Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

23.12.12

Το λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι στη Θεσσαλονίκη, του Θωμά Κοροβίνη

tvxs.gr/node/114508

 
Ας μη γελιόμαστε, λαϊκό τραγούδι δεν υπάρχει παρά μόνο ως επιβίωμα και ως εμμονή κάποιων στερνών μονομάχων που το στηρίζουν. Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν λαό νέας κοπής που η ψυχοσύνθεσή του έχει υποστεί ραγδαίες αλλοιώσεις οι οποίες έχουν καταντήσει ακόμη και την πιο πρόσφατη πολιτιστική ταυτότητά του μη αναγνωρίσιμη. Του Θωμά Κοροβίνη
Η Θεσσαλονίκη υπήρξε για αιώνες ένα πολυπολιτισμικό χωνευτήρι των τεχνών και μια κομβική πόλη-σταθμός, από πολλές πλευρές η δεύτερη σε σημασία μητρόπολη δύο αυτοκρατοριών μετά την Βασιλεύουσα, αργότερα Κονσταντινιγιέ και κατόπιν Ιστανμπούλ. Είναι  χτισμένη σε μια θέση, όπου συνυπήρξαν άλλοτε με σχετική ή πλήρη αυτονομία και αυτάρκεια και άλλοτε συνδυαστικά ή αλληλοεπιδραστικά όλα τα μουσικά ρεύματα και οι συρμοί των καιρών.
Η θέση της  και η ιστορία της την φέρνουν ποτέ εντελώς μέσα, πάντοτε όμως  πολύ κοντά, τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση, άλλο τόσο όμως και στα Βαλκάνια.
Η αείμνηστη δασκάλα μας  Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος δίνει μέσα σε λίγες καίριες προτάσεις μια περιεκτική εικόνα της διαχρονικής σημασίας της:
«Μια πόλη, μια κοσμόπολη σαν την Θεσσαλονίκη μοιάζει με μωσαϊκό.
Η κάθε ψηφίδα της έχει άλλο χρώμα, άλλο σχήμα, άλλη προέλευση. Προέρχεται από μια διαφορετική εποχή ή από μια διαφορετική παράδοση.  Όλες αυτές οι ψηφίδες μαζί, ετερόκλητες, φτιάχνουν μια πολύπλοκη σύνθεση που έχει, ωστόσο, τη λογική της.
Η Θεσσαλονίκη, η δεύτερη πόλη της ελληνικής επικράτειας, είναι ο ιδεολογικός κρίκος που συνδέει την ελληνική αρχαιότητα μέσα από το Βυζάντιο, με την νεώτερη Ελλάδα».   
Το μόρφωμα της Θεσσαλονίκης αρκετούς αιώνες πριν και για  λίγο μετά την ένταξή της στον εθνικό κορμό, δηλαδή μέχρι την συνθήκη της Λωζάνης,  θα μπορούσε κανείς να πει ότι συνδυάζει τοπογραφικά, πολιτιστικά, ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, που την κάνουν να προσιδιάζει σ’ ένα παρδαλό άστυ, που μοιάζει αρκετά με την Σμύρνη και λιγότερο με την Πόλη, έχει κάτι από τις μεσογειακές  πολιτείες της Ισπανίας και λιγότερο της Ιταλίας ή της Γαλλίας –εδώ έπαιξε έντονα τον ρόλο του το σεφραδίτικο στοιχείο των κατοίκων της- αλλά ταυτόχρονα την διακρίνει κι ένας βαλκανικός αέρας που παρόμοιος κάπως φυσάει σε πόλεις σαν τη Σόφια ή το Βελιγράδι και στην πιο παρακατιανή, τρόπος του λέγειν, εκδοχή, τα Σκόπια.      
Στην υπόδουλη Θεσσαλονίκη η βυζαντινή παράδοση εξακολούθησε να δίνει καρπούς ιδίως μέσω της ψαλτικής τέχνης την οποία θεραπεύουν με ζήλο οι ιεροψάλτες στους ορθόδοξους ναούς που λειτουργούσαν. 
Παράλληλα τραγούδια της τάβλας, καλαματιανά και συρτά, που έρχονται από τα χωριά της επαρχίας ιδίως της κεντρικής και της δυτικής Μακεδονίας αλλά ακόμη μέχρι και από την Ανατολική  Θράκη  δημιουργούν μια παρακαταθήκη σκοπών και τραγουδιού, δημοτικού, θα λέγαμε ύφους, με κεντρική θεματογραφία  την Θεσσαλονίκη, τις ομορφιές  της, τα τσαρσιά και τα μπεζεστένια της, τις γυναίκες και τους λεβέντες της.  (θέμα που εν πολλοίς έχουν αναδείξει οι μελέτες και οι συλλογές του Γιώργη Μελίκη)
Ταυτοχρόνως σε διάφορες κεντρικές γωνιές της συντελούνται καθημερινώς μικρές μουσικές πανηγύρεις.
Για παράδειγμα, στο Ασλά χαν, εκεί που σήμερα περίπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της εφημερίδας «Μακεδονία», κάθε Παρασκευή λαδωμένοι Τούρκοι πεχλιβάνηδες έκαναν παλαιστικούς αγώνες ενώ τους συνόδευαν κομπανίες Γύφτων με εκκωφαντικούς ζουρνάδες και θεόρατα τύμπανα και η απαραίτητη γύρα με το ταψάκι για το μπαχτσίσι των θεατών και ακροατών.
Ανατολική μουσική με φανερές βυζαντινογενείς επιδράσεις στην διαμόρφωση των μακάμ  (των μουσικών δρόμων) παιζόταν και στους μουσουλμάνικους τεκέδες της, στους πιο ξακουστούς ειδικά, σαν εκείνον των Μεβλεβί δερβισάδων έξω απ’ τα τείχη της Άνω Πόλης, το πλουσιότερο ίσως ισλαμικό μοναστήρι της  οθωμανικής αυτοκρατορίας, που το σάρωσε ο στείρος ελληνοκεντρικός εθνικισμός- και τον Φετιχιέ τεκέ, απέναντι από τον Άγιο Δημήτριο, που κάηκε στην πυρκαγιά του’ 17.
Τα τάγματα αυτά είχαν θέσει ως σκοπό να διασώσουν την μυστικιστική μουσική που την αποδίδουν  σε παράσταση οι ιεροί χοροί «σεμά» των περιδονούμενων δερβισών με την συνοδεία ποικίλων τύπου πλαγίαυλου, του γνωστού νέι ή  νάι. 
Πολλά και αξιόλογα λαϊκά τραγούδια γα τη νέα τους πατρίδα έχουν και οι Θεσσαλονικιοί Εβραίοι Σεφαραδί, κάποια από αυτά, όπως ανέδειξαν μελετήματα του αείμνηστου Αλμπέρτου Ναρ, του Ξενοφώντα Κοκόλη και άλλων, κάποτε  συγκλίνουν και με την ατμόσφαιρα γνωστών ρεμπέτικων, μερικά μάλιστα ταυτίζονται, αφού κρατιέται ατόφια η μελωδία και μετατρέπεται απλώς ο στίχος στην ισπανοεβραϊκή γλώσσα.
Υπάρχουν επίσης λίγα δημοτικά ή λαϊκά τραγούδια βλάχικα και  ακόμη πιο λίγα τουρκικά που αναφέρονται υμνητικά ή αποτροπιαστικά στην Θεσσαλονίκη.
Η Θεσσαλονίκη είναι η δεύτερη πόλη και το δεύτερο λιμάνι μετά τον Πειραιά που αναθρέφει το ρεμπέτικο. Η Σμύρνη είναι η γιαγιά του, η Σύρα είναι η  μάνα του, ο Πειραιάς η δασκάλα του μα επάνω στον οργασμό του η Θεσσαλονίκη είναι η φιλόξενη αγαπητικιά όπου βρίσκει την πιο τρανή υποδοχή για  την καλλιέργειά του.
Η Θεσσαλονίκη, μετά και την επαίσχυντη και διεθνώς ουδέποτε και ουδαμού γενομένη,  συνθήκη της ανταλλαγής,  δικαιωματικά μπορεί να φέρει τον τίτλο της «Πρωτεύουσας των προσφύγων», όπως ευφυώς την βάφτισε ο Γιώργος Ιωάννου, ένα άξιο πνευματικό τέκνο της που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην ανάδειξη του μεταπολεμικού πολιτιστικού προσώπου της.
Η πρόσληψη του ρεμπέτικου στους προσφυγικούς συνοικισμούς της υπήρξε ενθουσιώδης.
Η πόλη την δεκαετία του’  30 και του’ 40  –παρά τα δεινά, -Μεταξική δικτατορία, Κατοχή, Εμφύλιος και μετεμφυλιακές διώξεις του λαού- και, σε μεγάλο βαθμό ίσως εξαιτίας τους-  γίνεται σιτοβολώνας του ρεμπέτικου τραγουδιού που καλλιεργείται σχεδόν παράλληλα τόσο στους πολυάριθμους τεκέδες της, όσο και στα μικρά και απομακρυσμένα και αργότερα στα πιο κεντρικά ταβερνάκια, όπου το ρεμπέτικο θεραπευόταν από μικρή ορχήστρα άνευ μικροφώνων, μια παράδοση που συνεχίστηκε  και που εξακολουθεί ευτυχώς -κατά κάποιον τρόπο- και παρά την σταδιακή φθορά της να ισχύει σε μικροκλίμακα μέχρι σήμερα.
Πολύ ενδιαφέρουσες παραστατικές μαρτυρίες με αναφορές στην γέννηση και την ακμή του ρεμπέτικου στη Θεσσαλονίκη βρίσκουμε στις αυτοβιογραφίες του Μπίνη και του Βαμβακάρη
Ο Τάκης Μπίνης, γεννημένος το 1923, λίγους μήνες μετά την ανταλλαγή από γονείς Αϊβαλιώτες, μεγαλωμένος στην Τούμπα, γαλουχημένος από πιτσιρίκος στην ατμόσφαιρα των τεκέδων, όπως του Παναγιώτη Μαύρου και των ταβερνείων, όπως του Σουρή και του Μόνου, στην αυτοβιογραφία του με τον τίτλο «Βίος ρεμπέτικος» μιλάει για την γνωριμία του στη Θεσσαλονίκη το 1934 με τον Παπαϊωάννου φαντάρο μα ήδη γνωστό μπουζουξή και αργότερα, το 1940  με τον Τσιτσάνη.
Στο βιβλίο αυτό ανακαλύπτει κανείς πολλές πληροφορίες γύρω από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στα πολυάριθμα στέκια της Θεσσαλονίκης την δεκαετία του’  30, προς το τέλος της οποίας ανεβαίνει και ο Μπίνης στο πάλκο, στο Βαρδάρη, στη  Τούμπα, στην Καλαμαριά και αλλού. Ο Μπίνης μαθαίνει το μπουζούκι από αλανιάρηδες γείτονες.
Και εξομολογείται:
«Έπίσημος μπουζουξής με όνομα δεν υπήρχε τότε στη Θεσσαλονίκη και τα λαϊκά συγκροτήματα αποτελούνταν από σαντούρια, βιολιά, ντέφια, ούτια, και πουθενά, μέχρι το 1935, δεν υπήρχε μπουζούκι επαγγελματικά. Υπήρχαν πολλοί ερασιτέχνες που έπαιζαν για το κέφι τους και το κέφι της παρέας σε τεκέδες και κουτουκάκια, στις προσφυγικές συνοικίες και στο Βαρδάρι». 
Σε άλλες σελίδες του βιβλίου μας δίνει πληροφορίες για την ατμόσφαιρα και παραθέτει τα ονόματα πολλών από τα ξακουστά κέντρα της εποχής, όπου στα πάλκα τους θριάμβευε το ρεμπέτικο.
(τα πιο γνωστά: στην Εγνατία, του «Κουφού» και του «Δημόκα», στην Αριστοτέλους : του Βαγγέλη Φραγκολεβαντίνου, Ερμού και Αγίας Σοφίας : το «Αμπελάκι» που έπαιζε ο Τσιτσάνης  κι απέναντι η «Μιμόζα» που έπαιζε ο Γιοβάν τσαούς και ο Καλδάρας, στην Εθνικής Αμύνης: η αντιστασιακή επί Κατοχής ταβέρνα του «Μπούκη», στην Άνω Πόλη : μικροορχήστρες με σαντουρόβιολα, στη Νικηφόρου Φωκά : τα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα, στο Καραμπουρνάκι : ο «Έλατος» και του «Γιόσκα, στο Βαρδάρι : του σκυλόμαγκα και ταγματασφαλίτη «Κέρκυρα», του «Μακρή», του «Κυπαρίσση», του «Σταμπουλού», του αρχινταβατζή «Καφαντάρη» και οι τεκέδες του Τσικρικόνη και του Σαλικουρτζή)  
Ο Μάρκος στην «Αυτοβιογραφία» του, πρώτον:  αναφέρει πληροφορίες για τα κέντρα και τους καλλιτέχνες που συνεργάστηκε, (στου Παπάφη με τον Μπάτη, στην Απάνω Τούμπα με τον Μπάτη και τον Παπαϊωάννου, στην οδό Ειρήνης με τον Παπαϊωάννου –και, εδώ, με καθημερινό θαμώνα τον Τσαουσάκη).
Δεύτερον,  πλέκει ένα μοναδικό  εγκώμιο για την Θεσσαλονίκη της εποχής του’ 30 :
«Η Θεσσαλονίκη μ’ άρεσε πολύ. Ωραία πόλη… Δεν θυμάμαι άλλα μαγαζιά που παίζανε λαϊκά αλλά άκουγα, το τάδε μέρος, το τάδε μέρος…. Αλλά η αγορά της Θεσσαλονίκης μου έκανε εντύπωση. Μεγάλα νταραβέρια, μεγάλα πράματα…. Κόσμος, φτωχόκοσμος έτρεχε ντυμένος καλά. Και οι γυναίκες προπαντός πολύ σικ. Πολύ εντυνόντουσαν και οι άντρες.  Δηλαδή πλούσια χώρα. Σα να ήσουνα στην Ευρώπη… Έγραψα τότε και τραγούδι για τη  Θεσσαλονίκη:
Ωραία την επέρασα μες στη Θεσσαλονίκη, 
θυμήθηκα το δώδεκα που πήραμε τη νίκη.
Μικροί μεγάλοι τρέξανε εμένα για να ιδούνε,
ν’ ακούσουνε γλυκιά πενιά και να φχαριστηθούνε.
Πλούσια είναι τα ελέη τους κι αυτά τα χωρατά τους
κι εμένα μ’ αγαπήσανε όλοι με την καρδιά τους. 

Τέλος, ο Βαμβακάρης μας δίνει ένα πορτρέτο  -της προσωπικής του εκτιμήσεως βέβαια- του διαβόητου Νίκου Μουσχουντή, ζηλωτή κομμουνιστοφάγου μα παραδόξως υψηλού προστάτη του μπουζουκιού και των τεκέδων. (Μια αντικειμενική έρευνα για την ζωή αυτού του ανθρώπου και του κύκλου του θα ήταν πολλαπλά χρήσιμη για την κοινωνιολογικού, πολιτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα διερεύνηση της Θεσσαλονίκης επί Κατοχής και Εμφυλίου) 
Η Θεσσαλονίκη παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του Βασίλη Τσιτσάνη και είναι βασική μήτρα της δημιουργίας του για τα νεανικά του χρόνια*.
Η μεγάλη Ρόζα Εσκενάζυ τραγουδάει εδώ στα πολύ νεανικά της χρόνια στη δεκαετία του’ 20.
Δεν έχουμε ακριβή στοιχεία για την ύπαρξη καφέ αμάν και καφέ σαντάν, ο Κώστας Τομανάς στα βιβλία του για την Θεσσαλονίκη έχει κάποιες αναφορές, ενώ ο σοβαρός μελετητής Αριστομένης Καλυβιώτης από την Καρδίτσα φέρνει στο φως την ύπαρξη εργοστασίου κοπής δίσκων γραμμοφώνου στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του περασμένου αιώνα παράλληλα με την Πόλη και την Σμύρνη.
Γνωστοί Θεσσαλονικιοί μουσικοί που διαπρέπουν στο πάλκο και συνεργάζονται ιδίως με τον Τσιτσάνη είναι ο παλαιστής Πρόδρομος Τσαουσάκης, ανακάλυψη του Τσιτσάνη, που εξελίσσεται σε κορυφαίο ερμηνευτή ρεμπέτικων τραγουδιών, το ντουέτο  Μίγγος – Τσανάκας, αργότερα ο μπουζουξής  Κοκοράκι, η τραγουδίστρια Σεβάς χανούμ, οι τραγουδιστές Γιώργος Χατζηαντωνίου και Σταύρος Καμπάνης, η Μαρινέλλα, και άλλοι. 
Στα τέλη της δεκαετίας του’ 50 και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του’ 60, καθώς το λαϊκό τραγούδι αποενοχοποιείται από το στίγμα των κατωγείων και των ναρκωτικών, χαρακτηριστικά  αμαύρωναν την φήμη του προγενέστερου ρεμπέτικου, και ενώ τα σαλόνια ενδίδουν στον -μόλις πριν λίγο καιρό θεωρούμενο από τους ίδιους τους αστούς και την κρατική εξουσία που τον εδίωκε τριτοκλασάτο ήχο του μπουζουκιού-, η Θεσσαλονίκη γεμίζει κοσμικά κέντρα τύπου «Χορτατζήδες», «Ντελίς», «Φάληρο», «Σταυράκης», «Καλαμάκι» και «Καλαμίτσα», «Ταμπάκης», «Φλοίσβος», «Καρεκλάς», «Κουκουνάρες», «Σαπέρας», «Ηλιοβασιλέμματα», και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
Οι πρωταγωνιστές του λαϊκού τραγουδιού που θριαμβεύει στα πάλκα και στην δισκογραφία ανεβαίνουν συχνά στην γλεντζού φτωχομάνα.
Τα γνωστά ντουέτα Μητσάκης-Χρυσάφη, Τσιτσάνης-Νίνου, Χιώτης-Λίντα, Τόλης και Λίτσα Χάρμα, η Μπέλλου η οποία συνδέεται ιδιαίτερα με την πόλη και την επισκέπτεται πολλές φορές το χρόνο ως το τέλος, ο Καζαντζίδης, ο οποίος επίσης συνδέεται συναισθηματικά, τραγουδάει εμβληματικά τραγούδια για την Θεσσαλονίκη, όπως τη «Μεγάλη φτωχομάνα» του Χιώτη και το «Ο Γεντί κουλές στενάζει», ο Τζουανάκος, ο Λαύκας, η Πόλυ Πάνου, ο Αγγελόπουλος, η Γιώτα Λύδια, η Καίτη Γκραίη, ο Μπιθικώτσης, ο Διονυσίου, ο Μενιδιάτης, ο Μαρκάκης και άλλοι.  
Την ίδια εποχή παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση της ορχήστρας και στην πρόταση εκτέλεσης των τραγουδιών, καθώς προστίθεται και γίνεται απαραίτητο το ακορντεόν και αργότερα η ντραμς ενώ κατά προαίρεσιν οι μαγαζάτορες  επιλέγουν να συνοδεύει την ορχήστρα μια φανταχτερή χορεύτρια-τραγουδίστρια-θεατρίνα, νέο είδος που καθιερώνεται από μόδα στις πίστες και τραβάει πελατεία.
Στην δεκαετία του’  70 και του’  80 θριαμβεύει κυρίως στο κέντρο «ΜΙΝΟΥΙ», η θρυλική Λιλή-Ζαχαρένια Βαλαβάνη,  με τους σπουδαίους παρτενέρ της μπουζουξήδες Γιώργο Καμπουρέλλο και Σωκράτη Θεοδωρίδη.
Τον ίδιο καιρό σημαντική είναι η παρουσία του εξαίρετου ερμηνευτή και σολίστα του μπουζουκιού Στέλιου Κεφάλα –και αργότερα της κόρης του Μαριάνθης-, του θρυλικού Χοντρονάκου ή Στέφανου Κιουπρούλη με τον μπαγλαμά του, που έχει και ωραίες συνθέσεις για την Θεσσαλονίκη στο όνομά του, της Μαριώς που πέρασε πολλά θεσαλονικιώτικα τραγούδια στην δισκογραφία και άλλων.
Όλοι οι προαναφερθέντες  καλλιτέχνες  συντηρούν με σεβασμό ή συνεχίζουν στο πάλκο ή στις ηχογραφήσεις τον ρεμπέτικο μύθο της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της χώρας. 
Πολλοί από τους σημαντικούς δημιουργούς που έζησαν ή πέρασαν από δω υμνογραφούν την Θεσσαλονίκη, τις ομορφιές της, τα τοπία της, τα γλέντια, το λαό της, την προσφυγιά της, τους Θεσσαλονικιούς «ξηγημένους, μάγκες και δερβίσια» της, τις γυναίκες της.
Ο Μάρκος, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Τσαουσάκης, ο Ρούκουνας, ο Γενίτσαρης, ο Καλδάρας, ο Γούναρης, ο Ζαμπέτας, ο Κολοκοτρώνης, ο Καζαντζίδης, ο Γαβαλάς, Ξεχωρίζουν οι συνθέσεις : «Θυμήθηκα το’ 12» του Βαμβακάρη,  «Όμορφη Θεσσαλονίκη» του Τσιτσάνη, «Θεσσαλονίκη μου»  ή «Φτωχομάννα» του Χιώτη, το ωραιότατο αλέγκρο «Μάγισσα Θεσσαλονίκη» του Γαβαλά, και η νεώτερη «Θεσσαλονίκη» του Ζαμπέτα. 
Η μυθολογία γύρω από το διαβόητο βυζαντινό Επταπύργιο αποτελεί δυνατή πηγή έμπνευσης για πολλά τραγούδια του εγκλεισμού, της απομόνωσης, των βασανιστηρίων, της καταδίκης, τα οποία άμεσα ή έμμεσα συνδέονται με τα τραγούδια του τεκέ, μουρμούρικα, χασάπικα, απτάλικα και ζεϊμπέκικα,  αδέσποτα ή επώνυμα, με κοινό παρονομαστή την παρανομία, την κλεψιά, το φονικό και κυρίως τη μαστούρα από το χασίσι. 
Τα σημαντικότερα από αυτά είναι:
«Πέντε χρόνια δικασμένος» του Σμυρνιού Βαγγέλη Παπάζογλου, εμβληματικό άσμα που έχει κακοποιηθεί έχοντας υποστεί σωρεία κλοπών και νοθεύσεων, «Τα κάστρα του Γεντί κουλέ» και «Βράδιασε και στο Γεντί κουλέ» του Γιώργου  Μητσάκη που έζησε στη πόλη από το 1937 ως το 1939,  «Κελί μου κατασκότεινο» του Στέλιου Καζαντζίδη, «Αναστενάζει ο Γεντί κουλές» του Σαράντη Κοντομάτη,  και το «Γεντί κουλέ» του Βασίλη Τσιτσάνη, σε στίχους της αθάνατης Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, με την συγκλονιστική ερμηνεία του Τσαουσάκη και της Νίνου
Η μυθολογία του Βαρδάρη έχει επίσης αξιοποιηθεί λιγότερο στο ρεμπέτικο και περισσότερο στο νεώτερο τραγούδι σε συνθέσεις του Νίκου Παπάζογλου, του Θάνου Μικρούτσικου πάνω σε στίχους του Νίκου Καββαδία, του Ντίνου Χριστιανόπουλου σε στίχους δικούς του,  νεώτερων όπως του Γιώργου Σφυρίδη, του Γιάνη Τσολακίδη και άλλων.
Ενώ, συνεχίζοντας μια παράδοση που συντηρεί τους ποικίλους μύθους της Θεσαλονίκης στο πανελλήνιο,  συνθέτες και στιχουργοί, λαϊκοί σαν τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Κώστα Βίρβο, τον Πυθαγόρα, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Λευτέρη Χαψιάδη, την Σώτια Τσώτου,  και άλλοι που έχουν χαρακτηριστεί «έντεχνοι» ή «έντεχνοι λαϊκοί», όπως πχ, ο Δήμος Μούτσης, ο Νίκος Ξυδάκης, η Αφροδίτη Μάνου, ο Σταμάτης Κραουνάκης, ο Λάκης Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Μηλιώκας, ο Νίκος Γκάτσος, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Μιχάλης Μπουρμπούλης, ο Γιώργος Χρονάς, γράφουν τραγούδια για την Θεσσαλονίκη, αλλά  η έμπνευση του Γιώργου Ιωάννου από τον Βαρδάρη και γενικότερα από τους θρύλους της νεώτερης Θεσσαλονίκης μας χαρίζει έναν από τους εξέχοντες δίσκους απάσης της ελληνικής δισκογραφίας του περασμένου αιώνα, το «Κέντρο διερχομένων» σε υποβλητικές συνθέσεις του Νίκου Μαμαγκάκη.   
Σημαντικά   κέντρα και μουσικές σκηνές όπου έπαιζαν λαϊκή μουσική είναι:
το «ΜΠΑΛΚΟΝΑΚΙ», το «ΜΥΣΤΙΚΟ», το «ΤΗΝΕΛΛΑ», το «ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ», η «ΒΑΡΔΙΑ», το «ΠΛΑΤΩ» και  η «ΑΙΓΛΗ» ή «ΓΕΝΙ ΧΑΜΑΜ», κλειστή κι αυτή σήμερα, ένας από τους πλέον ατμοσφαιρικούς χώρους σε πανελλήνια κλίμακα. Μεγάλοι  χώροι φιλοξενίας μουσικών σχημάτων με διάφορο βαθμό ποιοτικών επιλογών είναι   η «ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ»,  ο «ΜΥΛΟΣ»,  η  «ΒΙΛΚΑ».
Το τραγικό με όλους τους χώρους αυτούς, μεσαίας ή μεγάλης χωρητικότητος, είναι ότι οι νεόκοποι και τυχάρπαστοι συνήθως ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές τους συχνά επιβάλλουν στην ορχήστρα με το στανιό ρεπερτόριο της δικής τους επιλογής με αποτέλεσμα το  ουλαλούμ πρόγραμμα και την ηθική μείωση των καλλιτεχνών.  
Παραδοσιακές λαϊκές ταβέρνες, θεματοφύλακες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού με ζωντανή ορχήστρα, τζουκ μποξ ή μαγνητόφωνο, και με την ολόψυχη συνδρομή και στήριξη των  φανατικών θαμώνων τους, τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν και είναι:
«ΣΟΥΕΖ», «ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ», «ΤΖΟΤΖΟΣ» «ΛΟΥΤΡΟΣ»,  «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ»,  «ΑΣΥΛΟ»,  «ΚΟΥΦΟΣ», «ΚΟΚΟΡΑΣ»  και άλλες.
Οι μουσικές σκηνές της Θεσσαλονίκης ανέδειξαν μουσικούς-πολλοί είναι εμπειρικοί, άλλοι όμως σπουδαστές ή δάσκαλοι σε ωδεία-, όπως: ο Αγάθων Ιακωβίδης, από τους καλύτερους νεώτερους εκτελεστές του ρεμπέτικου μαζί με τον Γκολέ, τον Κοντογιάννη, τον Ξηντάρη, τον Τσέρτο, οι σολίστες του μπουζουκιού Χρήστος Μητρέτζης, Μανώλης Πάππος, Παύλος Παφρανίδης, και άλλοι ο και συνθέτης Ισίδωρος Παπαδάμου οι κιθαρίστες  Γιώργος Χουλιάρας, Δημήτρης Μυστακίδης Γιώργος Λίζος, Σταύρος Κρομμύδας, Αντώνης Κουμανδράκης,  Μάκης Πάντσιος,… και άλλοι, οι βιολιστές Κυριάκος Γκουβέντας, Φώτης Σιώτας, Στέργιος Γαργάλας Δημήτρης Θεοδωράκης και άλλοι, οι πιανίστες Γιώργος Καζαντζής, Θανάσης Μπιλιλής, Γιώργος Κοκκινάκης και άλλοι οι ακορντεονίστες Κώστας Βόμβολος (και συνθέτης), Κώστας Τσούκρας, Ηλίας Κρομμύδας, Δημήτρης Τσιολχάς,  οι κοντραμπασίστες και συνθέτες Μιχάλης Σιγανίδης,   και Κώστας Θεοδώρου καθώς και ο Δημήτρης Γουμπερίτσης, ο Δημήτρης Μπασλάμ και άλλοι, οι κρουστοί Λευτέρης Παύλου, Κατερίνα Παπαδοπούλου, και άλλοι. Εδώ, ας μου επιτραπεί να σημειώσω και την προσωπική μου συμβολή στη σύνθεση, το στίχο, την ερμηνεία δικών μου και καθιερωμένων λαϊκών τραγουδιών.
Διάδοχος ίσως του θρυλικού «ΜΙΝΟΥΙ» θα μπορούσε να θεωρηθεί  η «ΟΜΟΡΦΗ ΝΥΧΤΑ» του Χουλιάρα, ο περίφημος «ναός», που στην εποχή του, μέχρι το 2005 περίπου που έκλεισε, δεν είχε το ταίρι της ούτε στον Πειραιά και στην Αθήνα.
Ωραία μαγαζιά με ζωντανή λαϊκή μουσική που λειτουργούν ακόμη σήμερα είναι: η  κλασική πλέον   μουσική ταβέρνα «ΤΟΜΠΟΥΡΛΙΚΑ» του αγωνιστή μπουζουξή και ερμηνευτή  Παντελή Χατζηκυριάκου , το κέντρο του «ΠΛΑΣΤΑΡΑ» στα Κάστρα, η   λαϊκή μπουάτ «ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ» στο Λευκό Πύργο,  και κάποια ταβερνάκια με ζωντανή λαϊκή ορχήστρα άνευ μικροφώνων, όπως το «ΧΑΤΖΗ ΜΠΑΞΕ», το  «ΠΗΡΕ ΚΑΙ ΒΡΑΔΥΑΖΕΙ» και κάποια άλλα.  
Στο μεταξύ σημειώνεται η εμφάνιση αξιομνημόνευτων σχήματα παραδοσιακής μουσικής που έχουν τελευταίως αναδειχθεί στην πόλη, όπως ΟΙ «ΕΝ ΧΟΡΔΑΙΣ» και το συγκρότημα «ΛΩΞΑΝΔΡΑ». Σχεδόν ταυτόχρονα  ταλαντούχοι μουσικοί, όπως ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Παύλος Παυλίδης προσεγγίζουν μια γκρίζα ή μαύρη εκδοχή τη Θεσσαλονίκης με εμπνευσμένες ροκ συνθέσεις. 
Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί η σημαίνουσα προσφορά ενός –με έναν ιδιαίτερο τρόπο- λαϊκού συνθέτη και ποιητή πρώτης γραμμής, του Θεσσαλονικιού Σταύρου Κουγιουμτζή, για τον οποίο η πατρίδα του αποτελεί βασικό πυρήνα  έμπνευσης, συνεργάζεται σχεδόν με όλους τους εξέχοντες λυρικούς ποιητές-στιχουργούς της εποχής μας, ιδιαιτέρως δε με τον σημαντικό ποιητή της Θεσσαλονίκης Γιώργο Θέμελη.
Η  στάση ζωής του Κουγιουμτζή αποτελεί μοναδικό παράδειγμα καλλιτέχνη αριστοτεχνικού μουσικού ύφους και  ακέραιου ήθους στα μεταπολεμικά μας χρόνια. 
Ο Διονύσης Σαββόπουλος καταφεύγει νεαρός στην πρωτεύουσα κουβαλώντας μια τεράστια παρακαταθήκη αναμνήσεων από την Θεσσαλονίκη που διαμορφώνουν εν πολλοίς τη βάση των εμπνεύσεων για τη δημιουργία μιας ιδιόμορφης και ιδιοφυούς τραγουδιστικής εποποιίας.
Το ύφος του διακρίνεται από συγκερασμό στοιχείων με καταγωγή από το ρεμπέτικο, το δημοτικό τραγούδι,  την καντάδα, τις βαλκανικές ορχήστρες, την σύγχρονη δυτική ροκ κουλτούρα.
Ο λατρεμένος Νίκος Παπάζογλου, με συγγενικές καταβολές σαν εκείνες του Σαββόπουλου, αλλά με πιο επίμονη και πιο συναισθηματικής καταγωγής την κεντρομόλο ροπή του προς την Θεσσαλονίκη και την προσφυγιά της, δημιουργεί άκρως πρωτότυπους και ενδιαφέροντες κύκλους τραγουδιών με βάση το λαϊκό τραγούδι και μια μοναδική ανατολίζουσα –ενίοτε σπαρακτική, άλλοτε παιχνιδιάρικη  ερμηνεία. 
Ο Μανώλης Ρασούλης, ένας λαϊκός δημιουργός και ποιητής αξιώσεων, τόσο μοντέρνος, όσο και παραδοσιακός μαζί, διαλέγει τα τελευταία χρόνια για θετή του πατρίδα την πόλη μας και την υποστηρίζει σθεναρά με την παρουσία του αλλά δεν τυχαίνει να εμπνευστεί ιδιαίτερα απ’ αυτήν (εξαίρεση το σουξέ «Πότε Βούδας, πότε Κούδας».
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες εξακολουθούν να γεννιούνται και να παρουσιάζουν αξιοσημείωτες μουσικές εργασίες -σε ύφος που κατά βάση στηρίζεται στη λαϊκή μουσική παράδοση- με επιτυχία αξιόλογοι δημιουργοί, -πρώτη ταλεντομάννα πανελληνίως η Θεσσαλονίκη- κυρίως τραγουδοποιοί και συνθέτες που δημιουργούν ποιοτικό μουσικό και στιχουργικό έργο, όπως, ο Αργύρης Μπακιρτζής, ο Γιώργος Καζαντζής, ο Γιώργος Ζήκας, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης και άλλοι, καθώς και πολλοί και καλοί ερμηνευτές και ερμηνεύτριες, όπως η Μελίνα Κανά, η Λιζέτα Καλημέρη, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, η Μαρία Φωτίου, η Κατερίνα Σιάπαντα, η Φωτεινή Βελεσιώτου, οι αδερφές Τσαϊρέλη, η Τουρκάλα Ντιλέκ Κοτς, ο Κώστας Μακεδόνας, οι αδελφοί Πρατσινάκη, ο Ανδρέας Καρακότας, ο Παντελής Θεοχαρίδης, ο Δημήτρης Νικολούδης, ο Παναγιώτης Καραδημήτρης και άλλοι. Πολλοί απ’ αυτούς   επιλέγουν να εργαστούν στην Αθήνα, δικαίως, αφού η συμπρωτεύουσα έχει αποδείξει ότι δεν διαθέτει τα μέσα, δεν έχει τον τρόπο ή την διάθεση να βοηθήσει στην ανάδειξη της εργασίας των δημιουργούν που διαμένουν εδώ και σχεδόν δε μπορεί πια να τους θρέψει.
Είναι δυστυχώς γεγονός ότι μια πόλη που πριν από είκοσι χρόνια διέθετε πολλά ατμοσφαιρικά στέκια του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, σήμερα έχει ορφανέψει από αυτά και οι  καλοί μουσικοί και τραγουδιστές βρίσκονται εδώ και αρκετά χρόνια σε διαρκή και απεγνωσμένη αναζήτηση εργασίας.
Φαινόμενο, που αποτελεί επιμέρους χαρακτηριστικό μιας φθίνουσας πορείας του πολιτιστικού προσώπου της πόλης, η οποία τις τελευταίες δεκαετίες είχε γυρίσει  τις πλάτες της στις όποιες εξελικτικές διεργασίες της χώρας, προτίμησε το φλερτ με την συντηρητική εσωστρέφεια και αρκέστηκε να συνεχίσει να τραγουδά τον στείρο αμανέ της για την μπαμπέσα  Αθήνα, που «όλο της την φέρνει», εξαντλώντας η ίδια  την καθωσπρεπίστικη αμηχανία της σε αναπλάσεις διατηρητέων πλατειών  όπως τα Λαδάδικα, ή Άθωνος και η Εμπορίου που απευθύνονται σε ανυποψίαστους φοιτητές ή ιλουστρασιόν και λαμέ πελατεία του σαλονικιώτικου νεοπλουτιστάν, -όπως  θα’ λεγε και ο αείμνηστος αδελφός Ρασούλης-  σκυλοπόπ δημαρχιακές φιέστες και  πλαστικολουλουδοπόλεμο στα Σφαγεία.
Τόσο οι ταγοί της, όσο και η πλειοψηφία του λαού της επέλεξαν να την στρέψουν να μιμηθεί τα κακά της Αθήνας αλλά και τα κακά, ας πούμε,  της Λάρισας αντί για τα καλά, τα όποια καλά, της εσαεί «ένοχης» υποτίθεται,  πρωτεύουσας.
Ας μη γελιόμαστε, λαϊκό τραγούδι δεν υπάρχει παρά μόνο ως επιβίωμα και ως εμμονή κάποιων στερνών μονομάχων που το στηρίζουν. Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν λαό νέας κοπής που η ψυχοσύνθεσή του έχει υποστεί ραγδαίες αλλοιώσεις οι οποίες έχουν καταντήσει ακόμη και την πιο πρόσφατη πολιτιστική ταυτότητά του μη αναγνωρίσιμη.
Παρόλα αυτά συν τω χρόνω έχει μαζευτεί μια ισχνή σοδειά για το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι για την Θεσσαλονίκη : μονογραφίες, άρθρα, επιφυλλίδες, συνεντεύξεις, απόπειρες για την παρουσίαση πορτρέτων λαϊκών καλλιτεχνών,   που έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί στον περιοδικό τύπο  ή σε λαογραφικά και λογοτεχνικά έντυπα και ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις περιοχών του τραγουδιού.
Ακόμη έχουν την αξία τους βιβλία που περιέχουν το κόρπους των δημιουργιών ενός δόκιμου καλλιτέχνη, όπως εκείνα του Σταύρου Κουγιουμτζή και του Διονύση Σαββόπουλου και αυτοβιογραφίες όπως της Σεβάς χανούμ και της Καίτης Γκραίη.
Όλα αυτά  μαζί συνδιαμορφώνουν το υλικό για την σύνθεση ενός πρώτου πεδίου έρευνας γύρω από το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι στην πόλη μας.
Να προσθέσω και δουλειές που μου έρχονται στο νου, όπως πονήματα του Ηλία Πετρόπουλου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Γιώργου Ιωάννου, του Τόλη Καζαντζή, και νεώτερων, όπως του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ιδίως με το «Ουζερί Τσιτσάνης»   και κάποια αφηγήματα, -δικά μου βιβλία, ιδίως το μυθιστόρημα «Όμορφη νύχτα» και άλλα-, του ακάματου Χρήστου Ζαφείρη, που ετοιμάζει μελέτη για το πρόσωπο του θεσσαλονικιώτικου τραγουδιού, του Άκη Γεροντάκη,  και άλλων. 
Μη βαυκαλιζόμαστε βέβαια. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει τίποτε το ολοκληρωμένο.
Θα χρειάζονταν χρόνια αυτοθυσίας και επίπονης τριβής κάποιων καμικάζι της μελέτης και της έρευνας με πρόσφορο μόνον ένα υλικό δυσεύρετο έως απολεσθέν  και βάση την υπάρχουσα ισχνή βιβλιογραφία.
Η κατάσταση είναι θλιβερή. Πριν από χρόνια ο Φοίβος Ανωγιαννάκης έκανε θαύματα. Βρέθηκε κάποτε μια ερευνήτρια, η Δέσποινα Μαζαράκη και έγραψε την πολύτιμη μελέτη «Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα». 
Υπάρχει βέβαια παλαιά και νέα γενιά ερευνητών που επιμένουν : Ο Κουνάδης, ο Διονυσόπουλος, ο Χατζηδουλής, ο Μανιάτης, ο Λιάβας, ο Καλυβιώτης,  ο Κοντογιάννης, ο Μπαλαχούτης, ο Γεωργιάδης, ο Καπετανάκης και άλλοι. Μα αυτοί εργάζονται σε πανελλήνια κλίμακα και πάντως όχι ιδιαίτερα ή σχεδόν καθόλου για την μουσική ιστορία της Θεσσαλονίκης. 
Είναι τραγικό επίσης που σήμερα δεν κυκλοφορεί στην χώρα μας κανένα περιοδικό για το λαϊκό τραγούδι εκτός από τον «Μετρονόμο» που επιμένει να εκδίδει ο χαλκέντερος νεαρός Θανάσης Συλιβός ιδίοις αναλώμασιν και πωλείται μόνο 4 ευρώ με ελάχιστους μουστερήδες.
Μήπως θα ήταν πιο χρήσιμο για όλους μας αντί να διοργανώνουμε συμπόσια για τέτοια σοβαρά θέματα, υψηλών απαιτήσεων, με ανύπαρκτη βιβλιογραφία, να στρωθούμε στη δουλειά για να διασώσουμε έστω τα έσχατα ψυχία του αστικού μουσικού πολιτισμού ενός λαού ο οποίος, προτού να γονατίσει, είχε ήδη εξόφθαλμα ενδώσει και αλλοτριωθεί;
Και πώς άραγε, δηλαδή με τι φόντα, να μιλήσουμε σχετικά με την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού της πόλης μας ή της χώρας μας για  ολόκληρο τον περασμένο αιώνα, όταν δεν διαθέτουμε ούτε μια υποτυπώδη μονογραφία της ιστορίας του μπουζουκιού;
Θωμάς Κοροβίνης
Το κείμενο αποτελεί μια πρώτη απόπειρα πρωτεγενούς προσέγγισης ενός μεγάλου κεφαλαίου, του λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη τον 20ο αι. Διαβάστηκε ως εισήγηση, την Τρίτη, 4 Σεπτεμβρίου, στο συνέδριο για την μουσική του Φεστιβάλ «Παρά θιν αλός» της Καλαμαριάς και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μετρονόμος», τεύχος 46-Αφιέρωμα στον Μάνο Λοίζο.

Σημείωση: *(Δεν επεκτάθηκα επ’ αυτού, εκτενώς, επειδή για την σχέση του κορυφαίου συνθέτη με την πόλη μίλησε ο φίλος συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης).
O Θωμάς Κοροβίνης, φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, έζησε για μια οχταετία στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους.
Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά πολιτιστικού προσανατολισμού.
Έγραψε τα βιβλία: Τουρκικές παροιμίες, Κανάλ ντ' Αμούρ, Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου, Φαχισέ Τσίκα, Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες, Κωνσταντινούπολη Λογοτεχνική ανθολογία, Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη, Ο Μάρκος στο χαρέμι, Το χτικιό της Άνω Τούμπας, Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα, Οι Ασίκηδες ‒ Εισαγωγή και ανθολογία της τουρκικής λαϊκής ποίησης από τον 13ο αιώνα μέχρι σήμερα, Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, Αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη, Θεσσαλονίκη 2005 – Ρεπορτάζ – Στον αδελφό Γιώργο Ιωάννου πού λείπει 20 χρόνια στην καταπακτή, Σμύρνη, μια πόλη στην λογοτεχνία, Όμορφη Νύχτα ‒ Χρονογραφία-μυθιστόρημα για 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη [1985-2005], Ο Καραγκιόζης λαϊκός τραγουδιστής, Ο γύρος του θανάτου, Θεσσαλονίκη 1912-2012 ‒ Μέσα στα στενά σου τα σοκάκια, Το αγγελόκρουσμα – Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου.
Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί. Για το μυθιστόρημά του Ο γύρος του θανάτου τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011.
Είναι συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών.
Δισκογραφία: Από έβενο κι αχάτη, Φουζουλή: Λεϊλά και Μετζνούν, Τακίμια, Το Κελί.
Συχνά παρουσιάζει συναυλίες με το δικό του ρεπερτόριο ή με θέματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.

***
Φωτογραφία (Ο Βασίλης Τσιτσάνης με αφιέρωση στον Ηλία Πετρόπουλο), από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου, (2009) Ρεμπέτικα τραγούδια, Κέδρος





Πέμπτη εποχή..

Αν ξανασμίξει η φωτιά με το γυαλί 
θα αγιασθεί σαν κρίνο η πέμπτη εποχή
με δώδεκα ευλογίες, δώδεκα λείες
με ξίφη ατσάλινα και προσευχές
μάτια μαρμάρινα και σαϊτιές

Αν ήτανε το κάλεσμά σου υδάτινο
θα ξέβραζε το κύμα σώμα χάρτινο
του πειρασμού οι ρουφήχτρες,πράσινες φύτρες
Και το αγέρι στα πανιά λυγμός
για να χορτάσει τα θεριά ο βυθός

Μάτια μου,μάτια μου
νύχια μου μπηγμένα
Πελαγίσια μάτια μου
στα άστρα ξεχασμένα-κύματα σπαρμένα

Με άσπρα πουλιά πονάει το φως πριν ξεχυθεί
σαν τον καθρέφτη που στα μάτια έχει κοπεί
το είδωλό σου,σκοτεινός τιμωρός σου
στη κόψη του γυαλιού σε καρτερεί
για να πνιγεί και η στερνή πνοή

μια ξεχασμένη πυρκαγιά μες στο χαρτί
που σαν κοπεί χρόνους μπλεγμένους το χαρτί
πριν σκορπιστεί στο χώμα, άπιστο σώμα
στη μέθη των πληγών θα λικνιστεί
στο κάλεσμα της λήθης που αργεί..


Φερμένο από μια άλλη,πέμπτη εποχή,όπου ο πάσης φύσεως λυρισμός με κατοικούσε σύγκορμη.
την πολύ εύστοχη φράση ΄΄πέμπτη εποχή΄΄ την δανείστηκα από ένα ποίημα του Ελύτη.
Το πολύ αγαπημένο μου τραγούδι ΄΄μια πίστα από φώσφορο΄΄  της Λίνας Νικολακοπούλου και του Θάνου Μικρούτσικου ..κακοποιημένο!
Μια εφηβική απόπειρα να καθρεφτίσω -και εν τέλει να αντιμετωπίσω -τον εαυτό μου μέσα από το χαρτί..
Την πρώτη στροφή δεν την επεξεργάστηκα εγκεφαλικά θέλοντας να μιμηθώ την υπερβατικότητα και την ανόθευτη ομιλία του ασυνείδητου της Λίνας στην αντίστοιχη στροφή,για τα οποία πολλοί την κατηγόρησαν ..μα εγώ την ευγνωμονώ..

http://youtu.be/81QL8sEZojI


http://youtu.be/qsldTddjJGk


20.12.12

Ένα γράμμα για όλους μας


“‘What do you fear my lady?’
‘A cage. To stay behind bars until use and old age accept them and all chance of valor has gone beyond recall or desire.’”
J.R.R. Tolkien
***
“Τι φοβάσαι?
Ένα κλουβί, να μείνω πίσω από τα κάγκελα έως ότου η ηλικία και η χρήση τα καταστήσουν αποδεκτά και κάθε πιθανότητα ανδρείας και τιμής παρέλθει πέρα από επιθυμία και ανάμνηση.”

Ξέρω πως στην συγκυρία που ζούμε, η επιθυμία για τιμή και αξιοπρέπεια ίσως θεωρείται πολυτέλεια, αλλά μεγαλώνοντας,για μένα τουλάχιστον, αποτελεί τον βασικό παράγοντα θλίψης και αυτοκριτικής. Προερχόμενος από μια οικογένεια στην οποία επι τρεις γενιές οι εκπρόσωποί της παράτησαν τις “δουλίτσες” και τις οικογένειές τους για να ρισκάρουν την ζωή και σωματική τους ακεραιότητα στα πεδία των μαχών ( Βαλκανικοί, Πίνδος, Κύπρος), αισθάνομαι απίστευτη ντροπή που εγώ και η γενιά μου θα μείνουμε στην ιστορία αυτού του τόπου ως οι μεγαλύτεροι προσκυνημένοι που δέχθηκαν αμαχητί την παράδοση της εθνικής κυριαρχίας και αξιοπρέπειας από φόβο μην απολέσουμε ένα άκρως δουλικό και θολό επαγγελματικό μέλλον και αόριστες υποσχέσεις οικονομικής επιβράβευσης.
Μου είναι απίστευτα βαρύ το μέγεθος της δειλίας μου και παρ’όλο που είναι όχι δικαίωμα αλλά υποχρέωση (ιερή και αδιαμφησβήτητη) να αντισταθώ με όποιον τρόπο στην κατάλυση του συντάγματος και της δημοκρατίας που συντελείται ανεμπόδιστα στη χώρα, το μόνο που έχω να επιδείξω είναι μικροσυμπλοκές με τους πραιτωριανούς της εκτελεστικής εξουσίας. Σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτό αρκετό  για να απoκαταστήσει την τιμή μιας γενιάς.
Πολύ φοβάμαι πως έχουμε αποδεχτεί πλέον τις αλυσίδες μας και “έχουμε ανταλλάξει έναν ρόλο κομπάρσου σε έναν πόλεμο για έναν πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα κλουβί” και αυτό είναι κάτι που ψυχολογικά με καταβάλλει κάθε μέρα και περισσότερο. Η εκρηκτική άνοδος του φασισμού και της μισαλλοδοξίας θα έπρεπε να ήταν αρκετή για να μας οδηγήσει σε συνειδητή και ολοκληρωτική “στάση πληρωμών και κάθε κοινωνικής – επαγγελματικής δραστηριότητας”.
Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω, ξέρω μόνο πως δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου. Ήρθε, νομίζω, η ώρα για τις δικές μας μάχες για την δική μας επανάσταση, ήρθε η ώρα να ρισκάρουμε τα πάντα, αλλά χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον γι’αυτό.
Δεν θα νικήσουμε ως μονάδες αλλά θα θριαμβεύσουμε ως συνειδητοποιημένο σύνολο. Αν δεν το κάνουμε, η ιστορία αλλά και ο μελλοντικός εαυτός μας θα μας καταδικάσουν στον βαθύτερο κύκλο της κόλασης του Δάντη : στους προδότες.
Δεν θέλω δουλειά λεφτά και κοινωνική αναγνώριση, θέλω “αυτοί που πέρασαν με ολόισιο βλέμμα στου θανάτου το άλλο βασίλειο να μην μας θυμούνται σαν κούφιους ανθρώπους, σαν βαλσαμωμένους”.

Υ.Γ. Σας παρακαλώ κύριε Μακριδάκη να συνεχίσετε να προάγετε την αφύπνιση, δεν είναι νομίζω χαμένη υπόθεση. Μπορεί να αποτύχουμε, αλλά αν τα καταφέρουμε.. θα είναι κάτι για το οποίο θα δικαιούμαστε να είμαστε περήφανοι και να πάρουμε επάξια μια θέση δίπλα στους άξιους προγόνους μας.

Με τιμή
Β.Μ.

http://yiannismakridakis.gr/

8.12.12

"Αχ παλικάρι μου, τα τραίνα φύγαν..." Λευτέρης Παπαδόπουλος - Μάνος Λοΐζος

Λευτέρης  Παπαδόπουλος - Μάνος Λοΐζος

΄΄Αχ παλικάρι μου, τα τραίνα φύγαν
δεν έχει δρόμο για μισεμό
κι όσοι μιλούσαν για λυτρωμό
ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ, πες μου που πήγαν
Αχ παλικάρι μου΄΄
Λ.Π

Αισθάνομαι πολύ μικρή για να μιλήσω για εποχές και αισθήματα που δεν έζησα παρά μόνο στη φαντασία μου.
Από τα χρόνια του δημοτικού, παρακολουθώντας μανιωδώς τις παλιές ελληνικές ταινίες, γοητευόμουν από την καθαρότητα, την απλότητα των τραγουδιών, των ανεπιτήδευτων καθημερινών ανθρώπων. Η ρίζα εκείνη που δένει τους αιώνες ήταν καλά στερεωμένη μέσα μου. Η φιγούρα του Πουλόπουλου με το μπουζούκι στις ολάνθιστες αυλές με   καθήλωνε, μ έκανε να αισθάνομαι μια γλυκιά απεραντοσύνη, άνοιγε η καρδιά μου. Η ευγένεια του αλήτικου πάθους, η μεστή πίκρα της αλάνας.
Την πρώτη επαφή μου με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο την οφείλω στον παππού μου που αγαπούσε πολύ την ΄΄ Τζαμάικα΄΄ και το ΄΄ Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου΄΄. Μεγαλώνοντας, έβλεπα πως πολλά από τα τραγούδια που με συγκινούσαν υπογράφονταν από αυτόν. Τον θεωρώ κορυφαία φιγούρα του ελληνικού τραγουδιού- πουθενά αλλού δεν έχω συναντήσει έναν τόσο παρθένο, αμόλυντο λόγο. Θέλει βαθιά ψυχή να γράψεις τόσο απλά μα μαρτυρικά σχεδόν εύστοχα. Φέρει μέσα του ( όπως και οι υπόλοιποι σπουδαίοι δημιουργοί της εποχής του ) μια εποχή, στερημένη, κακοποιημένη, προδομένη μα ΓΝΗΣΙΑ. Ωστόσο, εύκολα και προκλητικά θα μπορούσε κανείς να προσάψει μια ευκολία στον στίχο του Παπαδόπουλου, του Γκάτσου, της Παπαγιαννοπούλου κ.α.  Ήταν οι περίφημοι γνωστικοί που προφήτεψε ο Παπαδόπουλος στο ΄΄ Κάποτε θα ΄ρθουν΄΄ και το σχήμα που δεν τους χώρεσε.
Όσο για τον Μάνο Λοίζο.. Η πιο ερωτεύσιμη φωνή ( πριν και μαζί με τον Πουλόπουλο και μετέπειτα τον Νταλάρα )...
Aναμφισβήτητα, ο΄΄ δρόμος του ελληνικού τραγουδιού είχε και τη δική του ιστορία΄΄
Ας τους απολαύσουμε ...σιωπώντας.

Έγραψα 1200 τραγούδια, έχασα 1200 μέρες απ τη ζωή μου. Το σημαντικότερο πράγμα είναι να ζεις, διότι με το να γράφεις τραγούδια, βιβλία, ή με το να ζωγραφίζεις δεν ζεις, χάνεις ζωή. Η ζωή είναι στην εξοχή, στο δρόμο, στην ταβέρνα, στην παρέα, στον έρωτα, παντού. Θα προτιμούσα να έχω ζήσει διπλά τη ζωή μου, να έχω διασκεδάσει περισσότερο, να έχω ταξιδέψει πολλαπλά, παρά να έχω γράψει αυτά τα 1200 τραγούδια. Το οποίο τι σημαίνει; Ατελείωτες ώρες δουλειάς. Διότι ένα τραγούδι, δεν είναι μόνο αυτό που ακούμε. Περνάει από πολλαπλές επεξεργασίες της ψυχής, του νου και της γνώσης. Για να βγουν αυτά τα τραγούδια, εγώ έχω περάσει ατελείωτες ώρες μοναξιάς, υπό συνθήκες- πολλές φορές- τραγικές.

«Το γράψιμο, είναι πολύ μεγάλη μοναξιά. Αν υπάρχει έστω και μία μύγα στο χώρο να τριγυρνάει, πάει, τελείωσε η περισυλλογή. Η απομόνωση γίνεται κατά μόνας. Επίσης, πολλά τραγούδια μου τα έχω γράψει περπατώντας ή κάνοντας ένα αυτοσχέδιο ψαροντούφεκο- όσο είμαι στη θάλασσα, σκέφτομαι τραγούδια και σχεδιάζω.

Πηγή: yxatzigeorgiou.blogspot.com/
Λένε, επίσης, για το Λοίζο, πως, αν ζούσε, το τραγούδι σήμερα θα ήταν διαφορετικό. Ποιο μπορεί να ήταν λοιπόν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Λοίζου που δεν μπορεί να αναπληρωθεί και λείπει από το ελληνικό τραγούδι ; Μας απάντησε ο Γιώργος Νταλάρας: «Πιστεύω απόλυτα στην καταλυτική παρουσία του Λοίζου στο ελληνικό τραγούδι. 
Ο Λοίζος ήταν ένας πολύ έξυπνος μουσικός και ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος και συνειδητοποιημένος πολίτης. Αφουγκραζότανε την αγωνία αλλά και τις επιθυμίες του κόσμου στις καλές και τις κακές στιγμές και τις έκανε τραγούδι. Ο Λοίζος δεν είχε παθολογικούς εγωισμούς, “να διατηρήσω τη γραφή μου, το ύφος, τη γραμμή μου”. Έγραφε τραγούδια πολιτικά όταν ήθελε και όταν έπρεπε, όπως έγινε με “Τα τραγούδια μας”, έγραφε θαυμάσια λαϊκά όπως έγινε με τα “Τραγούδια της Χαρούλας” και τα τραγούδια του Ρασούλη. 
Έγραφε ροκ μπαλάντες όπως έγινε στο “Για μια μέρα ζωής”. Έγραφε υπέροχα έντεχνα λαϊκά τραγούδια με τον πρωτομάστορα Λευτέρη Παπαδόπουλο στις “Θαλασσογραφίες” και στο “Να ’χαμε τι να ’χαμε”. 
Τραγούδια διαχρονικά σαν το “χελιδόνι” και τα “πουλιά” γιατί αγαπούσε και θαύμαζε όπως μου έλεγε χωρίς κανένα κόμπλεξ και απίστευτη γενναιοδωρία τα τραγούδια του Κουγιουμτζή. Αυτό λείπει λοιπόν από το τραγούδι. 
Λείπουν άνθρωποι με την μουσική ευελιξία, το χιούμορ, την καθαρότητα, την εξυπνάδα, την απλότητα, τη συμμετοχή στα κοινά του αξέχαστου Μάνου». (65)Τι ήταν λοιπόν τα τραγούδια του Μάνου Λοίζου στο τραγούδι μας, αλλά, κυρίως, στη ζωή μας;
Το θέτει ποιητικά ο Χρήστος Λεοντής: «Τα τραγούδια του ήταν αυτό που λέει ο Ρίτσος στο “Καπνισμένο Τσουκάλι”,” ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα …”» (66).

Κείμενο: Τάσος Π. Καραντής

http://www.youtube.com/watch?v=orYXzepE3_c&feature=player_embedded#!
ΑΧ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΜΟΥ, ΤΑ ΤΡΕΝΑ ΦΥΓΑΝ..
ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΜΙΣΕΜΟ..
ΚΙ ΟΣΟΙ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΓΙΑ ΛΥΤΡΩΜΟ...
ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ, ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ..

http://www.youtube.com/watch?v=prK170tJe6k&feature=player_embedded

http://www.youtube.com/watch?v=4XBeP78kbNI&feature=player_embedded

ΕΧΩ ΕΝΑΝ ΚΑΦΕΝΕ, ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΡΗΜΑΔΙ..
ΑΧ ΝΑ ΤΑΝΕ ΚΑΡΑΒΙ...
ΓΙ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝΕ ΚΑΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝΕ

http://www.youtube.com/watch?v=7f4v0Ag8BZY&feature=player_embedded


6.12.12

Tο Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος στην "Υπόσχεση γάμου" του Γιώργου Συμπάρδη

11:12, 06 Δεκ 2012 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/77425

Όπως ανακοινώθηκε από τη Διεύθυνση Γραμμάτων της Γενικής Διεύθυνσης Σύγχρονου Πολιτισμού του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού για τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2012, το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος απονεμήθηκε στον Γιώργο Συμπάρδηγια το βιβλίο του "Υπόσχεση γάμου". Ο συγγραφέας μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs για τη δημιουργική εμπειρία -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- της συγγραφής του:
«Υπόσχεση γάμου» ξεκινάει με μια τυχαία γνωριμία. Δύο σαραντάχρονες γυναίκες συναντούν στην Κηφισιά, έξω από τον σταθμό του Ηλεκτρικού που απεργεί, έναν συσταζούμενο συνομήλικο άντρα που υπόσχεται και προσφέρεται να τις οδηγήσει με το αυτοκίνητό του στα σπίτια τους στο Φάληρο.
Αυτές, αν και παντρεμένες, κολακεύονται και δέχονται. Αυτός είναι ανύπαντρος και μολονότι τις φλερτάρει στο τέλος της κούρσας τους δεν ζητάει κανένα αντάλλαγμα για την εξυπηρέτηση.
Τις αποχαιρετά και φεύγοντας εξαφανίζεται χωρίς να επιδιώξει μια καινούρια συνάντηση, χωρίς καν να θελήσει να μάθει τους αριθμούς των τηλεφώνων τους, οπότε κι εκείνες απορούν. Ένας καλοβαλμένος και πολύ ευγενικός άντρας, που αγαπάει τις γυναίκες και δεν του λείπει τίποτα, να είναι ανύπαντρος και να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο δεν είναι πράγμα συνηθισμένο.
Η περιέργεια των γυναικών και οι επί μακρόν άκαρπες προσπάθειές τους να την ικανοποιήσουν, η μέση ηλικία των σαράντα πάνω-κάτω χρόνων που έχουν οι περισσότεροι κεντρικοί ήρωες, καθώς και οι σχέσεις τους με τους νεότερους και κυρίως με τους γηραιότερους, και φυσικά οι γάμοι τους αποτελούν τον καμβά του βιβλίου.
Έδωσα παραπάνω μια περίληψη του πρώτου από τα 31 κεφάλαια της «Υπόσχεσης γάμου», καθώς και τον καμβά του μύθου της γιατί περιέχουν την ουσία και περιγράφουν το είδος αφήγησης, το μοναδικό ίσως είδος που μ’ ενδιαφέρει και δύναμαι να υπηρετήσω.
Μιας αφήγησης όπου οι ήρωες δεν γνωρίζουν κάτι περισσότερο από τον αναγνώστη, αλλά που ανακαλύπτουν σταδιακά και ταυτόχρονα με τον αναγνώστη (και με τον συγγραφέα επιτρέψτε μου να προσθέσω), την αλήθεια γύρω από έναν άγνωστο σ' αυτούς μέχρι πριν από λίγο καιρό άνθρωπο.
Πιθανόν να καταφεύγω στον άγνωστο «άλλο» άνθρωπο, εκείνον που συναντάμε τυχαία στον δρόμο μας, που τον νομίζουμε και είναι στην αρχή για μας αδιάφορος, στην προσπάθειά μου να ξεφύγω από την οδυνηρή πραγματικότητα και την ανιαρή αλήθεια για τον εαυτό μου.
Γράφοντας διαπιστώνω ωστόσο πως η πραγματικότητα, που εισβάλλει ακάλεστη, εξακολουθεί να είναι το ίδιο δυσπερίγραπτη και ότι ο «άλλος» εν τέλει μού μοιάζει - τόσο όσο ελπίζω ότι μοιάζει και στον αναγνώστη.
Γράφω βασανιστικά αργά και ο χρόνος που απαιτείται για να ολοκληρωθεί ένα πολυπρόσωπο και πολυσέλιδο μυθιστόρημα είναι απελπιστικά μακρύς.
Αρχίζοντας γνωρίζω στοιχεία της πλοκής, καθώς και τις ιδιότητες των βασικών πρόσωπων, τους βασικούς, όπως λέμε, «χαρακτήρες». Είναι όλοι τους πιο πολύ λαϊκοί άνθρωποι παρά μεσοαστοί (ανήκουν στην κοινωνική τάξη μέσα στην οποία ανδρώθηκα και ψυχικά ανήκω), και μου γίνονται καθημερινή έμμονη ιδέα.
Περισσότερο ζω μαζί τους παρά με τους ανθρώπους γύρω μου και γι' αυτό αν συμβεί κάτι σοβαρό σε κάποιον δικό μου, αδυνατώ να συνεχίσω. Το γράψιμο δεν είναι για παρηγοριά ούτε για να περνάει ο καιρός και να γεμίζουμε τον χρόνο. Τα μυθιστορηματικά πλάσματα για να υπάρξουν θέλουν -απαιτούν- την αποκλειστική προσοχή και την ολόψυχη συμμετοχή σου.
Το αργό «εσκεμμένο» γράψιμο έχει όμως και τα καλά του. Το πρώτο ότι επιτρέπει στους «χαρακτήρες» να ωριμάσουν - μέσα σου. Το δεύτερο ότι σπάνια ή μάλλον ποτέ δεν γυρίζεις πίσω για να προσθαφαιρέσεις ή να αλλάξεις κάτι. Τελειώνοντας έχεις τελειώσει κι αν τυχόν κάπου στη μέση βαρεθείς, καταλαβαίνεις πως δεν άξιζε τον κόπο.
Ένας γραφιάς μπορεί να πει για το γράψιμο διάφορα τέτοια πολλά, αλλά για τα ίδια τα γραπτά του, αν και φαινομενικά αρμόδιος, είναι ο πιο ακατάλληλος για να μιλήσει. Οι προθέσεις του είναι αδιάφορες και οι διευκρινίσεις του ιδιοτελείς. Ας τις αγνοήσει ο αναγνώστης.
Τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία ενός βιβλίου είναι τα άρρητα και τα αδιαμεσολάβητα. Απορίες μπορεί να υπάρξουν, αλλά οι απαντήσεις βρίσκονται στις λέξεις - στην επιλογή και στον συνδυασμό τους, στα κενά και στις αποσιωπήσεις των κλειστών βιβλίων.
Και κάθε φορά που ένας αναγνώστης ανοίγει κάποιο βιβλίο, αυτό ζωντανεύει, και μάλιστα μ' έναν τρόπο ιδιαίτερο: τον τρόπο που το «διαβάζει» ο συγκεκριμένος άνθρωπος, ο οποίος καλείται και δικαιούται να δώσει τις δικές του απαντήσεις.-" Γιώργος Συμπάρδης

Σ’ αυτό το πολυπρόσωπο, ατμοσφαιρικό, παράξενο και υπαινικτικό, κωμικό και γοητευτικό μυθιστόρημα, ο Γιώργος Συμπάρδης δίνει φωνή και ζωή στους καθημερινούς ανθρώπους, βυθίζεται στον κόσμο τους και μας τραβάει απ’ το μανίκι να τους δούμε καλύτερα, εξάλλου ζουν και αναπνέουν δίπλα μας.

Ο Γιώργος Συμπάρδης γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 1945. Το πρώτο του βιβλίο Μέντιουμ κυκλοφόρησε το 1987 και Ο άχρηστος Δημήτρης το 1998, τα οποία και απέσπασαν διθυραμβικές κριτικές. Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.
Σκεπτικό για το Βραβείο Μυθιστορήματος
Το μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη «Υπόσχεση Γάμου», το οποίο ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία από την Επιτροπή, αποτυπώνει με τρόπο διακριτικό το καθημερινό και το ασήμαντο το οποίο ανάγεται σε περιωπή.
Ο συγγραφέας φαίνεται να ενστερνίζεται τη θέση του Πλούταρχου «… ένα ασήμαντο γεγονός, ή μία λέξη, ή κάποιο παιγνίδι ακόμα, μπορούν να φανερώσουν το ήθος των προσώπων και των πράξεων περισσότερο απ’ όσο κάνουν αιματηρότατες μάχες και οι μεγαλύτεροι στρατοί και οι πολιορκίες πόλεων (Πλούταρχος «Βίοι Παράλληλοι», Αλέξανδρος).
Αυτό το ήθος αναδεικνύεται μέσα από την τυχαιότητα των καθημερινών συναντήσεων και συναναστροφών στην «Υπόσχεση γάμου». Ο συγγραφέας ως οξυδερκής παρατηρητής ανασύρει στην επιφάνεια συνηθισμένες συμπεριφορές, τις οποίες δεν συμβολοποιεί και ούτε επιχειρεί να νοηματοδοτήσει. Το σκηνικό της ιστόρησής του, οι λαϊκές και μικροαστικές συνοικίες της Αθήνας.
Η Καλλιθέα, τα Πετράλωνα, ο Ταύρος, η διαδρομή του ηλεκτρικού Κηφισιά – Πειραιάς. Οι ήρωές του άνθρωποι ταπεινοί χωρίς λάμψη. Η πλοκή εμπρόθετα τετριμμένη καθώς και η ζωή των πρωταγωνιστών. Τίποτα το μεγαλειώδες δεν συντελείται.
Αυτούς τους καθημερινούς ανθρώπους κατασκοπεύει επίμονα ο συγγραφέας, χωρίς να παρεμβαίνει ή να επινοεί με τη φαντασία του, δίχως να ερμηνεύει. Καταγράφει έτσι την αλήθεια των πραγμάτων και την καταμαρτυρεί. Αβίαστα αναδύεται μια κοινότοπη πραγματικότητα, η οποία αντικατοπτρίζει τη βαθύτερη πραγματικότητα, αφού η προφάνεια συστήνει κατά το συγγραφέα και το βάθος.
Με την αμέτοχη αφήγηση και τον όγκο των μικρών πληροφοριών επιτυγχάνεται η αναπαράσταση του μικρόκοσμου και της ανιαρής καθημερινότητας και αναδεικνύεται υπαινικτικά η διαβρωτική λειτουργία του χρόνου που φθείρει και κατατρώει την ύπαρξη.
Ο συγγραφέας στέκεται συμπονετικός και τρυφερός προς τους ήρωές του, αν και περίτεχνα ειρωνικός. Είναι άνθρωποι ανεπαρκείς και αδύναμοι να μπουν στο παιχνίδι της βίωσης. Όλοι σχεδόν ηλικίας περίπου σαράντα χρονών, πλην τελεσίδικα γερασμένοι.
Η ευτελής πραγματικότητα, οι μισοτελειωμένες πράξεις, τονίζονται σ’ ένα έκκεντρο μυθιστόρημα, το οποίο ωστόσο αποδίδει τον πυρήνα των πραγμάτων. Μια ζωή μάταιη, ελάχιστα ανταποδοτική.
Η «Υπόσχεση γάμου», η όποια υπόσχεση, είναι αδύνατον να υλοποιηθεί αφού τα άτομα είναι κατακερματισμένα, γεμάτα ήττες και ματαιώσεις. Οι πράξεις τους απεκδύονται κάθε σημασία. Πρόκειται για έναν κόσμο ταπεινό, εμποτισμένο στη θλίψη και την υπαρξιακή αγωνία. Άτομα που παίζουν διαρκώς «κρυφτούλι» με τον εαυτό τους, με τις επιθυμίες τους.
Η επικέντρωση στο σημείο και το συγκεκριμένο υπαινίσσεται ο συγγραφέας πως μπορεί να συντελέσει κυρίαρχα στη θέαση του ολικού. Γι’ αυτό επιμένει στη λεπτομερή περιγραφή και εξιστόρηση. Ίσως και το μόνο πραγματικό γεγονός, ό,τι υπάρχει, να είναι, όλο κι όλο, αυτό. Το καθημερινό, το ασήμαντο. Τούτο κι αναδεικνύεται στο πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη και στα 31 κεφάλαιά του.
Η πεζολογική, συχνά πληκτική αποτύπωση του μικροαστικού κόσμου, αποσκοπεί να καταδείξει την ακινησία του, την αδιέξοδη προοπτική μιας χθαμαλής ζωής.
«Τι πιο ασήμαντο από το αγκάθι ενός αχινού κι όμως κάποτε είδα στο μισοσκόταδο την τομή του. Ήταν ένα σοφό, περίτεχνο κέντημα, μεγάλο σαν ένα τάληρο», επισημαίνει ο Γιώργος Σεφέρης την πολυτιμότητα του φαινομενικά ασήμαντου και την ατομική βίωση του καθημερινού. (Γιώργος Σεφέρης «Δοκιμές» Μέρες 32).
Στην τελική κρίση συζητήθηκαν επίσης και τα μυθιστορήματα του Αλέξη Πανσέληνου «Σκοτεινές Επιγραφές», ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα υπαρξιακής αναζήτησης, όπου συνείρονται ρεαλιστικά και φανταστικά στοιχεία, καθώς και αυτό του Χρήστου Αγγελάκου «Το δάσος των παιδιών», με κύριο γνώρισμά του τις πολλαπλές αφηγηματικές προσεγγίσεις του θέματός του και την ανάδειξη του ατομικού βιώματος σε συλλογική θεώρηση.
Εισηγητής του σκεπτικού :  Ανδρέας Μήτσου
ΚΡΑΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2012
ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Θανάση Βαλτινό για το σύνολο του έργου του.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Γιώργο Συμπάρδη για το έργο του με τίτλο «Υπόσχεση γάμου», εκδόσεις Μεταίχμιο.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ - ΝΟΥΒΕΛΑΣ
Απονέμεται ομόφωνα εξ ημισείας στον Γιάννη Ευσταθιάδη για το έργο του με τίτλο «Άνθρωποι από λέξεις : Διηγήματα μεγάλου μήκους», εκδόσεις Μελάνι και στην Έρση Σωτηροπούλου για το έργο της με τίτλο «Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα», εκδόσεις Πατάκη.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ
Απονέμεται ομόφωνα στην Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ για το έργο της με τίτλο «Η ανορεξία της ύπαρξης», εκδόσεις Καστανιώτη.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟΥ - ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Αντώνη Λιάκο για το έργο του με τίτλο «Αποκάλυψη, ουτοπία και ιστορία : Οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης», εκδόσεις Πόλις.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ – ΧΡΟΝΙΚΟΥ – ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Αλέξανδρο Μασσαβέτα για το έργο του με τίτλο «Κωνσταντινούπολη : Η πόλη των απόντων», εκδόσεις Πατάκη.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Απονέμεται ομόφωνα εξ ημισείας στον Θωμά Ιωάννου για το έργο του με τίτλο «Ιπποκράτους 15», εκδόσεις Σαιξπηρικόν και στον Θωμά Τσαλαπάτη για το έργο του με τίτλο «Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ», εκδόσεις Εκάτη.


Σχετικά Άρθρα:
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου