Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

23.5.11

Γράφω για να...



"Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.
Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.
Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,
αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,
που δεν γράφει"

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. εστία

15.5.11

"Πρέπει να γίνουμε η αλλαγή που θέλουμε να δούμε" Γκάντι

  • Η ελευθερία δεν αξίζει τίποτα, αν δεν συμπεριλαμβάνει την ελευθερία να κάνεις λάθη.
  • Υπάρχουν κι άλλα πράγματα να κάνεις στη ζωή εκτός από το ν' αυξάνεις την ταχύτητά της. 
  • Το αληθινό νόημα του πολιτισμού δεν προϋποθέτει την αύξηση της κατανάλωσης, αλλά τον ελεύθερο και καλά προμελετημένο περιορισμό των επιθυμιών.
  • Η αξία του ιδανικού κρύβεται στην ιδιότητά του να απομακρύνεται καθώς το πλησιάζουμε.
  • Ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος να ικανοποιήσει τις ανάγκες του κάθε ανθρώπου, αλλά είναι πολύ μικρός για να ικανοποιήσει την ανθρώπινη απληστία.
  • Η μηχανή σήμερα βοηθάει πολύ λίγους ανθρώπους και ζημιώνει εκατομμύρια άλλους.
  • Πρέπει να γίνουμε η αλλαγή που θέλουμε να δούμε.
  • Το "όχι" που ειπώθηκε με πεποίθηση, είναι καλύτερο από το "ναι" που ειπώθηκε μόνο και μόνο για να χαρεί κάποιος ή - που είναι και το χειρότερο - για να αποφευχθούν κάποια προβλήματα.
  • Η ικανότητα της συγχώρεσης είναι η ιδιότητα του δυνατού. Η αδύναμοι ποτέ δεν συγχωρούνε.
  • Οι πολύλογοι έπαινοι προσβάλλουν. Είσαι αναγκασμένος να πεις πως δεν τους αξίζεις.
  • Εάν δεν είχα το αίσθημα του χιούμορ, τότε θα έπρεπε να αυτοκτονήσω.
  • Το δικαίωμα να πει τα πιο σκληρά λόγια για τους ανθρώπους έχει μόνο εκείνος που τους απέδειξε ότι πραγματικά νοιάζεται για αυτούς.
  • Ο θυμός έχει πάντα μια αιτιολογία, αλλά σπάνια αυτή είναι καλή.
  • Η πίστη πρέπει να ενισχύεται από τη λογική… όταν η πίστη τυφλώνεται, πεθαίνει.
  • Οι επτά αμαρτίες της κοινωνίας: πολιτική χωρίς αρχές, πλούτη χωρίς κόπο, εμπόριο χωρίς ηθική, απόλαυση χωρίς μετάνοια, διαπαιδαγώγηση χωρίς χαρακτήρα, επιστήμη χωρίς ανθρωπισμό, θαυμασμός χωρίς ακολουθία.
  • Σε θέματα συνειδήσεως δεν έχει θέση ο νόμος της πλειοψηφίας…
  • Η ηθική πρόοδος ενός έθνους φαίνεται στον τρόπο που συμπεριφέρεται στα ζώα.
  • Ευτυχία είναι όταν αυτά που σκέφτεσαι, αυτά που λες, και αυτά που κάνεις είναι σε αρμονία.

14.5.11

Η όμορφη Ντάλια-σελίδες ημερολογίου

Παπαγαλίζουμε κάτι …μια πλάνη , μια δυστυχία, ένα συνταρακτικό γεγονός ,αλλά ακόμη χειρότερα …μιαν αγάπη , έναν όρκο , μιαν αφοσίωση, στη προσπάθειά μας να πείσουμε πώς όλα τα αισθήματά μας είναι α υ θ ε ν τ ι κ ά.Η ηχώ της ψευτιάς μου ακόμη αντηχεί στα εικοσιεννέα μου χρόνια : «Τα βίωσες τα πρωτόγνωρα συναισθήματα , όλα ήτανε στα σπάργανα όταν εμφανίστηκε ο κηφήνας” , μα μια ανόητη μέλισσα πάντοτε πέφτει θύμα του ,γιατί ξεχειλίζει από γύρη και χυμούς , ακόμα και μια βασίλισσα.
Πόνεσε πολύ η μη γονιμοποιημένη μου αγάπη , πληγώθηκε ανεπανόρθωτα η μεγάλη μου καρδιά .Κι όσο θα περνάει αυτός ο μπαμπέσης χρόνος που κατατρώει μάτια, χείλη και νιάτα ,τόσο θα διαπιστώνω ότι η ψυχή μου είναι σε λάθος περιτύλιγμα και ότι μάταια πασχίζω να επιβάλλω τη καρδιά μου αφού το σώμα είναι σάβανό της .Την έχει τυλίξει και ήδη όλοι τη θεωρούν νεκρή , κρέμεται δεμένη από τα πόδια με κεντημένη μύτη.
Φαντάσου…πόση δύναμη κρύβει μέσα του ένας άνθρωπος όταν είναι επάνω σε ξύλα που καίγονται , αλλά δεν πονά,ίσα-ίσα χαίρεται αυτόν τον απίστευτο πόνο της καμμένης σάρκας γιατί απολαμβάνει την μυρωδιά.
Φαντάσου …μισοκαμμένο να τον μαζεύουν από τα αποκαϊδια και να τον ρίχνουν μέσα στη θάλασσα .
Πώς γίνεται αυτός ο άνθρωπος να βρεθεί εμπρός σε φωτιά ξανά και να μην αισθανθεί το τσούξιμο στο κορμί του όσα ατελείωτα χρόνια και αν περάσουν ; ακόμα και μια ζωή…Και αυτή η ενόχληση των εγκαυμάτων είναι αφόρητη.
Παίρνεις ένα ξυράφι και σκίζεις το κορμί σου με πλήρη συναίσθηση ,τόσο πολύ δε πονάει όσο η ψυχή μου απόψε , η γεύση της είναι πικρή, νοσταλγικά οδυνηρή όσο κι αν το παλεύουν όλες οι σατανικές μου δυνάμεις.Ένα ανθρωπόμορφο τέρας .
Προσπάθησα…Να ξεράνω το κάκτο που ρουφά τη λιγοστή υγρασία της καρδιάς μου.Ταρακουνήθηκα!Πέταξα μακρυά τα σκουλήκια που κατατρώνε τη ρίζα της ψυχής.Αλλά κατέληξα παρά τις απέλπιδες προσπάθειές μου στην καλύτερη στιγμή της ζωής μου που συνάμα ήτανε και η πιο οδυνηρή : «Είμαι άρρωστη» , το συνειδητοποίησα έξαφνα , απότομα αλλά και με αποφασιστικότητα γι αυτό που μου συμβαίνει.
Περάσανε 5 ημέρες δίχως τ’αντικαταθλιπτικά μου χάπια.Οι δυο πρώτες ανώδυνα, αδιάφορα σχεδόν .Σιγα – σιγά θέριεψε το τέρας μέσα μου – τόσο καιρό είχε στερηθεί τροφή , νερό, τον ήλιο από τη συννεφιά της ψυχής μου.Αργά το απόγευμα με πιάσαν ρίγη,το κορμί μου έτρεμε,πολεμούσε αυτόν τον καινούριο αόρατο εχθρό.Όσο νύχτωνε ανησυχούσα όλο και περισσότερο , έπειτα τρομοκρατήθηκα ότι ίσως πεθάνω –τραγελαφικό – πόσες φορές έχω συλλογιστεί να μην υπήρχα;)
Έπειτα άστραψε η σπίθα στο μυαλό μου και ανακουφίστηκα –θυμήθηκα την αρρώστια μου- τα φάρμακα, η έλλειψη,τυπικό σύνδρομο στέρησης .
Το πρωί σηκώθηκα εξαντλημένη,πεινασμένη και ταλαιπωρημένη για μια ακόμη φορά από τα ανήσυχα όνειρα και από την υπερπροσπάθεια να νιώσω καλά .Το χάπι μου με έριξε σε λήθαργο,βαθύ κι ήρεμο ύπνο,χαμένο μέσα σε ζεστασιά,θαλπωρή,γαλήνιο, νωχελικό.Eίχε μαυρίσει όμως η ψυχή μου,όσο κι αν προσπάθησα να το απωθήσω από τη σκέψη μου ,η διαπίστωση ήτανε …η αρρώστια μου.

Φαντάζομαι τον εαυτό μου στο μέλλον ,μια ψυχή δίχως χειροπιαστή μορφή,που δε μπήκε σε καλούπι και δε πούλησε τα πολύτιμα ονειρά της σε υπαίθριο , κυριακάτικο παζάρι ‘Oπου ο χρόνος είναι φίλος και οι φίλοι χρόνια που περνάνε με γελαστά βλέμματα και αναπνοές αρωματισμένες δυόσμο.Λόγια που απαλύνουν την αγανάκτηση ,πραγματική παρηγοριά που εξαλείφουν τον πόνο και την απελπισία.
Στοχάστηκα –πόσο κοινότυπο- πάμπολλες νυχτιές –πόση υπομονή κρύβω πίσω από όλα αυτά που προσπαθώ να κάνω :όπως το να ανέχομαι, να καταπίνω,να συμβιβάζομαι.Δε χρωστάω σε κανέναν στο βωμό της καλωσύνης μου να θυσιάζομαι η ίδια και το αίμα μου να κυλάει χυμένο στη θάλασσα της αχαριστίας και της ματαιοδοξίας .
Αγκάλιασα τον εαυτό μου , του ανοίχτηκα κι ήτανε τόσο οδυνηρό και πανούργο συνάμα μιας και είχα στήσει τόσο περίτεχνα τα συρματοπλέγματα της φυλακής μου .Τον άρπαξα μέσα από το βούρκο της συνήθειας που είχε τελματώσει και τον έβαλα εμπρός στους άλλους – έμεινα έκπληκτη , αγαπητός τους ήτανε τελικά-
Τώρα θέλω να αγκαλιάσω και την απελπισία μου .Της έχω ρίξει σκοινί και την τραβώ αλλά έχει συνηθίσει τη ζεστασιά της λάσπης και την υγρασία , την θρέφει , την δυναμώνει , την ξαναγεννά συνεχώς .Θαρρώ όμως πως κυοφορεί μέσα της την χαρά μου και μόλις τα καταφέρω κι ανασυρθεί , θα την ξεσκίσω με όλη μου τη δύναμη ,θα την κάνω χίλια δυο κομμάτια για να ανασάνουνε μέσα της τα μωρά της ζωής μου.

Νάνος Βαλαωρίτης: Πιστεύω σε πολλούς θεούς

Ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι σήμερα ένας παππούς ποιητής με κάτασπρα, αγιοβασιλιάτικα γένια και λίγο “μπερδεμένο” βάδισμα. Για 25 χρόνια δίδασκε δημιουργική γραφή στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο. Ήταν εκεί, όταν η αστυνομία κυνηγούσε φοιτητές που διαμαρτύρονταν για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Στις Η.Π.Α. δεν υπάρχει η έννοια του πανεπιστημιακού ασύλου. Η εισβολή ή όχι της αστυνομίας εξαρτάται μόνο από το όνομα και την οικονομική δύναμη του κάθε πανεπιστημίου. «Υπήρξαν και νεκροί, μέσα στα campus των πανεπιστημίων ή στους γύρω δρόμους», μου λέει.
Συνέντευξη στον Αλέξη Γαγλία για το http://eranistis.net/
Σήμερα, στα 83 του, συνεχίζει να γράφει ποιήματα και εκδίδει το λογοτεχνικό – εικαστικό περιοδικό «Νέα Συντέλεια». Αγαπά όλες τις τέχνες, το video art, τη μινιμάλ ηλεκτρονική μουσική και ζει μαζί με την αμερικανίδα ζωγράφο γυναίκα του, τη ζωγράφο κόρη του, χιλιάδες βιβλία και το laptop του, στο Κολωνάκι – σε μια από κείνες τις παλιές (σαν) bauhaus πολυκατοικίες, με το σιδερένιο, αλλά «διάφανο» ασανσέρ. Στο μπαλκόνι του, υπάρχει μια κενή υποδοχή για το κοντάρι μιας σημαίας και τη στιγμή που τον φωτογράφιζα απ’ το δρόμο, ένιωσα σα ν’ απαθανάτιζα έναν παλιό, μαθημένο καπετάνιο ενός καραβιού ή κάποιου αντάρτικου.
Το κείμενο της συνέντευξης είναι το απόσταγμα – το δυνατότερο ελπίζω – μιας κουβέντας που κράτησε μέρες, αναγκαστικά σπασμένη σ’ απογευματινά εξάωρα, ως το βράδυ. Βυθιζόμασταν σε δυο πολυθρόνες, η μια απέναντι στην άλλη, μ’ ένα μικρό σκαμπό ανάμεσα για το κασετοφωνάκι κι ένα σημαντικό μέρος της παγκόσμιας σκέψης, κιλά από ποιήματα και κείμενα, στριμωγμένα σε μια ξύλινη βιβλιοθήκη, να γέρνουν από πάνω μας.
Σας γράφω δυο λόγια, εικόνες μεταφέρω περισσότερο, από τις συνεντεύξεις με τον Νάνο Βαλαωρίτη. Δε θέλω να πολυλογήσω. Θα στερούσα χώρο από τα λόγια του ίδιου, θα πετσόκοβα για μια δικιά μου αυτοϊκανοποίηση το αντικείμενο της κουβέντας μας, αυτόν δηλαδή. Τη ζωή του στην Αθήνα, το Παρίσι, το Λονδίνο, τις Η.Π.Α.- τους ανθρώπους που συνάντησε και ήπιανε μαζί κρασί, το Μπρετόν, το Ντύλαν Τόμας, το Γκίνσμπεργκ, τον Κόρσο και το Μπάροουζ. Θα αποκλείαμε απ’ τη συνέντευξη τις ιδέες και τα ποιήματα του – και πρέπει να βρούμε χώρο στο περιοδικό, να βάλουμε ποιήματα του, «αυθύπαρκτα» μέσα στο υπόλοιπο πεζό- λίγους στίχους, που ο Βαλαωρίτης μου έλεγε πόσο αγωνίστηκε προσπαθώντας να τους γράφει αντικειμενικά, έξω απ? το στενό εαυτό του. «Μιλάω με το πρόσωπο αποστραμμένο, όχι γιατί φοβάμαι μη με δείτε, αλλά γιατί είμαι ο καθένας…», γράφει στην «ΑΝΤΙ- ΚΕΙΜΕΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ».
Απ’ όταν γνώρισα την ποίηση του, κρατώ κάμποσους τέτοιους στίχους ζεστούς μες στο κεφάλι μου – τινάζονται καμιά φορά, σ’ ανύποπτες, κοινές στιγμές και μου λένε τα δικά τους- περίεργες ιστορίες, δικές του και δικές μας κραυγές και μελωδίες που τους έδωσε λαλιά. Γιατί η ποίηση του Βαλαωρίτη στ? αυτιά μου είναι παιχνίδισμα εικόνων σε βαθιά νερά, ροές ζωγραφισμένων λέξεων από τα μακρινά μέρη του λόγου. Και φαντασίες επικίνδυνες, σκέψεις που δε βολεύουν.
“Βλέπεις εκεί Καπνούς που βγαίνουνε από τις καμινάδες/ είναι φωτιές που άναψα εγώ με την καρδιά μου”, λέει «ο Τρελός»*. (από το βιβλίο του, «Η ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΗ ΜΟΥΣΑ», 1963- 65)
Δε θέλω να σας ρωτήσω πως αρχίσατε να γράφετε. Αλλά αν είναι σήμερα μια καλή εποχή για κάποιον να αρχίσει.
Θα σου φέρω ένα παράδειγμα. Ο 19ος αιώνας σημαδεύτηκε από τη βιομηχανική επανάσταση. Δε μπορεί να πει κανείς ότι το έδαφος ήταν πρόσφορο για ποίηση. Κι όμως, τότε εμφανίζονται πολύ μεγάλοι ποιητές. O Μπωντλέρ, ο Ρεμπώ, ο Λωτρεαμόν….Σε μια κοινωνία που δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την ποίηση, παρά μόνο για τα λεφτά. Σε μια κοινωνία που διάβαζε κυρίως πεζά, όπως συμβαίνει και σήμερα, εμφανίστηκαν πολλοί μεγάλοι ποιητές. Είναι πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς, ποια εποχή είναι καλή ή όχι για την ποίηση.
Γιατί όμως σήμερα ένας άνθρωπος που θέλει μόνο να εκφραστεί, να μην προτιμήσει από την ποίηση μια πιο σύγχρονη μορφή τέχνης; Να κάνει videoart, γκραφίτι, να φτιάξει μουσική στο pc του….Μήπως ήρθε η ώρα για άλλες, νέες τέχνες;
Έχει ειπωθεί κι αυτό. Αλλά ο ποιητικός τρόπος έκφρασης, είναι ο πρώτος, έτσι αρχίζει να εκφράζεται κανείς – ας ακούγεται περίεργο. Αυτή τους την ανάγκη για έκφραση, ικανοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί με τους σαμάνους και τα χορικά. Και δεν έχω παρατηρήσει ποτέ, κανένα νέο είδος, να έχει εκθρονίσει ένα άλλο. Το βιβλίο αντιμετωπίζει σήμερα την τηλεόραση και το internet, αλλά σήμερα εκδίδονται περισσότερα βιβλία από ποτέ. Υπάρχουν χίλιοι δυο τρόποι έκφρασης, αλλά βιβλία βγαίνουνε με το σωρό. Τώρα, το «ποιοι τα διαβάζουν» για μένα είναι ένα ερωτηματικό…(γελάει). Κι αν τα διαβάζουν, γίνονται πιο σοφοί; Δεν το παρατηρώ αυτό.
Ποια βιβλία πουλάνε σήμερα;
Όσα έχουν εύκολο «χαρακτήρα», αυτά είναι τα ευπώλητα. Με τίτλους όπως, «σε είδα για δεύτερη φορά, θα σε ξαναδώ;», ή «αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς». Ο δεύτερος τίτλος υπάρχει κιόλας…Τα ποιητικά βιβλία που βγαίνουν σήμερα είναι ελάχιστα κι ελάχιστα συζητιούνται ή κρίνονται. Αν γυρίσουμε σ’ αυτό που λέγαμε πριν, ο 21οςαιώνας αρχίζει κάπως μειωτικά για την ποίηση. Ο ίδιος πάνω κάτω μοντερνισμός του περασμένου αιώνα, κάπως ξεθυμασμένος μόνο, εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Τα ίδια «ρεύματα» και καμία νέα ομάδα ποιητών, όπως οι υπερρεαλιστές στη Γαλλία ή οι «μπιτ» στις Η.Π.Α.
Νομίζω σήμερα υπάρχουν περισσότερο ατομικές περιπτώσεις, παρά συλλογικά φαινόμενα.
Ναι, κι αν υπάρξουν κάποιες ομάδες, δεν κρατάνε πολύ. Η τελευταία «σχολή» που θυμάμαι ήταν των «γλωσσοκεντρικών», στο Σαν Φρανσίσκο, τη δεκαετία 1975- 85 περίπου, τότε ήταν η ακμή της. Ήρθαν σε ρήξη με τους υπερρεαλιστές, που θεωρούσαν ότι όταν κάποιος γράφει, φέρνει στην επιφάνεια το υποσυνείδητο του και διατύπωσαν σαν αρχή τους πως η γλώσσα η ίδια υπαγορεύει το αντικείμενο. Συνήθιζαν να «εξαρθρώνουν» τις φράσεις, για να αντισταθούν στην τρεχάμενη γλώσσα και το ύφος των media. Δεν είχαν θέμα. Δεν υπήρχε αφήγημα και λογικός ειρμός- με κοφτές διατυπώσεις χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα σαν αφηρημένη ζωγραφική. Και παρομοίαζαν τους εαυτούς τους με ζωγράφους ή μουσικούς. Η ομάδα των γλωσσοκεντρικών, που αποτελούνταν από σχεδόν 100 ποιητές, κάποιοι από τους οποίους δραστηριοποιούνταν και σαν εκδότες μικρών περιοδικών- είχε μια δική της ενέργεια. Πολλοί από αυτούς ήτανε φοιτητές μου. Όλα τέλειωσαν όταν οι περισσότεροι τους βρέθηκαν ξαφνικά κι αυτοί να διδάσκουν σε πανεπιστημιακές έδρες. Συγχωνεύτηκαν με το κατεστημένο, σταμάτησαν να γράφουν και ξεκίνησαν τις συγκεντρωτικές επανεκδόσεις. Το ίδιο ξαφνικά έσβησε στη Γαλλία το κίνημα των «ηλεκτρικών ποιητών». Αυτοί ήταν επηρεασμένοι από τους «μπιτ» και γράφανε κάτω από την επήρεια ουσιών, ναρκωτικών ή αλκοόλ. Γι’ αυτό και ονομάστηκαν «ηλεκτρικοί ποιητές», γιατί υπήρχε κάποιος επίκτητος «ηλεκτρισμός» που τους βοηθούσε να αναπτύσσουν ένα είδος ενόρασης και να γράφουνε συνειδητά, παράξενα ποιήματα. Έβγαλαν κι αυτοί πολλά περιοδικά, εξέδωσαν δεκάδες συλλογές- μετά απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ?60, συνέχισαν να γράφουν ελάχιστοι, οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν σα φαντάσματα. Σήμερα οι άνθρωποι γράφουν κατά μονάς. Κι αυτό πολλές φορές μετατρέπει το φανατισμό της ποιητικής έκφρασης, που πρέπει να έχει κανείς για να γράψει, σε μια άκρατη μονομανία.
Πόσο επικίνδυνη είναι η ποίηση; Οι περισσότεροι ποιητές είναι αυτοκαταστροφικοί, παρίες, μοναχικοί, αυτόχειρες…
Η ποίηση έχει κάτι το παράλογο στην έκφραση. Δεν είναι ο ίσιος λόγος ενός επιστημονικού συγγράματος, Πολλοί από τους ποιητές είναι στο όριο, στο μεταίχμιο του οραματικού και πραγματικού κόσμου. Αυτή όμως είναι και η λειτουργία τους, δε μπορεί αλλιώς να ‘ναι ποιητές. Μην το ξεχνάμε αυτό. Ούτε τον κίνδυνο που, πράγματι, υπάρχει.
Γιατί οι ποιητές είναι οι πιο φτωχοί καλλιτέχνες;
Αυτό συμβαίνει γιατί η ίδια η ποίηση δεν είναι εμπορεύσιμη. Δε μπορείς ν’ αγοράσεις ένα ποίημα, όπως συμβαίνει μ’ έναν πίνακα ή ένα γλυπτό. Οι συλλέκτες δεν πολυενδιαφέρονται για ποιήματα, απλώς γιατί δε μπορείς να κρεμάσεις ένα ποίημα στον τοίχο.
Ένα από τα γνωστότερα συνθήματα του 20ουαιώνα είναι «η φαντασία στην εξουσία». Η ποίηση με τη φαντασία είναι ενωμένες. Η ποίηση με την εξουσία όμως;
Οι ποιητές έχουν τιμωρηθεί συχνά, για πράγματα που προσπάθησαν να γράψουν. Οι αρχαίοι τραγικοί κινδύνεψαν γιατί είχαν την τάση να αποκαλύπτουν τα μυστικά των ελευσίνιων μυστηρίων. Λίγο έλειψε να καταδικαστούν. Το 19ο αιώνα πολλοί ποιητές καταδικάστηκαν για αθυροστομία και προσβολή των ηθών. Το πρώτο βιβλίο του Μπωντλέρ, «τα Άνθη του Κακού», απαγορεύτηκε. Και καταστράφηκε. Εναντίον του Φλομπέρ έγιναν δίκες. Η αστική κοινωνία είχε αρχίσει να έχει το χρήμα ως θρησκεία- η αντίδραση των ποιητών ήταν πολύ έντονη. Ο Λωτρεαμόν στο έργο του καταρρίπτει κάθε ηθική αξία αυτού του περιβάλλοντος. Το βιβλίο του κατασχέθηκε και τον ίδιο τον έβγαλαν τρελό?Ο Ρεμπώ, τα ίδια. Πήγε στην Κομμούνα, τα έβαζε με όλους, ήταν αλήτης?Ο Μπλέηκ, θεωρούσε ότι ο Σατανάς είναι η αληθινή ποιητική δύναμη, εναντίον του ψευτοθεού- “nobody daddy” τον αποκαλούσε. Πολύ ενδιαφέρουσα αντιστροφή… Η εξουσία είναι από φύση της πολύ ρασιοναλιστική- καταπιεστική, ανελεύθερη, μπανάλ… Δε μπορεί να ανεχθεί μια τέτοια κριτική.
Φαντάζομαι πως ούτε η θρησκεία μπορεί…
Η θρησκεία είναι μέσα στην εξουσία. Γι’ αυτό και βλέπουμε όλα αυτά τα σημερινά φαινόμενα θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Ο ισλαμικός κόσμος ξαφνικά εκρήγνυται από μια φράση του Πάπα ή ένα σκίτσο του Προφήτη σε μια εφημερίδα. Στο κέντρο των Η.Π.Α. ορισμένες μεσοδυτικές και νότιες πολιτείες σχηματίζουν τη «Ζώνη της Βίβλου». Εκεί αλωνίζουν οι χριστιανοί φονταμενταλίστες, πάστορες και ιεροκήρυκες που συνεπαίρνουν μεγάλα πλήθη, γεμίζουνε στάδια και έχουν δικά τους σόου στην τηλεόραση. Ας τα βάζουμε λοιπόν με τον κλήρο, τους παπάδες και όχι τους ανθρώπους που πιστεύουν στο θεό.
Εσείς πιστεύετε στο θεό;
Εγώ πιστεύω σε πολλούς θεούς, όχι μόνο έναν…Και τους θεούς αυτούς τους βρίσκω μέσα σε βιβλία, ιερά ή όχι…Ή στην τέχνη που παράγει η κάθε θρησκεία- αγάλματα, εικονίσματα, ναούς, σε ιερά θέατρα αιώνων, όπως η ινδική «μαχαμπαράτα» ή το γιαπωνέζικο “Noh”. Ξέρεις, στα βιβλία μας ζούνε οι θεοί- όχι στον ουρανό, όπου είναι οι γαλαξίες…Στα βιβλία και στους μύθους μας υπάρχουν όλοι οι θεοί- ακόμα και ο Χριστός που είναι πολύ συγκινητικός. Δεν έχω καμία αντίρρηση σ’ αυτό. Είναι ένα σύμβολο αλήθεια συγκινητικό, αλλά με επιπτώσεις ολέθριες, αν γίνεται καταναγκαστική η λατρεία του. Αυτό που καταλόγισε ο Πάπας στο Κοράνι, ότι διαδίδει την πίστη με το ξίφος, ακριβώς το ίδιο έκαναν κάποιοι βάρβαροι χριστιανοί στη Νότιο Αμερική και την Αφρική. Αλλά και οι μαρξιστές, με το ξίφος, με τη βία προσπαθήσανε να ξεριζώσουν τη θρησκεία.
Αναφέρατε τον μαρξισμό. Θα σας ρωτήσω για το αντίθετο του, τον καπιταλισμό.
Ο νέο- καπιταλισμός του σήμερα, παρωδιακά μάλλον, ονομάζεται νέο- φιλελευθερισμός. Δίνουμε έτσι ένα πολύ κακό «όνομα» στη λέξη «ελευθερία». Γιατί το να έχεις ελευθερία για να εμπορεύεσαι απλώς, δε σημαίνει τίποτα. Η πολιτική τρεχάμενη γλώσσα, φθείρει τις έννοιες. Όπως και οι ενδογενείς ανισότητες του συστήματος, ή ο ρατσισμός, που είναι δύσκολο να ξεριζωθεί από τον σύγχρονο άνθρωπο, γιατί τα χρόνια τον μετασχημάτισαν μέσα στο DNA μας, από ιδέα και τρόπο σκέψης, σε αντανακλαστικό συναίσθημα. Όταν συνέβησαν οι φοβερές πλημμύρες στη Ν. Ορλεάνη, οι μαύροι που ζουν εκεί δε βοηθήθηκαν από το κράτος. Αλλά οι μαύροι είναι αμόρφωτοι και φτωχοί. Αν ψηφίζουν, ψηφίζουν Δημοκρατικούς. Άρα, ειδικά για μια κυβέρνηση ρεπουμπλικάνων, οι μαύροι είναι αναλώσιμοι. Αν μια ανάλογη καταστροφή, συνέβαινε σε μια πολιτεία όπως η Ν.Υόρκη, όπου ζουν κυρίως αγγλοσάξονες και εβραίοι, δηλαδή η ραχοκοκαλιά του αμερικάνικου συστήματος, η αντίδραση του κρατικού μηχανισμού θα ήταν πολύ διαφορετική.
Έχετε ζήσει 25 χρόνια στις Η.Π.Α., έχετε διδάξει εκεί και φαντάζομαι γνωρίζετε καλά τους αμερικανούς. Πιστεύετε ότι είναι πράγματι φοβισμένοι, τόσο πολύ ώστε να ψηφίζουν για πρόεδρο τους, τον Μπους;
Πρώτα απ’ όλα, ο Μπους είναι ένας άνθρωπος των συμφερόντων, από αυτούς που δεν έχουνε ψυχή. Κοιμάται και χαμογελάει στις κάμερες, παρά τα όσα φρικτά συμβαίνουν στο Ιράκ. Παρά το Γκουαντάναμο, το Άμπου Γκράιμπ, τις μυστικές φυλακές της CIA. Σαν κυβερνήτης του Τέξας, εκτέλεσε 147 ανθρώπους. Άρα είναι φανερό πως δεν τον νοιάζει, αν κάνει σφαγή. Είναι φανερό ότι υπό αυτές τις συνθήκες, ένας Κλίντον ή ένας Γκορ, ακόμα περισσότερο ένας Κάρτερ είναι προτιμότεροι. Γιατί δεν είναι μηχανικά όντα, αλλά πολιτισμένοι άνθρωποι και αυτή είναι η σημαντικότερη πολιτική διαφορά των δύο κομμάτων. Και νομίζω πως η αμερικάνικη δημοκρατία, μοιάζει πολύ με την αθηναϊκή - στον πλουτοκρατικό της χαρακτήρα, τον τρόπο σκέψης και τις φοβίες της, στην επεκτατική τους μανία… Σχετικά με το αν φοβούνται σήμερα οι αμερικανοί, ναι, φοβούνται. Οι ευρωπαίοι είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε τις πόλεις μας να καταστρέφονται, από φυσικές καταστροφές ή πολέμους. Γι’ αυτούς η 11/09 ήταν η πρώτη, δυνατή γροθιά μέσα στο έδαφος τους. Κι αυτό το χτύπημα, ήταν μια άτιμη ανθρωποσφαγή, που κάθε λογικός άνθρωπος έχει καταδικάσει. Τώρα, το πόσο φοβούνται, εξαρτάται από την περιοχή και την προσωπικότητα του καθενός, Θέλω να πω, οι άνθρωποι σε μια πολιτεία όπως το Τέξας, φοβούνται πολύ περισσότερο από τους Νεουορκέζους – κι ας δέχτηκαν αυτοί την επίθεση στις 11/09. Ο μέσος πάντως αμερικάνος, ειδικά αν είναι φανατικός της Βίβλου και οπαδός της λαϊκής δεξιάς, φοβάται πολύ, όπου κι αν βρίσκεται. Οι αμερικανοί που εγώ γνωρίζω καλά, όταν μιλάω μαζί τους, δε δείχνουν φοβισμένοι, ότι θα πέσει ένα αεροπλάνο στο κεφάλι τους. Είναι όμως σχεδόν όλοι τους καθηγητές σε πανεπιστήμια, πολύ διαφορετικοί άνθρωποι από το συνηθισμένο μοντέλο αμερικανού.
Ταξιδέψατε από την Ελλάδα στη δυτική Ευρώπη. Ζήσατε στη Γαλλία, στην Αγγλία και μετά για πολλά χρόνια στις Η.Π.Α. Πως βιώσατε όλες αυτές τις αλλαγές στη ζωή σας;
Έφυγα από την Ελλάδα πρώτη φορά στη ζωή μου το 1943, σε δύσκολους καιρούς. Στην Αγγλία συνάντησα μια ψυχρή απόσταση, μια φυσική, αλλά αποστειρωμένη ευγένεια. Για μένα ήταν μια χώρα όπου δεν μπορούσες να ερωτευθείς. Ο έρωτας μου φαινόταν ζαρωμένος από τη βροχή. Σεξ βέβαια όσο θέλεις, ελεύθερα. Έζησα στο Λονδίνο, κάνοντας διάφορες δουλειές, για επτά χρόνια. Μετά επέστρεψα στην Αθήνα, προσπαθώντας να ερωτευτώ?όπως και έγινε…Στο Παρίσι όμως βρήκα τον εαυτό μου. Γνώρισα τη γυναίκα μου και μπήκα στον κύκλο των υπερρεαλιστών. Οι Γάλλοι είναι ρατσιστές και επιφυλακτικοί προς τους ξένους, αλλά με ένα πιο «εγκεφαλικό» τρόπο. Στην αγγλική κοινωνία ο ξένος δεν ενσωματώνεται ποτέ. Ο ινδός ή αφρικανός μετανάστης δε θα θεωρηθεί «γνήσιος» άγγλος ποτέ του. Οι Γάλλοι, αν τους πείσεις ότι μπορείς να συμμετάσχεις σαν ίσος απέναντι τους, σε δέχονται πολύ περισσότερο. Και αυτός είναι ο κυριότερος λόγος, ώστε οι Γάλλοι μέχρι σήμερα, αντιμετωπίζουν ταραχές στα προάστια, καμένα λάστιχα και σπασμένα αυτοκίνητα, αντί για εκρήξεις βομβών και επιθέσεις αυτοκτονίας.
Έχετε συνδεθεί φιλικά με ανθρώπους σαν τον Μπρετόν, το Γκίνσμπεργκ, το Μπάροουζ…
Ναι. Ο Μπρετόν ήταν ένας επιβλητικός άνθρωπος, σα λιοντάρι. Μετά την πρώτη καχυποψία, γίναμε φίλοι κι έμαθα από εκείνον, πως όταν έχεις μια ιδέα, πρέπει να την υποστηρίζεις. Ο Μπρετόν, με το κίνημα του υπερρεαλισμού, θέλησε να απελευθερώσει τον άνθρωπο και να τον βοηθήσει να συνδυάσει την πραγματικότητα με τη φαντασία. Αυτά είναι δύσκολα πράγματα, αλλά ο Μπρετόν δεν έπαψε να προσπαθεί. Και κατάφερε πράγματα- όπως τον Μάη του ’68, που στήριξε την «ψυχολογία» αλλά και τα συνθήματα του στις υπερρεαλιστικές ιδέες. «Η φαντασία στην εξουσία», το ανέφερες πριν…Η επαναφορά της ποιητικότητας στην κοινωνία – αυτό ήταν το πρόγραμμα των υπερρεαλιστών. Το «ποιητικό παράδοξο» είναι πως αυτός ο εξαιρετικά παθιασμένος άνθρωπος, πέθανε από διόγκωση της καρδιάς του…
Μπορούμε να πούμε ότι ο υπερρεαλισμός αντικαταστάθηκε, σαν πρωτοπορία, από τη «μπιτ» γραφή;
Οι «μπιτ» συγγραφείς, ο Μπάροουζ, ο Γκίνσμπεργκ επηρεάστηκαν σίγουρα και από τον υπερρεαλισμό, αλλά δεν είχανε τις ίδιες ιδέες. Οι «μπιτ» άλλωστε δεν είχαν οργανωμένες ιδέες- κυρίως ήθελαν μια επιστροφή της λογοτεχνίας στην προφορική γλώσσα. Είχε πράγματι η λογοτεχνία καταντήσει ελιτιστική, με τους επίγονους του Έλιοτ και του Πάουντ και ξαφνικά βρέθηκαν ποιητές, οι «μπιτ», που εκφραζόντουσαν άμεσα, σε μια γλώσσα ζωντανή. Ήταν μια επανάσταση, που αντιμετωπίστηκε με φοβερή καχυποψία από όλους.
Προκαλούσαν όμως κιόλας οι «μπιτ». Και σαν γραφιάδες και σαν άνθρωποι.
Οι «μπιτ» είχαν στη συμπεριφορά τους ένα υπονομευτικό στοιχείο, τους άρεσε να προκαλούν τους πάντες. Σε ένα πάρτι μπορεί ξαφνικά να έβγαζαν τα ρούχα τους ή όταν τους σύστηναν σ’ έναν εκδότη, να γονάτιζαν μπροστά του, φιλώντας τα παπούτσια του… Ο Μπάροουζ ήταν ο «μανδαρίνος» τους, ο πνευματικός τους ηγέτης. Πίστευε πως η γλώσσα καταστρέφει το συναίσθημα, τοποθετώντας το σε καλούπια. Φαινομενικά ήταν ψυχρός, αλλά από μέσα του έβραζε- πολύ αντικειμενικός και μ’ ένα χιούμορ dada. Το Γκίνσμπεργκ και τους υπόλοιπους, τους θεωρούσε πολύ συναισθηματικούς…Πέρασε απ’ όλα τα ναρκωτικά, έφτασε μέχρι την ηρωίνη, αλλά ήταν πολύ δυνατός άνθρωπος και κατάφερε να τα ξεπεράσει. Μου τα διηγιότανε όλα αυτά, τις εμπειρίες του με τους Ινδιάνους, το πεγιότ και τα μανιτάρια, το πώς μεθυσμένος πυροβόλησε τη γυναίκα του στο Μεξικό και γλίτωσε τη σύλληψη λαδώνοντας τους μπάτσους. Η οικογένεια του ήταν πολύ πλούσια, είχε μια εταιρεία που κατασκεύαζε ταμειακές μηχανές… Ο Κόρσο ήταν ο πιο «μαφιόζος» από όλους, είχε κάνει μέχρι και φυλακή. Είχε έρθει στο σπίτι μου στο Παρίσι και μου λέει, «υπάρχει ένα τσάι που το πίνουν κάτι γριούλες, αν το βράσουμε θα βγάλουμε όπιο». Πήρε μια κατσαρόλα και το έβραζε για δυο μέρες, μέχρι που έγινε τελείως μαύρο. Το δοκίμασε και μου λέει, «δυστυχώς, δεν κάνει τίποτα». (γελάει) Ο Γκίνσμπεργκ, ίσως ήταν ο πιο συμπαθής απ’ όλους, πολύ ευχάριστος άνθρωπος. Η μεγάλη επιτυχία του μόνο, από ένα σημείο και μετά τον έκανε δυσπρόσιτο. Και κάπως απόμακρο, αφού είχε συνηθίσει να βλέπει τους πάντες σαν «κοινό» του…
Πείτε μου για τον Ντίλαν Τόμας.
Ο Ντίλαν Τόμας ήταν αλκοολικός. Όταν έπινε μπύρες, ήταν ομιλιτικός, γελούσε, έλεγε ανέκδοτα, του «νησιού» πάντα, βρετανικά… Συζήτηση μαζί του δε μπορούσε βέβαια να γίνει, έκανε μονόλογο πάντα, το θέατρο του, το νούμερο του κάπως. Θυμάμαι μια φορά που τρώγαμε μαζί με τη γυναίκα του -ήταν το «καλό παιδί», τον θυμάμαι τόσο ήσυχο.. ίσως να μην είχε καν μιλήσει. Το ίδιο απόγευμα ήτανε τέζα στην πίστα ενός κλαμπ, με μια άλλη γυναίκα. Σαν ποιητής ήταν πολύ δυνατός. Στην προσωπική του ζωή είχε μια αφέλεια και μια αμεσότητα και τον κυνήγησαν διάφοροι, με επιχείρημα ότι δεν πέρασε ποτέ από πανεπιστήμιο…Αλλά μου το ‘λεγε και ο ίδιος, ότι οι πιο σοβαρές σπουδές του στην ποίηση, ήταν τα ποιήματα του Σαίξπηρ, που του διάβαζε ο πατέρας του. Πέθανε πολύ άσχημα, τον βρήκαν σ’ ένα δρόμο της Νέας Υόρκης, λιπόθυμο απ’ το πιοτό και την πνευμονία.
Κύριε Βαλαωρίτη, ήταν μεγάλη μου χαρά που μιλήσαμε. Θα ήθελα να κλείσουμε το κείμενο, σα να κάναμε ένα μικρό κύκλο- με μια κουβέντα σας, προς όσους προσπαθούν να γράψουν.
Να μην αποτυπώνουν κάτι τη στιγμή που συμβαίνει. Χάνουν τη στιγμή και καταστρέφουν το αφήγημα. Το συναίσθημα είναι πολύ έντονο και οι λέξεις δεν μιλάνε στον άλλο, αλλά στον εαυτό τους. Είναι μόνο κραυγές στο χαρτί. Το 90% όσων γράφουν, αυτό παθαίνουν.

8.5.11

Το εργαστήριο αφήγησης του Μικρού Πολυτεχνείου την Πρωτομαγιά στη Σαρωνίδα (μια από τις καταπληκτικές ιδέες του Θράσσου Καμινάκη!)

 Χρύσα, Αντρέας και Παρασκευάς σε κέφια


Παρασκευάς, Ηλίας, Πέτρος, Αντρέας και (οι αφανείς) Γιώτα, Χρύσα (σωστά;)


(σωστά!)


ο Ηλίας και η Γιώτα πιάνουν το Μάη 


 στο καθιστικό ... εργαζόμενοι.


στο διάλειμα (οι υπόλοιποι μάλλον έχουν συνωστιστεί στην... κουζίνα (δεν σκεφτήκαμε να βγάλουμε φωτο) διαλέγοντας κάτι από τα... άπειρα σπιτικά υγιεινά εδέσματα, χωριάτικο ψωμί, ξηρούς καρπούς, και ότι άλλο της.. μητέρας φύσης που είχε διαλέξει καθένας να φέρει μαζί του. Αξέχαστα τα κεφτεδάκια της μαμάς του Αντρέα!)



ο Ηλίας μάλλον σε μία από τις καλύτερες φωτο του!


Στη βεράντα με κρασί


και έπονται τα... καλύτερα αυτό το καλοκαίρι! (δείτε εδώ)

4.5.11

Την κυριακή 8/5/11 το σεμινάριο "Δημιουργική Αφήγηση" θα συναντήσει τον Μίσσιο!

 

Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ'ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς... " (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;" (Γράμματα, 1988). "Κοσμοκαλόγερος", σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος ζει σήμερα στο Καπανδρίτι.
Τίτλοι στη βιβλιονέτ
(2009) Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο, Bond-us music
(2009) Παλίμψηστο Καβάλας, Καστανιώτη
(2001) Βόλος: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο
(2001) Ντομάτα με γεύση μπανάνας, Γράμματα
(1996) Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι, Γράμματα
(1991) Τα κεραμίδια στάζουν, Γράμματα
(1988) Χαμογέλα, ρε... τι σου ζητάνε;, Γράμματα

Στάση αριστερή

Της Μικέλας Χαρτουλάρη mxart@dolnet.gr ,

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Οκτώ μείον τρία ίσον έντεκα! Αυτό το παράδοξο είναι η φιλοσοφία ζωής του Χρόνη Μίσσιου, που επιστρέφει στο προσκήνιο με ένα βιβλίο-CD, το οποίο υπερασπίζεται μια στάση με διαφορετικές προτεραιότητες. «8-3=11»: επειδή ό,τι χάνεις δίνοντας, το κερδίζεις πολλαπλάσιο σε συναισθήματα. Άνθρωπος που μπήκε στην καρδιά της εποχής του κυνηγώντας το όραμα μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, άνθρωπος που από θεατής έγινε δημιουργός της Ιστορίας, ο 79χρονος σήμερα Μίσσιος ύστερα από τόσους αγώνες και τόσα βάσανα, κατέληξε πως η ζωή μετριέται μονάχα με τις συγκινήσεις μας «που επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη ουσία μας». Το λέει και στον γιατρό που τον έκρυψε στα χρόνια της παρανομίας, εξηγώντας σε ένα από τα κείμενα που διαβάζει στο CD, γιατί διάλεξε τον δρόμο της πολιτικής στράτευσης και απαρνήθηκε τον δρόμο της καριέρας, της επιτυχίας, της σιγουριάς. Η φωνή του ακούγεται χαμηλή, με μια ανάσα δύσκολη κάπου-κάπου, αλλά και με πάθος εφηβικό. Στο Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο (Λόγου Χάριν, 15,80 ευρώ) ακούμε ένα είδος εξομολόγησηςόχι μια δραματοποιημένη ερμηνεία- που αναφέρεται στα βιώματά του, περνά στον αναστοχασμό τους κι έπειτα σε μια πρόταση για το αύριό μας. Ο συγγραφέας έχει διαλέξει 12 αποσπάσματα από το πολυδιαβασμένο πρώτο του αυτοβιογραφικό βιβλίο Καλά,εσύ σκοτώθηκες νωρίς (Γράμματα 1985), 4 από το δεύτερο Χαμογέλα ρε,τι σου ζητάνε; (Γράμματα, 1988) και ένα από τα πρόσφατα κείμενά του, το «Αλάθητο μιας μαργαρίτας»- οικολογικό μανιφέστο δημοσιευμένο στο περιοδικό «Άλλος τρόπος» που εκδίδεται στο Καπανδρίτι όπου έχει εγκατασταθεί από το 1986. Η έκπληξη και η γοητεία αυτού του βιβλίου-CD είναι ότι δεν αφήνει την εντύπωση μιας αφήγησης βγαλμένης από τη ναφθαλίνη. Είκοσι και κάτι χρόνια μετά την έκδοσή τους, τα κείμενα αυτά, σε άλλο πλέον πλαίσιο, δεν ακούγονται εδώ σαν μαρτυρία αλλά σαν αυτοτελή κοινωνικο-πολιτικά σχόλια, και έτσι κερδίζουν μια καινούργια επικαιρότητα.
Γι΄ αυτό και είναι σημαντική η πρωτοβουλία του πιανίστα και συνθέτη Βαγγέλη Μπόντα (δική του και η ατμοσφαιρική μουσική υπόκρουση)
που δημιούργησε αυτή τη σειρά-αρχείο με έξι έως τώρα βιβλία-CD και με την πρόθεση να ηχογραφεί κείμενα πεζογραφικά, ποιητικά, θεατρικά, φιλοσοφικά και αυτοβιογραφικά, τα οποία συνοδεύουν άλλωστε το CD σε ένα 48σέλιδο φυλλάδιο. Την αρχή έκαναν ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, ο Γ. Μιχαλακόπουλος με Καμπανέλλη-Πιραντέλο-Τσέχωφ, οι Μοσχίδης και Καζάκος με ελληνική ποίηση και ο Χρ. Γιανναράς με κείμενα δικά του, του Ελύτη και του Παπαδιαμάντη.
Ο Μίσσιος είναι ο πρώτος πεζογράφος του Λόγου Χάριν!
Η αναφορά στα δικά μας Γκουαντάναμο, δίνουν την αφορμή στον Μίσσιο να κάνει τα πρώτα του σχόλια. Τα αποσπάσματα όπου αναφέρεται στις φυλακές και στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας όπου μπαινόβγαινε από τα 17 έως τα 43 του (1947-1973), μιλούν για την απειλή της εκτέλεσης ή τα βασανιστήρια (Γεντί-Κουλέ, Μακρόνησος κ.α.), αλλά αντλούν τη θερμοκρασία τους από τον προβληματισμό που προκαλούν. Σήμερα που το ευρύτερο κοινό γνωρίζει πια τα γεγονότα από τη λογοτεχνία αλλά και από τις μαρτυρίες ή τις ιστορικές μελέτες που έχουν εκδοθεί, ο Μίσσιος ενδιαφέρει διότι καλεί τον ακροατή να εστιάσει σε μια στάση ζωής που αρνείται την παραίτηση. Να αντιδράς, μάς λέει, στον πόνο, στην απελπισία, στην καταπίεση, στο καθημερινό βόλεμα, στον παραλογισμό της εξουσίας, αλλά και στην τυραννία της ιεραρχίας ή της αυθεντίας· να μην παραδίνεσαι και να μάχεσαι, γιατί όταν παλεύεις έχεις σκοπό, έχεις στόχο και γεννάς δυνάμεις μέσα σου. Να εμπλέκεσαι στα πράγματα γιατί έτσι πλουτίζεις ενώ αν η επαφή σου μ΄ αυτά είναι τυπική, περιορισμένη στις βιολογικές ή πρακτικές ανάγκες σου, γερνάς. Στο CD δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε ιδεολογίες ή κόμματα· κυριαρχεί όμως το αίτημα μιας ανθρωπιστικής προσέγγισης στα πράγματα και μια διαρκής υπόγεια αιχμή εναντίον όσων (πολιτικών και ιστορικών κυρίως) περιφρονούν την ανθρώπινη μονάδα χάριν του όλου ή των «ανώτερων σκοπών». Διότι η συμμετοχή κοστίζει- το επαναλαμβάνει- όπως κοστίζουν και τα πολιτικά λάθη. Έτσι σήμερα, ο Μίσσιος οραματίζεται μια κοινωνία με διαφορετική κοσμοαντίληψη, πρακτική και ηθική στάση απέναντι στα πράγματα, μια κοινωνία με οικολογική φιλοσοφία και συμπεριφορά. Κι αν αυτό μας φαίνεται ουτοπικό, μπορούμε τουλάχιστον να συγκρατήσουμε την πρότασή του που βασίζεται στις εμπειρίες του, για μια νέα ιεράρχηση των αξιών μας με βάση τα ανθρώπινα μέτρα.
Σύνδεσμος των ανταρτών,ΕΔΑ,ΠΑΜ, ΚΚΕ εσ., Κίνηση των 400- ο Μίσσιος δεν έπαψε να εκφράζει ένα από τα πιο αγνά πρόσωπα της Αριστεράς. Σήμερα όμως τής ασκεί κριτική, επειδή θεωρεί πως «έχει μπει μέσα στο σύστημα»· επειδή, όπως μού έλεγε, «Αριστερά που παίρνει υπόψη της το πολιτικό κόστος, δεν είναι Αριστερά». Παρότι λοιπόν θα ξαναψηφίσει ΣΥΝ, εξακολουθεί να αναζητά έναν καινούργιο λόγο, μια καινούργια οπτική, νέες εξωκομματικές μορφές παρέμβασης. Τα τελευταία του βιβλία Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι (1996) και Ντομάτα με γεύση μπανάνας (2001) δεν είχαν την απήχηση των πρώτων, αλλά εκείνος συνεχίζει να γράφει. Ζει στο περιθώριο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής αλλά παραμένει σε εγρήγορση. Και δεν νιώθει μόνος. Διότι καθώς λέει, «Μοναξιά είναι να έχεις πολλά να δώσεις και να μην υπάρχει κανείς να τα πάρει».

ΤΟ ΒΗΜΑ / ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ "Ειλικρινά δεν ξέρω αν υπάρχει Αριστερά"
Εμβληματική μορφή της Αριστεράς, συγγραφέας, σήμερα, στα 80 του, εξακολουθεί να αναζητεί έναν καινούργιο δρόμο και μιλάει για την κρίση, το ΔΝΤ, τις διασπάσεις και τις επαναδιασπάσεις του αριστερού χώρου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  20/06/2010, 06:45
«Ο Μανόλης Αναγνωστάκης μου έμαθε γράμματα στη φυλακή, ήμασταν θανατοποινίτες στο Γεντί Κουλέ» λέει ο Χρόνης Μίσσιος στο «Βήμα», στο περιθώριο της συνέντευξης που παραχώρησε ένα καυτό μεσημέρι της περασμένης
εβδομάδας στο σπίτι του, στο Μικροχώρι Αττικής. Εμβληματική φυσιογνωμία της Αριστεράς, συγκλόνισε το πανελλήνιο το 1985,όταν αποκάλυψε τη διαδρομή της ζωής του,από τα 17 ως τα 43 του χρόνια σε φυλακές και εξορίες (1947-1973), στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».Στα 80 του ζει πλέον αποτραβηγμένος
με τη σύζυγό του Ρηνιώ και τα τρία σκυλιά τους σε ένα αγροτόσπιτο, περιτριγυρισμένο από νεοελληνικές βίλες. Για να τον συναντήσει κανείςπρέπει να ακολουθήσει κανόνες... συνωμοτικότητας. Ενα ημιφορτηγό μάς περίμενε στην ταβέρνα «Μπάρμπα Βασίλης» για να μας οδηγήσει στο δρομάκι που καταλήγει στην πόρτα του.
- Τι σημαίνει για εσάς αυτή η κρίση;
«Πιστεύω ότι η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, είναι καθολική και παγκόσμια. Ο πλανήτης μας είναι πλέον μια μικρή γειτονιά γεμάτη κινδύνους και εγκληματικές συμμορίες που δεν γνωρίζουν σύνορα. Πιστεύω πως κανένας λαός, καμία χώρα δεν μπορεί να ονειρευτεί μια κοινωνία ισόνομη, ελεύθερη και ειρηνική».
- Γιατί; «Πολλά θα μπορούσε να αναφέρει κανείς: για τον κίνδυνο του πυρηνικού ολέθρου, για την καταστροφή του περιβάλλοντος, για τον χρηματιστηριακό ιμπεριαλισμό κτλ. Πρόσφατο παράδειγμα έχουμε το έγκλημα της ΒΡ. Κι όμως κανένας δεν θα τιμωρηθεί, κανένας δεν ζητάει να σταματήσουν οι εξορύξεις στα βάθη του ωκεανού. Ολοι μιλούν για το πόσα σεντς έπεσε η μετοχή της. Η ανάγκη συνεργασίας των λαών είναι επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε. Η ανάγκη μιας παγκόσμιας δράσης για να αλλάξουμε τους κοινωνικούς θεσμούς, τις αξίες μας και τη συμπεριφορά μας απέναντι στη φύση και στον συνάνθρωπό μας είναι στοιχειώδης προϋπόθεση».
- Τι μπορούμε να κάνουμε; «Σήμερα είναι εύλογο το ερώτημα αν το προνόμιο της λογικής του ανθρώπου είναι όντως προνόμιο ή κατάρα. Η οικολογική κρίση του πλανήτη και των ανθρωπίνων κοινωνιών δεν είναι ένα εφιαλτικό σενάριο για το μέλλον αλλά μια οδυνηρή πραγματικότητα. Ο κόσμος του Οργουελ επιβεβαιώθηκε. Ο κόσμος του Χάξλεϊ είναι παρών. Μόνο με αυτογνωσία της ύπαρξής μας και τη συμφιλίωσή μας με αυτόν τον υπέροχο αινιγματικό κόσμο που μας γέννησε μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία μας. Χρειαζόμαστε άλλη ιεράρχηση των αξιών, άλλους κοινωνικούς θεσμούς, άλλη φιλοσοφία. Οσο η κυρίαρχη αξία των κοινωνιών μας παραμένει η κερδοσκοπία, τα βήματα της ανθρώπινης ιστορίας- όπως είπε κάποτε και ο Δαντόν- θα είναι οι ταφόπετρες των ρομαντικών».
- Λέτε ότι η ζωή μετριέται μονάχα με τις συγκινήσεις που επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη ουσία μας.Πιστεύετε ότι χάσαμε την ουσία τα τελευταία χρόνια;
«Νομίζω πως ναι. Η σημερινή κοινωνία δείχνει να έχει πέσει σε κώμα. Ο άνθρωπος από μια συμπαντική οντότητα με όνειρα, επιθυμίες, έρωτες και αισθήσεις μετατρέπεται σε ένα αντικείμενο παραγωγής και κατανάλωσης προϊόντων. Εχει χάσει τον προσανατολισμό του, έχει χάσει τις αξίες τού ευ ζην».

- Πώς βιώνετε την κρίση στην Ελλάδα;
«Αισθάνομαι ταπεινωμένος και περιφρονημένος. Νομίζω ότι ξαναζώ την εποχή του Πιουριφόι, τότε που η χώρα μας ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Δεν πίστευα πως θα ζήσω μια νέα υποτέλεια της πατρίδας μου. Λέει ο Πρωθυπουργός ότι ήμασταν ο αδύναμος κρίκος και γι΄ αυτό μας χτύπησε τόσο καίρια ο τοκογλυφικός καπιταλισμός. Γιατί όμως είμαστε ο αδύναμος κρίκος; Είναι ένα ερώτημα στο οποίο οφείλει να απαντήσει το πολιτικό μας σύστημα και άλλοι κοινωνικοί φορείς που υποτίθεται ότι διακονούν τα συμφέροντα του λαού».
- Ωστόσο ο λαός, όλοι εμείς, δεν έχουμε ευθύνη γι΄ αυτό που μας συνέβη;
«Αναμφίβολα ναι. Αυτό όμως δεν είναι το κυρίως πρόβλημα. Οπως και το σύνθημα “φέρτε πίσω τα κλεμμένα”. Είναι σωστό αλλά ταυτόχρονα παραπλανητικό. Διότι το πρόβλημα είναι το σύστημα και οι θεσμοί που καθιερώσαμε. Θεσμοί που παράγουν βία, βαρβαρότητα και ψυχασθένεια, διότι πώς να κατανοήσει κανείς διαφορετικά την αφύσικη ζωή που μας υποχρέωσαν να βιώνουμε. Για να γυρίσουμε στα δικά μας: το εξοργιστικό είναι ότι μας εγκαλούν για έλλειψη πατριωτισμού όσους διαφωνούμε και αντιστεκόμαστε σε αυτά τα κατοχικά μέτρα. Είναι αυτοί που εκλέχθηκαν και ορκίστηκαν- οι περισσότεροι αλλεπάλληλες φορές- να υπερασπισθούν την πατρίδα και τα συμφέροντα του λαού της και μας οδήγησαν σε μια νέα εθνική υποτέλεια. Αιδώς, Αργείοι...».
- Είστε πολύ σκληρός. «Στα 80 μου χρόνια δεν έχω το δικαίωμα της συγγνωστής πλάνης ούτε καμία δέσμευση για να μη λέω αυτό που σκέφτομαι και πιστεύω. Είναι τουλάχιστον ανόητο να υποστηρίζει κανείς ότι μια χώρα οικονομικά υποδουλωμένη μπορεί να είναι εθνικά και πολιτικά ελεύθερη και ανεξάρτητη. Ισως αυτή η νέα υποτέλεια γεννήσει μια νέα εθνική αντίσταση». - Εθνική αντίσταση;Με ποια μορφή και πότε;
«Οταν ο λαός βγει επιτέλους από τις κομματικές μάντρες. Τι όραμα θα έχει αυτή η αντίσταση; Τι μορφές θα πάρει; Δεν ξέρω. Εγώ είμαι ήδη παρελθόν και δυσκολεύομαι ήδη να κατανοήσω το παρόν. Ελπίζω οι μορφές που θα πάρει να μην είναι βίαιες και εξουσιαστικές. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως η βία και η εξουσία πρόδωσαν τα ωραιότερα όνειρα των επαναστατών».
- Πιστεύετε ότι υπάρχει ανάγκη τιμωρίας των ενόχων που μας οδήγησαν εδώ;
«Δεν πιστεύω στην καταστολή. Πιστεύω στην πρόληψη. Δυστυχώς όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες στην εποχή μας έχουν εγκαταλείψει την πρόληψη, την αναζήτηση και αντιμετώπιση των αιτίων που γεννούν τα κοινωνικά φαινόμενα και επαφίενταιστην καταστολή σε ολόκληρο το φάσμα του κοινωνικού γίγνεσθαι».
Ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΟΥΡΑ ΤΗΣ ΑΘΕΡΙΝΑΣ
- Είστε ένας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας της Αριστεράς στην Ελλάδα τον αιώνα που πέρασε. Αναγνωρίζετε κάποιο «ιστορικό λάθος» στη διαδρομή της από το 1974 ως σήμερα;
«Κατ΄ αρχάς θέλω να σου πω ότι η διαδρομή μου στην Αριστερά ήταν, παρά τις αντιξοότητες, από τις πιο ευτυχισμένες και πλούσιες περιόδους της ζωής μου. Εί χαμε όνειρο, είχαμε όραμα, είχαμε μύθους και ψευδαισθήσεις. Η Αριστερά είχε βαθιές ρίζες μέσα στην ελληνική κοινωνία. Παρ΄ ότι ηττήθηκε στρατιωτικά, γρήγορα ξαναγεννήθηκε και στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 ήταν ο μόνος παραγωγός πολιτισμού στη χώρα μας. Η Αριστερά ήταν επαναστατική, όχι με τη συνωμοτική έννοια αλλά με τον πολιτισμό της, μια πορεία που ήρθε να διακόψει η δικτατορία. Ούτε όμως η χούντα τη νίκησε. Η Αριστερά ηττήθηκε στη Μεταπολίτευση. Διασπασμένη για άλλη μία φορά πολεμούσε με τα “ευαγγέλια” προσπαθώντας να στρατολογήσει η κάθε πλευρά με το μέρος της περισσότερους κομμουνιστές. Να τους κάνει τι, αλήθεια; Να τους βάλει στο μπαούλο; Δεν αντιλήφθηκε τη νέα εποχή στην οποία εισερχόταν η ελληνική κοινωνία, τις προσδοκίες και τα προβλήματά της. Ετσι ήρθε το ΠαΣοΚ, πήρε όλο το πακέτο των συνθημάτων και των αιτημάτων της Αριστεράς και το απαξίωσε. Εκτοτε η Αριστερά ψάχνει την προίκα της σε λάθος μέρος. Σήμερα ειλικρινά δεν ξέρω αν υπάρχει Αριστερά. Αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι Αριστερά δεν παράγει τίποτα, ούτε καν πολιτικό πολιτισμό».
- Τι εντύπωση σας προκάλεσε η νέα διάσπαση του Συνασπισμού;
«Επιβεβαιώνει αυτό που είπαμε προηγουμένως. Είναι ένα πείραμα που χρόνια τώρα παλεύει χωρίς να κατορθώνει να συνθέσει απόψεις. Οι διασπάσεις και οι επαναδιασπάσεις αυτού του χώρου μου φέρνουν στο μυαλό την επίδραση που έχει η ουρά της αθερίνας στον τρικυμισμένο ωκεανό».
- Αρα τι προτείνετε; «Πιστεύω ότι ο μόνος δρόμος, η τελευταία έξοδος προς την ελευθερία του ανθρώπου και του πλανήτη είναι η ολιστική οικολογική φιλοσοφία, σκέψη, πράξη και συμπεριφορά. Η οικολογία ούτε φέρει ούτε εδραιώνει καμία εξουσία, αντίθετα την καθιστά άχρηστη. Είναι μια επανάσταση αυτογνωσίας, μια επανάσταση ανθρώπινης συνείδησης. Δεν είναι μια “πίστη” σε μια ιδεολογία αλλά μια καθημερινή πρακτική για να επανασυνδέσουμε τη λογική με τις αισθήσεις, να απελευθερώσουμε τη συμπαντική μας ιδιαιτερότητα. Να αναγνωρίσουμε τη διαφορετικότητα, την αυταξία και την αναγκαιότητα του συνόλου της ζωής. Είναι ένας δρόμος επαναπροσέγγισης του κόσμου που μας περιβάλλει, ένας δρόμος στην αναζήτηση της χαράς αντί της αγωνίας. Εχουμε ανάγκη να ξαναβρούμε την προσωπική μας αισθητική, τα προσωπικά μας μονοπάτια, του έρωτα , της αγάπης και της τρυφερότητας, το άρωμα του κόσμου και της ύπαρξής μας».

3.5.11

Συγγραφέας; Ναι, αλλά μόνο για χόμπι


Έντυπη Έκδοση Επτά, Σάββατο 30 Απριλίου 2011

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ το επαγγελματικό προφίλ του σύγχρονου έλληνα συγγραφέα; Μπορεί να βιοπορίζεται από τα έργα του; Είναι ασφαλισμένος; Υπάρχει περίπτωση να συνταξιοδοτηθεί; Μισός αιώνας πέρασε από τότε που ο Βασίλης Βασιλικός διεκδίκησε ν' αναγράφεται το επάγγελμα «συγγραφέας» στην ταυτότητά του, αλλά απ' ό,τι φαίνεται, η πνευματική δημιουργία εξακολουθεί ν' ασκείται στην Ελλάδα σαν μια οποιαδήποτε άλλη ερασιτεχνική απασχόληση!
Αποκαλυπτική είναι η έρευνα του ΕΚΕΒΙ που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Metron Analysis το 2001, η οποία όμως ούτε δημοσιοποιήθηκε ούτε επαναλήφθηκε. Ρωτήθηκαν 665 «δόκιμοι» συγγραφείς, μέλη διαφόρων σωματείων, με καθοριστικό κριτήριο για την επιλογή τους να έχουν δημοσιεύσει σε «καθιερωμένο» εκδοτικό οίκο τουλάχιστον τρία βιβλία ο καθένας τους. Τελικά απάντησαν 434, το 30% των οποίων και βραβεία είχαν αποσπάσει και είχαν μεταφραστεί. Ωστόσο, το 65% απ' αυτούς ασκούσαν κι άλλη δουλειά, με τη συγγραφική δραστηριότητα να τους αποφέρει λιγότερο από το 25% των εισοδημάτων τους. Εισοδήματα που για έναν στους δύο (53,4%) δεν ξεπερνούσαν συνολικά τις 350.000 δραχμές -σαν να λέμε 1.000 ευρώ σημερινά.
Αλίμονο στον συγγραφέα που δεν έχει ευκατάστατο σύζυγο, κάποιο έξτρα εισόδημα ή που δεν ασκεί, παράλληλα με το «χόμπι» του, ένα από τα παρακάτω επαγγέλματα: εκπαιδευτικός, μεταφραστής, αρθρογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, σύμβουλος εκδοτικών οίκων, επιμελητής κειμένων, αρθρογράφος, δάσκαλος δημιουργικής γραφής. Αν εξαιρέσουμε τους μετρημένους στα δάχτυλα καταξιωμένους ποιητές μας, οι υπόλοιποι καλούνται να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι τις εκδόσεις των συλλογών τους. Κι αν οι αντίστοιχοι πεζογράφοι εισπράττουν το πολύ 15% από τη λιανική τιμή των βιβλίων τους, οι πρωτοεμφανιζόμενοι αρκούνται στο 10%, αφού καλυφθούν τα έξοδα του εκδότη, αφού δηλαδή διατεθούν τα πρώτα χίλια αντίτυπα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανερχόμενη Ελένα Μαρούτσου, του «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας», πλήρωσε από την τσέπη της ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, μοιραζόμενη με τον εκδότη της τα δικαιώματα για τις εικόνες του Μαγκρίτ που ενσωμάτωσε στο βραβευμένο μυθιστόρημά της. Οταν αργότερα άλλος οίκος τής παρήγγειλε μία νουβέλα έναντι 2.500 ευρώ, χρειάστηκε να περάσουν δώδεκα μήνες μέχρι να την εισπράξει στο σύνολό της. Και η καλύτερη αμοιβή που εισέπραξε ποτέ για μεμονωμένο διήγημά της δεν ξεπέρασε τα 300 ευρώ.
Κάντε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Ενα μυθιστόρημα των 15 ευρώ που σημειώνει πέντε εκδόσεις των 2.000 αντιτύπων μέσα στη χρονιά -μιλάμε γι' αξιοζήλευτη επιτυχία στον αμιγώς λογοτεχνικό χώρο- φέρνει στον δημιουργό του 15.000 ευρώ μεικτά, συν 23% ΦΠΑ που πρέπει ν' αποδοθεί. Απ' αυτό το ποσό, το οποίο φορολογείται εκ των προτέρων με 20%, ο συγγραφέας οφείλει να καταβάλει τις εισφορές του στον ΟΑΕΕ ως ελεύθερος επαγγελματίας (γύρω στα 600 ευρώ το δίμηνο), δεδομένου ότι χωρίς δελτίο παροχής υπηρεσιών αδυνατεί να εισπράξει πάνω από 5.000 ευρώ ετησίως ως πνευματικά δικαιώματα. Θα ζήσει λοιπόν μ' ό,τι περισσέψει, σ' ένα καθεστώς «πολύ στοιχειώδους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης», όπως επισημαίνει η Μάρω Δούκα, και χωρίς καμιά βεβαιότητα ότι το επόμενο βιβλίο του, όποτε κι αν εκδοθεί, θα πάει το ίδιο καλά εμπορικά.
Η Μάρω Δούκα υπολογίζει πως ούτε στα 80 της δεν θα μπορεί να βγάλει σύνταξη από τον ΟΑΕΕ. Κι έτσι και σταματήσει να δημοσιεύει, σ' ένα χαρτζιλίκι θα αρκείται, καθώς όπως ομολογεί, «μόνο το καινούριο βιβλίο μετράει στην αγορά, η ζήτηση για τα παλιότερα είναι ασήμαντη». Γι' αυτό και στηρίζει τις ελπίδες της σε μια τιμητική σύνταξη από το υπουργείο Πολιτισμού, «αν φυσικά διατηρείται ο θεσμός έως τότε...». Επί ξύλου κρεμάμενες είναι και συγγραφείς όπως η Ιωάννα Καρυστιάνη, η Ρέα Γαλανάκη, η Ευγενία Φακίνου ή η Ζυράννα Ζατέλη, για ν' αναφερθούμε σε πασίγνωστα ονόματα, αλλά κάθε απόπειρα έως τώρα για να βρεθεί μια νομική φόρμουλα που θα διευθετούσε το πρόβλημα, έπεσε στο κενό.
Ακόμα κι εκείνοι, ωστόσο, που συνταξιοδοτήθηκαν από τα «κανονικά» επαγγέλματά τους, βρίσκονται στην εποχή του μνημονίου σε αδιέξοδο. Αν θέλουν να συνεχίσουν τη δημιουργική τους δουλειά, πρέπει επίσης ν' ασφαλιστούν στον ΟΑΕΕ για να προμηθευτούν το περίφημο μπλοκάκι, ενώ και τα κέρδη από την «επιχείρησή» τους θ' αφαιρούνται από το ποσό της σύνταξης. Γι' αυτό και μηχανεύονται τρόπους ν' αποφύγουν τον σκόπελο είτε δανειζόμενοι μπλοκάκια άλλων, είτε μεταβιβάζοντας τα συγγραφικά τους δικαιώματα σε συγγενικά τους πρόσωπα, είτε μοστράροντας με αυτοπεποίθηση στους εφοριακούς τον νόμο 3232 του 2004, που αναφέρει ρητά ότι απαλλάσσονται από αυτήν την υποχρέωση, αποσιωπώντας βέβαια ότι, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι ελληνικοί νόμοι, είναι κι αυτός ανενεργός...
Πράγματι, ο παραπάνω πασοκικής προέλευσης νόμος, που ρύθμιζε διεξοδικά το ασφαλιστικό των πνευματικών δημιουργών, προβλέποντας τη δημιουργία ενός «κουμπαρά» όπου πέρα από τις εισφορές των τελευταίων θα συγκεντρώνονταν και ποσά από ένα ειδικό τέλος στη χονδρική τιμή των βιβλίων (0,5%), προς μεγάλη ανακούφιση του εκδοτικού χώρου, έμεινε στα χαρτιά. Κι αυτό, επειδή ουδέποτε συγκροτήθηκε η επιτροπή του ΥΠΠΟ που θα έκρινε ποιοι ακριβώς ποιητές, πεζογράφοι και θεατρικοί συγγραφείς καλύπτονται κάτω απ' αυτήν την ιδιότητα... Κι ενώ ο Παύλος Γερουλάνος εξακολουθεί ν' αρνείται κάθε επαφή με την Εταιρεία Συγγραφέων, ο επικεφαλής της διεύθυνσης γραμμάτων του ΥΠΠΟ, «πριν

Επάγγελμα καλλιτέχνης: ζήσε Μάη μου

Έντυπη Έκδοση Επτά, Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Εντάξει, κάνουν μια δουλειά που τους εκφράζει, τους παθιάζει, τους αναζωογονεί. Γυρίζουν ταινίες, γράφουν βιβλία, τραγουδάνε, συνθέτουν, ζωγραφίζουν, χορεύουν, μεταμορφώνουν υπόγεια σε θεατρικές σκηνές, τρέχουν σε οντισιόν, ηχογραφούν, κι αγωνίζονται όχι απλώς να σταθούν αλλά και να διακριθούν στον δημιουργικό στίβο.

Αλλος λίγος, άλλος πολύ, όλοι τους συμμετέχουν στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτιστικού τοπίου. Με τι κόστος όμως και κάτω από τι συνθήκες; Πόσοι καταφέρνουν να βιοπορίζονται από την τέχνη τους; Πόσοι αναγκάζονται να υποκύψουν στη «μαύρη» εργασία; Πώς συγκεντρώνουν ένσημα για μια μελλοντική σύνταξη; Πώς γίνεται πολυβραβευμένοι συγγραφείς να είναι ανασφάλιστοι και καταξιωμένοι εικαστικοί να έχουν βιβλιάριο απορίας; Τα ρεπορτάζ που ακολουθούν αυτό ανιχνεύουν: τι σημαίνει πρακτικά η ιδιότητα του καλλιτέχνη στην Ελλάδα του μνημονίου. Κι όπως αποδεικνύεται, μια σειρά από προβλήματα κληρονομημένα από την εποχή της ευημερίας, σήμερα θεριεύουν...

Ανεργία σε πρώτο ρόλο

ΤΟ ΠΑΛΙΟ, μαύρο αλλά συμβολικό, αστείο «Ηθοποιός σημαίνει φως. Νερό, τηλέφωνο κομμένα» περιγράφει τη συνήθη οικονομική κατάσταση στη ζωή των ηθοποιών. Μια τέχνη που δύσκολα αφήνει χρήματα, αντίθετα: απαιτεί θυσίες. Τα τελευταία χρόνια όμως τα πράγματα πηγαίνουν απ' το κακό στο χειρότερο.
Οι επιχορηγήσεις δεν δίνονται εγκαίρως ή κόβονται, δεν πληρώνονται όλες οι πρόβες, δεν βάζουν όλα τα ένσημα, τα δώρα έγιναν ένα μακρινό παρελθόν, όπως άλλωστε τα επιδόματα και οι αποζημιώσεις. «Μπαίνουμε μέσα» είναι το σταθερό μοτίβο των εργοδοτών κι έτσι, χρόνο με τον χρόνο, μπαίνουν μέσα και οι ηθοποιοί, αφού τα περιθώρια της επιβίωσης στενεύουν. Το ποσοστό ανεργίας στον χώρο καλπάζει, οι προτάσεις των επιχειρηματιών είναι πια μόνο για ποσοστά ή μεροκάματα, κρατικά θέατρα έφτασαν να πληρώνουν «έναντι», ενώ ΔΗΠΕΘΕ χρωστούν αμοιβές μηνών.
Το μέλλον είναι περισσότερο δυσοίωνο από ποτέ. Ηθοποιοί που απολαμβάνουν αναγνωρισιμότητας κι άλλοι που μετρούν πάνω από τριάντα χρόνια στο θέατρο βρίσκονται τώρα άνεργοι εδώ και χρόνια, ξεχασμένοι από παραγωγούς και σκηνοθέτες.
Η Μαρία Τσιμά δουλεύει είκοσι χρόνια στο θέατρο και, όπως λέει, ανήκει στη μεγάλη κατηγορία των ηθοποιών που ζουν αποκλειστικά απ' αυτό. «Δεν πίστεψα ούτε μία φορά ότι θα έβγαζα πολλά λεφτά. Αλλά ευελπιστούσα ότι θα ζούσα με αξιοπρέπεια απ' τη δουλειά μου, ότι θα μπορούσα, έστω και με λίγα, να της αφοσιωθώ. Με τις υπάρχουσες συνθήκες σκέφτομαι πόσο μπορούμε να κρατηθούμε στον χώρο. Και κυρίως πόσο μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι, με το θάρρος της γνώμης μας, όταν το μοναδικό μας κριτήριο θα είναι η αναζήτηση μιας οποιασδήποτε θεατρικής δουλειάς, με οποιονδήποτε όρο».
Οι πόρτες του Εθνικού Θεάτρου δύσκολα ανοίγουν πια, λένε σήμερα ηθοποιοί που μάταια περιμένουν μια πρόταση. «Η γνωστή "dream team" πρέπει να παίζει συνεχώς. Αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν καλοί ηθοποιοί να είναι μόνον οι ίδιοι και οι ίδιοι, αυτοί που βλέπουμε και ξαναβλέπουμε με ρόλους χειμώνα-καλοκαίρι...»
Πριν από καιρό, οι ηθοποιοί του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, ενώ παρουσιαζόταν σε θέατρο της Αθήνας το «Λεωφορείον ο Πόθος», προχώρησαν σε επίσχεση εργασίας, αφού μετά από μηνών πρόβες και παραστάσεις δεν είχαν πληρωθεί καθόλου.
Ας μη μιλήσουμε για τους νέους, που δεν έχουν πια ευκαιρίες. Στήνουν εκ των ενόντων παραστάσεις χαμηλού κόστους σε απλές αίθουσες ή εγκαταλειμμένους, αυτοσχέδιους χώρους. Μια απλή εγκατάσταση φωτισμών, εθελοντική εργασία και στην έξοδο «ό,τι προαιρείσθε...» Δεν σπαταλούν χρήματα ούτε καν για την αποστολή δελτίων τύπου. Κινητοποιούν τον κόσμο μέσα από το Ιντερνετ.
Κι έπειτα, ποιες είναι οι ηλικίες που ορίζουν την γκάμα της... νιότης; Πόσο νέα είναι μια τριαντάχρονη ωραία και ταλαντούχος ηθοποιός που τα τελευταία τέσσερα χρόνια ψάχνει για δουλειά; «Και εννοείται φυσικά πως κάθε χρόνο είναι χειρότερα» λέει άνεργη ηθοποιός. «Τι κάνεις; Προσπαθείς να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου. Σκέφτεσαι μήπως πρέπει ν' αλλάξεις επαγγελματικό προσανατολισμό, αλλά εν τω μεταξύ δουλεύεις σε μπαρ και εστιατόρια για να βιοποριστείς, όπου και εκεί πληρώνεσαι έναντι».
Οι οντισιόν γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Ποιος παραγωγός ή σκηνοθέτης σε περίοδο κρίσης θα σκεφτεί να δώσει ευκαιρία και χρήματα σε κάποιον που δεν γνωρίζει, όταν δίπλα του υπάρχουν ηθοποιοί με τους οποίους έχει ήδη συνεργαστεί;
Ηθοποιοί τηλεοπτικής σειράς σε μεγάλο κανάλι πήγαν να πληρωθούν, για το σύνολο της δουλειάς τους, με μεταχρονολογημένες επιταγές εκεί, που μπροστά στο ταμείο, αποδείχθηκαν χωρίς αντίκρισμα. Ποιος να κυνηγήσει ποιον, με δεδομένες τις φαλιρισμένες εταιρείες, τις χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες και τη στεγνή από ρευστό αγορά;
Νέοι ηθοποιοί που ξεκίνησαν μια δυναμική καριέρα από την τηλεόραση και γρήγορα έγιναν δημοφιλείς δεν έχουν επαγγελματικές προτάσεις. Το κυρίαρχο συναίσθημα είναι ο φόβος για ένα απειλητικό άγνωστο. Σειρά έχει η κατάθλιψη.
Σε παλαιότερες εποχές, ακόμα και στην κατοχή, το θέατρο κατάφερνε να υπάρχει και να κρατάει ανοιχτό τον δίαυλο επικοινωνίας με τον κόσμο. Γι' αυτό και οι ηθοποιοί γύριζαν απ' άκρη σ' άκρη τη χώρα, ανέβαιναν στα βουνά και συνέχιζαν την τέχνη τους ακόμα και στους τόπους εξορίας.
«Και πληρώνονταν ελάχιστα ή τίποτα» λέει η Μαρία Τσιμά. «Κάποτε μάλιστα πληρώνονταν σε είδος, όπως πρόσφατα οι συνάδελφοί μας στην Αργεντινή: όταν πτώχευσε η χώρα, συνέχισαν τις παραστάσεις κι ο κόσμος πήγαινε στο θέατρο πληρώνοντας με πατάτες και ρύζι».
Πώς φαντάζεται η Μαρία Τσιμά τη δουλειά της τα επόμενα χρόνια; «Ακούω καθημερινά το δελτίο της κρίσης σαν πολεμική ανταπόκριση μιας επελαύνουσας καταστροφής. Αύριο δεν ξέρω αν θα πληρωνόμαστε. Αν θα έρχονται θεατές να μας δουν. Γιατί πληθαίνουν οι φτωχοί ανάμεσά μας. Διάβαζα μια συνέντευξη του Μπρουκ όπου τον ρωτούσαν για το μέλλον του θεάτρου. Κι αυτός είπε ότι βρίσκεται στο φτηνό εισιτήριο. Η απάντησή του κάτι φωτίζει μέσα μου. Η τέχνη του θεάτρου είναι παρηγορητική. Τώρα που ο θεατής θα είναι φτωχός, θα 'χει πολλή ανάγκη από έναν φτωχό ηθοποιό»...
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου