Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

7.1.13

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΩΡΑΙΑ..


Ας μην αναλωθούμε στις τυπικές πληροφορίες για το πότε γεννήθηκε κ πέθανε. Ούτε στα χιλιοειπωμένα γνωρίσματα του έργου της. Δεν της πρέπει μια τέτοια επιδερμική προσέγγιση.

Μια ακόμα προσωπογραφία της Ερατούς, της Ισαβέλλας από τα μυθιστορήματα της Λιλής Ζωγράφου! Κανείς δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει την λυσσαλέα κ ευγενική συγχρόνως ελευθερία αυτών των γυναικών. Πόσα σημάδια κίβδηλων καιρών αψήφισαν, πόσες ζωές θυσίασαν για κάποιες θρυλικές σκιές. Να ταν άραγε η ανταμοιβή τους αυτή η ατσαλάκωτη, αυτή η κέρινη ακινησία τους στον χρόνο? '' Ο έρωτας δεν είναι προορισμός για μια ολάκερη ζωή, Μαρία.΄΄

ΕΜΕΝΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΝ...

Τί θέλω πιὰ νὰ δέχωμαι τὴν προστασία τῆς Μούσας;
Νὰ σφίγγω τὴν καρδιά μου νὰ δεχτῆ
τὶς νέες ἀγάπες, πίστες καὶ χαρές της,
τάχα πὼς εἶναι μοίρα μου κ᾿ εἶνε καὶ διαλεχτή!

Πάει ὁ καιρὸς ποὺ ἀχτιδωτὸ τὸ ἀστέρι τῆς ματιᾶς μου
ἔφεγγε καὶ τῶν θείων καὶ τῶν γηίνων.
Ὢ τῶν παθῶν δὲν κράτησα ἐγὼ τὴν ἀνόσια Λύρα,ἐμένα τὰ τραγούδια μου ἦταν μόνο γιὰ Κεῖνον.
Καὶ τραγουδοῦσα τὸν καημὸ τῆς ἄσπιλης ψυχῆς μου
μέσ᾿ στῶν δακρύων τὴν εὐχαριστία
κι᾿ ὅλη ἡ χαρὰ τοῦ τραγουδιοῦ μου ἦταν, πὼς τὴ φωνή μου
θὰ τὴν δεχόταν μία βραδιὰ μπρὸς στὴ φτωχή του ἑστία.
Κι᾿ ὡς διάβαζα στὰ μάτια του κάποτε τὴ χαρά του,
ποιὰ δόξα πιὸ ἀκριβῆ νὰ πῶ;((
Λοιπὸν γιατί νὰ δέχωμαι τὸ κάλεσμα τῆς Μούσας;
Σαρκάζει ἡ πίστη μέσα μου τῶν θείων καὶ τῶν γηίνων.
Μία ἀνόσια Λύρα τῶν παθῶν σὲ μένα δὲν ταιριάζει.

Ἐμένα τὰ τραγούδια μου ἦταν μόνο γιὰ Κεῖνον.




Στα αλήθεια, πόσο θράσσος απαιτεί αυτή η ΄΄ευγένεια(!), το δόσιμο στην καταστροφή της ζωής΄΄, πόση αλύγιστη ακεραιότητα, πόση ψυχή .. Τι θα μπορούσε να μολύνει την πίστη της στην ζωή, τι θα μπορούσε να μαράνει τα παθιασμένα ρόδα, τις ανθισμένες ανεμώνες της, εκτός από την ίδια της την λυστρικότητα. Δεν υπήρξε τίποτα άλλο παρά θύμα του εαυτού της.Γενναία, ΄΄αγενής΄΄, ασυμβίβαστη ,με ΄΄ ξέχειλες τις αισθήσεις΄΄, μια ξεχαρβαλωμένη χορδή σε μια ΠΑΝΑΚΡΙΒΗ κιθάρα που με λύσσα και άγνοια κατασπάραξε. Ποιος θα την βγάλει από την ταπείνωση της αθωότητας, της γνησιότητάς της. Αναμφισβήτητα, έψαχνε τον χαμό μα ήταν άνθρωπος που πέθανε από ΖΩΗ, πέθανε ζώντας. Μα, ποιος θα λογοδοτήσει για τον παιδεμό της? Ο Καρυωτάκης? Η ίδια? Η αγάπη?




Ας μη γελιόμαστε. Δεν την αγάπησε ο Καρυωτάκης.Δεν έφτασε η αγάπη του,δεν ταξίδεψε, δεν γεννήθηκε αειθαλής. Πάντα δεύτερη ήταν στην ιεραρχία των θέλω του, των ανεπαίσθητων κ ισχνών αντιστάσεων κ αντιδράσεών του. Πρώτα η υποταγή του στους γονείς του, έπειτα ο έρωτάς του γι αυτήν. Κ έπειτα η άρνηση του στην πράξη του γάμου, έπειτα ο χωρισμός. ΄΄ Μια μοιραία αλυσίδα παρεξηγήσεων κ παρανοήσεων τους χώρισαν ακριβώς όταν χρειάζονταν απεγνωσμένα ο ένας τον άλλον΄΄. Πρώτα οι γυναίκες που επιθυμούσε να συνεβρίσκεται , έπειτα οι ανάγκες, οι πόθοι αυτής. Μα ας μην είμαστε σκληροί, κ εκείνος εξουθενωμένος,στραγγαλισμένος ήταν από την βαριά κ υπόγεια δεσποτική σκιά των γονιών του. Ας πούμε, συμβιβαστικά, πως τα αισθήματά του ήταν υποτονικά, μόνο κ μόνο για να μπορέσουμε να ελαφρύνουμε λίγο την πληρωμή, την δικαίωση που δεν έφτασε ποτέ.

ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Ζωὴ πῶς μὲ παράδωσες μ᾿ ἕνα φιλὶ στοὺς δήμιους.
.............................................................
Οἱ δήμιοί σου, καλόγνωμοι, θάνατο δὲν προστάζουν.
Εἶνε κι᾿ αὐτοὶ ἀπ᾿ τοὺς τιμίους σου καὶ τοὺς εὐγενικούς!
Χαμόγελο τὰ χείλη τους καὶ γλυκὸ λόγο στάζουν
κ᾿ ἔχουν κι᾿ ἀγάπη καὶ σκοποὺς ὡραίους καὶ ἱπποτικούς.
Ὤ, ἐμένα τὸ αἷμα μου ἔλειψεν ἀπ᾿ τὴ φριχτὴ ἀγωνία,
στὸν ξέσαρκό μου τράχηλο νὰ σέρνεται ἡ θηλιὰ
καὶ νὰ μὴ σφίγγη.
Ὤ, εὐγενικὴ τῶν δημίων μου μανία,
ἔχω μέσα στὰ στήθη μου σπασμένη τὴν καρδιά.
Ἔχω σπασμένη τὴν καρδιά. Μ᾿ ἔχει ἡ ζωὴ προδώσει
καὶ μοῦ ζητᾶνε νὰ γελάσω ἀθῶα καὶ τρυφερὰ

καὶ νἆναι μέσ᾿ στὰ μάτια μου χαρὰ καὶ λάμψη τόση,
ποὺ νὰ γενῆ στὰ εὐγενικά σας ὄνειρα φτερά.
Ἐγὼ πρέπει ἀπ᾿ τὴ λίγη μου σταγόνα νὰ σᾶς θρέψω
τοῦ αἵματος, ποὺ φαρμάκωσε κι᾿ αὐτὴ μέσ᾿ στὴν καρδιά.
Τὰ φάσματα τῶν πόθων μου λουλούδια νὰ σᾶς δρέψω
καὶ νὰ δεχτῶ σὰ μίαν αὐγὴ τὴν τελευταία βραδιά.
Κι᾿ ἂν ἡ σπασμένη μου καρδιὰ τρίξη στὸ σαρκασμό μου,
κι᾿ ἂν ἀντὶ δάκρι στάξουνε τὰ μάτια μου φωτιά,
θὰ μοῦ ραβδίστε τὸ χυδαῖο κι᾿ ἄπρεπο στοχασμό μου
εὐγενικὰ στυλώνοντας τὴν βλοσυρὴ ματιά
.
Ὅμως ἡ βαριὰ μοίρα μου δὲν εἶνε ὁ θάνατός μου.
Μέσ᾿ στὴν καρδιά μου βόσκουνε πληγὲς ἀπὸ φωτιά.
Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ἀνύποπτα, τίμιος θὰ γίνη ἐχθρός μου
στὸν ξέσαρκό μου τράχηλο νὰ σφίξη τὴ θηλιά!





Ποιος κλείδωσε αυτόν τον σίφουνα, στο όνομα ποιας αγάπης ματαίωσε, κατήργησε αυτή η προσωποποίηση της ζωής, το πάθος, την πίστη, την αφοσίωση της στην νιότη, στην αγαπημένη της άνοιξη που από μικρό παιδί υμνούσε κ λάτρευε.. Κι όμως, έφυγε για το Παρίσι, που κ εκεί ΄΄αντάμωσε την μοίρα της΄΄, τα πρώτα συμπτώματα της φυματίωσης . Στην τελευταία τους συνάντηση, πριν την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, γράφει τον ΄΄ Γυρισμό΄΄. Αλοίμονο, τι χείμαρρος συναισθημάτων , ,πως κυριαρχεί το κλίμα της πρώτης ζωής αυτού του έρωτα στην πρώτη στροφή, ποιο παλιό αγιασμένο πάθος αναστήλωσε την ΠΙΣΤΗ της, τι πότισε τα σκυμμένα κρίνα της, μέχρι που να επέλθει η άρνηση, η ματαίωση στην τέταρτη στροφή .

 Ἦρθες! ἦρθες! πλημμύρισε ἡ χαρά μου
κ᾿ ἡ λαχτάρα μὲ σφίγγει νὰ μὲ πνίξη.
Ἦρθες, ὅσο κι᾿ ἂν μάκρυνεν ὁ χρόνος,
ὁ ἴδιος χρόνος τὴν πόρτα σοὔχει ἀνοίξει.

Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κυττᾶς τὸ μαρασμὸ ποὺ μ᾿ ἔχει ντύσει
σὰν τὴν ὁμίχλη τὴ δειλινὴ ὥρα;
Θὲς νὰ σοῦ πῶ τὸ πῶς μ᾿ ἔχει ἀπαντήσει;

Μὰ τί σημαίνει. Φαίδρυνε τὰ χείλη
στῆς πάναγνης χαρᾶς μου τὸ μεθύσι.
Τί σημαίνει πὼς ὁ χειμώνας ἦρθε
πρὶν τίποτε γιὰ μένανε ν᾿ ἀνθίση.

Τώρα πιά, ὅπως ἄλλοτε, δὲ θέλω
εὔοσμα ἄνθη ἀπ᾿ τὰ νεανικά σου χέρια.
Εἶμαι σεμνή. Μὲ κάθαρεν ἡ ἀγάπη
ἀπ᾿ τὰ στολίδια, δές, μ᾿ ἔγδυσε πλέρια.



Κύττα πὼς ἀγωνίζεται ἡ ψυχή μου
τὰ στέρεα τῆς ζωῆς δεσμὰ νὰ λύση·
ἀνέσπερον ἀστέρι νὰ προφτάση
τὸ ἀργυρὸ μέτωπό σου νὰ φιλήση






Έπειτα οι τελευταίες κραυγές, έπειτα η αυτοκτονία της. ΄΄Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δε τη κατάλαβε.
Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μες σ' ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη.΄΄

Μονάχη της. Δεν έχει μήτε την Εριφύλη, μήτε την Πηνελόπη όπως η Ερατώ. ΄΄ Κανείς συνενοχος στην αυτοκαταδίκη μιας ασυμβίβαστης , κανείς που να διαλυσει τον θρύλο της. ΕΜΕΙΝΕ ΜΟΝΗ ΤΗΣ. Μια γροθιά στο αιώνιο κατεστημένο΄΄ λέει η Λιλή Ζωγράφου για αυτήν την παναισθησιακή, χειμαρρώδη γυναίκα που ΄΄δεν υπέστη καμιά επεξεργασία που θα της αλλοίωνε τον αυθορμητισμό , την εμπιστοσύνη στους άλλους ανθρώπους΄΄. Θα θελα να ξερα πως κάποτε είχαν συναντηθεί οι δυο αυτές γυναίκες.

Μακάρι να μην την είχα γνωρίσει στην ακμή της εφηβείας μου. Αν ήταν έτσι όμως, δεν θα ήταν τώρα η ΄΄ Ισαλος γραμμή΄΄ μου, δεν θα την είχα αγαπήσει τόσο. Γι αυτό είναι τόσο πικρό και αστείο να ακούμε φιλόλογους να λένε πως η Μαρία Πολυδούρη δεν είναι ποιήτρια, ή με μεγαλύτερη επιείκεια(!!!!!) πως κάτι έχει προσφέρει στην ποίηση αλλά πολύ κατώτερο έργο σε σχέση με άλλους ποιητές. Απαντώ με τα λόγια της ΄΄ Κάποιοι έλεγαν πως ζούσα μες στο κεφάλι μου. ΚΑΤΙ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΟΙ..΄΄
Και φτερουγίζει λοιπόν η λευκή ψυχή της ΄΄μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη΄΄.. με ενέσεις μορφίνη που ζητά να της περάσει ένας αφοσιωμένος της θαυμαστής..

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη,
ὅταν ἀντικρὺ θἀνοίγη μέσ᾿ στὴ γάστρα μου δειλὰ
ἕνα ρόδο μία ζωούλα. Καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ χείλη
καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.


Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα θλιβερὴ σὰν τὴν ζωή μου,
ποὺ ἡ δροσιά της, κόμποι δάκρι θὰ κυλάη πονετικὸ
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ μὲ ρόδα θὰ στολίζῃ τὴ γιορτή μου,
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ θὰ μοῦ εἶνε κρεβατάκι νεκρικό.

Ὅσα ἀγάπησα στὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου θὰ σκορπίσουν
καὶ θἀφανιστοῦν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριοῦ.
Ὅσα μ᾿ ἀγαπῆσαν μόνο θἄρθουν νὰ μὲ χαιρετίσουν
καὶ χλωμὰ θὰ μὲ φιλοῦνε σὰν ἀχτίδες φεγγαριοῦ.

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ στερνὴ πνοή μου θἄρθη νὰ στὸ πῆ καὶ τότε πιά,
ὅση σοῦ ἀπομένει ἀγάπη, θἆναι σὰ θαμπὸ καντύλι
φτωχὴ θύμηση στοῦ τάφου μου τὴν ἀπολησμονιά.




....και ίσως να εξέπνευσε παλλόμενη με έναν στίχο που μπορεί να συνοψίσει τον καταξοδεμένο, τον στον άνεμο δοσμένο πλούτο της ψυχής της...



΄΄Και εμπρός σ αυτό το ομοίωμα-Ω ΠΛΑΝΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ-
ΜΑΔΩ ΠΙΚΡΑ ΚΑΙ ΑΧΡΕΙΑΣΤΑ ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΜΟΥ ...΄΄

ΣΤΗΝ Θ.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου