Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

16.4.11

-Πήγαινε, της είπα

Ηλίας 4-2-11
- Έπρεπε να πάω! Δεν είχα άλλη επιλογή.
- Είχες, εμένα.
- Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι εσύ μου είσαι αρκετός;
Τη χαστούκισα. Μέσα στο μυαλό μου. Γιατί στην πραγματικότητα δεν είχα τη δύναμη να την πληγώσω.
- Αγάπη μου, της είπα, δεν πειράζει, θα το ξεπεράσουμε κι αυτό.
Άρχισε να μαζεύει τα ρούχα της. Της έπιασα το χέρι.
- Θα το ξεπεράσουμε κι αυτό, ξαναείπα.
- Αυτή ακριβώς η αντίδραση, αυτή η γαμημένη καλοσύνη, αυτό… Άνοιξε την πόρτα ίσα ίσα για να χωρέσει την τεράστια βαλίτσα της.
- Άκου. Εμείς ότι είχαμε να πούμε το είπαμε, εντάξει; Δεν ταιριάζουμε. Δάκρυα άρχιζαν να κατηφορίζουν στα μάγουλά της.
- Μάτια μου… πάω να την παρηγορήσω.
- Μην… το κάνεις αυτό. Με κουράζεις. Σιγά σιγά σ’ απεχθάνομαι. Φεύγω για να μη… σε σκοτώσω στον ύπνο σου. Αυτή σου η γλύκα, με λιγώνει είναι υπερβολική. Την πιάνει βήχας.
Τρέχω και της φέρνω ένα ποτήρι νερό. Της χαϊδεύω την πλάτη όσο το πίνει. Με κοιτά με μάτια ορθάνοιχτα. Με μετράει. Κάτι υπολογίζει.
- Ποτέ σου δε με χαστούκισες, ούτε μια φορά. Πήγα με τρεις άντρες όσον καιρό είμαστε μαζί, κι εσύ δεν άπλωσες χέρι πάνω μου όταν το έμαθες.
- Μα…
- Να ξέρεις σε θαυμάζω γι’ αυτό. Αλλά σε απεχθάνομαι κιόλας. Ναι μ’ αρέσει αυτή η λέξη: σ’ απεχθάνομαι. Έτσι αισθάνομαι για σένα σ’ απεχθάνομαι. Διώξε με. Σε παρακαλώ. Εγώ δεν έχω τη δύναμη να σ’ αφήσω. Σε εκλιπαρώ. Διώξε με. Σήκωσε με θυμό την παλάμη σου και δείξε μου την έξοδο. Με πόσους άντρες ακόμη πρέπει να πάω για να το κάνεις;
- Με κανέναν. Δε σε διώχνω. Σ’ αγαπάω.
- Αααα! Δε με καταλαβαίνεις! Πνίγομαι μαζί σου. Απελευθέρωσέ με. Όσο ξέρω πως η πόρτα σου είναι ανοιχτή, πάντοτε, πάντοτε θα γυρνάω πίσω. Κλείδωσέ τη σε παρακαλώ. Κι όσο κι αν χτυπάω μη μου ανοίξεις.
- Αφού κι εσύ μ’ αγαπάς. Γι’ αυτό δε μένεις μακριά.
- Είμαι νέα, μικρό κορίτσι. Εσύ τα’ χεις τα χρονάκια σου. Ήσουν ο πρώτος άντρας που βρέθηκα μαζί του. Δε θέλω να ‘σαι και ο τελευταίος. Θέλω, θέλω καλοκαίρια ανέμελα σε κάμπινγκ με παιδιά της ηλικίας μου. Να παίζουν ρακέτες στην αμμουδιά, να διασκεδάζουμε στα μπαράκια το βράδυ και να ερωτεύομαι στα μπιτς πάρτι μελαγχολικά αγόρια με μακριά μαλλιά που παίζουν κιθάρα και τραγουδούν. Θέλω την καρδιά μου ελεύθερη, από σένα. Όσο μ’ αγαπάς, δε μπορώ να είμαι ελεύθερη.
Επιτέλους κατάλαβα τι μου ζητούσε. Άντρας είμαι, δε μπορώ να κατανοήσω την πολύπλοκη γυναικεία σκέψη. Όχι μέχρι αυτή τη στιγμή.
- Καριόλα! φώναξα. Θέλεις νεαρά αγόρια της ηλικίας σου ε; Ώρα καλή στην πρύμνη σου. Αρκετά σε ανέχτηκα! Σήκωσα το χέρι μου και το κατέβασα με δύναμη στο πρόσωπό της. Άρχισε να κλαίει γοερά. Πήγα να σταματήσω. Συνέχισα όμως.
- Αυτή για να μάθεις να σέβεσαι αυτούς που σε σέβονται. Στα τόσα χρόνια που είμαστε μαζί δεν πήγα με άλλη γυναίκα. Και είχα τα φλερτ μου. Απλά τους έλεγα: κορίτσια σόρυ αλλά έχω κοπέλα.
Ο μαλάκας! Λοιπόν ξεκουμπίσου από δω. Και κάνε μου μια χάρη: μην ξαναπατήσεις το πόδι σου στο σπίτι μου. Σε χωρίζω.
Το πρόσωπό της έλαμψε. Πήρε τηλέφωνο την κολλητή της και της ζήτησε να μείνει για λίγο εκεί, γιατί : «ο Ηλίας με χώρισε».
Ύστερα για μια ατέλειωτη στιγμή με κοίταξε. Τα μάτια της ήταν υγρά, μα χαμογελούσε.
- Πήγαινε, της είπα όλο αγάπη. Δεν είναι πια το σπίτι σου εδώ. Σ’ απελευθερώνω, από μένα.
Δεν απάντησε. Μου χάρισε ένα χαμόγελο βαθύ, σαν αυτά που μου χάριζε όταν πρωτογνωριστήκαμε. Ύστερα έπιασε με το ένα της χέρι τη βαλίτσα και με το άλλο, απαλά, γλυκά, σαν χάδι, έκλεισε την πόρτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου