Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

30.5.12

Δεν είμαστε ελεύθεροι όταν φοβόμαστε. Της Τασούλας Βερβενιώτη

21:05, 30 Μάιος 2012 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/95996
Τούτη τη στιγμή αυτό που υπάρχει στην κοινωνία είναι ένας τεράστιος φόβος, από όλες τις μεριές. Οι αγορές από τη μία πλευρά φοβούνται για το τι θα ψηφίσει ο ελληνικός λαός, και ο λαός φοβάται τις αγορές. Είναι ένα δίπολο. Και στην ουσία, ο φόβος, είναι το αντίθετο της ελευθερίας: Δεν είμαστε ελεύθεροι όταν φοβόμαστε [...] Αλλα αυτό που είμαστε, αυτό θα κάνουμε. Αν είμαστε αποφασισμένοι να αλλάξουμε προς το καλύτερο τον κόσμο και τη ζωή μας, θα το κάνουμε. Θα νικήσουμε και τους δισταγμούς και τους φόβους…" η Ιστορικός - Ερευνήτρια, και Καθηγήτρια στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Τασούλα Βερβενιώτη συμμετέχοντας στον δημόσιο διάλογο που έχει ξεκινήσει η Κρυσταλία Πατούλη στο tvxs.gr, μιλά για την σημασία της ιστορικής μνήμης στο κρίσιμο πολιτικό παρόν και μέλλον της χώρας μας.
...Γι αυτό το λόγο, χρειάζεται να έχουμε μνήμη, να γνωρίζουμε την ιστορία μας, και να… μην τα παρατάμε. Μου έρχεται στο νου το παράδειγμα της Κούλας Ξηραδάκη. Ήταν μία εξαιρετική γυναίκα, μια αυτοδίδακτη ιστορικός... Είναι χαρακτηριστικός και ο υπότιτλος στην αυτοβιογραφία της που εκδόθηκε πρόσφατα: «Εγώ δεν τα παράτησα». Η ίδια, αγωνίστηκε στην Αντίσταση, και μετά επειδή έπρεπε να δουλέψει, δεν μπορούσε να σπουδάσει Ιστορία, γιατί τα μαθήματα γίνονταν το πρωί, και όμως τα κατάφερε να γίνει αυτό που ήθελε: μία ιστορικός με σημαντικό έργο.
- Tι σημασία έχει στην σημερινή συγκυρία της κρίσης στην Ελλάδα και την Ευρώπη, η ιστορία και η ιστορική μνήμη; Τώρα που τα πάντα αλλάζουν και επαναπροσδιορίζονται, πόσο ανάγκη έχουμε να... γνωρίζουμε;

Θα αναφέρω αυτό που λέει ο Σαββόπουλος στους στίχους του, και έχει απόλυτο δίκιο:
«Άμα κάνεις μια βουτιά στον εαυτό σου
δεν θα βρεις τον εαυτό σου
αλλά όλους τους άλλους
τους μικρούς και τους μεγάλους
Γιατί ο χρόνος είναι ένας και δεν πέθανε κανένας»

Είμαστε γεννήματα της εποχής μας αλλά κουβαλάμε και την ιστορία των παλιότερων γενιών, γιατί «δεν πέθανε κανένας». Τούτες τις μέρες όλοι μιλούν για το πώς βγήκε η Χρυσή Αυγή με τόσο μεγάλο ποσοστό.
Ξεχνούν όμως, ένα πράγμα: η γενιά των πατεράδων μας, και για τους νεώτερους των παππούδων τους, είχε ανθρώπους της Δεξιάς, οι οποίοι έπαιρναν λεφτά κόβοντας κεφάλια. Υπήρχαν συμμορίες που σκότωναν ανθρώπους για χρήματα, κόβανε τα κεφάλια των αριστερών και τα έβαζαν σε ένα σακούλι… Μιλάμε για μεγάλη αγριότητα στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Είχαμε δηλαδή κυνηγούς κεφαλών. Αυτό σίγουρα, μπορούμε να το ξεπεράσουμε μόνο με τον πολιτισμό, μόνο με τη γνώση. Αλλά ωστόσο, αυτά είναι τα φαντάσματα του παρελθόντος που επιβιώνουν ακόμη.
Και είναι πολύ αρνητικό όταν δεν θέλουμε να δούμε αυτό το παρελθόν. Γι αυτό, θεωρώ ότι το χειρότερο το πράγμα που έκαναν στην διάρκεια της συγκυβέρνησης, το 1989, ήταν που έκαψαν τα αρχεία της Αστυνομίας.
Διότι, στην πραγματικότητα, ακόμα και το πώς είναι διαμορφωμένες σήμερα οι νοοτροπίες μας, οι απόψεις μας και οι αντιλήψεις μας, έχει πάρα πολύ να κάνει με τις προηγούμενες γενιές και όχι μόνο με τους κυνηγούς κεφαλών, 60τόσα χρόνια πριν, αλλά, έχει να κάνει και με άλλα πράγματα.
Στη διάρκεια της Κατοχής ριζοσπαστικοποιήθηκαν μεγάλες κοινωνικές ομάδες και οραματίστηκαν να φτιάξουν μια κοινωνία, πιο σωστή, πιο δίκαιη, μετά το τέλος του πολέμου. Και αυτό δεν συνέβη μόνο στην Ελλάδα. Ήταν γενικότερο. Εδώ όμως η «αντίσταση» αυτών που δεν ήθελαν αυτή τη νέα κοινωνία (είχαμε και το παλάτι τότε) ήταν πολλή μεγάλη και η κοινωνία διχάστηκε, έγινε ο εμφύλιος. Όταν μοιράζεται η κοινωνία στα δύο, αυτό είναι πάρα πολύ αρνητικό όχι μόνο για τα άτομα αλλά για όλη την κοινωνία.
Επικράτησαν οι συντηρητικές δυνάμεις και κατά τη γνώμη μου το χειρότερο από όλα (ακόμα και από τις εκτελέσεις) ήταν ότι ζητούσαν από τους ανθρώπους της Αριστεράς να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας. Δηλαδή, στην ουσία τους εξευτέλιζαν, τους έκαναν να χάνουν την αξιοπρέπειά τους και όποιος δεν το έκανε του στερούσαν πολλά «καθημερινά» δικαιώματα, όπως το να στείλει τα παιδιά του στο Πανεπιστήμιο, να βγάλει άδεια οδήγησης, κλπ.
Η υπογραφή της δήλωσης λειτούργησε ως οδοστρωτήρας πάνω στο πιο ζωντανό κομμάτι της κοινωνίας μας, αυτό που ονειρεύτηκε μια «άλλη», μια καλύτερη κοινωνία. Υποχρεώθηκε να υπογράψει δηλώσεις μετανοίας για να αποκτήσει κάποια στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία τα έχει ο καθένας σε κάθε δημοκρατία, π.χ. να βγάλεις μια ταυτότητα ή ένα διαβατήριο. Για να επιτύχει ένας πολίτης «δεύτερης κατηγορίας» αυτούς τους «απλούς» στόχους έπρεπε να κάνει αυτό που λέγεται στα απλά ελληνικά: «να φιλήσει κατουρημένες ποδιές».
Όταν λοιπόν μετά τον πόλεμο φτιάξαμε μια κοινωνία στην οποία υπήρχε από τη μία το Σύνταγμα και από την άλλη ένα παρασύνταγμα, κι όταν υπήρχαν πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, όπου οι της δεύτερης κατηγορίας, δηλ. οι αριστεροί, ακόμα και για όσους υπήρχε υπόνοια για Αριστερή δράση, τους «συνοδοιπόρους» όπως τους έλεγαν, που δεν μπορούσαν να έχουν στοιχειώδη δικαιώματα και έπρεπε για να τα αποκτήσουν να φιλήσουν κατουρημένες ποδιές, οδήγησαν έναν λαό, κυριολεκτικά μέσα στον φόβο!
Στην ουσία, τυπικά ο εμφύλιος τελείωσε το 1989, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και το νόμο «για την άρση των συνεπειών του εμφυλίου», αλλά για να τελειώσει, κάψανε τους φακέλους της Αστυνομίας. Πιθανόν εκεί θα είχαμε μια καλύτερη εικόνα για το πώς στήθηκε ένας κράτος με ένα τεράστιο δίκτυο χαφιέδων και πιθανόν να γνωρίζαμε ποιοι ακριβώς έδιναν λεφτά π.χ στους κυνηγούς κεφαλών.
Και επιπλέον, αυτό που έγινε μετά τον εμφύλιο από τους νικητές, ήταν να ταπεινώσουνε τους ηττημένους, σε βαθμό να χάσουν την αξιοπρέπειά τους, να μην έχουνε δικαιώματα, και τελικά οδήγησαν έναν λαό στην υποταγή, και στο φόβο για την εξουσία. Να πηγαίνεις στο Αστυνομικό Τμήμα και να μην «βλέπεις» τους αστυνομικούς ως υπαλλήλους που είναι υποχρεωμένοι να σε εξυπηρετήσουν –εμείς τους πληρώνουμε- αλλά με φόβο. Ωστόσο, οι άνθρωποι  ξεσηκώνονται, αντιστέκονται σε όλες αυτές τις αυθαιρεσίες, συνήθως μαζί με τους φόβους τους, γιατί έχουν προβλήματα και γιατί έχουν και δικαιώματα κατακτημένα με αγώνες, από την εποχή του Σπάρτακου.
Και τούτη την ώρα, είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχει ένας φόβος πολύ μεγάλος. Βέβαια, ο φόβος είναι διπλός: από τη μία μεριά οι αγορές φοβούνται τι θα ψηφίσει ο ελληνικός λαός, μήπως δεν είναι υπέρ τους, και από την άλλη μεριά ο ελληνικός λαός φοβάται τη δύναμη που έχουν οι αγορές εναντίον του, μήπως δεν του επιτρέψουν να κάνει αυτά τα οποία δικαιούται, και να έχει ένα κοινωνικό κράτος: παιδεία, υγεία, περίθαλψη, συνταξιοδότηση, εργασία, αξιοκρατία, και τόσα άλλα.

- Τι δεν θα πρέπει, λοιπόν, να... ξεχάσουν οι έλληνες όταν θα βρίσκονται πάνω από την κάλπη στις 17 Ιουνίου;

Είναι κοινός τόπος ότι η ανθρωπότητα βαδίζει σε μια καινούργια εποχή, πολύ διαφορετική και στο κοινωνικό επίπεδο (θα διαμορφωθούν αλλιώς οι κοινωνικές τάξεις) και το πολιτικό (θα αλλάξει ο τρόπος αντιπροσώπευσης) και στο οικονομικό. Το εάν θα νικήσουν οι αγορές ή οι «απλές» ανθρώπινες ανάγκες θα κριθεί στα χρόνια που έρχονται.
Γι αυτό οι άνθρωποι χρειάζεται να θυμηθούν την Ιστορία. Χωρίς τη μνήμη δεν είμαστε τίποτα.
Είναι αλήθεια πως τη μνήμη την κατασκευάζουμε κατά πώς μας βολεύει. Νομίζω, ότι τούτη τη στιγμή, μέσα στην πολυδαίδαλη κρίση που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία, στην προσπάθειά της να σχηματίσει μια νέα ταυτότητα θα φτιάξει και ένα νέο αφήγημα. Ελπίζω και εύχομαι να είναι όσο γίνεται πιο κοντά στην πραγματικότητα, χωρίς τόσους πολλούς ζωτικούς μύθους.
Γιατί η μυθολογία δεν μας βοηθάει σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές όπως αυτές που ζούμε τώρα.
Πρέπει να ξέρουμε πραγματικά τι έχει γίνει, πώς φτιάχτηκε το ελληνικό κράτος, τι είναι οι πελατειακές σχέσεις, πώς ακριβώς εμπλακήκαμε σε αυτές σαν λαός, γιατί εμπλακήκαμε, και γνωρίζοντας όλα αυτά, θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε.
Διότι, σε αυτή την καινούργια κοινωνία που έρχεται, δεν μπορεί να σταθεί ένα σύστημα πελατειακών σχέσεων. Είναι πολύ παλιό, ξεπερασμένο και αποτελεί τροχοπέδη για την κοινωνία. Τούτη την ώρα η ανάγκη αυτής της αλλαγής εκφράζεται κοινωνικά μέσα από το ΣΥΡΙΖΑ και γι αυτό τον χτυπάνε.
Πάντως αυτήν την αλλαγή δεν μπορούμε να την «αναθέσουμε» σε ένα κόμμα, γιατί δεν μπορεί να γίνει από ένα κόμμα. Πρέπει να γίνει από όλο τον κόσμο, ο οποίος θα αποκτήσει συνείδηση αυτής της ανάγκης και θα τη διεκδικήσει. Και κυρίως πιστεύω ότι αυτό θα γίνει από τους νέους, από τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 1974. Σε αυτούς έχω τις ελπίδες μου.
Οι πιο μεγάλες ηλικίες, η γενιά της Αντίστασης -όπως τους λέμε- κοντεύει να εκλείψει, στη διάρκεια της Χούντας έχουμε μια κάποια μικρή παρακαταθήκη αγώνων και οι ηλικίες 40 με 50 δεν μπορούν και πολύ να βοηθήσουν, γιατί έχουν κοινωνικοποιηθεί σε μία κοινωνία ευμάρειας όπου επικράτησαν πολλοί ζωτικοί μύθοι για το παρελθόν μας.
Αυτές τις στιγμές, είναι απαραίτητο να ξεφύγουμε από αυτούς, να δούμε τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν στις πραγματικές τους διαστάσεις, να δούμε τους ανθρώπους όχι σαν ήρωες αλλά σαν ανθρώπους. Όχι ως υπερφυσικά όντα, αλλά ως καθημερινούς, απλούς άνθρωποι.
Γιατί μετά το 1974 φτιάχτηκε ένα πάρα πολύ ηρωοποιημένο παρελθόν και ξεχάσαμε πολλά σημεία της πραγματικότητας, ειδικά για την Αντίσταση. Ξεχάσαμε, για παράδειγμα, ότι ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας ήτανε δοσίλογοι, ήταν συνεργάτες των Γερμανών, είχαν πάρει όπλα από τους Γερμανούς, και ότι οι Έλληνες πολέμησαν εναντίον Ελλήνων. Δεν το είπαμε αυτό δυνατά. Επιμείναμε ότι η Αντίσταση ήταν «παλλαϊκή», ότι συμμετείχαν όλοι οι Έλληνες.
Δεν μιλήσαμε αρκετά για το φόβο των ανθρώπων. Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα φυσιολογικό, μεν, αλλά όταν σε πιάνει σε μεγάλο βαθμό, και κυρίως όταν ασκείται τρομοκρατία από την εξουσία, ο άνθρωπος βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση.
Στη διάρκεια της Κατοχής, για παράδειγμα, οι γερμανοί, ανακοίνωναν κάθε μέρα από το ραδιόφωνο, πόσους εκτέλεσαν στο Χαϊδάρι, και πόσους επρόκειτο να εκτελέσουν. Δηλαδή, διακήρυσσαν τις εκτελέσεις και τις χρησιμοποιούσαν για να τρομοκρατήσουν τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Σήμερα λοιπόν, που κάθε μέρα ανακοινώνεται και κάτι δυσάρεστο για το λαό, βρισκόμαστε κάτω από ένα καθεστώς τρομοκρατίας. Αναρωτιόμαστε: να κάνουμε αυτό; Αλλά αν συμβεί το χειρότερο; Και τι θα γίνει σε αυτή την περίπτωση;
Αυτό που έχει αποδειχτεί από την έρευνα που έχω κάνει, είναι ότι οι άνθρωποι φοβούνται κυρίως πριν συμβεί κάτι. Όταν το γεγονός συμβαίνει, τότε οι άνθρωποι πραγματικά το αντιμετωπίζουν. Άλλοι με μεγαλύτερη ψυχραιμία, και άλλοι με μικρότερη.
- Φοβούνται το άγνωστο δηλαδή;  
Φοβούνται αυτό που… μπορεί να τους συμβεί. Αλλά όταν αυτό το άγνωστο συμβεί, τότε βλέπουν ότι είναι διαχειρίσιμο. Δεν υπάρχουν καταστάσεις στη ζωή που δεν είναι διαχειρίσιμες. Οι άνθρωποι δεν βάζουν προβλήματα στα οποία δεν μπορούν να απαντήσουν. Από τη στιγμή που θέτουν ένα πρόβλημα, ήδη βρίσκονται στην πορεία για τη λύση του.
Το θέμα είναι πόσο οι άνθρωποι, είναι αποφασισμένοι να κάνουν κάτι, να αλλάξουν κάτι, να αλλάξουνε τη ζωή τους. Και εκεί θα χρειαστεί να ενώσουν τις δυνάμεις τους με άλλους.
- Από τις γνώσεις που έχεις που έχεις, ως ιστορικός, πόσο πιστεύεις ότι έχουν αλλάξει οι έλληνες από τον εμφύλιο και μετά; 
Νομίζω ότι, η Μεταπολίτευση έδωσε τη δυνατότητα για πρώτη φορά στην ιστορία του Νεοελληνικού κράτους, να υπάρξει μια ήρεμη περίοδος, και να γεννηθεί μια γενιά η οποία μεγάλωσε με λιγότερο φόβο, σε καλύτερες συνθήκες, και αυτό είναι πολύ παρήγορο. Δεν μπορείς δηλαδή να αποτινάξεις το φόβο όταν δεν έχεις αυτή τη δύναμη που σου δίνουν οι ειρηνικές συνθήκες διαβίωσης.
- Την περίοδο της μεταπολίτευσης όμως, όπως αποδείχθηκε, αναπτύχθηκε η διαφθορά, θα λέγαμε ένα παρακράτος που δούλευε κάτω από τα τραπέζια… με τις πελατειακές σχέσεις και τη διαπλοκή…
Η κοινωνία έτσι ήταν. Υπήρχε αυτό από πριν. Δεν ήταν κάτι καινούργιο. Γινόταν σε μικρές κοινωνικές ομάδες, και στη μεταπολίτευση, επεκτάθηκε και σε μεγαλύτερες. Από την άλλη μεριά δεν νομίζω ότι το έκαναν όλοι με ελαφριά συνείδηση. Για πολλούς ανθρώπους στοίχιζε ψυχολογικά. Ξέρανε, ότι δεν πρέπει να πάνε να παρακαλέσουν τον βουλευτή, αλλά το έκαναν γιατί δεν έβλεπαν άλλη δυνατότητα.
Μπορεί κάποιος να είχε όλα τα προσόντα και παρόλα αυτά να έπρεπε να παρακαλέσει, να «φιλήσει τις κατουρημένες ποδιές» που λέγαμε για να πάρει τη θέση… Πάντως, επειδή η εξουσία του «βουλευτή» τελείωσε –και λόγω της κρίσης-  έχει περισσότερες δυνατότητες να τελειώσουμε και με το πελατειακό κράτος και να εμποδίσουμε τη διαφθορά και τη διαπλοκή με θεσμικούς τρόπους. Μπορούμε για παράδειγμα, να φτιάξουμε κάποιους κανόνες, κάποιες αξίες, κάποιες αρχές και να τις σεβαστούμε.
- Επειδή σε περιόδους κρίσεων και αλλαγών,  το θέμα της συνεργασίας και της αλληλεγγύης είναι πολύ σημαντικό… Τί βάσεις, πιστεύεις, έχει στην ελληνική κοινωνία; Πότε συνεργαστήκαμε εμείς οι έλληνες;  
Νομίζω ότι δεν το γνωρίζουμε αυτό. Ποτέ δεν συνεργαστήκαμε. Ούτε στο σχολείο το διδαχτήκαμε. Είμαστε πάρα πολύ έξυπνοι άνθρωποι, θα έλεγα, σε μια μικρή χώρα. Και για να επιπλεύσουμε, γιατί πέρασε πάρα πολλά αυτή η χώρα, υπήρχε ένας μεγάλος ανταγωνισμός. Ωστόσο αυτή τη στιγμή, δεν έχουμε παρά να συνεργαστούμε. Κι ύστερα αυτό που βγαίνει από τις συλλογικότητες είναι πάντα μεγαλύτερο, σημαντικότερο και με μεγαλύτερη ικανοποίηση.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα, έχω από την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης. Στην Ημερίδα που οργανώσαμε, οι ομάδες που απόκτησαν μεγαλύτερη συλλογικότητα, παρουσίασαν και το πιο αξιόλογο έργο. Το να στήνουμε συλλογικότητες, είναι κάτι που πρέπει να το μάθουμε…
- Η συνεργασία και η συλλογικότητα δεν υπήρχε στο ΕΑΜ; 
Δούλεψαν τότε, αλλά κάτω από μια καθοδήγηση, μια ηγεσία. Αντίθετα, η συνεργασία προϋποθέτει την ισοτιμία. Αν συνεργάζεσαι σε μία οργάνωση που είναι πυραμιδωτή, δηλ. έχει αρχηγό, ηγεσία που μάλιστα έχει πείσει τους από κάτω, ότι «το κόμμα πάντα ξέρει καλύτερα», όπου δεν μπορεί κάποιος να εκφράσει τις αντιρρήσεις τους γιατί γίνεται ύποπτος, αυτό είναι μία άλλου είδους εμπειρία.
Στη σημερινή κοινωνία, με την τεχνολογία που διαθέτουμε, η δομή της οργάνωσης μπορεί να είναι οριζόντια και να υπάρχει συνεργασία με ισοτιμία. Στην πραγματικότητα για να επιτύχουμε τις αναγκαίες κοινωνικές αλλαγές πρέπει να βρούμε νέους τρόπους για να συνεργαστούμε. Να αποδεχτούμε ο ένας τον άλλον. Και κυρίως να ακούμε ο ένας τον άλλον!
Και δεν τον ακούμε τον άλλον, διότι η σκέψη μας έχει δύο πόλους, γιατί έχουμε περάσει από έναν εμφύλιο (ή ο δικός μας, ή ο εχθρός μας).
- Αυτό συνέβη πέρυσι στην πλατεία Συντάγματος με το κίνημα της Άμεσης Δημοκρατίας… Εφόσον όμως, δεν έχουμε διαχειριστεί ακόμα τον εμφύλιο, ίσως αυτή την ώρα τον διαχειριζόμαστε, γι αυτό και μιλάμε και για συνεργασία; 
Ναι, γιατί ο εμφύλιος και ο ψυχρός πόλεμος, δεν χώρισαν μόνο όλη την ανθρωπότητα και κατά συνέπεια όλη την Ελλάδα στα δύο, αλλά δημιούργησαν στη σκέψη μας δύο πόλους: Οι δικοί μας και οι εχθροί μας. Οι δικοί μας είναι πάντα καλοί, οι εχθροί μας είναι πάντα κακοί. Και βέβαια, δαιμονοποιούμε τον αντίπαλο. Αν δούμε όμως τον άλλον άνθρωπο, τον… αντίπαλο, ως άνθρωπο με άλλη άποψη, τότε τα πράγματα θα είναι πολύ διαφορετικά. Στην ουσία, δηλαδή, αν διαχειριστούμε σωστά τον εμφύλιο, όπως λες.
- Εσύ τι πιστεύεις ότι θα γίνει στις εκλογές που θα γίνουν σε λίγο, στις 17 Ιουνίου; 
Νομίζω ότι ο κόσμος είναι έτοιμος να αλλάξει λίγο τα πράγματα. Λίγο. Δεν ξέρω αν έχει πάρει απόφαση να τα αλλάξει όλα. Θέλει να τα αλλάξει, δεν τον παίρνει άλλο, αλλά δεν ξέρω αν έχει πάρει την απόφαση μέσα του.
- Μήπως είναι αυτός ο φόβος που έλεγες; 
Μα, ναι! Είναι ο φόβος μπροστά την ελευθερία! Είναι ο φόβος γιατί δεν το έχει ξανακάνει. Είναι ο φόβος για το καινούργιο. Είναι αυτό που ονομάζουμε κοινωνική αδράνεια, να μην θέλεις να αλλάξεις μια κατάσταση παρόλο που δεν ζεις καλά μέσα σε αυτήν. Αυτό είναι δεδομένο. Αλλά φτάνει μια στιγμή, όπου υπερτερεί η ανάγκη της αλλαγής απέναντι στο φόβο για το καινούργιο.
- Μέχρι στιγμής, οι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να βγάζουν και πάλι πρώτο κόμμα τη ΝΔ. 
Βέβαια, όχι με μεγάλη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ… Ζούμε μία περίοδο που είναι πολύ φορτισμένη με γεγονότα και νομίζω ότι ως έλληνες, ως έθνος, ως κοινωνία, φτιάχνουμε μια καινούργια ταυτότητα. Είναι η εποχή, ακριβώς, που φτιάχνεται η καινούργια ταυτότητα, και βασικά θα στηριχτεί πάνω στο παρελθόν, για να φτιαχτεί αυτό το καινούργιο.
Είναι μια περίοδος μεγάλων ανατροπών. Θα αλλάξει ο κοινωνικός χάρτης, θα φτιάξουμε στην πραγματικότητα μια νέα ταυτότητα, παρ’ όλους τους υπαρκτούς φόβους μας. Είναι απαραίτητο, δηλαδή, να κοιτάξουμε το παρελθόν, όλους αυτούς που έζησαν πίσω μας για να προχωρήσουμε στο μέλλον.
Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σα βραχνάς στο  μυαλό των ζωντανών. Και όταν ακόμα οι ζωντανοί φαίνονται ν'  ασχολούνται ν' ανατρέψουν τους εαυτούς τους και τα πράγματα  και να δημιουργήσουν κάτι που δεν έχει προϋπάρξει, σ' αυτές  ακριβώς τις εποχές της επαναστατικής κρίσης επικαλούνται  φοβισμένοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους,  δανείζονται τα ονόματά τους, τα μαχητικά συνθήματά τους, τις  στολές τους για να παραστήσουν με την αρχαιοπρεπή αυτή  σεβάσμια μεταμφίεση και μ' αυτή τη δανεισμένη γλώσσα τη νέα  σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας. [...]
Σ' αυτές λοιπόν τις επαναστάσεις, η ανάσταση των νεκρών  χρησίμευε για να λαμπρύνει τους καινούργιους αγώνες κι όχι  για να παρωδήσει τους παλιούς, για να υπερβάλλει στη  φαντασία το καθήκον που είχε μπει και όχι για να αποφύγει την εκπλήρωσή του στην πράξη, για να ξαναβρεί το πνεύμα της  επανάστασης και όχι για να κάνει να πλανιέται το φάντασμά  της» Καρλ Μαρξ, Η 18 Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη.
- Τι νομίζεις ότι πρέπει να κρατήσουμε από το παρελθόν για να το πάρουμε μαζί στη νέα μας ταυτότητα; 
Να κρατήσουμε το γεγονός ότι υπάρχει μια υπερηφάνεια σε αυτό το λαό, και στο επίπεδο αυτό που λέμε: του απλού ανθρώπου, υπάρχουνε πάρα πολύ σημαντικές αξίες, σε αντίθεση με το επίπεδο των ελίτ… Υπάρχει δοτικότητα για παράδειγμα στον απλό κόσμο (κυρίως μέσα στην οικογένεια, αλλά μπορεί να γίνει και στην κοινωνία…), όπως υπάρχει βέβαια και κρυψίνοια και καχυποψία - ως συνέπειες του εμφυλίου.
Αλλά, επειδή, ποτέ δεν είχαμε ένα κράτος πρόνοιας, ένα κράτος «προστάτη», έχουμε μάθει να είμαστε ευέλικτοι, επινοητικοί, να μπορούμε να διαχειριζόμαστε δύσκολες καταστάσεις, να τα βγάζουμε πέρα. Και αυτό είναι θετικό.
Και, βέβαια, να κρατήσουμε τους αγώνες μας! Και οι αγώνες δεν είναι ατομικοί, είναι συλλογικοί. Να κρατήσουμε τη μνήμη π.χ. της Μαρίας Μπέικου… τη μνήμη της Κούλας Ξηραδάκη που παρόλο που δεν μπόρεσε να σπουδάσει Ιστορία, έγινε ιστορικός… Να κρατήσουμε τις αγώνες των ανθρώπων που έκαναν για να καλυτερεύσουν την καθημερινότητά τους και όχι μόνο τους ήρωες.
Αυτό που είμαστε, αυτό θα κάνουμε. Αν είμαστε αποφασισμένοι να αλλάξουμε προς το καλύτερο τον κόσμο και τη ζωή μας, θα το κάνουμε. Θα νικήσουμε και τους δισταγμούς και τους φόβους… Υπάρχει δισταγμός και φόβος, γιατί υπάρχει το άγνωστο και κανείς δεν θέλει να χάσει όσα είχε…
- Κάθε αλλαγή όμως, έχει ένα τίμημα. Δεν γίνεται να αλλάξεις για να κερδίσεις κάτι, αν δεν χάσεις κάτι άλλο… 
Υπάρχει ένας ωραίος στίχος του Ευριπίδη, που σε ελεύθερη μετάφραση, λέει, ότι οι άνθρωποι στεναχωριούνται όταν χάνουνε αυτά που είχανε κι όχι  εκείνα που δεν είχανε, που δεν είχανε βιώσει...
«το μετ’ ευτυχίας κακού-
σθαι θνατοίς βαρύς αιών
(για τους θνητούς είναι πολύ βαρύ
να κακοπαθαίνουν μετά από μια ευτυχία)»
Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις

Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας, του Βαγγέλη Ραπτόπουλου


tvxs.gr/node/95837
Eιδικά στους μικρότερους, το σχοινοτενές αυτό ημερολόγιο ή γραπτό ντοκιμαντέρ, θα δώσει τα κατάλληλα κλειδιά για να αντιληφθούν τι συνέβαινε, μ’ έναν τρόπο εντελώς αλλιώτικο απ’ ό,τι η ειδησεογραφική δημοσιογραφία, ακριβώς εξαιτίας των προσωπικών μου εμμονών, μέσα από τις οποίες διϋλίζονται τα γεγονότα και τα πρόσωπα», ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής - από την έμπνευση μέχρι το τυπογραφείο - του νέου του βιβλίου με τίτλο «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας».
"Το 23o κατά σειρά βιβλίο μου γράφτηκε λίγο λίγο, καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Κατά περιόδους, ξαναδούλευα το υλικό, γεφυρώνοντας τα κενά και παρεμβάλλοντας νέα κομμάτια. Ώσπου η πορεία τής ίδιας της δεκαετίας του 2000, που είναι το πραγματικό θέμα αυτού του βιβλίου, μού υπέδειξε ένα τέρμα.
Κατά κάποιον τρόπο, οι ζωές μας μέσα στη συγκεκριμένη δεκαετία ακολούθησαν μια διαδρομή που είναι το αντίθετο του παραμυθιού. Αντί να αρχίζουν με τα προβλήματα και τις περιπέτειες, και να καταλήγουν σ’ ένα «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», εδώ συνέβη το ακριβώς αντίθετο.
Ελπίζω ότι, προσθέτοντας κείμενα και εμπλουτίζοντας τα ήδη δημοσιευμένα στον Τύπο (τα δύο τελευταία, μάλιστα, πρωτοδημοσιεύτηκαν στο tvxs.gr), αποκατέστησα την ομαλή ροή μιας εξομολόγησης, ή ίσως μιας κατάθεσης, ενός αυτόπτη μάρτυρα, ο οποίος ακολουθεί και καταγράφει τη συλλογική πορεία μας, από την επιτυχία του ευρώ ώς την αποτυχία της Κρίσης.

Εντέλει, θα έλεγα ότι σ’ αυτό το βιβλίο μου ένας συγγραφέας αυτοβιογραφείται, καταγράφοντας, άλλοτε την πνευματική διαδρομή του, κι άλλοτε κάποια σημάδια τού πνεύματος αυτής της εποχής. Φτάνοντας μέχρι σήμερα, που καλούμαστε να μάθουμε την «υψηλή τέχνη της αποτυχίας».

Κατά τα άλλα, «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας» με βασάνισε, όσο ακριβώς κι ένα έργο μυθοπλασίας μου, για να μην πω περισσότερο. Παθιάστηκα μ’ αυτό το γραπτό και, παλεύοντας τόσα χρόνια μαζί του, βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που καταπιάστηκα με άλλο ένα πολυσέλιδο βιβλίο.
Ο τόπος μας, και κυρίως το εύκρατο κλίμα μας, ωθούν τους ανθρώπους στην εξωστρέφεια, τους την επιβάλλουν. Οι μεγάλες φόρμες, οι καθεδρικοί της λογοτεχνίας, δεν ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μας. Ευτυχώς, αυτό, το πιο ογκώδες απ’ όλα τα βιβλία μου, αποτελείται από μια απίθανη ποσότητα μικροσκοπικών κειμένων, κάποτε ακόμα και της μισής σελίδας. Απ’ αυτή την άποψη, είναι η εκδίκηση της γυφτιάς!

Τελικά, «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας» είναι κάτι ανάμεσα σε ημερολόγιο, αυτοβιογραφία, εξομολογητικό δοκίμιο, χρονικό, ρεπορτάζ, ντοκιμαντέρ, μαρτυρία, οδοιπορικό, λεξικό και πανόραμα της δεκαετίας του 2000.

Ας μείνουμε στην πρώτη εκδοχή, στο ημερολόγιο.
Εν προκειμένω, δεν έχουμε να κάνουμε μ’ έναν συνηθισμένο τύπο του, αλλά με το ημερολόγιο υπό μία ευρύτερη έννοια. Ένα είδος «δημόσιου» ημερολογίου. Το ημερολόγιο, με την έννοια του εξομολογητικού δοκιμίου, της πνευματικής αυτοπροσωπογραφίας ή αυτοβιογραφίας ενός συγγραφέα, ο οποίος, ως ζωντανή συνείδηση της γενιάς και της εποχής του, γράφει εκ των πραγμάτων δημόσια κείμενα, ακόμη κι όταν αυτά είναι ιδιωτικά.

Αν δεν το είχε κατοχυρώσει ήδη ο Ντοστογιέφσκι, θα το τιτλοφορούσα «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα».

Μιλάμε για ένα βιβλίο που έχει προπαντός μια πολιτική και κοινωνική διάσταση, μέσα από την οποία παρακολουθούμε τη ζωή στην Ελλάδα να αλλάζει προς το πιο νεοπλουτίστικο και το ευρωπαϊκό, αληθινό ή δήθεν, ώσπου τελικά οδηγείται στο δρόμο της κατάρρευσης.

Ένα βιβλίο που μιλάει για τη «διασκεδαστούπολη»
στο Μπουρνάζι, για το ολοκαίνουργιο Μετρό και για το «διαστημόπλοιο των πολυεθνικών» που λέγεται Mall. Για το ΟΑΚΑ και τη μεταολυμπιακή μελαγχολία, για τα ριάλιτι όπως το «Big Brother» και για την καπναπαγόρευση. Για την άνοδο των γυναικών και την πτώση των αντρών, το Ίντερνετ, την οικολογία, την παγκοσμιοποίηση και τον πατριωτισμό. Για τα Δεκεμβριανά του 2008, την τρομοκρατία, τις ταραχές στην Κερατέα, το κόμμα του Λαζόπουλου και τους Αγανακτισμένους στο Σύνταγμα.

Αλλά, την ίδια στιγμή, μιλάμε και για το ημερολόγιο εργασίας ενός συγγραφέα, ο οποίος στοχάζεται διαρκώς πάνω στη δουλειά του, και κυρίως πάνω στη σχέση της με το πνεύμα της εποχής μας, ενώ παράλληλα καταθέτει μαρτυρίες για συναδέλφους του, από τον Ταχτσή, τον Σαμαράκη και τον Κουμανταρέα, ώς τους πολύ νεότερους.
Με άλλα λόγια, «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας» αποτελεί μια, τρόπον τινά, δημοσιογραφική περιπλάνηση στο σκηνικό της τελευταίας δεκαετίας, και παράλληλα περιλαμβάνει ένα πολύ προσωπικό υλικό, που όμως τείνει διαρκώς προς τη γενίκευση, αφού ο προβληματισμός ενός συγγραφέα λειτουργεί αναπόφευκτα έτσι ακριβώς.

Εάν με ρωτούσαν σε ποιον απευθύνεται αυτό το βιβλίο, θα προσπερνούσα τους συνομηλίκους μου ή τους μεγαλύτερους, ως κάτι αυτονόητο. Και θα πήγαινα, κατευθείαν, στις πολύ μικρότερες ηλικίες, σε όλους εκείνους που ουσιαστικά δεν έζησαν, ή δεν πολυκατάλαβαν, τη δεκατία την οποία καλύπτει «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας».

Στους μικρότερους, λοιπόν, το σχοινοτενές αυτό ημερολόγιο ή γραπτό ντοκιμαντέρ, θα δώσει τα κατάλληλα κλειδιά για να αντιληφθούν τι συνέβαινε, μ’ έναν τρόπο εντελώς αλλιώτικο απ’ ό,τι η ειδησεογραφική δημοσιογραφία, ακριβώς εξαιτίας των προσωπικών μου εμμονών, μέσα από τις οποίες διϋλίζονται τα γεγονότα και τα πρόσωπα.

Και τέλος πάντων, τόσο σε όσους απουσίαζαν από τη δεκαετία του 2000, όσο και σε όσους ήταν παρόντες, θα προσφέρει μια διαισθητική ματιά, ιδιόμορφα διεισδυτική, με στόχο όχι τόσο να αναπαραστήσει την εποχή, όσο να συνοψίσει κάτι από τον βαθύτερο πυρήνα της, πάντα υπό το μανδύα του επικαιρικού.-"


Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (Αθήνα, 1959) εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο στα είκοσί του. Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα και νουβέλες: «Η αυτοκρατορική μνήμη του αίματος», «Λούλα», «Mαύρος γάμος», «Χάσαμε τον Μπαμπά», «Φίλοι», «Η Μεγάλη Άμμος» κ.ά. Σπονδυλωτά έργα: «Έμμονες ιδέες», «Η γενιά μου», «Ιστορίες της Λίμνης». Μεταξύ χρονικού και αυτοβιογραφίας: «Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;», «Η δική μου Αμερική», «Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας».Καθώς και μεταφρασμένα αποσπάσματα από αρχαίους έλληνες συγγραφείς. «Τα τζιτζίκια» εκδόθηκαν στα αγγλικά, «Η απίστευτη ιστορία της πάπισσας Ιωάννας» στα ιταλικά. «Ο εργένης» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, τα «Διόδια» στην τηλεόραση, ενώ «Η επινόηση της πραγματικότητας» διασκευάστηκε για το θέατρο. Συνολικά έχουν τυπωθεί περισσότερα από 250.000 αντίτυπα των βιβλίων του. Ιστοσελίδα: http://vangelisraptopoulos.wordpress.com
*Το βιβλίο "Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

26.5.12

Ο δρόμος

Τα κύματα έσκασαν στα πόδια του και το νερό της θάλασσας χάιδεψε το πρόσωπό του. Τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν. Μόλις άνοιξε τα μάτια του διαπίστωσε ότι ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα και το πρόσωπό του ήταν χωμένο μέσα στην άμμο. Στηρίχθηκε στα χέρια του, σηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω του. Βρισκόταν σε μια άγνωστη τοποθεσία, κοίταξε τα ρούχα του, ήταν γεμάτα από την λευκή άμμο που δέσποζε στην παραλία. Την τίναξε από πάνω του και διαπίστωσε ότι ήταν ξυπόλητος. Προσπάθησε να θυμηθεί πως βρέθηκε σε αυτό το μέρος, μετά από λίγη ώρα σκέψης κατάλαβε πως δεν θυμόταν τίποτα. Ούτε ποιος ήταν, ούτε πως βρέθηκε εκεί.
Συνέχισε να κοιτάει το τοπίο, τη θάλασσα και τον ήλιο, ο οποίος βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο του ουρανού. Πίσω από τα βράχια που έριχναν τον ίσκιο τους στην παραλία είδε ένα δρόμο που οδηγούσε σε ορισμένα σπίτια. «Ένα χωριό,» σκέφτηκε. «Ίσως οι άνθρωποι εκεί μπορέσουν να με βοηθήσουν.»
Άρχισε να σκαρφαλώνει τα βράχια, τα βρεγμένα ρούχα τον δυσκόλευαν αρκετά, έπεσε δύο φορές και γλίστρησε περισσότερες. Όταν έφτασε στο δρόμο τα χέρια του ήταν ματωμένα, τα γόνατά του γεμάτα πληγές και οι πατούσες του γδαρμένες από άκρη σε άκρη.
Κοίταξε το δρόμο που ανηφόριζε προς το χωριό και αναφώνησε: «τρία χιλιόμετρα». Αμέσως μετά σκέφτηκε ότι πολύ εύκολα υπολόγισε την απόσταση.
Του ήρθε μια αποσπασματική εικόνα στο νου του.
Ένας επαγγελματικός χώρος, μοιάζει με αρχιτεκτονικό γραφείο, στο χώρο είδε δύο γυναίκες, έναν άντρα και τον εαυτό του να εργάζονται.
Είμαι υπάλληλος εκεί; αναρωτήθηκε.
Είδε σαν σε όνειρο ένα επιστολόχαρτο με την επωνυμία PENA ARCHITECTS και αμέσως θυμήθηκε τα ονόματα των υπολοίπων συνεργατών του, Παναγιώτης, Έλενα, Αφροδίτη και το όνομά του, Νίκος.
«Το όνομα της εταιρείας προέκυψε από τα αρχικά μας. Καλή αρχή Νίκο. Η μνήμη σου επανέρχεται. Αλλά πως βρέθηκα σε αυτή την παραλία; Δεν μοιάζει με περιοχή της Ελλάδας.», σκέφτηκε μεγαλόφωνα.
Άρχισε να προχωράει με αργά βήματα προς το χωριό. Ο δρόμος ήταν σε άσχημη κατάσταση, τα πόδια του τον πόναγαν και τα βρεγμένα εσώρουχα τον δυσκόλευαν στο περπάτημα. Το στόμα του είχε στεγνώσει, προσπάθησε να μαζέψει λίγο σάλιο με τη γλώσσα του, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Στην άκρη του δρόμου υπήρχαν μόνο θάμνοι, το κεφάλι του άρχισε να ζεσταίνεται, ζαλίστηκε για λίγο, είδε ένα δέντρο στην άκρια του δρόμου, στα διακόσια μέτρα μπροστά του, περπάτησε προς αυτό.
Μόλις έφτασε, ξάπλωσε στον ίσκιο και έκλεισε τα μάτια του. Τα άνθη που βρίσκονταν τριγύρω του ανέδυαν ευωδιές και κάποιες από αυτές φάνηκαν γνώριμες στις αισθήσεις του. Ανασηκώθηκε και άρχισε να κοιτάει τριγύρω. Δίπλα στο δέντρο είδε πολλές μαργαρίτες και λίγο παραπάνω διέκρινε ένα λιβάδι με παπαρούνες. Του ήρθε μια εικόνα ακόμα στο νου του.
Κρατάει ένα μπουκέτο λουλούδια, καμιά εικοσαριά παπαρούνες και άλλες τόσες μαργαρίτες με λίγη πρασινάδα ανάμεσά τους να σπάει το χρώμα.
«Και σε ποια γυναίκα τα προσέφερα;» Δεν βρήκε απάντηση στην απορία του, σηκώθηκε νωχελικά, έφτιαξε ένα νέο μπουκέτο και τράβηξε προς το χωριό.
Μετά από μια στροφή η διαδρομή έγινε απότομα ανηφορική και ο Νίκος άρχισε να λαχανιάζει. Κουρασμένος όπως ήταν βρήκε ένα βράχο στην άκρη του δρόμου και έκατσε να ξαποστάσει. Είχε θέα το δρόμο, την παραλία και τη θάλασσα. Χάθηκε στο βαθυγάλαζο και του ήρθε ακόμα μία ανάμνηση στο μυαλό του.
Φοράει μία βερμούδα, ένα ριχτό πουκάμισο, αθλητικά παπούτσια και ένα κασκέτο, οδηγεί ένα φουσκωτό σκάφος και στο αριστερό του χέρι κρατάει το μπουκέτο με τα λουλούδια.
Συνήλθε και παρατήρησε τα ρούχα του. Ήταν τα ίδια με την ανάμνηση που του ‘ρθε στο μυαλό, μόνο τα παπούτσια έλειπαν, κοίταξε το αριστερό του χέρι. Κρατούσε το μπουκέτο με τα λουλούδια.
«Περίεργο. Και που πήγαινα; Βυθίστηκε το φουσκωτό; Γιατί δεν θυμάμαι;»
Δεν βρήκε καμιά απάντηση στα ερωτήματά του, η κεφαλαλγία που τον ενοχλούσε άρχισε να δυναμώνει, σηκώθηκε και συνέχισε να περπατάει προς το χωριό.
Μετά από μία ακόμα στροφή ο δρόμος συνέχιζε ανηφορικά δίπλα σε ένα γκρεμό. Ο Νίκος σταμάτησε και κοίταξε πίσω του. Η παραλία δεν φαινόταν πια. Κοίταξε προς το γκρεμό, ζαλίστηκε από το υψόμετρο, γύρισε προς τη θάλασσα και είδε στα ανοιχτά της ένα κότερο να γλιστράει απαλά πάνω στα κύματα. Άλλη μία εικόνα εμφανίστηκε.
Ένα λευκό κότερο με το όνομα Sea Princess.
«Έχω κότερο; Και που βρίσκεται τώρα αυτό; Κανένας δεν με αναζητά; Μόνος μου ταξίδευα;» αναρωτήθηκε.
Γύρισε προς το χωριό και μέτρησε την απόσταση που έπρεπε να διανύσει. «Άντε Νίκο, άλλα 1.200 μέτρα είναι», φώναξε δίνοντας δύναμη στον εαυτό του και άρχισε πάλι να προχωράει.
Τον ήλιο τον είχε πάρει η κατηφόρα προς τη δύση και δεν έκαιγε πια πολύ. Αυτό αναζωογόνησε το Νίκο και τον έκανε να ανεβάσει το ρυθμό του περπατήματός του. Αυτή τη φορά εμφανίστηκε ένα σύνολο εικόνων, σαν ταινία, στο μυαλό του.
Βλέπει τον εαυτό του στο πλατύσκαλο μιας εκκλησίας, ντυμένος με ένα γαλάζιο κουστούμι, στα αριστερά του βρίσκεται η Έλενα, στα δεξιά του ο Παναγιώτης, ο οποίος ψιθυρίζει στο αυτί του: «Δίπλα έχω το αυτοκίνητό μου κουμπάρε. Ορίστε τα κλειδιά. Προλαβαίνεις να αλλάξεις γνώμη. Σε λίγο θα είναι αργά». Η Έλενα κοιτάει τον Παναγιώτη με ένα βλέμμα που πετάει κεραυνούς από τα μάτια της και λέει, αρκετά φωναχτά ώστε να την ακούσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι: «Γιατί ρε Παναγιώτη; Εσύ δεν περνάς καλά μαζί μου; Μήπως έχεις μετανιώσει που έχουμε παντρευτεί;»
«Και ποια παντρεύτηκα;» αναρωτήθηκε ο Νίκος.
Η συνέχεια ήρθε αμέσως.
Από το αυτοκίνητο βγαίνει, ντυμένη νύφη, η Αφροδίτη, ως άλλη θεά, αναγκάζοντας όλους τους παραβρισκόμενους να αναφωνήσουν με θαυμασμό. Αμέσως μετά την τελετή οι νεόνυμφοι χαιρετούν τους καλεσμένους και κατόπιν πραγματοποιείται η δεξίωση. Στο τέλος της δεξίωσης ο Παναγιώτης ρωτάει: «Και που θα πάτε για μήνα του μέλιτος;»
Ο Νίκος απαντά: «Θα ταξιδέψουμε με αεροπλάνο στην Μπανγκόκ, μετά θα πάμε στο Πουκέτ, και από εκεί θα νοικιάσουμε ένα κότερο και θα γυρίσουμε ορισμένα απομονωμένα νησιά για ένα μήνα.»
«Καλά, λεφτά έχετε, γιατί δεν πάτε σε ένα ξενοδοχείο σε κάποιο εξωτικό νησί;» ρωτάει η Έλενα.
«Ο Νίκος προτιμάει να πάμε κάπου οι δυό μας. Χωρίς κανέναν άλλο», απαντά η Αφροδίτη.
«Τώρα καταλαβαίνω ότι δεν γούσταρε αυτό το ταξίδι. Πως και δεν το είδα νωρίτερα αυτό;» αναρωτήθηκε ο Νίκος.
Μέτα από αυτή την ανάμνηση ένα βλέμμα ικανοποίησης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του και ξεκίνησε να προχωράει με γρήγορο βηματισμό. Σκεφτόταν συνέχεια τη γυναίκα του, ήθελε να χαθεί μέσα στην αγκαλιά της.
Τα γόνατά του τον πόναγαν, κοίταξε πίσω του, οι πατούσες του άφηναν ίχνη αίματος στην άσφαλτο, όπως αφήνει ένα χτυπημένο ζώο που προσπαθεί να ξεφύγει από το θύτη του. Ο πονοκέφαλος έγινε ακόμα πιο έντονος, άλλη μία ανάμνηση ήρθε στο μυαλό του.
Βρίσκεται στο φουσκωτό και πλησιάζει το αγκυροβολημένο κότερο, δίπλα του διακρίνει και ένα άλλο σκάφος. Φόβος τον κυριεύει και αναπτύσσει ταχύτητα προς τον προορισμό του. Φτάνει στο γιοτ, δένει το φουσκωτό του και ανεβαίνει στο κατάστρωμα. Φωνάζει την Αφροδίτη δυο φορές, δεν λαμβάνει κάποια απάντηση, κατευθύνεται προς την αριστερή πλευρά και διαπιστώνει ότι το άλλο σκάφος δεν έχει επιβάτες.
Ξαφνικά οι αναμνήσεις σταμάτησαν. Όσο και αν προσπάθησε εκείνη την στιγμή, η συνέχεια δεν εμφανίστηκε στο μυαλό του Νίκου.
«Γιατί παίζεις παιχνίδια μαζί μου; Άφησέ με να δω τι έγινε. Θυμήσου Νίκο, θυμήσου.» Χτύπησε το κούτελό του με το δεξί του χέρι.
Συνέχισε να ανηφορίζει. Στα διακόσια μέτρα από το χωριό είδε δύο παιδιά να παίζουν στην άκρη του δρόμου. Τους φώναξε, τα παιδιά γύρισαν, τον κοίταξαν και άρχισαν να τρέχουν φωνάζοντας βοήθεια και κάτι για ένα δολοφόνο. Κοίταξε τριγύρω του με το φόβο να τον κυριεύει. Ησύχασε στη στιγμή καθώς διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος.
«Καλά τα παιδιά πρέπει να είναι τελείως βλαμμένα. Μοιάζω με δολοφόνο;» Κοίταξε τον εαυτό του και χαμογέλασε. «Μάλλον για τρελό μοιάζω έτσι όπως είμαι χτυπημένος και κρατάω τα λουλούδια στο χέρι.»
Ακόμα μία ανάμνηση εμφανίστηκε στο μυαλό του.
Ο Νίκος πηγαίνει στο πιλοτήριο, ανοίγει ένα ντουλάπι, βγάζει ένα περίστροφο που υπήρχε για την περίπτωση αντιμετώπισης πειρατών, βγάζει το κουτί με τις σφαίρες, το γεμίζει και αρχίζει να κατεβαίνει αθόρυβα προς τις καμπίνες ενώ φωνάζει ξανά το όνομα της Αφροδίτης. Καμιά απάντηση, μόνο βογκητά σπάνε την σιωπή που κυριαρχεί. Προχωράει προς την καμπίνα τους, σφίγγει το περίστροφο, πετάει το μπουκέτο με τα λουλούδια και ανοίγει την πόρτα αργά. Βλέπει την Αφροδίτη γυμνή, στο κρεβάτι τους, με δύο άντρες να κάνουν ταυτόχρονα σεξ μαζί της. Κοιτάει για λίγα δευτερόλεπτα χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη, τον βλέπει η Αφροδίτη, του χαμογελάει και του προτείνει να συμμετάσχει αντί απλά να κοιτάει.
«Ούτε μία ώρα δεν έλειψα…» τραυλίζει ο Νίκος, σηκώνει το περίστροφο, τραβάει τον κόκορα και σημαδεύει. Η Αφροδίτη και οι δύο άντρες φωνάζουν: «Μη. Σταμάτα.»
Δύο φωνές άρχισαν να του φωνάζουν σε σπασμένα αγγλικά: «Σήκωσε τα χέριά σου ψηλά. Συλλαμβάνεσαι. Είσαι ύποπτος για δολοφονία».
Ο Νίκος συνήλθε και κοίταξε τους ταϊλανδούς αστυνομικούς που του φώναζαν.
«Σήκωσε τα χέρια ψηλά ή πυροβολώ», είπε ο ένας.
Ο Νίκος σήκωσε τα χέρια ψηλά και του ήρθε άλλη μια ανάμνηση στο μυαλό του.
Όπως φωνάζουν, η Αφροδίτη και οι δύο άντρες, ο Νίκος σηκώνει το περίστροφο πάνω από τα κεφάλια τους, σημαδεύει το φινιστρίνι και πυροβολεί τρεις φορές. Και οι τρεις πέφτουν από το κρεβάτι.
«Σιγά μη σε σκοτώσω. Σιγά μη πάω για πάρτη σου φυλακή.»
Ο Νίκος βγαίνει στο κατάστρωμα, λύνει το σκάφος των εραστών της Αφροδίτης, κατεβαίνει στο φουσκωτό του και ξεκινάει.
«Μα δεν τους σκότωσα», φώναξε και κατέβασε τα χέρια του. Πυροβολισμοί ακούστηκαν, ο Νίκος έπεσε αιμόφυρτος στην άσφαλτο. Ο πόνος στα γόνατα ήταν αφόρητος. Γύρισε και κοίταξε τα πόδια του. Ήταν θρυμματισμένα, οι αστυνομικοί είχαν πυροβολήσει και πετύχει και τα δύο γόνατά του.
«Δεν τους σκότωσα εγώ», φώναξε και λιποθύμησε.
Τα κύματα για άλλη μια φορά έσκασαν στα πόδια του και το νερό της θάλασσας χάιδεψε το πρόσωπό του. Ο Νίκος ξύπνησε στην παραλία. Τα γόνατά του τον πονούσαν, ένιωθε ζωντανός, έφτυσε την άσπρη άμμο από το στόμα του. Προσπάθησε να σηκωθεί, δεν τα κατάφερε. Γύρισε ανάσκελα και κοίταξε τα πόδια του. Δεν υπήρχαν, ήταν κομμένα. Η αιμορραγία ήταν ακατάσχετη, το αίμα χυνόταν όπως ένα ποτάμι στη θάλασσα.
«Τι σκατά εφιάλτης είναι αυτός; Ξύπνα ρε» φώναξε και άρχισε να χτυπιέται. Δεν άλλαξε τίποτα από την κατάστασή του. Τα πόδια του δεν υπήρχαν.
Τότε εμφανίστηκε ακόμα μία ανάμνηση.
Οδηγεί το φουσκωτό του χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, απλά προσπαθεί να φύγει μακριά από το σκάφος και την Αφροδίτη. Ξαφνικά ένα τράνταγμα τον πετάει μέσα στη θάλασσα. Μέχρι να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί νιώθει το πρώτο δάγκωμα στο δεξί του πόδι. Ο καρχαρίας δεν τον αφήνει, αρχίζει να περιστρέφεται μαζί με το Νίκο μέχρι την στιγμή που αποκόβεται το πόδι του κάτω από το γόνατο. Αμέσως ορμάει ο δεύτερος καρχαρίας στο αριστερό του πόδι. Μετά από αλλεπάλληλα χτυπήματα του κόβει το πόδι πάνω από τον αστράγαλο. Ο Νίκος αρχίζει να κολυμπάει μόνο με τα χέρια του. Έχει δει την παραλία, βάζει όλη του τη δύναμη και προσπαθεί να φτάσει εκεί. Τα κύματα τον ξεβράζουν στην αμμουδιά μισολιπόθυμο.
Ο Νίκος συνειδητοποίησε τι έγινε και άρχισε να φωνάζει: «Τα πόδια μου γαμώτο. Βοήθειαααααααα. Δεν υπάρχει κανείς εδώ; Βοήθειααααααα. Πεθαίνωωωω.» Μετά από μερικά λεπτά λιποθύμησε ξανά.
Ο Νίκος, μετά από αρκετή ώρα, ξύπνησε. Παρατήρησε το χώρο όπου βρισκόταν ξαπλωμένος, ήταν μία αίθουσα με πατώματα και τοίχους επενδυμένους με λευκό μάρμαρο. Κοίταξε τριγύρω του με θαυμασμό και τότε είδε να έρχεται προς το μέρος του ένας μεσήλικας άντρας που φόραγε μαύρο κουστούμι, μαύρο πουκάμισο και μία κατακόκκινη γραβάτα. Κατέβασε το βλέμμα στα πόδια του και διαπίστωσε ότι υπάρχουν. Σηκώθηκε όρθιος και ρώτησε: «Τι σκατά γίνεται εδώ;» ενώ ο άντρας του έκανε σήμα με το δάκτυλό του να σωπάσει. «Σσσσσσσσσσ. Έχεις ακόμα μία ανάμνηση να δεις και θα θυμηθείς τα πάντα. Κοίτα προσεκτικά.»
Ο άντρας χτύπησε τα χέρια του και η ανάμνηση ξεκίνησε στιγμιαία.
Ο Νίκος και η Έλενα εργάζονται στο γραφείο. Κοιτάζονται και αμέσως αρχίζουν να κάνουν έρωτα, με δύναμη πότε στο γραφείο και πότε στο πάτωμα. Μόλις τελείωσε ο Νίκος άναψε ένα τσιγάρο. Η Έλενα τον κοιτάζει ενώ ντύνεται και λέει: «Νίκο, αυτό πρέπει να τελειώσει. Όσο ήμουν μόνο εγώ παντρεμένη δεν με πείραζε. Από αύριο όμως θα είσαι παντρεμένος με την Αφροδίτη, την κολλητή μου. Δεν μπορώ να της το κάνω αυτό.»
«Τι λες καλέ. Τόσο καιρό που εγώ το κάνω αυτό στο κολλητό μου δεν σε πειράζει. Θα συνεχίσουμε με τον ίδιο τρόπο ή θα τα ξεράσω όλα στον Παναγιώτη. Θα του πω ότι το παιδί είναι πιθανότατα δικό μου και όχι δικό του. Εξάλλου εσύ παραπονιέσαι συνέχεια ότι έχετε πάνω από δύο μήνες να κάνετε έρωτα.»
Η ανάμνηση τελείωσε, ο Νίκος κοίταξε τον άνδρα και τον ρώτησε: «Και τι θέλεις τώρα εσύ από εμένα;»
«Δεν έχεις καταλάβει τι έχει συμβεί;»
«Όχι.»
«Πέθανες, εδώ βρίσκεται μόνο το πνεύμα σου και η εικόνα που αυτό έχει φτιάξει για εσένα. Εγώ ήρθα εδώ για να σου δείξω το δρόμο. Βρίσκεσαι στο ενδιάμεσο κόσμο, έφυγες από τη γη, δεν έχεις φτάσει ακόμα στον προορισμό σου. Από εκείνη την πύλη, τη φωτεινή, είναι ο δρόμος για τον παράδεισο. Από την άλλη, την σκοτεινή, ο δρόμος για την κόλαση.»
Ο Νίκος άρχισε να κινείται με ταχύ βηματισμό προς τη φωτεινή πύλη ενώ σιγομουρμούριζε ότι κάποιος του έκανε πλάκα. Η πύλη έκλεισε απότομα πριν προλάβει να τη διαβεί.
«Ο Θεός σου δεν σε θέλει στο παράδεισο επειδή και ψεύτης ήσουν και μοιχός. Κρίμα που δεν τους σκότωσες. Και στην κόλαση θα καταλήξεις και αυτοί θα ζήσουν. Τουλάχιστον μέχρι να σε συναντήσουν.»
«Ποιος είσαι;» ούρλιαξε με τρόμο ο Νίκος.
«Ακόμα δεν έχεις καταλάβει; Είμαι αυτός που οι χριστιανοί αποκαλούν τρισκαράτο, εξαποδώ, διάολο, σατανά. Ξεχνάω κάποιο όνομα; Ο Εωσφόρος είμαι και ήρθα να σε πάρω μαζί μου στην κόλαση. Χα χα χα…»

25.5.12

Η Τέχνη...

“Η τέχνη είναι μια συνεργασία του καλλιτέχνη με το Θεό.Και όσα λιγότερα κάνει ο καλλιτέχνης, τόσο το καλύτερο.”Andre Gide
Το ασυνείδητο ακόμα και στον 21ο αιώνα το λέμε ΘΕΟ…
----
(Έργο της ζωγράφου Μαριλίτσας Βλαχάκη)

22.5.12

Το κακό μυθιστόρημα... Ζαν Πωλ Σαρτρ

“Το κακό μυθιστόρημα είναι εκείνο που επιδιώκει να αρέσει κολακεύοντας τον αναγνώστη, ενώ το καλό είναι γεμάτο απαιτήσεις και δηλώνει την εμπιστοσύνη του σε αυτόν”
Ζαν Πωλ Σαρτρ

Ο Τοίχος: Ο υπαρξισμός του Σαρτρ… γίνεται αφήγηση


Γραμμένα στον μεσοπόλεμο, τα διηγήματα του παρόντος τόμου ανακινούν τον προβληματισμό της εποχής για τη θέση του ατόμου μέσα στην κοινωνία, εστιάζουν στον πολιτικό στοχασμό με τον οποίο ο Σαρτρ έβλεπε τον κόσμο, ανατέμνουν την πραγματικότητα με το υπαρξιστικό βλέμμα του υποψιασμένου διανοούμενου.
Όλο το έργο του Γάλλου συγγραφέα βαπτίζεται στην αριστερή σκέψη και απαυγάζει τη στρατευμένη του ματιά που μιλά για τον άνθρωπο σε μια κοινωνία κάφρων και εστιάζει στην έννοια της ελευθερίας και της ανθρώπινης ανεξαρτησίας. Το 1964 αρνείται το βραβείο Νόμπελ, ενώ δεν σταματά να εργάζεται πνευματικά και πολιτικά συμμετέχοντας ενεργά στα γεγονότα που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το φιλοσοφικό και λογοτεχνικό του credo κινείται γύρω από την έννοια της ελευθερίας, στηριγμένη στην ανυπαρξία του Θεού και γι’ αυτό κανένας άνθρωπος δεν έχει ουσία πριν από τη γέννησή του, πριν από την ύπαρξή του: η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Η λογοτεχνία αναλαμβάνει να πραγματευθεί θεμελιώδεις εμπειρίες, οι οποίες μπορούν να δώσουν τροφή στη σκέψη. Τα έργα του Σαρτρ αποτελούν ευρέα σύμβολα των φιλοσοφικών του αντιλήψεων, μια προσπάθεια αφηγηματοποίησης των ιδεών του.
Τα διηγήματα
Το πρώτο ομώνυμο διήγημα αναφέρεται στη νύχτα τριών κρατούμενων στον ισπανικό εμφύλιο, όπου η ψυχολογία του μελλοθάνατου απαξιώνει τον θάνατο αλλά και τη ζωή, την αγάπη και την ευαισθησία, ενώ στο τέλος η συμπτωματική προδοσία αποδεικνύει το τυχάρπαστο της ζωής. Τελικά για ποιο λόγο πολεμά κανείς και για ποιο λόγο θυσιάζεται; Ο Σαρτρ απαντά “μόνο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια” κι αυτό ίσως είναι η ύψιστη μορφή ελευθερίας.
Το δωμάτιο” είναι ένα γαϊτανάκι αφηγήσεων, αρχής γενομένης με τη γηραιά αφηγήτρια που είναι καθηλωμένη στο δωμάτιό της, την οποία επισκέπτεται ο σύζυγός της για να της παραπονεθεί για την κόρη τους, έπειτα ο ίδιος ο σύζυγος που ανησυχεί για την κόρη του, επειδή έχει παντρευτεί έναν τρελό, και τέλος η ίδια η κόρη, η οποία ενσυνείδητα μένει στο πλευρό του τρελού άντρα της, ο οποίος μένει κλεισμένος στο σκοτεινό δωμάτιό του.
Ο “Ηρόστρατος” αναφέρεται διακειμενικά στον αρχαίο πυρπολητή του Μαυσωλείου της Εφέσου, ο οποίος έμεινε γνωστός διά μέσου της ιστορίας, ενώ ο αρχιτέκτονας που κατασκεύασε το εν λόγω κτήριο ξεχάστηκε. «Ηροστράτειο δόξα» επιχείρησε λοιπόν να αποκτήσει και ο “ήρωας” του διηγήματος, ο οποίος, κινούμενος από ένα μηδενιστικό μίσος, αποπειράται να σκοτώσει έξι ανθρώπους με μισή ντουζίνα σφαίρες. Παρακολουθούμε όλη τη μισανθρωπία, εν μέρει δικαιολογημένη, από την υπαρξιστική ελευθερία που καταντά ώρες-ώρες ασυδοσία, ενώ στο τέλος ο δειλός πρωταγωνιστής, αντί να ρίξει την τελευταία σφαίρα στον εαυτό του, παραδίνεται.
Η “Οικειότητα” αναφέρεται σε ένα ζευγάρι, τη Λουλού και τον Ανρί, οι οποίοι ζουν… άγονα και η γυναίκα βρίσκεται στο όριο του χωρισμού. Από τη μία, λοιπόν, η φίλη της, Ριρέτ, επιμένει πως πρέπει να χωρίσει και να εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη, πράγμα που γίνεται έστω και προσωρινά, και από την άλλη, ο Ανρί που εκλιπαρεί να παραμείνει. Η Λουλού αμφιταλαντεύεται και τελικά επιλέγει να παραμείνει. Το διήγημα βρίθει αναφορών στο σώμα, στις εκκρίσεις και στις ατέλειές του, στα απλά και στα αφανή, χωρίς όμως να περνά σε πορνογραφικές διεγερτικές περιγραφές. Η αρχή του μάλλον εδράζεται σε γαργαντούειες απηχήσεις, που αναδεικνύουν το σώμα ως φορέα σαπρότητας αλλά και ως ερωτικό αντικείμενο ταυτόχρονα.
Το τελευταίο διήγημα της συλλογής με τίτλο “Η παιδική ηλικία ενός αρχηγού” δείχνει λίγο με χιούμορ, λίγο με παιδική αφέλεια την πορεία ενός παιδιού, με όλες τις παρανοήσεις και τις διαστρεβλωμένες εκδοχές της πραγματικότητας σχετικά με το πώς έγινε ένας νέος Führer που προσομοίασε στον Χίτλερ, ισχυρό άνδρα της εποχής και φυσικά εν εξελίξει καταστροφέα της Ευρώπης. Θαυμαστή είναι η οπτική γωνία του παιδιού, μέσα από την οποία ο Σαρτρ παρουσιάζει τον κόσμο.
Ένας σκεπτόμενος άνδρας
Τα διηγήματα του Σαρτρ ξεχωρίζουν γιατί γράφονται με αγαστή συνεργασία απρόσκοπτης γλώσσας και φιλοσοφικής προπαιδείας, που δένουν σε ένα άρτιο σύνολο. Η ατομική ματιά ανοίγεται στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και έτσι κάθε διήγημα είναι μια μικρογραφία του μεσοπολέμου και των ανησυχιών ενός σκεπτόμενου άνδρα που ζει στην καρδιά της Ευρώπης. Γι’ αυτούς τους λόγους, θα προτιμούσα η νέα έκδοση των εκδόσεων Πατάκη να περιελάμβανε μια κατατοπιστική εισαγωγή που ενημερώνει για την εποχή και τον συγγραφέα και να τοποθετεί τα διηγήματα μέσα στο υπόλοιπο έργο και στον στοχασμό του Σαρτρ. Πρέπει πλέον έργα όπως αυτό να παρουσιάζονται πιο ολοκληρωμένα και με συνοδευτικά κείμενα, τα οποία να βοηθούν τον αναγνώστη να τα οριοθετήσει.
Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος
Ζαν-Πολ Σαρτρ, “Ο τοίχος”, μετ. Ε. Τσολακέλλη, εκδόσεις Πατάκη 2012

17.5.12

Γεφυρώνοντας τις γενιές. Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν

Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/94547
Στις 25-27 Μαΐου θα διεξαχθεί στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ένα σημαντικό Διεθνές Συνέδριο Προφορικής Ιστορίας με τίτλο «Γεφυρώνοντας τις γενιές: Διεπιστημονικότητα και αφηγήσεις ζωής στον 21ο αιώνα. Προφορική Ιστορία και άλλες Βιο-ιστορίες». Πάνω από 100 άτομα, ερευνητές, εκπαιδευτικοί και μέλη τοπικών κοινοτήτων ζήτησαν να συμμετάσχουν στο συνέδριο αυτό με ανακοίνωση. Τι άραγε μπορεί να σημαίνει αυτή η μεγάλη ανταπόκριση σε εποχές κρίσης;” η Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν, Κοινωνικός Ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, εξηγεί στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs.gr.
Υπάρχουν διάφορες πτυχές της σημερινής συγκυρίας που μπορούν να εξηγήσουν αυτό το ενδιαφέρον.
Πρώτα από όλα είναι το θέμα της μνήμης. Η «έκρηξη μνήμης» που σημαδεύει την εποχή μας μπορεί να κρύβει ταυτόχρονα, όπως έλεγε ο Γάλλος ιστορικός Πιερ Νορά, ένα έλλειμμα ζωντανής μεταβίβασης της μνήμης από τη μια γενιά στην άλλη.
Η είσοδος στη Βουλή ενός κόμματος με ανοιχτά νεοναζιστικές αναφορές δείχνει ξεκάθαρα το βαρύ τίμημα της «αμνησίας» σε μια κοινωνία η οποία έχει υποφέρει όπως καμιά άλλη χώρα της Δυτικής Ευρώπης από τη θηριωδία των Ναζί και των ελλήνων συνεργατών τους.
Η καλλιέργεια της προφορικής μνήμης στο δημόσιο χώρο, αλλά και στην εκπαίδευση είναι ένα ισχυρό αντίδοτο στη λήθη. Στο συνέδριο εκπαιδευτικοί και των τριών βαθμίδων της εκπαίδευσης θα δώσουν πολύ ενδιαφέροντα παραδείγματα εφαρμογής της προφορικής ιστορίας προς την κατεύθυνση αυτή.
Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η «νέα» προφορικότητα. Μέσα από τη δυσπιστία για τους πολιτικούς θεσμούς «λύθηκαν» οι γλώσσες των απλών πολιτών που ζητούν να ακουστεί η φωνή τους στις πλατείες, στις συνοικίες, αλλά και στο Διαδίκτυο. Η ζωντανή έκφραση των βιωματικών τους εμπειριών δεν αρθρώνει μόνο πολιτικό λόγο, αλλά ξαναχτίζει επίσης κοινότητες που είχαν χαθεί.
Το τρίτο στοιχείο είναι η ίδια η κρίση που περνάνε οι κοινωνίες μας. Εκεί που οι προσδοκίες μιας ολόκληρης γενιάς ανατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη και οι ατομικές ζωές εκατοντάδων χιλιάδων συμπολιτών μας σημαδεύονται από βαθιές ρήξεις στην καθημερινότητά τους, οι αφηγήσεις ζωής αναδεικνύονται ως προνομιακά εργαλεία για τη μελέτη αυτών των ραγδαίων κοινωνικών μεταβολών.
Αυτά τα πέντε σημεία (η μνήμη, η κοινότητα, η εκπαίδευση, η κρίση και οι νέες τεχνολογίες) είναι και οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους στήθηκε το συνέδριο.
Με αυτό τον τρόπο προσδοκά να ξαναπιάσει το νήμα της προφορικής ιστορίας της δεκαετίας του 1970, με κύριο γνώμονα τη σύνδεση της ιστορίας με την κοινωνική παρέμβαση, και ταυτόχρονα να το εμπλουτίσει με νέα θεωρητικά και μεθοδολογικά ερωτήματα και νέες προτάσεις αξιοποίησης των προφορικών μαρτυριών σε ψηφιακά περιβάλλοντα.
To συνέδριο θα τιμήσουν με την παρουσία τους εξέχουσες επιστημονικές προσωπικότητες που συνέβαλαν, ο καθένας με τον τρόπο του, στην αναγνώριση των προφορικών μαρτυριών ως έγκυρου εργαλείου ιστορικής και κοινωνικής γνώσης.
Ανάμεσα τους, ο Αντώνης Λιάκος, καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος συνέβαλε σημαντικά στην αναγνώριση της προφορικής ιστορίας σε επιστημονικό και θεσμικό επίπεδο, ο Πωλ Τόμσον, ο «πατέρας» της προφορικής ιστορίας, γνωστός και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από το βιβλίο του «Φωνές από το Παρελθόν» (Πλέθρον 2002), ο Rob Perks, διευθυντής της τεράστιας συλλογής αφηγήσεων ζωής της Βρετανικής Βιβλιοθήκης (www.bl.uk/nls), o Toby Butler, ο οποίος κατέγραψε τις φωνές υποβαθμισμένων περιοχών του Ανατολικού Λονδίνου, τις οποίες μετέτρεψε στη συνέχεια σε «ηχητικούς περιπάτους» (soundwalks), η Joanna Bornat, η οποία εστίασε ιδίως στη θεραπευτική λειτουργία της αφήγησης σε ομάδες ηλικιωμένων, και η Lena Inowlocki, που χρησιμοποίησε την αφηγηματική συνέντευξη στο χώρο της κοινωνιολογίας της θρησκείας, της μετανάστευσης, αλλά και των «ακροδεξιών βιογραφιών».
Στις πρώτες δύο μέρες του συνεδρίου ιστορικοί, ανθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι, κοινωνικοί ψυχολόγοι, ψυχίατροι και εκπαιδευτικοί, που έχουν σαν κοινή αφετηρία τη χρήση προφορικών μαρτυριών, θα παρουσιάσουν τη δουλειά τους σε ένα ευρύ φάσμα θεματικών (η αξιοποίηση των προφορικών μαρτυριών σε μουσεία, στο σχολείο, σε ψηφιακά περιβάλλοντα και ως θεραπευτική μέθοδο, η βιωμένη εμπειρία και η κοινότητα, η προφορική μαρτυρία σε εποχές κρίσης – Μικρασιατική καταστροφή – εμφύλιος, προσφυγιά, μετανάστευση και η σημερινή οικονομική κρίση – μεθοδολογικά ζητήματα).
Την τρίτη μέρα, Κυριακή 27 Μαΐου, θα δοθεί ο λόγος σε δύο τοπικές ομάδες προφορικής ιστορίας που δημιουργήθηκαν πρόσφατα, στα Χανιά και στην Αθήνα, αντίστοιχα. Η Ομάδα των Χανίων δημιουργήθηκε το 2009 με πρωτοβουλία του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και σε συνεργασία με τη Νομαρχία Χανίων, με απώτερο στόχο να δημιουργηθεί ένα μουσείο και κέντρο μελέτης προφορικής ιστορίας στην περιοχή. Είκοσι εθελοντές επιμορφώθηκαν στη μεθοδολογία της προφορικής ιστορίας και συγκέντρωσαν συνεντεύξεις που ανέδειξαν ως τότε άγνωστες πτυχές της τοπικής ιστορίας.
Για τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της έρευνας επισκεφθείτε την ιστοσελίδα http://cretaadulteduc.gr/blog/?p=377.
Το 2011 δημιουργήθηκε αντίστοιχη ομάδα στην Κυψέλη σαν απάντηση μιας κίνησης κατοίκων στις δυσκολίες που συναντούν στην καθημερινότητά τους (είναι η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας και με το μεγαλύτερο ποσοστό μεταναστών).
Η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης (ΟΠΙΚ) παρουσίασε πρόσφατα τη δουλειά της στο Πνευματικό Κέντρο Αθηνών, με τεράστια επιτυχία. https://sites.google.com/site/opikdomain. Μια νέα ομάδα εθελοντών είναι επίσης υπό διαμόρφωση στο Βόλο, η οποία θα συμβάλλει στη συγκέντρωση προφορικών μαρτυριών για το σχεδιαζόμενο Μουσείο της Πόλης.
Μετά από την παρέμβαση των τοπικών ομάδων προφορικής ιστορίας, ο Rob Perks θα παρουσιάσει τη συλλογή αφηγήσεων ζωής της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, η οποία είναι μια από τις μεγαλύτερες συλλογές προφορικής ιστορίας του κόσμου. Το απόγευμα το συνέδριο θα προχωρήσει στην ίδρυση ελληνικής επιστημονικής ένωσης προφορικής ιστορίας με έδρα το Βόλο.
Η ένωση αυτή θα ενταχθεί στη Διεθνή Ένωση Προφορικής Ιστορίας (IOHA), που έχει παραρτήματα σε όλο τον κόσμο. Η νέα ένωση θα λειτουργήσει ως τόπος συνάντησης και διαλόγου ερευνητών και τοπικών ομάδων που ασχολούνται με τη συγκέντρωση αφηγήσεων ζωής και θα δραστηριοποιηθεί στο επόμενο διάστημα στην οργάνωση επιστημονικών συναντήσεων και επιμορφωτικών σεμιναρίων, στην καταγραφή αρχείων οπτικοακουστικών μαρτυριών, στην παροχή συμβουλών και στη διάχυση ερευνητικών αποτελεσμάτων.
Στο χώρο του συνεδρίου θα λειτουργήσουν και έκθεση βιβλίων και ψηφιακή έκθεση προφορικών μαρτυριών που έχουν συγκεντρωθεί από τοπικές κοινότητες, σχολεία και μεμονωμένους ερευνητές. Για το πλήρες πρόγραμμα του συνεδρίου μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα http://extras.ha.uth.gr/oralhistory/el.
Τη Δευτέρα 28 Μαΐου θα διεξαχθεί στο Βόλο ένα επιμορφωτικό σεμινάριο προφορικής ιστορίας με διδάσκοντες τους Rob Perks, Toby Butler και Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν. (http://extras.ha.uth.gr/oralhistory/el/workshop.asp).
Τέλος την Τετάρτη 30 Μαΐου και ώρα 7 μ.μ ο  Rob Perks θα δώσει διάλεξη στο Ολλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών, Οδός Μακρή 11, με τίτλο «The development of modern oral history: transformations and challenges».

Διαβάστε περισσότερα για την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης (ΟΠΙΚ) στο tvxs.gr
Η ιστορία της Κυψέλης μέσα από μνήμες

Το βίωμα να είσαι μετανάστης

Προφορική ιστορία: Ένα ριζοσπαστικό κίνημα. Της Τασούλας Βερβενιώτη

OΠΙΚ: Η δεκαετία του ’40 μέσα από μνήμες
ΟΠΙΚ: Μνήμες της εργασίας στην Κυψέλη

11.5.12

Περιμπανού - Αντιγόνη Τσίγκου - 18/11/2010

Η πιθανή ιστορία που ενέπνευσε το Γκάτσο να γράψει τους στίχους για την Περιμπανού



Νίκο θα ήθελα να σου πω μια ιστορία μια και μιλάμε για γυναίκες “μούσες”. Όταν τελείωνε το σχολείο το καλοκαίρι πηγαίναμε για διακοπές σύσσωμη η οικογένεια σε ένα παραθαλάσσιο χωριό. Είχαμε και μια βάρκα που λες και τη κοτσάραμε πίσω από το αυτοκίνητο, γεμισμένη με όλα τα συμπράγκαλα και νοικοκυριά και πηγαίναμε για 3 ώρες, μέχρι να βρούμε θάλασσα. Ο μπαμπάς την είχε περιποιηθεί με το που έμπαινε ο Ιούνιος και ήταν έτοιμη να βουτήξει. Είχε και όνομα. Περιμπανού, που σημαίνει ευγενική κυρία. Μα που τα έβρισκε μερικές φορές αυτός ο πατέρας.Την ώρα που φτάναμε ήταν εκεί και η Κατερίνα η γειτόνισσα, δίπλα στο σπίτι που νοικιάζαμε, και ο Γιώργος, ο γιος του σπιτονοικοκύρη. Με το που έβλεπαν τη βάρκα φωνάζαν το όνομά της λες και αυτή ήταν το αστέρι της ημέρας. Και μήπως δεν ήταν.Αμέσως γινόταν από όλη τη γειτονιά μια μεγάλη κινητοποίηση και την είχαμε ξεφορτώσει στο άψε σβήσε. Έπρεπε να βουτήξει, να δεθεί και να αφεθεί να λικνίζεται στα βαθιά που η μαμά πάντα έβαζε τις φωνές όταν ζυγώναμε. Φυσικά δεν την ακούγαμε και μαζεύαμε με τον αδελφό μου την πιτσιρικαρία και βουρ για βουτιές από την Περιμπανού.Το όνομά της καθρεφτιζόταν στο νερό και το έβλεπες ξεκάθαρα απ’ την ακτή. Αλλά στις τρικυμισμένες μέρες φοβόμουν που την έβλεπα να δέρνεται απ’ την αρμύρα.Δεν έχεις ιδέα πόσα ψάρια είχε κουβαλήσει αυτή η γυναίκα από γεμάτα δίχτυα και από καθετή που έβγαινε ο πατέρας με φίλους ή με τη μάνα.Μια μέρα ήρθαν με μια πλώρη γεμάτη ψάρια, για να μη σου πω για τις απόχες. Αφού δεν ξέραμε τι να τα κάνουμε και τα δίναμε από εδώ και από εκεί σε όποιον βρίσκαμε στην παραλία.Συνεχίσαμε έτσι μέχρι που ήμουν δεκαεφτά και η Περιμπανού δυο χρόνια μικρότερη. Και τότε ήταν που ήρθαν τα πάνω κάτω.Αρρώστησε ο μπαμπάς και η βάρκα μας έμεινε κάτω από μια κληματαριά απεριποίητη και μόνη. Όταν πέθανε, τη ξεχάσαμε εκεί στη κληματαριά για δύο χρόνια και κάποια στιγμή που πήγα και την είδα είχε ξεφλουδίσει το χρώμα και τα κουπιά, αν και σκεπασμένα, είχαν φουσκώσει στις άκρες και στα χερούλια. Το κέλυφος της δεν είχε πειραχτεί σημαντικά. Ήταν καλό σκαρί, που λένε.Τότε λοιπόν βάλαμε την αγγελία, και δεν πέρασαν σου λέω δυο βδομάδες και ήδη είχαμε δέκα επίδοξους μνηστήρες. Τη δώσαμε τελικά μαζί με τα δίχτυα σε έναν γνωστό μας και πήραμε μερικά λεφτουδάκια.Τότε στα δεκαεννιά μου δεν ήθελα, την αγαπούσα πολύ. Την είχα ανάγκη να μου θυμίζει έστω και κάτω από την κληματαριά ότι κάτι είχε μείνει.Αλλά όταν ο χρόνος περνά και μεγαλώνεις αρχίζουν να γίνονται ασπρόμαυρες οι αναμνήσεις, ζεστές αλλά μακρινές. Η Περιμπανού πήρε τη θέση της στο παρελθόν μαζί με όλα τα καλά της παιδικής ηλικίας.Δεν σου κρύβω ότι την ξέχασα, μέχρι που κάναμε αυτή την κουβέντα, και με ρώτησες τι με εμπνέει, ποια είναι η μούσα μου. Τα χρόνια και τα καλοκαίρια με την Περιμπανού μας, θα είναι πάντα σαν φάρος για μένα, μια παντοτινή έμπνευση, μια μούσα.



Περιμπανού
στίχοι: Νίκος Γκάτσος
μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη

Περιμπανού τη λέγαν τα παιδιά, Περιμπανού
κι ήτανε δεκαπέντε χρονών
Έγραφε τ όνομά της στον καθρέφτη τ ουρανού
μ ενός πνιγμένου γλάρου φτερό

Μα της ζωής το κύμα το παράφορο
σάρωσε βάρκες και κουπιά
Και στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφορο
ποιος τη θυμάται τώρα πια

Περιμπανού την έλεγα κι εγώ, Περιμπανού
κι ας μη με είχε ακούσει κανείς
Έμοιαζε με κοχύλι στο βυθό του αυγερινού
προτού καρδιά μου πέτρα γενείς
---

Με αγγλικούς στίχους πρωτακούστηκε το 1968 στον κύκλο τραγουδιών του συνθέτη «Reflections». Οι ελληνικοί στίχοι γράφτηκαν το 1983 για να τους τραγουδήσει η Δήμητρα Γαλάνη στον προσωπικό της δίσκο «Ατέλειωτος δρόμος». Το 1993 συμπεριλήφθηκε στον κύκλο τραγουδιών των Μ. Χατζιδάκι - Ν. Γκάτσου «Αντικατοπτρισμοί» με τη φωνή της Αλίκης Καγιαλόγλου.

10.5.12

Η Ελλάδα, το λίκνο της δημοκρατίας, κλονίζει τον πλανήτη. Του Μαρκ Μαζάουερ

tvxs.gr/node/93877
 
To tvxs αναδημοσιεύει το άρθρο του βρετανού ιστορικού κι συγγραφέα Μαρκ Μαζάουερ που αν και πρωτοδημοσιεύτηκε το 2011, εξακολουθεί να είναι άκρως επίκαιρο. Το κείμενο είναι από τους New York Times και δημοσιεύτηκε στα ελληνικά στο Βήμα, στις 30 Ιουνίου του 2011. 
Χθες, όλος ο κόσμος παρακολουθούσε την Ελλάδα καθώς το κοινοβούλιό της ψήφισε ένα διχαστικό πακέτο μέτρων λιτότητας το οποίο θα μπορούσε να έχει κρίσιμες επιπτώσεις στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Ίσως προκαλεί έκπληξη που αυτή η μικρή άκρη της χερσονήσου των Βαλκανίων συγκεντρώνει τόση προσοχή. Σκεφτόμαστε συνήθως την Ελλάδα ως την πατρίδα του Πλάτωνα και του Περικλή, με την πραγματική της σημασία να βρίσκεται βαθιά στην αρχαιότητα.
Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που για να κατανοήσεις το μέλλον της Ευρώπης χρειάζεται να στραφείς μακριά από τις μεγάλες δυνάμεις στο κέντρο της ηπείρου και να κοιτάξεις προσεκτικά όσα συμβαίνουν στην Αθήνα. Τα τελευταία 200 χρόνια η Ελλάδα ήταν στην πρώτη γραμμή της εξέλιξης της Ευρώπης. Στη δεκαετία του 1820, στη διάρκεια του αγώνα για την ανεξαρτησία από την οθωμανική αυτοκρατορία, η Ελλάδα έγινε ένα πρώιμο σύμβολο δραπέτευσης από τη φυλακή της αυτοκρατορίας.

Για τους φιλέλληνες, η παλιγγενεσία της αποτελούσε τον πιο ευγενή αγώνα. «Στο μεγάλο πρωινό του κόσμου», έγραψε ο Σέλεϊ στο ποίημα του «Ελλάς», «το μεγαλείο της Ελευθερίας τινάχτηκε και έλαμψε!». Η νίκη θα σήμαινε τον θρίαμβο της ελευθερίας όχι μόνο επί των Τούρκων αλλά και επί όλων των δυναστών που κρατούσαν υπόδουλους τόσο πολλούς ευρωπαίους. Γερμανοί, Ιταλοί, Πολωνοί και Αμερικανοί έτρεξαν να πολεμήσουν υπό την γαλανόλευκη σημαία της Ελλάδας για χάρη της δημοκρατίας. Και μέσα σε μια δεκαετία, η χώρα κέρδισε την ελευθερία της.

Στη διάρκεια του 20ου αιώνα ο ριζοσπαστικός νέος συνδυασμός της συνταγματικής δημοκρατίας και του εθνικισμού που ενσάρκωσε η Ελλάδα εξαπλώθηκε στην ήπειρο και κορυφώθηκε στην "ειρήνη που τερμάτισε κάθε ειρήνη" στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τρεις αυτοκρατορίες, η οθωμανική , εκείνη των Αψβούργων και η ρωσική, κατέρρευσαν και αντικαταστάθηκαν από έθνη-κράτη.

Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα άνοιξε και πάλι τον δρόμο για το μέλλον της Ευρώπης. Μόνο που τώρα ήταν η σκοτεινή πλευρά της δημοκρατίας που βγήκε στο προσκήνιο.

Σε έναν κόσμο εθνικών κρατών, εθνοτικές μειονότητες όπως ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ελλάδας και οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Μικράς Ασίας ήταν μια συνταγή για διεθνή αστάθεια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, Έλληνες και Τούρκοι ηγέτες αποφάσισαν να ανταλλάξουν τους μειονοτικούς πληθυσμούς τους, εκτοπίζοντας περί τα δύο εκατομμύρια χριστιανούς και μουσουλμάνους προς χάριν της εθνικής ομοιογένειας.

Η ελληνο - τουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν η μεγαλύτερη οργανωμένη μετακίνηση προσφύγων στην ιστορία μέχρι τότε και μοντέλο που οι ναζιστές και άλλοι θα το επικαλούνταν αργότερα για να εκτοπίσουν ανθρώπους στην ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Ινδία. Είναι ειρωνικό, λοιπόν, που η Ελλάδα ήταν επίσης στην πρωτοπορία της αντίστασης στους ναζιστές.

Τον χειμώνα του 1940-41, ήταν η πρώτη χώρα που αντεπιτέθηκε αποτελεσματικά κατά των δυνάμεων του Άξονα, ταπεινώνοντας τον Μουσολίνι στον ελληνο - ιταλικό πόλεμο ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη επευφημούσε την Ελλάδα. Και πολλοί χειροκρότησαν πάλι λίγους μήνες αργότερα όταν ένας νεαρός αριστερός αντιστασιακός ονόματι Μανώλης Γλέζος σκαρφάλωσε στην Ακρόπολη ένα βράδυ με έναν φίλο και κατέβασαν τη σημαία με την σβάστικα που οι Γερμανοί είχαν πρόσφατα υψώσει. Σχεδόν 70 χρόνια αργότερα, η ελληνική αστυνομία θα έριχνε δακρυγόνα στον κ. Γλέζο ο οποίος διαδήλωνε κατά του προγράμματος λιτότητας. Αλλά στο τέλος, η Ελλάδα υπέκυψε στη γερμανική κατοχή.

Η κυριαρχία των ναζιστών έφερε μαζί της την πολιτική κατάρρευση, την μεγάλη πείνα, και μετά την απελευθέρωση, την βύθιση της χώρας σε έναν εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις κομμουνιστικές και τις αντικομμουνιστικές δυνάμεις. Μόλις λίγα χρόνια μετά την ήττα του Χίτλερ, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο της ιστορίας, ως μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου. Το 1947, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν χρησιμοποίησε τον κλιμακούμενο εμφύλιο στην Ελλάδα για να πείσει το Κογκρέσο να στηρίξει το Δόγμα Τρούμαν και την ειρηνική δέσμευση αμερικανικών πόρων για τον αγώνα κατά του Κομμουνισμού και την ανοικοδόμηση της Ευρώπης.

Ανυψωμένη ξαφνικά σε έναν διατλαντικό αγώνα, η Ελλάδα συμβόλιζε τώρα μια πολύ διαφορετική Ευρώπη - μία Ευρώπη που είχε αυτοκαταστραφεί, και που ο μόνος δρόμος εξόδου από την ανέχεια των μέσων της δεκαετίας του 1940 ήταν ως μικρότερος εταίρος της Ουάσινγκτον. Καθώς τα δολάρια άρχισαν να ρέουν, αμερικανοί σύμβουλοι έλεγαν στους Έλληνες πολιτικούς τι να κάνουν και αμερικανικές βόμβες ναπάλμ έκαιγαν τα ελληνικά βουνά καθώς οι κομμουνιστές αντάρτες τρέπονταν σε φυγή.

Η πολιτική και οικονομική ένωση της Ευρώπης υποτίθεται ότι θα έβαζε τέλος στις αδυναμίες και την εξάρτηση της διχοτομημένης ηπείρου. Και εδώ η Ελλάδα έγινε σύμβολο μιας νέας φάσης στην ευρωπαϊκή ιστορία. Η πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974 δεν έφερε στη χώρα μόνο την πλήρη ένταξη σε αυτό που θα γινόταν η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Προανήγγειλε επίσης (μαζί με τη μετάβαση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στη δημοκρατία την ίδια εποχή) το παγκόσμιο κύμα εκδημοκρατισμού της δεκαετίας του 1980 και του '90, πρώτα στη Νότια Αμερική και τη Νοτιοανατολική Ασία και μετά στην Ανατολική Ευρώπη.

Και έδωσε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την όρεξη για διεύρυνση και τη φιλοδοξία να εξελιχθεί από ένα μικρό κλαμπ πλούσιων δυτικοευρωπαϊκών κρατών σε φωνή για ολόκληρη την προσφάτως εκδημοκρατισμένη ήπειρο, η οποία εξαπλώθηκε κατά πολύ στο νότο και την ανατολή. Και τώρα, σήμερα, αφότου έσβησε η ευφορία της δεκαετίας του '90 και μια νέα ταπεινοφροσύνη χαρακτηρίζει τους Ευρωπαίους, ο κλήρος πέφτει και πάλι στην Ελλάδα ως χώρας η οποία θα προκαλέσει τους μανδαρίνους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα θέσει το ερώτημα: «ποιό θα είναι το μέλλον της ηπείρου;».

Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποτίθεται ότι θα ένωνε μια κατακερματισμένη Ευρώπη, ότι θα ενίσχυε τις δημοκρατικές της δυνατότητες και ότι θα μεταμόρφωνε την ήπειρο σε μια ανταγωνιστική δύναμη στην παγκόσμια σκηνή. Είναι ίσως ταιριαστό που ένα από τα αρχαιότερα και πιο δημοκρατικά έθνη - κράτη της Ευρώπης βρίσκεται στην καινούργια εμπροσθοφυλακή, όσων θέτουν εν αμφιβόλω όλα αυτά τα επιτεύγματα.
Γιατί είμαστε όλοι μικρές δυνάμεις τώρα, και για άλλη μια φορά η Ελλάδα πολεμάει στην πρώτη γραμμή του αγώνα για το μέλλον.


* Μαρκ Μαζάουερ
Βρετανός ιστορικός και συγγραφέας,
καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Κολούμπια των ΗΠΑ.

Σχετικά Άρθρα: 

9.5.12

Μ. Ζουμπουλάκη: Οι ήρωές μου πιά τραβούσανε προς τα μπρος...


tvxs.gr/node/93807

 
Είχα τα ζόρια μου βέβαια. Τις σχέσεις, τα παιδιά μου, το γιόκα μου που περνάει (ακόμα) κωλο-εφηβεία… σε γενικό κλίμα απολύσεων, ανεργίας, λαμογιάς, καταστροφολογίας και τρομολαγνείας – δηλαδή με ρωτούσαν διάφοροι «μα τι σκατά κάθεσαι και γράφεις, εδώ ο κόσμος χάνεται, ποιος χέστηκε για τις ιστορίες σου», η δημοσιογράφος, συγγραφέας, αλλά και μητέρα τριών ανήλικων παιδιών, Μανίνα Ζουμπουλάκη, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη, το στόρι της δημιουργικής συγγραφής –από την έμπνευση μέχρι το τυπογραφείο- του νέου μυθιστορήματός της με τίτλο «Ευτυχία», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Ξεκίνησα να γράφω την «Ευτυχία» πριν 3 χρόνια: μια φίλη μου διηγήθηκε άσχετη ιστορία από δική της φίλη, φιλόλογο, που τα έφτιαξε με έναν μαθητή της…για την ακρίβεια της γυάλισε ο μαθητής, δεν θυμάμαι αν το έκαναν τελικά ή όχι. Η φίλη-φίλης ήταν γύρω στα 55 και άρχισα να το σκέφτομαι, να το κουνάω μέσα στο μυαλό μου, την ιδέα του σεξ/της σχέσης με ξένον άνθρωπο πολύ νεότερο, όταν θεωρείς ότι έχεις τελειώσει μ’ αυτές τις αηδίες. Δηλαδή έστηνα τον χαρακτήρα της Βέρας, της (μίας) ηρωίδας, ενώ δούλευα κι έτρεχα από δω κι από κεί, χάνοντας στροφές από τη δική μου καθημερινότητα. Που όπως όλες οι καθημερινότητες, είχε τα πάνω και κυρίως, τα κάτω της… και πάρα πολλά μπεϊμπιλίνο επίσης.
Μετά ένας μαθητής μου (δημιουργικής γραφής) είπε μια άλλη ιστορία, πώς όταν ήταν μικρός η μαμά του τον έβαζε σε ένα βαρέλι με νερό μαζί με τα αδέρφια του αντί να τους πάει στη θάλασσα, σ’ ένα σπίτι «κάπου στο βουνό». Ήταν μια στιγμή που στα κόμιξ εικονογραφείται με γλόμπο να ανάβει ξαφνικά στο συννεφάκι πάνω από τον ήρωα: η μαμά είχε γκόμενο! Η μαμά έβαζε τα παιδιά στο βαρέλι για να κάνει σεξ! Και…αν τα παιδιά ήτανε αγόρια-κορίτσια; Το ένα αγόρι θα ψάξει το κορίτσι στο Φέησμπουκ μετά από χρόνια  – ωραίο δεν ακούγεται; Ε; ε;
Υπάρχει μια στιγμή στη διάρκεια της όλης διαδικασίας (συγγραφής μυθιστορήματος) που αρχίζεις να λές στους φίλους σου «γράφω κάτι». Για πολύ καιρό δε λές κουβέντα, γράφεις στα μουλωχτά αλλά δεν έχει ειρμό αυτό που κάνεις, άρατα-μάρατα είναι, οι ήρωες είναι θολοί και σα να μην έχουνε κατεβεί ακόμα τα αρχίδια τους… Από την ώρα που λες «γράφω  κάτι», μπαίνεις στην επικοινωνιακή πλευρά του γραψίματος κι αρχίζεις να φτιάχνεσαι. Θα το διαβάσει η Ελένη, η Ερση, ο Παυριανός, η Σβέτλα, ο Βαγγέλης, ο Μιχάλης, οι φίλοι μου κι ο αδερφός μου, η αδερφή μου, η ξαδέρφη μου, άρα πρέπει να το στήσω καλά, να έχει ενδιαφέρον, εσωτερική και εξωτερική δράση, χιούμορ (μη σκάσουμε κι όλας) συναίσθημα και ήρωες που θα είναι ενδιαφέροντες ακόμα κι όταν είναι βλαμμένοι. Τον Αύγουστο του ’11 πχ, χωρίς να έχω ακόμα την πλοκή κλπ, έγραψα το κεφάλαιο «Βλαμμένος» και το έστειλα στην φίλη μου την Ερση («είναι καθόλου γοητευτικός αυτός ή βγαίνει απλώς μαλάκας;»). Όταν γράφεις είσαι αυτιστικός, κλεισμένος μέσα στο κεφάλι σου – αμφιβάλλεις ώρες-ώρες κατά πόσον όντως γράφεις για να επικοινωνήσεις ή επειδή είσαι γκάγκανος.
Είχα τα ζόρια μου βέβαια. Τις σχέσεις, τα παιδιά μου, το γιόκα μου που περνάει (ακόμα) κωλο-εφηβεία… σε γενικό κλίμα απολύσεων, ανεργίας, λαμογιάς, καταστροφολογίας και τρομολαγνείας – δηλαδή με ρωτούσαν διάφοροι «μα τι σκατά κάθεσαι και γράφεις, εδώ ο κόσμος χάνεται, ποιος χέστηκε για τις ιστορίες σου». Αλλά οι ιστορίες (που έγιναν μετά κεφάλαια) είναι αυτό που λέμε «βγαλμένες μέσα από τη ζωή» (έλα!), δεν είναι ποτέ κατασκευές, βαριέμαι και μόνο που το σκέφτομαι ότι θα στήσω αντίσκηνα με τις λέξεις πχ. Να καταγράψω, να επικοινωνήσω πράγματα θέλω, να μεταφέρω ιστορίες που τις ακούω με το αυτί του τρελού/καλλιτέχνη/συγγραφέα/βλαμμένου κι έπειτα τις συναρμολογώ και τις σερβίρω προς τα έξω - επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος  να μπορέσω να τις επεξεργαστώ. Να καταλάβω δηλαδή κι εγώ τι γίνεται, μαζί με τους αναγνώστες…
Όταν τελείωνα, όταν έμπλεξα με το θέμα «κάνω φινάλε», με πλησίασαν από τον Παπαδόπουλο. Που είναι φέημους για τα παιδικά βιβλία αλλά θέλει να κάνει άνοιγμα στα μεγαλίστικα. Πέρασα ένα μήνα ιδροκοπώντας πάνω από την Αυλαία, και πώς θα πέσει, και τι χρώμα θα είναι. Και πάλι με μυστήριο τρόπο – δεν κοιμήθηκα τρείς νύχτες σερί που έλειπαν όλοι από το σπίτι, νομίζω δεν έφαγα κι όλας, και σ’ αυτές τις νύχτες βρήκα μέχρι και τον τίτλο. «Ευτυχία»: μου έκανε πολύ αισιόδοξο, πολύ «πάμε για άλλα»… και οι ήρωές μου πιά ήταν δυναμικοί, τραβούσανε προς τα μπρος, είχανε ξεκολλήσει, είχανε απογειωθεί προς την Ευτυχία, οπότε ναι. Τους ταιριάζει μέχρι και ο τίτλος.-

(*Η Μανίνα Ζουμπουλάκη, θα βρίσκεται το προσεχές Σαββάτο από τις 7μμ έως περίπου τις 9μμ, στην 35η Γιορτή Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως, και στο περίπτερο 120, των εκδόσεων Παπαδόπουλος)



Διαβάστε επίσης:
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου