την πορεία κι αναρωτήθηκα πώς να μυρίζει άραγε η πορεία αυτή, και ψάχνοντας έγραφα ότι καταλάβαινα. Ένα απ’ τα λίγα που κατάλαβα έχει για τίτλο «Το λεωφορείο» και λέει τα εξής:
«Ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω τις πολυκατοικίες να μπούνε. Το γαλάζιο πιάτο του ουρανού με μια κηλίδα γάλα.
Όρθιος στο μπαλκόνι μου, με τις παλάμες ενωμένες, επικαλούμαι το άγνωστο: Το αστροπελέκι που θα γράψει στον γρανιτένιο βράχο μια λέξη του Θεού.
Προσεύχομαι για τη σωστή ερμηνεία της λέξης. Προσεύχομαι να εκμηδενιστώ για να μπορέσω να την καταλάβω. Έτσι απλά, όπως κανείς με την όσφρηση αναγνωρίζει το γιασεμί. Άμα δεν σκέφτεσαι, τότε οι λέξεις μυρίζουν: θειάφι, απόβροχο, γάλα που βράζει.
Δεν μπορείς ποτέ να μπερδευτείς. Θα γίνω το λαγωνικό του Θεού που οσφραίνεται το Λόγο του. Δυο ρουθούνια ακριβείας που εισπνέουν τον κόσμο Του.
Α, ο κόσμος του! Α, ο λόγος του Θεού στον βράχο! Μυρίζει σαν… Μυρίζει σαν… όλα μαζί τα ιδρωμένα σώματα που ταξιδεύουν πατικωμένα σ’ ένα μεσημεριανό λεωφορείο. Ξινά και γλυκά και βαριά, ταυτόχρονα.
Ο Λόγος του Θεού μυρίζει σαν τον ιδρώτα των ανθρώπων, όταν ιδρώνουν από κούραση, από φόβο, από έρωτα, ξυπνητοί και κοιμισμένοι, με το στεφάνι του μαρτυρίου στο μέτωπο και με το στεφάνι της δόξας και με το στίγμα της αμαρτίας και με το παράσημο της αρετής. Όλοι οι άνθρωποι του λεωφορείου, που δε σταματά ποτέ ,ούτε για να ξεφορτωθεί τα πτώματα.
Επιβαίνω κι εγώ, κρεμασμένος σε μια χειρολαβή, και πίσω μένουν οι πόλεις και μπρος ξανάρχονται.  Τον οδηγό ποτέ κανένας δεν τον είδε. Μονάχα τους εισπράκτορες, που μπαίνουν μέσα ξαφνικά και σου ζητάν τα νιάτα, την υγεία, και ό,τι αγαπάς περισσότερο.
Τα δίνεις θες δε θες κι εξακολουθείς με ό,τι απόμεινε. Γι’ αυτό κι οι άνθρωποι μες το λεωφορείο βρομάνε. Γι’ αυτό με συγκλονίζει η μυρωδιά του ανθρώπινου πόνου. Του χαμένου χαδιού, της χαμένης ευκαιρίας, της χαμένης υπόληψης, του χαμένου χρόνου.
Χώνω τη μύτη μου παντού. Γρυλίζω από συγκίνηση και εισπνέω αχόρταγα το βαρύ άρωμα του Θεού μέσα στο λεωφορείο."

ΕΚΕΙΝΟΣ ΙΙ – Αφήγημα
Βιβλιοπωλείον της Εστίας  
σελ. 188
"ΚΑΙ ΤΟΤΕ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗΣ ΦΡΙΚΗΣ, ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΘΑΥΜΑ: ΑΡΧΙΣΑ ΝΑ σπρώχνω κι εγώ!
Μάλιστα πάτησα και το πόδι του νέου που μου είχε δώσει το σκαμνί. Κωπηλατούσα με τους ώμους, με τους αγκώνες, προσπαθώντας να βρεθώ κοντά στη φωτιά. Και τελικά τα κατάφερα! Τι τέλεια που ήταν! Τι θαλπωρή! Τι συναρπαστικό να βλέπεις τα σανίδια να σκαν και να πετάν σπίθες ολόγυρα. Έτριψα τα χέρια μου κι ένιωσα το αίμα μου, βραστό, να επιστρέφει στην καρδιά και στο κεφάλι μου.
Ένιωσα ευτυχία. Κάποιος με σκούντηξε, τον σκούντηξα κι εγώ. Γύρισα και είδα τα σκαμμένα μάγουλα του γέρου που πριν από ένα μήνα είχε παραμερίσει για το κοστούμι μου. Τώρα ήταν η σειρά μου να παραμερίσω.
Αυτή τη φορά δεν τα ’χασε. Αντίθετα, με προσπέρασε ευχαριστημένος που πλησίαζε ένα βήμα κοντύτερα στον τενεκέ. Θυμήθηκα τα κοπάδια με τα αδέσποτα που μαζεύει ο μπόγιας κάθε τόσο, κι ένιωσα πως επιτέλους αποτελώ κι εγώ μέλος αυτού του κοπαδιού σκυλιών που δαγκώνονται, γρυλίζουν, διασχίζουν τις λεωφόρους χωριστά και τελικά κοιμούνται γούνα με γούνα. Κατάλαβα πως οι άνθρωποι έχουμε γεννηθεί για να τρώμε με μικρές μπουκιές ο ένας τον άλλον.
Πως για ν’ αλληλοσπαραχτούμε ερχόμαστε στον κόσμο και να κλάψουμε μετά, ο καθένας μας στην αγκαλιά του εχθρού του. Κι ακόμα κατάλαβα πως η οποιαδήποτε επαφή, ακόμα και η χειρότερη, είναι μετάληψη της ζωής του άλλου. Πως εγώ δεν μετάλαβα ποτέ κανέναν. Δεν περιείχα και δεν με περιείχε κανείς. Τώρα με περιέχουν όλοι εκείνοι που έσπρωξα και που με σπρώξαν. Τους περιέχω κι εγώ. Κι όλους μαζί μάς περιέχει η ζέστη που βγάζουν τα κομμένα ξύλα καθώς καίγονται."
Η ζωή του Χριστού γραμμένη σήμερα, παράλληλα με άλλες ζωές, όμοιες με τις δικές μας, που βρίσκονται σε διάλογο με τον Λόγο Του. Κι αυτός ο διάλογος είναι άλλοτε τραχύς, άλλοτε ερωτικός και άλλοτε εναγώνιος, αλλά πάντα ειλικρινής και γι’ αυτό αναγκαίος.
---
Η Ελεωνόρα Σταθοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Σπούδασε θέατρο στη Σχολή Καρόλου Κουν και στο Εθνικό. Έπαιξε στην τηλεόραση, το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου πήρε δύο κρατικά βραβεία Α΄ γυναικείου ρόλου για τις ταινίες 1922 του Νίκου Κούνδουρου και Ένας ήσυχος θάνατος της Φρίντας Λιάππα.
Λίγο αργότερα εγκατέλειψε την ηθοποιία για να ασχοληθεί με την αγιογραφία, τα εικαστικά, το ραδιόφωνο και το γράψιμο. Αγιογράφησε πολλά εκκλησάκια, έκανε δύο εκθέσεις στην γκαλερί «Αστρολάβος» και εξέδωσε τα βιβλία Εκείνος, Barbara: διάλογος με μια περσόνα (εκδ. Οδός Πανός) και Καλό αίμα, κακό αίμα (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας).
Επτά χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του Εκείνος, το ξανάγραψε για τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας.

Σχετικά Άρθρα

(03/04/2013)
(10/11/2012)
(12/08/2012)
(10/08/2012)
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου