Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

14.1.12

Στο ποτάμι


Κατέβηκε το ποτάμι ήρεμος κι ανακουφισμένος, βέβαια ήτανε βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο, κι αυτός και ο Κάσπερ, ο πιστός τριχωτός του φίλος. Η Μάνια πιο μπροστά είχε ήδη κατέβει από τη βάρκα και γδυνότανε. Αυτή η γυναίκα είχε κάτι το απόκοσμο κί ετσι όπως την έλουζε το φώς του ήλιου στραφταλίζοντας τις σταγόνες στο κορμί της, τόσο πιο εξωτική του φαινότανε. Την γνώριζε μόλις τρεις μέρες κι όμως μαζί της ένιωθε μια οικειότητα που προσδίδουν χρόνια ολόκληρα φιλίας. “Ίσως και να ΄ναι κακό αυτό” σκέφτηκε "υποτίθεται πώς είμαστε ζευγάρι".
Τράβηξε τη βάρκα στην όχθη, έβγαλε το φλασκί από τη μέσα τσέπη του πανωφοριού του και τράβηξε δυο γερές γουλιές. Κονιάκ...
  • "όλη μέρα πίνεις" του φώναξε η γυναίκα. Γύρισε και την κοίταξε, στεκόταν εκεί εμπρός του ολόγυμνη και το σώμα της άχνιζε ...Αγκαλιαστήκανε με θέρμη.
Πέρασε το απόγευμα, η φωτιά είχε πέσει κι αυτός μ'ένα ξυλαράκι σκάλιζε τα πυρωμένα βότσαλα, έριξε πάνω δυο πέστροφες κι αυτές τσιτσίρισαν έντονα στη καυτή επιφάνεια.
-"μην τις κάψεις πάλι ..." γέλασε η γυναίκα και μπήκε στη σκηνή να φέρει μια κουβέρτα ...Την έριξε στη πλάτη του. "Εγώ θα πάω να κολυμπήσω" του είπε και κατευθύνθηκε προς το ποτάμι. Η φιγούρα της καθώς ξεμάκραινε πάλι έπαιρνε υπόσταση εξώκοσμη. Έβγαλε τις πέστροφες, τις ακούμπησε στο καλαμένιο δίσκο, έριξε από πάνω και μια πετσέτα να μην κάνει επιδρομή ο Κάσπερ κι έγειρε στο πρόχειρο στρώμα του.
Νοσταλγούσε τα χρόνια που ήτανε ελεύθερος και αφελής, που η μόνη του έννοια ήτανε με ποιά θα ξαπλώσει, πότε θα βγεί, τί θα πιεί ...αλλά περνώντας τα χρόνια ο νους του βάρυνε, ήτανε πλέον πιο δύσθυμος, πιο βαρύς, πιο σκοτεινός. Περιπλανιώταν στο παγιδευμένο ιδεώδες του μυαλού του ψάχνωντας κάτι, δίχως να γνωρίζει όμως τί είναι αυτό που τον ταλάνιζε.
Αποκοιμήθηκε με το νου του βαρύ από τις σκέψεις, τα όνειρά του το ίδιο σκοτεινά κι ατίθασα. Ξύπνησε αλαφιασμένος, ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Γύρισε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι του. Κανείς. Μόνο το καλάθι αναποδογυρισμένο κι ο Κάσπερ γλειφόταν με ηδονή. "Αλητάκο" μονολόγησε "Μόνο οι γάτες τρώνε ψάρια" σκέφτηκε γελώντας.
Η Μάνια δεν είχε γυρίσει ακόμα. Ανησύχησε λίγο. Πήρε τον φακό και κατευθύνθηκε προς τη λιμνούλα που σχημάτιζε το πέτρινο φράγμα που είχανε φτιάξει για να κολυμπάνε. Δεν ήτανε εκεί. Κατηφόρισε, είδε σωρό τα ρούχα της λίγα μέτρα πιο κάτω. "Αυτή η γυναίκα είναι όντως θεότρελη" σκέφτηκε.
Ευτυχώς είχε φεγγάρι, έσβησε το φακό, τον τύλιξε η ηρεμία της φύσης, το νερό που κελάρυζε, τα πλατανόφυλλα που έπαιζαν χορεύοντας από τα κλαριά, τα τριζόνια που βούιζαν ασταμάτητα, οι ξεπλυμένες πέτρες που φωσφόριζαν και του φώτιζαν το διάβα.

Η γυναίκα όμως πουθενά.
Ένα νυχτοπούλι πέρασε και βούτηξε στο νερό για να ξεδιψάσει, πλατάγισε τις φτερούγες του και μικρά μικρά κυκλάκια άρχισαν να ανοίγονται στα γαληνεμένα νερά. Μέχρι που κυμάτισαν ανάλαφρα επάνω σε ξέπλεκα μαλλιά.
"Δεν είναι η ζωή που με οδηγεί στην επιλογή αυτή, είναι ο εαυτός μου, όπου και να πάω τον κουβαλώ μαζί μου. Προσπάθησα να ξεράνω το κάκτο που ρουφά τη λιγοστή υγρασία της καρδιάς μου, έριξα σκοινί να τραβήξω την απελπισία μου, πέρασα από μονοπάτια δυσπρόσιτα, φώτισα τα πιο υγρά, σκοτεινά καλντερίμια της ψυχής μου. Αλλά παντού και πάντα είμαι εγώ. Εάν πάψω να υπάρχω, θα ελευθερωθώ ..." Αυτά ήτανε τα τελευταία της λόγια, γραμμένα σε ένα μακό, άτσαλα και μουτζουρωμένα απο το νερό.
Δεν έκλαψε γι'αυτήν, ένιωσε τη λύτρωσή της γιατί φορές ίσως η διακοπή και η απαρχή του Θανάτου είναι η μόνη αληθινή παρηγοριά. Είναι μια κάποια λύση...

4-11-2011
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου