Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

16.4.11

Διασκευή σε ένα κομμάτι από το ΜΩΒ ΜΑΕΣΤΡΟ



/Για το κορίτσι/

      Προοδευτική παράλυση του μυοσκελετικού συστήματος θα πει: το σώμα της πέθαινε. Παρέλυε αργά αργά, σιωπηρά, από τις πατούσες έως πάνω, στις κλωστές. Νεκρώνονταν τα μέλη, πόντο τον πόντο επέλαυνε η αρρώστια, σχεδόν άκουγε το κριτσάνισμα από τα δόντια στα κόκαλά της. Κι αυτό γινόταν με πόνο, οδύνη συνεχή, άθλια, όσο και να χτυπούσε το κεφάλι στα ντουβάρια και ντουβάρι ουδέν από παύση. Κάποιες φορές έπεφτε με τα φάρμακα, μόνο λίγο, ίσα να πονέσει μετά και πλέον. Δεν είναι ζωή ανθρώπου αυτή, μονολογεί η Ελευθερία- ο μόνος άνθρωπος που έμεινε Εκεί ως τέλος- στην κουζίνα ενόσω πατούσε τα χάπια της με το μαχαίρι. Το έλεγε ψιθυριστά, σύντομα το έπαιρνε πίσω¨ μετά εμπρός. Γιατί το κορίτσι, όσο κι αν πόναγε κρατιόταν από τη ζωή, δεν την άφηνε να της γλιστρήσει απ’ τα χέρια, πάλευε¨ Αντεχε. Δεν έλεγε να πέσει με τίποτε. Λυπόταν τον εαυτό της, αλλά αγρίευε μόλις διέκρινε οίκτο στα μάτια του άλλου, έσκουζε, βαρούσε το σπασμένο πόδι- με το γερό χέρι- το σάπιζε, μάτωνε, όμως εκείνο έμενε άσειστο, ωσάν αποκομμένο. Η κόκα την εκτόξευε για λίγο, αλλά καιγόταν γρήγορα στο κάψιμό της, όλο και γρηγορότερα κάθε φορά- για επέρχουσα φορά-, μόνο στην αρχή την ζέστανε η σπίθα, σαν κάποιος να ζόρισε το κουμπί του μυαλού της με μουσκεμένο χέρι, αντιλήφθηκε το τίναγμα έως τα μαραμένα αγγεία. Μετά ξεθυμωτική επανάληψη.
      Η ελευθερία, όταν την έπλενε, φάνταζε μελανιές στο σώμα, δαγκωνιές των ίδιων της των δοντιών- την άκουγε τις νύχτες να παλεύει. Και βασάνιζε τις πέτσες της, των αντιγύριζε τα ίδια και χειρότερα. Σφούγγιζε η γυναίκα τα πληγωμένα μέλη (μελήματα)- μαλακιά η πετσέτα. Έκανε πως παρακώλυε τα φρέσκα μωβέ σκούρα σημΆδια, όμως τα έβλεπε, και δάγκωνε τα στεγνά χείλια της. Κι ούτε που έλεγε σε κανέναν τίποτε- τι ωφελούσε. Κανείς δεν δύνατο να βοηθήσει. Έτσι άρχισε το πράγμα το κακό¨ να σκάσει (!) έπρεπε. Μόνο του… Κοπάναγε, λοιπόν, τα χάπια με επιμέλεια, της θρυμμάτιζε την κόκα, χαμογελούσε όταν της πάσαρε βιαστικά να τεστάρει, γενναιόδωρη πάντα ακόμη και στον πόνο της. Ύστερα όμως έπεφτε με τα μούτρα, κατάπινε. Ρουφούσε, εφορμούσε, ολόκληρη, αφόπλιζε το δίσκο.
      Μια φορά πάνω στη φούρια της ξεφύσηξε, σκορπίστηκε η σκόνη στα σεντόνια, τα μουγκάνιζε για ώρα αδειάζοντάς τα. Η Ελευθερία έσταξε στ’ ακροκέραμα και κοιτούσε, έσκυψε έπειτα, αποπειράθηκε να τη βοηθήσει, έσπρωχνε με δάχτυλα- πόδια- τα υφάσματα. Τα έφερνε στο στόμα της! Το κορίτσι τζούραινε με μανία τον αντίχειρα (p) της σα μωρό που το έκοψαν απ’ το στήθος του στέρνου.
      Την άλλη μέρα άρχισε να τρυπιέται. Με βελόνια.
      …Στο τέλος, όταν δεν μπορούσε πια να μιλήσει, η Ελευθερία πέρασε να την πάρει μια βόλτα με το αυτοκίνητο. «Γύρισε τα μάτια στον ουρανό. Η ζωη είναι, να τη Ζεις.» Μια Βόλτα στη θάλασσα, ήταν η αγαπημένη της. Εννέα μήνες κλεισμένη στο δωμάτιο, τέσσερεις Μήνες σκαλωμένη στο κρεβάτι, εκείνη της άλλαζε πλευρό δύσκολα. Κίνησε ενώπιον των βλεφάρων της τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Της φάνηκε ότι τα μάτια ξύπνησαν, έπαιξαν, δεν έπαιρνε όρκο, αλλά για λίγα δευτερόλεπτα σα να επαύξησε η κόρη, τανιέται η ίριδα, θέλησε να το δει γι’ αυτό το αισθητοποίησε, και χαμογέλασε, είπε «εγΏ σε ντύνω», κι άνοιξε την ντουλάπα για τη διαλογή. Εκείνη έστεκε φρόνιμα στη θέση της. Μες σε αγκαλιά την κατέβασε απ’ τα’ όχημα, τα κόκαλα κούφια, περιστέρι σα να κρατούσε στα χέρια, το κορίτσι με τις 2 άγκυρες κουβαριασμένο στην αγκαλιά του, κουτί. Την κάθισε στη θέση του συνοδηγού, της φόρεσε τη ζώνη της, έπαιξε κομμάτι στο cd, ξεκινάνε. Βγήκε στον παραλιόδρομο με γκάζι σανιδωμένο, επιταχυμένο, το τιμόνι ίδρωνε στις παλάμες της, στα νύχια. Απ’ το τέλος μέχρι αρχή το ίδιο τραγούδι, εκείνο που, παλιά, πολλές φορές –στο δρόμο-, κάποτε, σιγοτραγουδούσε κάθε νύχτα κοιτώντας απ’ το παράθυρο, κοιτάζοντας ψηλά τα’ αστράκια, και που μόνο η Ελευθερία ξέρει για ποιον το έλεγε.  “Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο!” «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα, ποτέ δε θα το μάθεις…» Είναι το χάπι (!), επέμενε. Δεν κλείνει τις πληγές -δεν αποστειρώνει τα θραύσματα- τις ανοίγει να τρέξει, σκάβει, (την) αδειάζει.
      Δεν μπορούσε να μιλήσει και δεν της μιλούσε. Μη γελάσεις. Αυτή η σιωπή ήταν η καλύτερη κουβέντα τους.
      Κι όταν έφτασαν η Ελευθερία τη σήκωσε από το κάθισμα και στοργικά την άφησε στην άμμο, δίπλα στο νερό. Κάθησε δίπλα. Την είχε στρέψει προς τη Θάλασσα, δεν ήξερε όμως αν λειτουργούσε η όρασή της εύκολα, απλά, κανονικά, εδώ το σώμα την εγκατέλειπε, είναι περίεργο, ξέρεις, κάποιες αισθήσεις απαλείφονται πρώτες, κάποιες πεισμώνουν- εκεί. Κοίταζε, το ήξερε πως κοιτούσε. Ας έμενε πετρωμένη, το μάτι σάρωνε.
      Ύστερα από λίγες μέρες, η Ελευθερία είχε φτάσει από νωρίς στο σπίτι του κοριτσιού. Εκεί κοιμόταν, ακόμη. Ήπιε τον καφέ της, προσπαθώντας να ρουφήξει όλη τη γλυκιά εντύπωση, με την οποία ζέσταινε το λαιμό της. Η μέρα θα ήταν δύσκολη- κι ανέφικτη. Το ένιωθε. Δεν ήξερε πώς, αλλά το ένιωθε. Ανέβηκε πάνω, στο δωμάτιο του κοριτσιού¨ εκείτετο στο πατάρι. Ένα τσίμπημα βαρύ, σαν στριφτό τσιγάρο Craven, την έσπρωξε από την καρέκλα. Κάθησε στο κρεβάτι, δίπλα στα πόδια της. Την περίμενε να ξυπνήσει. Λίγα λεπτά μετά, άνοιξε τα μάτια της. Για λίγο μόνο- και μόνο- η Ελευθερία αισθάνθηκε πως (πώς) την κοίταξε θλιμμένα- σα να αναπολούσε κάποιον, κάποιον πολύ αγαπημένο. Κι ύστερα κατέβασε αργά τα βλέφαρα. Αυτό ήταν. Το κορίτσι έσβησε.       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου