Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

21.4.17

«Ταξίδι στη Λέρο», της Αγγελικής Κυβέλου




Ήταν πολύ ωραίο το ταξίδι! Το καράβι ήταν γεμάτο. Εμείς μιλάγαμε σε όλους και μας μίλαγαν όλοι. Οι καμαρώτοι, που η κόρη της Αλίκης τούς φώναζε καμαρωτούς και εμείς γελούσαμε, ήταν πολύ καλοί μαζί μας. Οι γυναίκες λέγανε αστεία, ήταν ζωντανές, ωραίες και θαρρετές, τέτοιες δεν συναντάς κάθε μέρα. 
Εμείς κάναμε πιο πολύ παρέα με την Αλίκη και την κόρη της, την Νίνα και την κόρη της την Κανέλλη που  ήταν μικρότερη και στα παιχνίδια μας δάγκωνε. Αυτές οι δυο μικρές δεν ξέρανε τον μπαμπά τους, γεννήθηκαν ενώ είχε φύγει. Και βέβαια τα αγόρια τον Βασίλη και τον Γρηγόρη, ο ένας μεγαλύτερος ένα χρόνο από τη Βαγγελίτσα μας και ο άλλος σαν εκείνη, αλλά φαινόταν σαν να πήγαιναν αυτοί γυμνάσιο και εμείς νηπιαγωγείο. Όποτε συναντιόμαστε, έλεγαν «από τα κόκκαλα βγαλμένες» και η Νίνα τους έλεγε «Έλα, βλακείες τώρα».  Το πλοίο γεμάτο από συγγενείς,  γυναίκες και παιδιά εξορίστων.
(Ο μπαμπάς μάς έλεγε ότι ήταν στην ζούγκλα και διηγιόταν περιπέτειες με το κροκόδειλο που νίκησε, και τον φίλο του τον Φώτη το καγκουρό. Κάποια χρόνια αργότερα μάς τον σύστησε: «από εδώ ο φίλος μου ο Φώτης το καγκουρώ», εκείνος έλεγε «Ρε Λούη…» και του κοβόταν η ανάσα από τα γέλια. Ο Φώτης πουλούσε βιβλία σε σπίτια, όπως και τόσοι άλλοι αριστεροί.)
Ήταν πάντως διασκεδαστικό το ταξίδι με το καράβι. Έβλεπα τα δελφίνια και τους γλάρους. Τότε πίστευα ότι σε όλη μου τη ζωή θα μπορώ όποτε επιθυμήσω να δω ένα δελφίνι, να πάω κοντά στη θάλασσα και σίγουρα θα είναι εκεί, γιατί αυτά τα δελφίνια ξετρελαίνονται να μας ακολουθούν καθώς ταξιδεύαμε.  
Φτάσαμε, πήγαμε στο ξενοδοχείο αλλά την άλλη μέρα όλα ήταν αλλιώτικα. Στο λιμάνι ήταν μαζεμένος πολύ κόσμος. Δυο φορτηγά ανοικτά και η αστυνομία παντού. Δεν το είχα ξαναδεί αυτό. Κάθε φορά πηγαίναμε με ταξί ή λεωφορείο. Σήμερα είχε φορτηγά με ανοικτές καρότσες και η αστυνομία εκεί, να κοιτά τα χαρτιά. Κόσμος έσπρωχνε. Φτάσαμε επιτέλους στο φορτηγό με τα χαρτιά μας και μας είπαν, δεν μπαίνετε.
Ο θείος Γιώργος, ο μικρότερος αδελφός του μπαμπά, είχε έρθει μαζί μας. Η μαμά του είπε κράτα τα κορίτσια και θα έρθω να σας βρω. Μάς πήγε στο ζαχαροπλαστείο που ήταν στο λιμάνι και όλο μας ρωτούσε τι θέλετε και μας πήρε από όλα, λεμονάδες και πάστες. Εγώ δεν άγγιξα τίποτα. Έχασα από τα μάτια μου τη μαμά μου, δεν ήξερα τι έγινε, τα φορτηγά γεμάτα συγγενείς, γυναίκες και παιδιά έφευγαν.
Μείναμε μόνοι μας στο λιμάνι, στο ζαχαροπλαστείο, μια μέρα τόσο ωραία και λαμπερή. Εγώ έκανα ότι κοιτούσα κάτι κάτω από την καρέκλα μου. Τα δάκρυα μου έτρεχαν. Από μακριά ακουγόταν χαχανητά, ρώτησα ποιοί γελάνε; «Είναι από το τρελοκομείο» μου είπαν.
Είχα κλάψει τόσο σιγά και τόσο πολύ που το κεφάλι μου βάρυνε. Ένοιωθα χαμένη. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η μαμά μου, φουριόζα, «ελάτε» είπε και μας πήρε προς το τελωνείο. Μας άφησε στο μπαλκόνι  να περιμένουμε. Χάζευα, το μέρος είχε τόσες χελιδονοφωλιές και από την τρύπα έβλεπες ουρές μικρών χελιδονιών να ξεπροβάλλουν που σκέφτηκα ότι η μαμά κατάλαβε πόσο είχα κλάψει και μας έφερε εδώ να μου περάσει. Ένα σπίτι με τόσα χελιδόνια θα είναι καλοί άνθρωποι εδώ.
Ξάφνου ξεχωρίζω από όλες τις φωνές τη φωνή της μαμάς μου. Η μαμά μου δουλεύει όλη μέρα και ήξερε τον καθένα να τον βάζει στη θέση του. Βγαίνει έξω μας παίρνει από το χέρι χωρίς να μας ρίξει ούτε μια ματιά και μας βάζει σε ένα γραφείο όπου ήταν ένα διοικητής.
«Δείξτε ανθρωπιά, μην με αφήνετε εμένα, αφήστε τις κόρες του να τον δουν» και τότε έσφιξε το μαντίλι  που κρατούσε στο χέρι της,  το έβαλε κάτω από τα γυαλιά της και σκούπισε δάκρυα. Η μαμά μου που δεν κλαίει ποτέ. Έκλαιγε. Αυτός την έκανε να κλαίει. Τότε λυπήθηκα τα χελιδόνια. Αυτά πιο πολύ από όλα και όλους μας, γιατί δεν καταλάβαιναν τα χαζά και έκαναν τη φωλιά τους σε τόσο κακούς ανθρώπους.  
Δεν ξέρω τι έγινε ούτε με ποια σειρά. Πάντως η μαμά μου, που δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ και ξέρει να βάζει στη θέση του τον καθένα, καθόταν στο ταξί μαζί μας το οποίο πήγαινε φουλαριστό για το στρατόπεδο. Κάτι την ρώτησε ο ταξιτζής και εκείνη είπε όλα είναι εντάξει θα μας περιμένετε απ΄ έξω.  Όταν πλησιάζαμε η μαμά είπε «Κορίτσια χαιρετάτε».Τ ην κοίταξα, τα μάτια της ήταν καθαρά χωρίς δάκρυα, χωρίς φόβο. Ανοίξαμε τα παράθυρα και χαιρετάγαμε. Οι όψεις τρομακτικές, άνθρωποι με ξυρισμένα κεφάλια, χωρίς δόντια, κάποιοι με σκισμένα ρούχα, κρεμασμένοι από τα κάγκελα χαιρετάγανε και γελάγανε… Το ταξί κυλούσε δίπλα από το συρματόπλεγμα. Εμείς χαιρετούσαμε τα πρόσωπα άλλαξαν, χειροκροτούσαν, και κάποιοι μαζεμένοι στα συρματοπλέγματα τραγουδούσαν: 
"Όταν σφίγγουν το χέρι όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο, όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι βγαίνει μέσα από τα άγρια γένια τους…"  
Επιτέλους φτάσαμε στην Πύλη. Διαφορετικά αυτή τη φορά, όλοι είχαν έρθει με το φορτηγό, εμείς τελευταίες, τιμωρημένες. Ανεβήκαμε κάτι σκάλες και σε ένα χωλ με μωσαϊκό, ένας αστυφύλακας έφερε τον μπαμπά. Είχε κάτι πάγκους ξύλινους. Κάθισα στην αγκαλιά του μπαμπά, έγειρα και κόλλησα το αφτί μου στην καρδιά του και άκουγα την φωνή του μέσα από το σώμα του. Ο αστυφύλακας είπε «Να μιλάτε πιο δυνατά». «Ας έρθει πιο κοντά αυτός άμα δεν ακούει» είπα. Δεν νομίζω ότι με άκουσε κανένας.
Δεν έχω καμιά αίσθηση αν μου έφτανε η ώρα που έβλεπα τον μπαμπά μου. Ποιος νοιαζόταν;
Πάλι στο ταξί για την επιστροφή. Ανοίξαμε το απέναντι παράθυρο και χαιρετούσαμε. Η μαμά ήξερε και κάποιους με τα ονόματά τους, και εκείνοι το ίδιο, και φυσικά στη συνέχεια οι άλλοι που περίμεναν να τους χαιρετήσουμ΄ βλέπεις το στρατόπεδο στο Λακί είναι δίπλα στο τρελοκομείο. 
12/11/15
Αγγελική Κυβέλου 
---
*Το κείμενο είναι γραμμένο στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής, και παρουσιάστηκε μαζί με άλλα, την Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016, στην Πύλη 82, στην Βιωματική θεατρική παράσταση «Αφήγηση Ζωής», σε διδασκαλία – επιμέλεια του Βασίλη Ανδρέου και της Μαρίας Αιγινίτου(που είχε την ιδέα της παράστασης) με την ομάδα τους:


Για την εικονογράφηση:



"Η μνήμη αυτής της μέρας βαραίνει ολους μας.Νησιά του Αιγαίου,της θάλασσας και του πολιτισμού,έγιναν τόποι μαρτυρίου για πολλούς πατριώτες.Μέχρι σήμερα ηχεί στα αυτιά μου....
-Μπάρμπα υπέγραψε(δήλωση μετανοίας).
-Όχι.
-Αν δε ξέρεις γράμματα,να υπογράψω εγω για σένα.
-Γράμματα ξέρω,αλλά,δεν τα έχω για πέταμα.
Εκεί στην Αγία Κιουρά οι εξόριστοι της Λέρου ζωγράφισαν τις μοναδικές στο είδος τους αγιογραφίες των αγίων χωρίς φωτοστέφανο, με το Χριστό να είναι ο νεότερος εξόριστος και κάθε ζωγραφιά ήταν ένας συμβολισμός του αδύναμου που τρόμαζε τον δυνατό."
Panagiota Ntanta

 

12.4.17

Καλοκαιρινά λογοτεχνικά εργαστήρια στη Βολισσό

Στη Βολισσό φέτος θα διοργανωθούν καλοκαιρινά εργαστήρια λογοτεχνίας από τον Γιάννη Μακριδάκη.

Θα διεξαχθούν κατά τις εξής περιόδους:

Από 18 έως 22 Ιουνίου και από 23 έως 27 Ιουνίου,
Από 18 έως 22 Ιουλίου και από 23 έως 27 Ιουλίου,
Από 18 έως 22 Αυγούστου και από 23 έως 27 Αυγούστου

Το πρόγραμμα θα περιέχει καθημερινό δίωρο εργαστήρι λογοτεχνίας, ασκήσεις λογοτεχνικής γραφής, ομαδικές αναγνώσεις και σχολιασμό των κειμένων, καθώς και παράλληλες προαιρετικές δράσεις γύρω από τη φυσική ζωή και καλλιέργεια, τους φυσικούς πόρους και την αρμονική συνύπαρξη των πλασμάτων στο οικοσύστημα.

Συμβολική τιμή συμμετοχής στο εργαστήρι: 50 ευρώ το άτομο για κάθε περίοδο

Οι συμμετέχοντες θα μπορούν να παρακολουθήσουν την πρώτη περίοδο κάθε μήνα ή και τις δύο.
Θα μένουν σε επιλεγμένα δωμάτια και σπιτάκια στο χωριό και στις γύρω παραλίες, οι τιμές των οποίων θα διαμορφωθούν ειδικά για τους συμμετέχοντες στα εργαστήρια. Κάθε εργαστήρι θα δέχεται το πολύ 15 συμμετοχές, οπότε θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.

Για πληροφορίες – δηλώσεις συμμετοχής :
akridaki@gmail.com και 6977000744
--

Πηγή: http://yiannismakridakis.gr/?p=9595

9.4.17

Έγραψαν στο σεμινάριο "Αφήγηση Ζωής"



Για το κλείσιμο ενός κύκλου σεμιναρίου Αφήγησης Ζωής https://afigisizois.wordpress.com/about/ γράφουν οι συμμετέχοντες:
**********
«Αυτή τη φάση της ζωής μου, όταν θα τη σκέφτομαι μετά από χρόνια, θα λέω "πριν και μετά την αφήγηση ζωής".
Συνταρακτικό σεμινάριο.
Πήγαμε παντού στο παρελθόν, γράψαμε ένα νέο παρόν, είμαστε πιο κοντά στο μέλλον. [...] Μαγική αίσθηση - απελευθέρωση κι επαναπροσδιορισμός. [...]» Α.Κ.
***
«Κρυσταλία, σ' ευχαριστώ πολύ γι' αυτό το ταξίδι, βουτιά στο μέσα μας, στην παιδική ηλικία, τη μόνη μας πατρίδα, αλλά και τον πολύτιμο θησαυρό που βρίσκουμε εκεί για να συνεχίσουμε τη ζωή μας και την προσωπική μας ανάπτυξη.
Το σεμινάριο μού πρόσφερε πολλές γνώσεις και πληροφορίες για τον συγγραφικό μου εαυτό΄ ήταν όμως και ένα μοίρασμα εμπειριών και συναισθημάτων συγκίνησης. [...] » Γ.Γ.
***
«[...] Το άγγιγμα ψυχής, οι μυστικοί δίαυλοι της επικοινωνίας, η προσφορά φιλίας, η γενναιοδωρία της γνώσης. Σας ευγνωμονώ και σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Ιδιαίτερα εσένα Κρυσταλλία, που πάνω στις φτερούγες σου μάς βοήθησες να κάνουμε αυτή την υπέροχη πτήση.» Α.Σ.
***
«[...] νιώθω πως επιτέλους έμαθα καινούρια πράγματα και επανανοηματοδοτώ τον εαυτό μου!» Α.Κ.
****************
Ο νέος κύκλος ξεκινά με το εισαγωγικό σεμινάριο Αφήγηση Ζωής, με ελεύθερη είσοδο, στις 29/4/17, 6μμ., και για όσους λείπουν αυτό το τριήμερο της Πρωτομαγιάς, θα επαναληφθεί στις 6/5/17. Περισσότερες πληροφορίες, δηλώσεις συμμετοχής, επικοινωνία: https://afigisizois.wordpress.com/about/


Κάποια από τα κείμενα που γράφτηκαν στο σεμινάριο "Αφήγηση Ζωής":

6.4.17

Αλλάζοντας κρεβάτια






Πέντε άτομα σε 69 τετραγωνικά σπίτι, είναι κάπως πολλά. Μπαίνοντας στο χωλ, μια βιβλιοθήκη, η τραπεζαρία κι ένας καθρέφτης. Ύστερα το σαλόνι, με την κρυστάλλινη συρόμενη πόρτα του συνήθως κλειστή, για να μη γεμίζει σκόνη και για να μην κάνουμε ζημιές. Δυο κρεβατοκάμαρες, οι γονείς μου στη μια και τα αγόρια στην άλλη. Και μια κουζίνα, με το τραπέζι καθημερινής χρήσης κι ένα ραδιόφωνο μόνιμα ανοιχτό. Η μαμά το άνοιγε. Εμένα δε μου άρεσε να ακούω συνεχώς ένα θόρυβο.
Μέχρι τα 7-8 μου χρόνια κοιμόμουν κι εγώ στο ίδιο δωμάτιο με τους αδερφούς μου: σε ένα σπαστό κρεβατάκι που το άνοιγα στα πόδια των δικών τους σταθερών κρεβατιών κι όταν ερχόταν κόσμος το έκλεινα. Ύστερα οι γονείς μου αποφάσισαν πως ‘τώρα που μεγαλώσαμε’ δεν μπορούμε να είμαστε στο ίδιο δωμάτιο, και με εξόρισαν στο σαλόνι. Δεν μας εξήγησαν γιατί έπρεπε να χωριστούμε ‘τώρα που μεγαλώσαμε’. Υποψιάστηκα ότι υπαινίσσονται κάτι πονηρό, και ντράπηκα και μόνο που το σκέφτηκαν. Ίσως και να ντράπηκα που άρχιζα να μοιάζω με γυναίκα… Άλλαξα και κρεβάτι: είχα τώρα μόνο το στρώμα από μια πολυθρόνα που γινόταν κρεβάτι, το έστρωνα πάνω στο χαλί και κοιμόμουν, και το πρωί το μάζευα στον τοίχο. Η μαμά το σκέφτηκε αυτό, γιατί ολόκληρη η πολυθρόνα θα έπιανε πολύ χώρο και θα χάλαγε την κατά τα άλλα άψογη αισθητική του σαλονιού… Δεν ήξερα αν εγώ είμαι η πτυσσόμενη επειδή είμαι η μικρότερη ή επειδή είμαι το μοναδικό κορίτσι. Αν ήμασταν δυο κορίτσια κι ένα αγόρι, μπορεί να διώχναμε αυτό από το δωμάτιο όταν θα έφτανε 7 ή 8;
Το σαλόνι είχε τα καλά του. Μπορούσα να έχω την ησυχία μου, να μη με βλέπει κάποιος συνέχεια. Και δεν χρειαζόταν να ακούω τα αδέρφια μου να συζητάνε για θέματα που δεν με ενδιέφεραν, ή να τσακώνονται για το ποιος είναι πιο έξυπνος ή πιο δυνατός. Μπορούσα να γεμίσω τον κενό χώρο απλώνοντας τον εαυτό μου και πλάθοντας όνειρα για το μέλλον… Ονειρευόμουν πως όταν μεγαλώσω θα είμαι ασφαλής με κάποιον που μ’ αγαπάει. Ήταν σαν να υπάρχουν δυο πραγματικότητες: αυτή που ξέρουν οι άλλοι κι αυτή που χτίζω μόνη μου εγώ. Ήταν σαν να υπάρχουν δύο εγώ: αυτή που κάνει ότι ζητούν για να την αφήνουν ήσυχη να είναι αυτή που δεν ξέρουν…
Μια φορά, πήρα μια κιμωλία κι έκανα ζωγραφιές στο ξύλινο πίσω μέρος του στρώματος. Είχα φοβηθεί μήπως η μαμά με μαλώσει, αλλά ένιωθα την ανάγκη να ομορφύνω κάπως αυτό το ριγέ γκριζο-άσπρο ποσοστό κρεβατιού, με την τραχιά ταπετσαρία. Έστω κι αν την κρυμμένη αυτή ομορφιά θα την ήξερα και θα την έβλεπα μόνο εγώ. Δεν με μάλωσε, ίσως και να μην το παρατήρησε ποτέ.
Το χειμώνα ερχόταν στο σπίτι μας και ο παππούς, ο πατέρας του πατέρα μου. Έμενε μαζί μας ώσπου ν’ ανοίξει ο καιρός, ίσως μέχρι την 25η Μαρτίου. Ερχόταν να «ξεχειμωνιάσει», επειδή το σπίτι του στο χωριό έμπαζε κρύο αέρα. Όταν όμως ερχόταν το καλοκαίρι και θέλαμε εμείς να «ξεκαλοκαιριάσουμε», έκανε πως δεν μας ήξερε… Αδιάφορος άνθρωπος, παρτάκιας. Αλλά εμείς οφείλαμε να τον υποστούμε: κυρίως εγώ, που έπρεπε και πάλι να αφήσω το υποτιθέμενο κρεβάτι μου για να του παραχωρήσω το σαλόνι, και να κοιμάμαι ακριβώς πίσω από την εξώπορτα, σ’ ένα ανοιγόμενο έπιπλο. Υπέφερα εκεί: με ξυπνούσε οποιοδήποτε ξύπναγε για να πιεί νερό ή να πάει τουαλέτα, οποιοδήποτε έβγαινε πρώτος το πρωί. Κι είχε κι ένα σίδερο κάτω ακριβώς από τη μέση μου που με σακάτευε.
Δε θυμάμαι ούτε μία μέρα ως παιδί να κοιμήθηκα ως τις 10. Πεταγόμουν από το ξημέρωμα και πονούσε η μέση μου…
Όταν γυρνούσα από το σχολείο, περίμενα να φάμε και να τα μαζέψουμε για να αδειάσει το τραπέζι της κουζίνας και να καθίσω εκεί για διάβασμα. Όταν οι γονείς μου ξυπνούσαν από το μεσημεριανό τους ύπνο, εγώ και τα βιβλία μου μεταφερόμασταν στο δωμάτιο των γονιών, και διάβαζα πάνω στην τουαλέτα της μαμάς. Τα βιβλία που δεν χρησιμοποιούσα εκείνη τη μέρα συνήθως ήταν στοιβαγμένα πάνω στο ψυγείο. Αργότερα στο λύκειο, διάβαζα και στο σαλόνι, σ’ ένα μικρό στρογγυλό τραπεζάκι με τρία πόδια, που ίσα ίσα χωρούσε ένα ανοιχτό βιβλίο.
Ήμουν πάντα, σε όλες τις τάξεις (δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου, πανεπιστημίου, ξένων γλωσσών) η καλύτερη μαθήτρια. Επιβεβαίωνα μια φράση που είχε πει η δασκάλα μου της Α’ Δημοτικού στη μαμά μου: «τον καλό μαθητή, ακόμα κι αν τον βάλεις να κάτσει πάνω στη μύτη ενός μολυβιού, αυτός πάλι θα είναι ο καλύτερος». Γι’ αυτό μάλλον η Κυρία Τζούλια με είχε στο τελευταίο θρανίο…
Όταν ήμουν 19 νοικιάσαμε επιτέλους τη διπλανή γκαρσονιέρα. Τα αγόρια μεταφέρθηκαν εκεί κι εγώ στο δωμάτιό τους. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα κρεβάτι που δεν ανοιγόκλεινε, γραφείο για να διαβάζω, και κάποια ιδιωτικότητα. Αν και το χάρηκα αρκετά, ποτέ δεν κατάφερα να νιώσω πως ‘εδώ είναι το σπίτι’.
Παντρεύτηκα στα 25 και μετακόμισα σ’ ένα σπίτι διπλάσιο. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να του βρω ένα σταθερό κρεβάτι, και να μην τον ξανακουνήσω για κανένα λόγο. Και όντως, για παραπάνω από 15 χρόνια, δεν έφυγα ποτέ από το κρεβάτι μου για να κοιμηθεί κάποιος άλλος.
Για την κόρη μου είχα κρατήσει το πιο φωτεινό δωμάτιο του σπιτιού. Το βάψαμε ροζ με φιστικί κι αρχίσαμε μια συλλογή με λούτρινα αρκουδάκια από όταν ήταν μωρό. Όταν πήγαινα κάποιο ταξίδι της έφερνα κι από ένα – σήμερα πρέπει να έχουμε πάνω από 70 ζώα. Έχουν μάλιστα όλα όνομα και χαρακτήρα, μιλούν μεταξύ τους και μαζί μας και συχνά εκφράζουν όσα εμείς δυσκολευόμαστε… Όταν η μικρή λείπει στο χωριό το καλοκαίρι, πηγαίνω και κοιμάμαι στο δωμάτιό της: κάτι τα χρώματα, κάτι τα ζώα, κάτι τα αστεράκια στο ταβάνι και κυρίως η λάμψη της ψυχής της, ξυπνάω άλλος άνθρωπος...
Αθανασία Κ. 

---
Κείμενο γραμμένο στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση ζωής. 29/4/17 νέο εισαγωγικό 3ωρο βιωματικό μάθημα με ελεύθερη είσοδο στο Εργαστήριο Σκέψης. Περισσότερα εδώ.

Διαβάστε επίσης:

 (φωτο: "Flying Bed" by Artem Rhads Cheboha)

Έπρεπε να βρω έναν άνθρωπο





Εκείνο το πρωί ξύπνησα με το αριστερό μάτι μελανιασμένο. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, «Μπορεί να μελανιάσει το μάτι από το κλάμα;» αναρωτήθηκα. Επιπλέον είχα χάσει οχτώ κιλά και τα μαγουλά μου ήταν σκαμμένα.
Για τέσσερις μήνες μόλις ξυπνούσα και θυμόμουν πως δεν ήμουν πλέον με τον Αλέξανδρο πλάνταζα στο κλάμα. Εκείνο το πρωί ξεκίνησα να πάω στο μπάνιο να πλυθώ και να ετοιμαστώ για τη δουλειά. Δεν τα κατάφερα, κάθισα στο πάτωμα και έκλαιγα δυνατά, μου κοβόταν η ανάσα, κι εκεί που νόμιζα πως είχα κουραστεί, ξεκινούσα πάλι.
Η μητέρα μου με παρότρυνε να μπω κάτω από το ντους, έβαλα το νερό στο κρύο, τέρμα παγωμένο για όση περισσότερη ώρα άντεχα. Το άφησα να τρέχει πάνω στο κεφάλι μου, μέχρι να ηρεμήσω.
Ντύθηκα. Δεν έφαγα πρωινό. Πήρα το λεωφορείο για να πάω στη δουλειά, δεν οδηγούσα εκείνο τον καιρό, σαν να μη δούλευε το νευρικό μου σύστημα, μια μέρα αντί να πατήσω φρένο πάτησα γκάζι.
Η δουλειά ήταν δίπλα από το σπίτι που έμενα με τον Αλέξανδρο, κάθε πρωί που πλησίαζα ήθελα να κάνω χαρακίρι.  Ένιωθα να μου μπήγουν ένα μαχαίρι στο στομάχι, ήθελα να διπλωθώ στα δύο και να κουλουριαστώ σε μια γωνία.
Ήταν σχεδόν καλοκαίρι και είχα φορέσει ένα λευκό φόρεμα με μια σειρά από άσπρα κουμπιά στο μπροστινό μέρος, το βρήκα στο πατρικό μου, το είχα κόψει λίγο πιο πάνω από το γόνατο για να μου ταιριάζει καλύτερα. Δεν φορούσα ποτέ λευκά ρούχα γιατί η μητέρα μου θεωρούσε πως θα τα λερώσω.
Η δουλειά μου ήταν ανούσια. Την είχα βρει πριν από δώδεκα μήνες γιατί να είμαι κοντά στο σπίτι και να περνάμε περισσότερο χρόνο με τον Αλέξανδρο. Στο σχόλασμα ήρθε να με πάρει η μητέρα μου, δεν μιλούσα στη διαδρομή, κοίταζα από το παράθυρο. Οδηγήσαμε μέχρι το Ασκληπιείο, όπου δούλευε ο Αλέξανδρος για να του επιστρέψω τα κλειδιά του σπιτιού. Είχα κάνει τη μετακόμιση με τη βοήθεια της μητέρας μου, για την ακρίβεια η μητέρα μου την έκανε, γιατί κάθε φορά που σήκωνα ένα αντικείμενο για να το πακετάρω θυμόμουν τις στιγμές που ζήσαμε μαζί και έκλαιγα. Το σπίτι ήταν στον έβδομο όροφο, οι μπαλκονόπορτες ορθάνοιχτες, στεκόμουν για πολύ ώρα στο σαλόνι ενώ η μητέρα μου μάζευε τις αναμνήσεις μου, και κοίταζα τη θεά από τη βεράντα. Πόσο ανώδυνο θα ήταν να αφηνόμουν στο κενό;
Πριν μπω στο νοσοκομείο να αντικρίσω τον Αλέξανδρο κάτσαμε για λίγο με την μητέρα μου  σε ένα καφέ εκεί κοντά να ηρεμήσω, παρήγγειλα χυμό και ένα τοστ για να πάρω δυνάμεις. Η ντομάτα από το τοστ ξεχύθηκε πάνω στο λευκό μου φόρεμα. «Όοοχιιι, δεν μπορεί  να συμβαίνει αυτό, τώρα!», ο λεκές ήταν τεράστιος και δεν έφευγε με τίποτα. Παραιτήθηκα.
Πήγα να βρω  τον Αλέξανδρο να του δώσω τα κλειδιά και να του ζητήσω μια δεύτερη ευκαιρία. Φοβόμουν πολύ. Γέλασε όταν με είδε με το λεκέ από τη ντομάτα. Ένιωσα σαν παιδάκι. Εκείνος φορούσε την λεύκη ιατρική του ρόμπα, είχε κι’ αυτή κουμπιά μπροστά. Δεν ήθελε πλέον να είναι μαζί μου. Ήταν σίγουρος. Έφυγα.
Είχα φορέσει το μαγιό μου και είχα ζητήσει από τη μητέρα μου να με πάει για μπάνιο, εκεί κοντά στη Βουλιαγμένη ήταν τα λιμανάκια που πηγαίναμε με τον Αλέξανδρο. Δεν πήγαμε στο ίδιο σημείο για να μην τον συναντήσω, ήξερα πως πήγαινε μερικές φορές μετά το σχόλασμα. Κάτσαμε στο διπλανό κόλπο.

Δεν ήταν το ίδιο, ήταν μίζερα εκεί, καθόντουσαν κάτι γριές που κουτσομπόλευαν, το νερό δεν ήταν κρυστάλλινο, ο βυθός ήταν μαύρος, ο ήλιος ήταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι μας, η μέρα ήταν καταπληκτική και αυτό με κατέθλιβε ακόμα περισσότερο. Οι γριές συζητούσαν για τους ματάκιδες και τους περίεργους που κυκλοφορούν στα λιμανάκια.
Δεν ήθελα άλλο να τις ακούω, η μητέρα μου σιωπηλή διάβαζε, ο ήλιος με έκαιγε. Βούτηξα. Κοίταξα τη μητέρα μου, μου χαμογέλασε και συνέχιζε να διαβάζει. Έκανα μερικές βουτιές, άνοιξα τα μάτια μου μέσα στο νερό και σκεφτόμουν τον Αλέξανδρο μαζί μου. Μας άρεσε και στους δυό μας πολύ η θάλασσα, μέναμε ώρες στο νερό. Μου πέρασε από το μυαλό πως ο Αλέξανδρος μπορεί να έχει σχολάσει και να είναι στα διπλανά λιμανάκια. Δεν ήταν πολύ μακριά, ξεκίνησα να κολυμπάω με μια ενέργεια που δεν ήξερα ότι είχα.

Κολυμπούσα ώρα, δεν ήταν τόσο κοντά όσο φανταζόμουν αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Μεταξύ των δύο κόλπων, στη μέση του πουθενά, μόνος, μακριά από όλους, καθόταν ένας τύπος, μαυριδερός, με μακριά μαλλιά, γυμνός, με κοίταζε επίμονα, άρχισε να τον παίζει μπροστά μου, ήταν τεράστιο. Κολυμπούσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα αλλά ήμουν συνέχεια στο ίδιο σημείο, έβαζα το κεφάλι μου μέσα στο νερό για ώρα για να μη τον βλέπω, έκανα σαν τους αθλητές, μια το κεφάλι δεξιά, δεν τον έβλεπα, μια αριστερά, τον έβλεπα, δεν σταματούσε, τον έπαιζε με μανία. Έπρεπε να τον προσπεράσω και να φτάσω στον Αλέξανδρο. Θα του έλεγα τι μου συνέβη και θα γελάγαμε. Έφτασα στα διπλανά λιμανάκια, είχε κόσμο, τους κοίταξα όλους έναν έναν, ο Αλέξανδρος έλειπε. Περίμενα λίγο. Δεν είχα κουράγιο να κάνω πάλι όλη τη διαδρομή. Δεν μου άρεσε το κολύμπι και φοβόμουν το μαύρο βυθό, «πως μου ήρθε να το κάνω αυτό». Δεν μπορούσα να πάω από τα βράχια γιατί δεν είχα παπούτσια και θα έπεφτα πάνω στον τύπο. Έπρεπε να κολυμπήσω. Είχα εξαφανιστεί για πολύ ώρα και η μητέρα μου θα ανησυχούσε. Ο τύπος ήταν ακόμη εκεί, δεν έκανε καμία κίνηση αυτή τη φορά, με κοίταζε μόνο. Τον αγνόησα, είχα πολύ δρόμο να κάνω και ήμουν εξαντλημένη, ξάπλωνα ανάσκελα κάθε τόσο για  να ξεκουραστώ λίγο και συνέχιζα, είχα πάει πολύ μακριά, έκανα προσπάθεια για να μην φοβηθώ.
Σα να ήμουν τυλιγμένη σε ένα λευκό σεντόνι ένιωθα να βυθίζομαι στη θάλασσα. Από μακριά αντίκρισα τη μητέρα μου, με έψαχνε. Ήταν η πρώτη φορά που ανησυχούσε τόσο πολύ για μένα. Ήμουν στο έλεος της. Πνιγόμουν.  Έπρεπε να βρω έναν άνθρωπο να μου μάθει να αναπνέω. Έτσι γνώρισα την Αμαλία, τη θεραπεύτρια μου.

4.4.17
Αθηνά Κ. 
---

Κείμενο γραμμένο στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση ζωής. 29/4/17 νέο εισαγωγικό 3ωρο βιωματικό μάθημα με ελεύθερη είσοδο στο Εργαστήριο Σκέψης. Περισσότερα εδώ.

Διαβάστε επίσης:


Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου