Όσο βυθίζομαι στη Γνώση σου, ξόρκι που βγήκες από μένα, όλο
και πιο ανάλαφρος επαναπροσδιορίζω τη σκιά μου.
Τόσο μεγαλώνει η λάμψη που με περιβάλλει.
Αυτός ο όγκος, ετούτα τα χέρια, ο καπνός που στροβιλίζεται
σε αμέτρητα σχήματα, ανέφελες χαράξεις σε όλες τις κατευθύνσεις, γίνεται
κουκίδα.
Το πιο μικρό αστέρι από στάχτες πλασμένο.
Και καταπίνεται ξανά απ’ το αυριανό αιώνιο σκοτάδι.
Δεν είναι τα μάτια φωτεινά.
Μήτε το βλέμμα οδηγός για να προβάλλει μονοπάτια.
Η μοναδικότητά τους είναι το ένα και το αυτό και το
απέθαντο.
Μαθαίνουν άλλοτε γρήγορα κι άλλοτε αργά, να διακρίνουν το
σκοτάδι.
Αυτό κάνουν τα μάτια.
Το σκοτάδι, τα έχει όλα!
Όλα τα χρώματα, όλη την αρμονία, όλες τις ψευδαισθήσεις.
Όλους τους χτύπους, τους παλμούς της παραφορτωμένης μας
καρδιάς, χοχλάζει χωρίς αιτίες και καημούς.
Γύρω μας στέκεται αδηφάγο και ανέσπερο.
Το σκοτάδι.
Με κλειστά βλέφαρα ποτέ δε θα μάθεις.
Δε θα μάθεις ποτέ το σχήμα σου.
Την απόχρωσή σου.
Το πόσο μακριά φτάνεις.
Το ξόρκι να μιλήσεις.