Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

26.5.12

Ο δρόμος

Τα κύματα έσκασαν στα πόδια του και το νερό της θάλασσας χάιδεψε το πρόσωπό του. Τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν. Μόλις άνοιξε τα μάτια του διαπίστωσε ότι ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα και το πρόσωπό του ήταν χωμένο μέσα στην άμμο. Στηρίχθηκε στα χέρια του, σηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω του. Βρισκόταν σε μια άγνωστη τοποθεσία, κοίταξε τα ρούχα του, ήταν γεμάτα από την λευκή άμμο που δέσποζε στην παραλία. Την τίναξε από πάνω του και διαπίστωσε ότι ήταν ξυπόλητος. Προσπάθησε να θυμηθεί πως βρέθηκε σε αυτό το μέρος, μετά από λίγη ώρα σκέψης κατάλαβε πως δεν θυμόταν τίποτα. Ούτε ποιος ήταν, ούτε πως βρέθηκε εκεί.
Συνέχισε να κοιτάει το τοπίο, τη θάλασσα και τον ήλιο, ο οποίος βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο του ουρανού. Πίσω από τα βράχια που έριχναν τον ίσκιο τους στην παραλία είδε ένα δρόμο που οδηγούσε σε ορισμένα σπίτια. «Ένα χωριό,» σκέφτηκε. «Ίσως οι άνθρωποι εκεί μπορέσουν να με βοηθήσουν.»
Άρχισε να σκαρφαλώνει τα βράχια, τα βρεγμένα ρούχα τον δυσκόλευαν αρκετά, έπεσε δύο φορές και γλίστρησε περισσότερες. Όταν έφτασε στο δρόμο τα χέρια του ήταν ματωμένα, τα γόνατά του γεμάτα πληγές και οι πατούσες του γδαρμένες από άκρη σε άκρη.
Κοίταξε το δρόμο που ανηφόριζε προς το χωριό και αναφώνησε: «τρία χιλιόμετρα». Αμέσως μετά σκέφτηκε ότι πολύ εύκολα υπολόγισε την απόσταση.
Του ήρθε μια αποσπασματική εικόνα στο νου του.
Ένας επαγγελματικός χώρος, μοιάζει με αρχιτεκτονικό γραφείο, στο χώρο είδε δύο γυναίκες, έναν άντρα και τον εαυτό του να εργάζονται.
Είμαι υπάλληλος εκεί; αναρωτήθηκε.
Είδε σαν σε όνειρο ένα επιστολόχαρτο με την επωνυμία PENA ARCHITECTS και αμέσως θυμήθηκε τα ονόματα των υπολοίπων συνεργατών του, Παναγιώτης, Έλενα, Αφροδίτη και το όνομά του, Νίκος.
«Το όνομα της εταιρείας προέκυψε από τα αρχικά μας. Καλή αρχή Νίκο. Η μνήμη σου επανέρχεται. Αλλά πως βρέθηκα σε αυτή την παραλία; Δεν μοιάζει με περιοχή της Ελλάδας.», σκέφτηκε μεγαλόφωνα.
Άρχισε να προχωράει με αργά βήματα προς το χωριό. Ο δρόμος ήταν σε άσχημη κατάσταση, τα πόδια του τον πόναγαν και τα βρεγμένα εσώρουχα τον δυσκόλευαν στο περπάτημα. Το στόμα του είχε στεγνώσει, προσπάθησε να μαζέψει λίγο σάλιο με τη γλώσσα του, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Στην άκρη του δρόμου υπήρχαν μόνο θάμνοι, το κεφάλι του άρχισε να ζεσταίνεται, ζαλίστηκε για λίγο, είδε ένα δέντρο στην άκρια του δρόμου, στα διακόσια μέτρα μπροστά του, περπάτησε προς αυτό.
Μόλις έφτασε, ξάπλωσε στον ίσκιο και έκλεισε τα μάτια του. Τα άνθη που βρίσκονταν τριγύρω του ανέδυαν ευωδιές και κάποιες από αυτές φάνηκαν γνώριμες στις αισθήσεις του. Ανασηκώθηκε και άρχισε να κοιτάει τριγύρω. Δίπλα στο δέντρο είδε πολλές μαργαρίτες και λίγο παραπάνω διέκρινε ένα λιβάδι με παπαρούνες. Του ήρθε μια εικόνα ακόμα στο νου του.
Κρατάει ένα μπουκέτο λουλούδια, καμιά εικοσαριά παπαρούνες και άλλες τόσες μαργαρίτες με λίγη πρασινάδα ανάμεσά τους να σπάει το χρώμα.
«Και σε ποια γυναίκα τα προσέφερα;» Δεν βρήκε απάντηση στην απορία του, σηκώθηκε νωχελικά, έφτιαξε ένα νέο μπουκέτο και τράβηξε προς το χωριό.
Μετά από μια στροφή η διαδρομή έγινε απότομα ανηφορική και ο Νίκος άρχισε να λαχανιάζει. Κουρασμένος όπως ήταν βρήκε ένα βράχο στην άκρη του δρόμου και έκατσε να ξαποστάσει. Είχε θέα το δρόμο, την παραλία και τη θάλασσα. Χάθηκε στο βαθυγάλαζο και του ήρθε ακόμα μία ανάμνηση στο μυαλό του.
Φοράει μία βερμούδα, ένα ριχτό πουκάμισο, αθλητικά παπούτσια και ένα κασκέτο, οδηγεί ένα φουσκωτό σκάφος και στο αριστερό του χέρι κρατάει το μπουκέτο με τα λουλούδια.
Συνήλθε και παρατήρησε τα ρούχα του. Ήταν τα ίδια με την ανάμνηση που του ‘ρθε στο μυαλό, μόνο τα παπούτσια έλειπαν, κοίταξε το αριστερό του χέρι. Κρατούσε το μπουκέτο με τα λουλούδια.
«Περίεργο. Και που πήγαινα; Βυθίστηκε το φουσκωτό; Γιατί δεν θυμάμαι;»
Δεν βρήκε καμιά απάντηση στα ερωτήματά του, η κεφαλαλγία που τον ενοχλούσε άρχισε να δυναμώνει, σηκώθηκε και συνέχισε να περπατάει προς το χωριό.
Μετά από μία ακόμα στροφή ο δρόμος συνέχιζε ανηφορικά δίπλα σε ένα γκρεμό. Ο Νίκος σταμάτησε και κοίταξε πίσω του. Η παραλία δεν φαινόταν πια. Κοίταξε προς το γκρεμό, ζαλίστηκε από το υψόμετρο, γύρισε προς τη θάλασσα και είδε στα ανοιχτά της ένα κότερο να γλιστράει απαλά πάνω στα κύματα. Άλλη μία εικόνα εμφανίστηκε.
Ένα λευκό κότερο με το όνομα Sea Princess.
«Έχω κότερο; Και που βρίσκεται τώρα αυτό; Κανένας δεν με αναζητά; Μόνος μου ταξίδευα;» αναρωτήθηκε.
Γύρισε προς το χωριό και μέτρησε την απόσταση που έπρεπε να διανύσει. «Άντε Νίκο, άλλα 1.200 μέτρα είναι», φώναξε δίνοντας δύναμη στον εαυτό του και άρχισε πάλι να προχωράει.
Τον ήλιο τον είχε πάρει η κατηφόρα προς τη δύση και δεν έκαιγε πια πολύ. Αυτό αναζωογόνησε το Νίκο και τον έκανε να ανεβάσει το ρυθμό του περπατήματός του. Αυτή τη φορά εμφανίστηκε ένα σύνολο εικόνων, σαν ταινία, στο μυαλό του.
Βλέπει τον εαυτό του στο πλατύσκαλο μιας εκκλησίας, ντυμένος με ένα γαλάζιο κουστούμι, στα αριστερά του βρίσκεται η Έλενα, στα δεξιά του ο Παναγιώτης, ο οποίος ψιθυρίζει στο αυτί του: «Δίπλα έχω το αυτοκίνητό μου κουμπάρε. Ορίστε τα κλειδιά. Προλαβαίνεις να αλλάξεις γνώμη. Σε λίγο θα είναι αργά». Η Έλενα κοιτάει τον Παναγιώτη με ένα βλέμμα που πετάει κεραυνούς από τα μάτια της και λέει, αρκετά φωναχτά ώστε να την ακούσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι: «Γιατί ρε Παναγιώτη; Εσύ δεν περνάς καλά μαζί μου; Μήπως έχεις μετανιώσει που έχουμε παντρευτεί;»
«Και ποια παντρεύτηκα;» αναρωτήθηκε ο Νίκος.
Η συνέχεια ήρθε αμέσως.
Από το αυτοκίνητο βγαίνει, ντυμένη νύφη, η Αφροδίτη, ως άλλη θεά, αναγκάζοντας όλους τους παραβρισκόμενους να αναφωνήσουν με θαυμασμό. Αμέσως μετά την τελετή οι νεόνυμφοι χαιρετούν τους καλεσμένους και κατόπιν πραγματοποιείται η δεξίωση. Στο τέλος της δεξίωσης ο Παναγιώτης ρωτάει: «Και που θα πάτε για μήνα του μέλιτος;»
Ο Νίκος απαντά: «Θα ταξιδέψουμε με αεροπλάνο στην Μπανγκόκ, μετά θα πάμε στο Πουκέτ, και από εκεί θα νοικιάσουμε ένα κότερο και θα γυρίσουμε ορισμένα απομονωμένα νησιά για ένα μήνα.»
«Καλά, λεφτά έχετε, γιατί δεν πάτε σε ένα ξενοδοχείο σε κάποιο εξωτικό νησί;» ρωτάει η Έλενα.
«Ο Νίκος προτιμάει να πάμε κάπου οι δυό μας. Χωρίς κανέναν άλλο», απαντά η Αφροδίτη.
«Τώρα καταλαβαίνω ότι δεν γούσταρε αυτό το ταξίδι. Πως και δεν το είδα νωρίτερα αυτό;» αναρωτήθηκε ο Νίκος.
Μέτα από αυτή την ανάμνηση ένα βλέμμα ικανοποίησης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του και ξεκίνησε να προχωράει με γρήγορο βηματισμό. Σκεφτόταν συνέχεια τη γυναίκα του, ήθελε να χαθεί μέσα στην αγκαλιά της.
Τα γόνατά του τον πόναγαν, κοίταξε πίσω του, οι πατούσες του άφηναν ίχνη αίματος στην άσφαλτο, όπως αφήνει ένα χτυπημένο ζώο που προσπαθεί να ξεφύγει από το θύτη του. Ο πονοκέφαλος έγινε ακόμα πιο έντονος, άλλη μία ανάμνηση ήρθε στο μυαλό του.
Βρίσκεται στο φουσκωτό και πλησιάζει το αγκυροβολημένο κότερο, δίπλα του διακρίνει και ένα άλλο σκάφος. Φόβος τον κυριεύει και αναπτύσσει ταχύτητα προς τον προορισμό του. Φτάνει στο γιοτ, δένει το φουσκωτό του και ανεβαίνει στο κατάστρωμα. Φωνάζει την Αφροδίτη δυο φορές, δεν λαμβάνει κάποια απάντηση, κατευθύνεται προς την αριστερή πλευρά και διαπιστώνει ότι το άλλο σκάφος δεν έχει επιβάτες.
Ξαφνικά οι αναμνήσεις σταμάτησαν. Όσο και αν προσπάθησε εκείνη την στιγμή, η συνέχεια δεν εμφανίστηκε στο μυαλό του Νίκου.
«Γιατί παίζεις παιχνίδια μαζί μου; Άφησέ με να δω τι έγινε. Θυμήσου Νίκο, θυμήσου.» Χτύπησε το κούτελό του με το δεξί του χέρι.
Συνέχισε να ανηφορίζει. Στα διακόσια μέτρα από το χωριό είδε δύο παιδιά να παίζουν στην άκρη του δρόμου. Τους φώναξε, τα παιδιά γύρισαν, τον κοίταξαν και άρχισαν να τρέχουν φωνάζοντας βοήθεια και κάτι για ένα δολοφόνο. Κοίταξε τριγύρω του με το φόβο να τον κυριεύει. Ησύχασε στη στιγμή καθώς διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος.
«Καλά τα παιδιά πρέπει να είναι τελείως βλαμμένα. Μοιάζω με δολοφόνο;» Κοίταξε τον εαυτό του και χαμογέλασε. «Μάλλον για τρελό μοιάζω έτσι όπως είμαι χτυπημένος και κρατάω τα λουλούδια στο χέρι.»
Ακόμα μία ανάμνηση εμφανίστηκε στο μυαλό του.
Ο Νίκος πηγαίνει στο πιλοτήριο, ανοίγει ένα ντουλάπι, βγάζει ένα περίστροφο που υπήρχε για την περίπτωση αντιμετώπισης πειρατών, βγάζει το κουτί με τις σφαίρες, το γεμίζει και αρχίζει να κατεβαίνει αθόρυβα προς τις καμπίνες ενώ φωνάζει ξανά το όνομα της Αφροδίτης. Καμιά απάντηση, μόνο βογκητά σπάνε την σιωπή που κυριαρχεί. Προχωράει προς την καμπίνα τους, σφίγγει το περίστροφο, πετάει το μπουκέτο με τα λουλούδια και ανοίγει την πόρτα αργά. Βλέπει την Αφροδίτη γυμνή, στο κρεβάτι τους, με δύο άντρες να κάνουν ταυτόχρονα σεξ μαζί της. Κοιτάει για λίγα δευτερόλεπτα χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη, τον βλέπει η Αφροδίτη, του χαμογελάει και του προτείνει να συμμετάσχει αντί απλά να κοιτάει.
«Ούτε μία ώρα δεν έλειψα…» τραυλίζει ο Νίκος, σηκώνει το περίστροφο, τραβάει τον κόκορα και σημαδεύει. Η Αφροδίτη και οι δύο άντρες φωνάζουν: «Μη. Σταμάτα.»
Δύο φωνές άρχισαν να του φωνάζουν σε σπασμένα αγγλικά: «Σήκωσε τα χέριά σου ψηλά. Συλλαμβάνεσαι. Είσαι ύποπτος για δολοφονία».
Ο Νίκος συνήλθε και κοίταξε τους ταϊλανδούς αστυνομικούς που του φώναζαν.
«Σήκωσε τα χέρια ψηλά ή πυροβολώ», είπε ο ένας.
Ο Νίκος σήκωσε τα χέρια ψηλά και του ήρθε άλλη μια ανάμνηση στο μυαλό του.
Όπως φωνάζουν, η Αφροδίτη και οι δύο άντρες, ο Νίκος σηκώνει το περίστροφο πάνω από τα κεφάλια τους, σημαδεύει το φινιστρίνι και πυροβολεί τρεις φορές. Και οι τρεις πέφτουν από το κρεβάτι.
«Σιγά μη σε σκοτώσω. Σιγά μη πάω για πάρτη σου φυλακή.»
Ο Νίκος βγαίνει στο κατάστρωμα, λύνει το σκάφος των εραστών της Αφροδίτης, κατεβαίνει στο φουσκωτό του και ξεκινάει.
«Μα δεν τους σκότωσα», φώναξε και κατέβασε τα χέρια του. Πυροβολισμοί ακούστηκαν, ο Νίκος έπεσε αιμόφυρτος στην άσφαλτο. Ο πόνος στα γόνατα ήταν αφόρητος. Γύρισε και κοίταξε τα πόδια του. Ήταν θρυμματισμένα, οι αστυνομικοί είχαν πυροβολήσει και πετύχει και τα δύο γόνατά του.
«Δεν τους σκότωσα εγώ», φώναξε και λιποθύμησε.
Τα κύματα για άλλη μια φορά έσκασαν στα πόδια του και το νερό της θάλασσας χάιδεψε το πρόσωπό του. Ο Νίκος ξύπνησε στην παραλία. Τα γόνατά του τον πονούσαν, ένιωθε ζωντανός, έφτυσε την άσπρη άμμο από το στόμα του. Προσπάθησε να σηκωθεί, δεν τα κατάφερε. Γύρισε ανάσκελα και κοίταξε τα πόδια του. Δεν υπήρχαν, ήταν κομμένα. Η αιμορραγία ήταν ακατάσχετη, το αίμα χυνόταν όπως ένα ποτάμι στη θάλασσα.
«Τι σκατά εφιάλτης είναι αυτός; Ξύπνα ρε» φώναξε και άρχισε να χτυπιέται. Δεν άλλαξε τίποτα από την κατάστασή του. Τα πόδια του δεν υπήρχαν.
Τότε εμφανίστηκε ακόμα μία ανάμνηση.
Οδηγεί το φουσκωτό του χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, απλά προσπαθεί να φύγει μακριά από το σκάφος και την Αφροδίτη. Ξαφνικά ένα τράνταγμα τον πετάει μέσα στη θάλασσα. Μέχρι να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί νιώθει το πρώτο δάγκωμα στο δεξί του πόδι. Ο καρχαρίας δεν τον αφήνει, αρχίζει να περιστρέφεται μαζί με το Νίκο μέχρι την στιγμή που αποκόβεται το πόδι του κάτω από το γόνατο. Αμέσως ορμάει ο δεύτερος καρχαρίας στο αριστερό του πόδι. Μετά από αλλεπάλληλα χτυπήματα του κόβει το πόδι πάνω από τον αστράγαλο. Ο Νίκος αρχίζει να κολυμπάει μόνο με τα χέρια του. Έχει δει την παραλία, βάζει όλη του τη δύναμη και προσπαθεί να φτάσει εκεί. Τα κύματα τον ξεβράζουν στην αμμουδιά μισολιπόθυμο.
Ο Νίκος συνειδητοποίησε τι έγινε και άρχισε να φωνάζει: «Τα πόδια μου γαμώτο. Βοήθειαααααααα. Δεν υπάρχει κανείς εδώ; Βοήθειααααααα. Πεθαίνωωωω.» Μετά από μερικά λεπτά λιποθύμησε ξανά.
Ο Νίκος, μετά από αρκετή ώρα, ξύπνησε. Παρατήρησε το χώρο όπου βρισκόταν ξαπλωμένος, ήταν μία αίθουσα με πατώματα και τοίχους επενδυμένους με λευκό μάρμαρο. Κοίταξε τριγύρω του με θαυμασμό και τότε είδε να έρχεται προς το μέρος του ένας μεσήλικας άντρας που φόραγε μαύρο κουστούμι, μαύρο πουκάμισο και μία κατακόκκινη γραβάτα. Κατέβασε το βλέμμα στα πόδια του και διαπίστωσε ότι υπάρχουν. Σηκώθηκε όρθιος και ρώτησε: «Τι σκατά γίνεται εδώ;» ενώ ο άντρας του έκανε σήμα με το δάκτυλό του να σωπάσει. «Σσσσσσσσσσ. Έχεις ακόμα μία ανάμνηση να δεις και θα θυμηθείς τα πάντα. Κοίτα προσεκτικά.»
Ο άντρας χτύπησε τα χέρια του και η ανάμνηση ξεκίνησε στιγμιαία.
Ο Νίκος και η Έλενα εργάζονται στο γραφείο. Κοιτάζονται και αμέσως αρχίζουν να κάνουν έρωτα, με δύναμη πότε στο γραφείο και πότε στο πάτωμα. Μόλις τελείωσε ο Νίκος άναψε ένα τσιγάρο. Η Έλενα τον κοιτάζει ενώ ντύνεται και λέει: «Νίκο, αυτό πρέπει να τελειώσει. Όσο ήμουν μόνο εγώ παντρεμένη δεν με πείραζε. Από αύριο όμως θα είσαι παντρεμένος με την Αφροδίτη, την κολλητή μου. Δεν μπορώ να της το κάνω αυτό.»
«Τι λες καλέ. Τόσο καιρό που εγώ το κάνω αυτό στο κολλητό μου δεν σε πειράζει. Θα συνεχίσουμε με τον ίδιο τρόπο ή θα τα ξεράσω όλα στον Παναγιώτη. Θα του πω ότι το παιδί είναι πιθανότατα δικό μου και όχι δικό του. Εξάλλου εσύ παραπονιέσαι συνέχεια ότι έχετε πάνω από δύο μήνες να κάνετε έρωτα.»
Η ανάμνηση τελείωσε, ο Νίκος κοίταξε τον άνδρα και τον ρώτησε: «Και τι θέλεις τώρα εσύ από εμένα;»
«Δεν έχεις καταλάβει τι έχει συμβεί;»
«Όχι.»
«Πέθανες, εδώ βρίσκεται μόνο το πνεύμα σου και η εικόνα που αυτό έχει φτιάξει για εσένα. Εγώ ήρθα εδώ για να σου δείξω το δρόμο. Βρίσκεσαι στο ενδιάμεσο κόσμο, έφυγες από τη γη, δεν έχεις φτάσει ακόμα στον προορισμό σου. Από εκείνη την πύλη, τη φωτεινή, είναι ο δρόμος για τον παράδεισο. Από την άλλη, την σκοτεινή, ο δρόμος για την κόλαση.»
Ο Νίκος άρχισε να κινείται με ταχύ βηματισμό προς τη φωτεινή πύλη ενώ σιγομουρμούριζε ότι κάποιος του έκανε πλάκα. Η πύλη έκλεισε απότομα πριν προλάβει να τη διαβεί.
«Ο Θεός σου δεν σε θέλει στο παράδεισο επειδή και ψεύτης ήσουν και μοιχός. Κρίμα που δεν τους σκότωσες. Και στην κόλαση θα καταλήξεις και αυτοί θα ζήσουν. Τουλάχιστον μέχρι να σε συναντήσουν.»
«Ποιος είσαι;» ούρλιαξε με τρόμο ο Νίκος.
«Ακόμα δεν έχεις καταλάβει; Είμαι αυτός που οι χριστιανοί αποκαλούν τρισκαράτο, εξαποδώ, διάολο, σατανά. Ξεχνάω κάποιο όνομα; Ο Εωσφόρος είμαι και ήρθα να σε πάρω μαζί μου στην κόλαση. Χα χα χα…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου