Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

3.5.11

Συγγραφέας; Ναι, αλλά μόνο για χόμπι


Έντυπη Έκδοση Επτά, Σάββατο 30 Απριλίου 2011

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ το επαγγελματικό προφίλ του σύγχρονου έλληνα συγγραφέα; Μπορεί να βιοπορίζεται από τα έργα του; Είναι ασφαλισμένος; Υπάρχει περίπτωση να συνταξιοδοτηθεί; Μισός αιώνας πέρασε από τότε που ο Βασίλης Βασιλικός διεκδίκησε ν' αναγράφεται το επάγγελμα «συγγραφέας» στην ταυτότητά του, αλλά απ' ό,τι φαίνεται, η πνευματική δημιουργία εξακολουθεί ν' ασκείται στην Ελλάδα σαν μια οποιαδήποτε άλλη ερασιτεχνική απασχόληση!
Αποκαλυπτική είναι η έρευνα του ΕΚΕΒΙ που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Metron Analysis το 2001, η οποία όμως ούτε δημοσιοποιήθηκε ούτε επαναλήφθηκε. Ρωτήθηκαν 665 «δόκιμοι» συγγραφείς, μέλη διαφόρων σωματείων, με καθοριστικό κριτήριο για την επιλογή τους να έχουν δημοσιεύσει σε «καθιερωμένο» εκδοτικό οίκο τουλάχιστον τρία βιβλία ο καθένας τους. Τελικά απάντησαν 434, το 30% των οποίων και βραβεία είχαν αποσπάσει και είχαν μεταφραστεί. Ωστόσο, το 65% απ' αυτούς ασκούσαν κι άλλη δουλειά, με τη συγγραφική δραστηριότητα να τους αποφέρει λιγότερο από το 25% των εισοδημάτων τους. Εισοδήματα που για έναν στους δύο (53,4%) δεν ξεπερνούσαν συνολικά τις 350.000 δραχμές -σαν να λέμε 1.000 ευρώ σημερινά.
Αλίμονο στον συγγραφέα που δεν έχει ευκατάστατο σύζυγο, κάποιο έξτρα εισόδημα ή που δεν ασκεί, παράλληλα με το «χόμπι» του, ένα από τα παρακάτω επαγγέλματα: εκπαιδευτικός, μεταφραστής, αρθρογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, σύμβουλος εκδοτικών οίκων, επιμελητής κειμένων, αρθρογράφος, δάσκαλος δημιουργικής γραφής. Αν εξαιρέσουμε τους μετρημένους στα δάχτυλα καταξιωμένους ποιητές μας, οι υπόλοιποι καλούνται να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι τις εκδόσεις των συλλογών τους. Κι αν οι αντίστοιχοι πεζογράφοι εισπράττουν το πολύ 15% από τη λιανική τιμή των βιβλίων τους, οι πρωτοεμφανιζόμενοι αρκούνται στο 10%, αφού καλυφθούν τα έξοδα του εκδότη, αφού δηλαδή διατεθούν τα πρώτα χίλια αντίτυπα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανερχόμενη Ελένα Μαρούτσου, του «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας», πλήρωσε από την τσέπη της ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, μοιραζόμενη με τον εκδότη της τα δικαιώματα για τις εικόνες του Μαγκρίτ που ενσωμάτωσε στο βραβευμένο μυθιστόρημά της. Οταν αργότερα άλλος οίκος τής παρήγγειλε μία νουβέλα έναντι 2.500 ευρώ, χρειάστηκε να περάσουν δώδεκα μήνες μέχρι να την εισπράξει στο σύνολό της. Και η καλύτερη αμοιβή που εισέπραξε ποτέ για μεμονωμένο διήγημά της δεν ξεπέρασε τα 300 ευρώ.
Κάντε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Ενα μυθιστόρημα των 15 ευρώ που σημειώνει πέντε εκδόσεις των 2.000 αντιτύπων μέσα στη χρονιά -μιλάμε γι' αξιοζήλευτη επιτυχία στον αμιγώς λογοτεχνικό χώρο- φέρνει στον δημιουργό του 15.000 ευρώ μεικτά, συν 23% ΦΠΑ που πρέπει ν' αποδοθεί. Απ' αυτό το ποσό, το οποίο φορολογείται εκ των προτέρων με 20%, ο συγγραφέας οφείλει να καταβάλει τις εισφορές του στον ΟΑΕΕ ως ελεύθερος επαγγελματίας (γύρω στα 600 ευρώ το δίμηνο), δεδομένου ότι χωρίς δελτίο παροχής υπηρεσιών αδυνατεί να εισπράξει πάνω από 5.000 ευρώ ετησίως ως πνευματικά δικαιώματα. Θα ζήσει λοιπόν μ' ό,τι περισσέψει, σ' ένα καθεστώς «πολύ στοιχειώδους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης», όπως επισημαίνει η Μάρω Δούκα, και χωρίς καμιά βεβαιότητα ότι το επόμενο βιβλίο του, όποτε κι αν εκδοθεί, θα πάει το ίδιο καλά εμπορικά.
Η Μάρω Δούκα υπολογίζει πως ούτε στα 80 της δεν θα μπορεί να βγάλει σύνταξη από τον ΟΑΕΕ. Κι έτσι και σταματήσει να δημοσιεύει, σ' ένα χαρτζιλίκι θα αρκείται, καθώς όπως ομολογεί, «μόνο το καινούριο βιβλίο μετράει στην αγορά, η ζήτηση για τα παλιότερα είναι ασήμαντη». Γι' αυτό και στηρίζει τις ελπίδες της σε μια τιμητική σύνταξη από το υπουργείο Πολιτισμού, «αν φυσικά διατηρείται ο θεσμός έως τότε...». Επί ξύλου κρεμάμενες είναι και συγγραφείς όπως η Ιωάννα Καρυστιάνη, η Ρέα Γαλανάκη, η Ευγενία Φακίνου ή η Ζυράννα Ζατέλη, για ν' αναφερθούμε σε πασίγνωστα ονόματα, αλλά κάθε απόπειρα έως τώρα για να βρεθεί μια νομική φόρμουλα που θα διευθετούσε το πρόβλημα, έπεσε στο κενό.
Ακόμα κι εκείνοι, ωστόσο, που συνταξιοδοτήθηκαν από τα «κανονικά» επαγγέλματά τους, βρίσκονται στην εποχή του μνημονίου σε αδιέξοδο. Αν θέλουν να συνεχίσουν τη δημιουργική τους δουλειά, πρέπει επίσης ν' ασφαλιστούν στον ΟΑΕΕ για να προμηθευτούν το περίφημο μπλοκάκι, ενώ και τα κέρδη από την «επιχείρησή» τους θ' αφαιρούνται από το ποσό της σύνταξης. Γι' αυτό και μηχανεύονται τρόπους ν' αποφύγουν τον σκόπελο είτε δανειζόμενοι μπλοκάκια άλλων, είτε μεταβιβάζοντας τα συγγραφικά τους δικαιώματα σε συγγενικά τους πρόσωπα, είτε μοστράροντας με αυτοπεποίθηση στους εφοριακούς τον νόμο 3232 του 2004, που αναφέρει ρητά ότι απαλλάσσονται από αυτήν την υποχρέωση, αποσιωπώντας βέβαια ότι, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι ελληνικοί νόμοι, είναι κι αυτός ανενεργός...
Πράγματι, ο παραπάνω πασοκικής προέλευσης νόμος, που ρύθμιζε διεξοδικά το ασφαλιστικό των πνευματικών δημιουργών, προβλέποντας τη δημιουργία ενός «κουμπαρά» όπου πέρα από τις εισφορές των τελευταίων θα συγκεντρώνονταν και ποσά από ένα ειδικό τέλος στη χονδρική τιμή των βιβλίων (0,5%), προς μεγάλη ανακούφιση του εκδοτικού χώρου, έμεινε στα χαρτιά. Κι αυτό, επειδή ουδέποτε συγκροτήθηκε η επιτροπή του ΥΠΠΟ που θα έκρινε ποιοι ακριβώς ποιητές, πεζογράφοι και θεατρικοί συγγραφείς καλύπτονται κάτω απ' αυτήν την ιδιότητα... Κι ενώ ο Παύλος Γερουλάνος εξακολουθεί ν' αρνείται κάθε επαφή με την Εταιρεία Συγγραφέων, ο επικεφαλής της διεύθυνσης γραμμάτων του ΥΠΠΟ, «πριν

Επάγγελμα καλλιτέχνης: ζήσε Μάη μου

Έντυπη Έκδοση Επτά, Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Εντάξει, κάνουν μια δουλειά που τους εκφράζει, τους παθιάζει, τους αναζωογονεί. Γυρίζουν ταινίες, γράφουν βιβλία, τραγουδάνε, συνθέτουν, ζωγραφίζουν, χορεύουν, μεταμορφώνουν υπόγεια σε θεατρικές σκηνές, τρέχουν σε οντισιόν, ηχογραφούν, κι αγωνίζονται όχι απλώς να σταθούν αλλά και να διακριθούν στον δημιουργικό στίβο.

Αλλος λίγος, άλλος πολύ, όλοι τους συμμετέχουν στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτιστικού τοπίου. Με τι κόστος όμως και κάτω από τι συνθήκες; Πόσοι καταφέρνουν να βιοπορίζονται από την τέχνη τους; Πόσοι αναγκάζονται να υποκύψουν στη «μαύρη» εργασία; Πώς συγκεντρώνουν ένσημα για μια μελλοντική σύνταξη; Πώς γίνεται πολυβραβευμένοι συγγραφείς να είναι ανασφάλιστοι και καταξιωμένοι εικαστικοί να έχουν βιβλιάριο απορίας; Τα ρεπορτάζ που ακολουθούν αυτό ανιχνεύουν: τι σημαίνει πρακτικά η ιδιότητα του καλλιτέχνη στην Ελλάδα του μνημονίου. Κι όπως αποδεικνύεται, μια σειρά από προβλήματα κληρονομημένα από την εποχή της ευημερίας, σήμερα θεριεύουν...

Ανεργία σε πρώτο ρόλο

ΤΟ ΠΑΛΙΟ, μαύρο αλλά συμβολικό, αστείο «Ηθοποιός σημαίνει φως. Νερό, τηλέφωνο κομμένα» περιγράφει τη συνήθη οικονομική κατάσταση στη ζωή των ηθοποιών. Μια τέχνη που δύσκολα αφήνει χρήματα, αντίθετα: απαιτεί θυσίες. Τα τελευταία χρόνια όμως τα πράγματα πηγαίνουν απ' το κακό στο χειρότερο.
Οι επιχορηγήσεις δεν δίνονται εγκαίρως ή κόβονται, δεν πληρώνονται όλες οι πρόβες, δεν βάζουν όλα τα ένσημα, τα δώρα έγιναν ένα μακρινό παρελθόν, όπως άλλωστε τα επιδόματα και οι αποζημιώσεις. «Μπαίνουμε μέσα» είναι το σταθερό μοτίβο των εργοδοτών κι έτσι, χρόνο με τον χρόνο, μπαίνουν μέσα και οι ηθοποιοί, αφού τα περιθώρια της επιβίωσης στενεύουν. Το ποσοστό ανεργίας στον χώρο καλπάζει, οι προτάσεις των επιχειρηματιών είναι πια μόνο για ποσοστά ή μεροκάματα, κρατικά θέατρα έφτασαν να πληρώνουν «έναντι», ενώ ΔΗΠΕΘΕ χρωστούν αμοιβές μηνών.
Το μέλλον είναι περισσότερο δυσοίωνο από ποτέ. Ηθοποιοί που απολαμβάνουν αναγνωρισιμότητας κι άλλοι που μετρούν πάνω από τριάντα χρόνια στο θέατρο βρίσκονται τώρα άνεργοι εδώ και χρόνια, ξεχασμένοι από παραγωγούς και σκηνοθέτες.
Η Μαρία Τσιμά δουλεύει είκοσι χρόνια στο θέατρο και, όπως λέει, ανήκει στη μεγάλη κατηγορία των ηθοποιών που ζουν αποκλειστικά απ' αυτό. «Δεν πίστεψα ούτε μία φορά ότι θα έβγαζα πολλά λεφτά. Αλλά ευελπιστούσα ότι θα ζούσα με αξιοπρέπεια απ' τη δουλειά μου, ότι θα μπορούσα, έστω και με λίγα, να της αφοσιωθώ. Με τις υπάρχουσες συνθήκες σκέφτομαι πόσο μπορούμε να κρατηθούμε στον χώρο. Και κυρίως πόσο μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι, με το θάρρος της γνώμης μας, όταν το μοναδικό μας κριτήριο θα είναι η αναζήτηση μιας οποιασδήποτε θεατρικής δουλειάς, με οποιονδήποτε όρο».
Οι πόρτες του Εθνικού Θεάτρου δύσκολα ανοίγουν πια, λένε σήμερα ηθοποιοί που μάταια περιμένουν μια πρόταση. «Η γνωστή "dream team" πρέπει να παίζει συνεχώς. Αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν καλοί ηθοποιοί να είναι μόνον οι ίδιοι και οι ίδιοι, αυτοί που βλέπουμε και ξαναβλέπουμε με ρόλους χειμώνα-καλοκαίρι...»
Πριν από καιρό, οι ηθοποιοί του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, ενώ παρουσιαζόταν σε θέατρο της Αθήνας το «Λεωφορείον ο Πόθος», προχώρησαν σε επίσχεση εργασίας, αφού μετά από μηνών πρόβες και παραστάσεις δεν είχαν πληρωθεί καθόλου.
Ας μη μιλήσουμε για τους νέους, που δεν έχουν πια ευκαιρίες. Στήνουν εκ των ενόντων παραστάσεις χαμηλού κόστους σε απλές αίθουσες ή εγκαταλειμμένους, αυτοσχέδιους χώρους. Μια απλή εγκατάσταση φωτισμών, εθελοντική εργασία και στην έξοδο «ό,τι προαιρείσθε...» Δεν σπαταλούν χρήματα ούτε καν για την αποστολή δελτίων τύπου. Κινητοποιούν τον κόσμο μέσα από το Ιντερνετ.
Κι έπειτα, ποιες είναι οι ηλικίες που ορίζουν την γκάμα της... νιότης; Πόσο νέα είναι μια τριαντάχρονη ωραία και ταλαντούχος ηθοποιός που τα τελευταία τέσσερα χρόνια ψάχνει για δουλειά; «Και εννοείται φυσικά πως κάθε χρόνο είναι χειρότερα» λέει άνεργη ηθοποιός. «Τι κάνεις; Προσπαθείς να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου. Σκέφτεσαι μήπως πρέπει ν' αλλάξεις επαγγελματικό προσανατολισμό, αλλά εν τω μεταξύ δουλεύεις σε μπαρ και εστιατόρια για να βιοποριστείς, όπου και εκεί πληρώνεσαι έναντι».
Οι οντισιόν γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Ποιος παραγωγός ή σκηνοθέτης σε περίοδο κρίσης θα σκεφτεί να δώσει ευκαιρία και χρήματα σε κάποιον που δεν γνωρίζει, όταν δίπλα του υπάρχουν ηθοποιοί με τους οποίους έχει ήδη συνεργαστεί;
Ηθοποιοί τηλεοπτικής σειράς σε μεγάλο κανάλι πήγαν να πληρωθούν, για το σύνολο της δουλειάς τους, με μεταχρονολογημένες επιταγές εκεί, που μπροστά στο ταμείο, αποδείχθηκαν χωρίς αντίκρισμα. Ποιος να κυνηγήσει ποιον, με δεδομένες τις φαλιρισμένες εταιρείες, τις χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες και τη στεγνή από ρευστό αγορά;
Νέοι ηθοποιοί που ξεκίνησαν μια δυναμική καριέρα από την τηλεόραση και γρήγορα έγιναν δημοφιλείς δεν έχουν επαγγελματικές προτάσεις. Το κυρίαρχο συναίσθημα είναι ο φόβος για ένα απειλητικό άγνωστο. Σειρά έχει η κατάθλιψη.
Σε παλαιότερες εποχές, ακόμα και στην κατοχή, το θέατρο κατάφερνε να υπάρχει και να κρατάει ανοιχτό τον δίαυλο επικοινωνίας με τον κόσμο. Γι' αυτό και οι ηθοποιοί γύριζαν απ' άκρη σ' άκρη τη χώρα, ανέβαιναν στα βουνά και συνέχιζαν την τέχνη τους ακόμα και στους τόπους εξορίας.
«Και πληρώνονταν ελάχιστα ή τίποτα» λέει η Μαρία Τσιμά. «Κάποτε μάλιστα πληρώνονταν σε είδος, όπως πρόσφατα οι συνάδελφοί μας στην Αργεντινή: όταν πτώχευσε η χώρα, συνέχισαν τις παραστάσεις κι ο κόσμος πήγαινε στο θέατρο πληρώνοντας με πατάτες και ρύζι».
Πώς φαντάζεται η Μαρία Τσιμά τη δουλειά της τα επόμενα χρόνια; «Ακούω καθημερινά το δελτίο της κρίσης σαν πολεμική ανταπόκριση μιας επελαύνουσας καταστροφής. Αύριο δεν ξέρω αν θα πληρωνόμαστε. Αν θα έρχονται θεατές να μας δουν. Γιατί πληθαίνουν οι φτωχοί ανάμεσά μας. Διάβαζα μια συνέντευξη του Μπρουκ όπου τον ρωτούσαν για το μέλλον του θεάτρου. Κι αυτός είπε ότι βρίσκεται στο φτηνό εισιτήριο. Η απάντησή του κάτι φωτίζει μέσα μου. Η τέχνη του θεάτρου είναι παρηγορητική. Τώρα που ο θεατής θα είναι φτωχός, θα 'χει πολλή ανάγκη από έναν φτωχό ηθοποιό»...
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου