Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

8.5.19

Γιατί λέω και γράφω ιστορίες. Του Βαγγέλη Γονιδάκη




Ο Βαγγέλης Γονιδάκης αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.gr τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του βιβλίου του Μη το γελάς, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ταξιδευτής:

Από μικρό παιδί έψαχνα να βρω την αλήθεια μέσα στο ψέμα. Όχι την πραγματικότητα, μα την αλήθεια, τη φωνή των ανθρώπων μέσα στις ιστορίες και τα παραμύθια, που έφτανε σε μένα σαν το μουρμούρισμα της θάλασσας που τ΄άκουγα πεντακάθαρα, όταν έβαζα το κοχύλι στο αφτί μου.

Σ΄ αυτή την αναζήτηση με βοήθησε η γιαγιά μου, απ΄ τη μεριά του πατέρα μου, η Καλίτσα. Αυτή, λοιπόν, η γιαγιά, που με φώναζε «γιοκαράκι μου», με κάθιζε δίπλα της ατελείωτα καλοκαιρινά βράδια και αφού με τάιζε ξινό και για επιδόρπιο κομμάτια από κερήθρα με θυμαρίσιο μέλι, άρχιζε να μου αφηγείται λαϊκά παραμύθια και ιστορίες για στοιχειά και νεράιδες που παίρνουνε το νου και τη φωνή των ανθρώπων που τις συναντούν.
Τα πρωινά είχε σειρά ο παππούς. Ο Δημήτρης, ο ιππέας, ο πολεμιστής των βαλκανικών και της Μικράς Ασίας. Άλλοτε καβάλα στο γαιδούρι, πηγαίνοντας για το χωράφι, κι άλλοτε μαζεύοντας μέσα από τ΄αμπέλι τα αυγά που γεννούσαν οι αλλανιάρες κότες, έβλεπα τους μαχητές να ξεχύνονται από το στόμα του παππού και να τρέχουν δίπλα μου. Κι όταν ερχόταν ο χειμώνας, τη σκυτάλη έπαιρνε ο πατέρας μου. Καθισμένος δίπλα στη σόμπα τον άκουγα να μου αφηγείται παιδικά του βιώματα, ιστορίες του εμφυλίου και παραλλαγές των λαϊκών παραμυθιών της γιαγιάς. Μασουλώντας την κηρύθρα, το μυαλό μου κατακλυζόταν από τις αφηγήσεις. Η φαντασία μου κάλπαζε. Το φανταστικό ανακατευόταν με το πραγματικό και ολόκληροι κόσμοι ζωντάνευαν μέσα μου.

Μαθητής ακόμα του δημοτικού, άρχισα να λέω τις δικές μου ιστορίες, αλλά και λαϊκά παραμύθια όπως τα είχα βιώσει, μαθητεύοντας χωρίς να το καταλαβαίνω τότε, κοντά σ΄ αυτούς τους ανθρώπους. Πριν από κάμποσα χρόνια μετά από μια αφήγηση ιστορίας μου σε μια οικογενειακή γιορτή, ο πατέρας μου με ρώτησε πως αισθάνομαι και εγώ χωρίς να το πολυσκεφτώ, του απάντησα, «νοιώθω σαν να είμαι πιο ζωντανός, σαν να καθάρισε το αίμα μου και να ξεκάπνισε η ψυχή μου». Κι αυτός μου είπε, «αυτό να κάνεις λοιπόν, να λες πάντα ιστορίες για να καθαρίζει το αίμα σου και η ψυχή σου, να μη σταματήσεις ποτέ».

Δύο ιστορίες μου τις άκουσε πρώτη απ’ όλους, η Σάσα Βούλγαρη, φίλη και δασκάλα μου στην αφήγηση, στα σεμινάριά της «Παραμυθαίομαι» και με παρότρυνε να τις γράψω. Λίγο αργότερα, φίλοι παραμυθάδες που άκουσαν άλλες ιστορίες που έλεγα, στη «Σχολή αφηγηματικής τέχνης», όπως η Ανθή Θάνου και ο Γιώργος Ευγενικός, μου είπαν να τις βάλω στο χαρτί.
Όμως αυτό δεν ήταν κάτι απλό.

Θα σας ζητήσω να σκεφτείτε την αρχή. Τότε που ένα βιβλίο δεν είναι παρά μια κόλλα χαρτί και ο συγγραφέας κρατάει το στυλό αμήχανος και κοιτώντας το κενό μπροστά του, αναζητά. Τι να αναζητά άραγε; Τι να σκέφτεται;

Θα σας πω. Δεν κοιτάζει το κενό, δεν κοιτάζει το χαρτί. Μέσα του κοιτάζει και αναζητά τον εαυτό του. Μόνο όσοι γράφουν, έχουν ανακαλύψει την ψυχαναλυτική αξία της γραφής. Παίρνεις μια βαθειά ανάσα και βουτάς, κρατώντας το φακό σου στα σκοτεινά βάθη της ψυχής σου. Ψάχνεις κάθε γωνιά, σηκώνεις κάθε πέτρα, κάθε βότσαλο. Σκαλίζεις την ύπαρξή σου και ακούς τους ανέμους της ζωής, που άλλοτε είναι νοτιαδάκια και φέρνουν τραγούδια και γέλια, άλλοτε τραμουντάνες και φέρνουν θρήνους, κι άλλοτε μελτέμια και φέρνουν θυμωμένα ουρλιαχτά. Εκεί στους αέρηδες, βρίσκω τις ιστορίες των ανθρώπων. Τις μαζεύω. Δεν τις επινοώ. Πηγαίνω ξοπίσω από τις ζωές τους και θερίζω αν είναι χωράφι, τρυγάω αν είναι αμπέλι. Βγαίνω στα βράχια τους και μαζεύω από τα λακουβάκια το αλάτι που έχει απομείνει στο πέρασμα της ζωής τους. Γιατί οι ιστορίες είναι απομεινάρια που αφήνει το πέρασμα της ζωής.

Κι αφού τις μαζέψω, τις μεταπλάσω, τις φιλτράρω και τις καθαρίσω, τις ρίχνω στο δισάκι της μνήμης μου και τις κουβαλάω με σεβασμό σ΄αυτούς που μου τις έχουν εμπιστευτεί και προχωράω. Η ζωή με συνεπαίρνει γιατί είναι συναρπαστική. Ξεχνιέμαι, όπως «λειώνει» το παιδί μέσα στο παιχνίδι, και βρίσκομαι ξανά μέσα σε νέες ιστορίες, που θέλω να καταγράψω και να διασώσω. Να τις γλυτώσω από τη λησμονιά και την αφάνεια. Για μια στιγμή σταματάω, και μπροστά μου έχω το λευκό χαρτί. Βουτάω μέσα στη θάλασσα της μνήμης μου, φτάνω στο βυθό και επιλέγω αυτά που αξίζουν να έρθουν μαζί μου στην επιφάνεια.

Είμαι, όμως, εγώ αυτός που γράφει; Πράγματι, δεν θα μπορούσα να μην αναρωτηθώ. Και η απάντηση στο ερώτημα είναι, όχι μόνο. Γιατί ο άνθρωπος που γράφει την ώρα που δημιουργεί, ξεπερνάει τον εαυτό του. Βγαίνει από το καβούκι του καθημερινού ανθρώπου και γίνεται ένας υπερβατικός  άνθρωπος. Ένας άλλος άνθρωπος, που προσπαθεί να επικοινωνήσει με την αλήθεια, με το σύμπαν, με τον συνάνθρωπο. Που πετάει το μπουκάλι με το μήνυμα στη θάλασσα, περιμένοντας να το βρεί ο αναγνώστης και η αναγνώστρια. Αυτόν τον άλλο Βαγγέλη, τον συγγραφικό μου εαυτό, τον αφύπνισε η καλή μου φίλη Κρυσταλία Πατούλη, στο σεμινάριό της «Αφήγηση Ζωής». Η Κρυσταλία έχει κάνει και την επιμέλεια του βιβλίου μου.

Με γεμάτο το δισάκι ιστορίες ανθρώπων, συνέχισα το ταξίδι μου στη θάλασσα της ζωής. Όταν ξάφνου, μπροστά μου φάνηκε ένας φωτεινός φάρος. Έριξε πάνω μου το φως του και μου φώναξε : «Το νου σου καπετάνιο, τράβα μακρυά από τις ξέρες!». Τον άκουσα, το πήρα «αλα πάντα» και γλύτωσα. Έριξα άγκυρα δίπλα του και του έδειξα τις ιστορίες μου. Κι αυτός μου είπε : «Μωρέ μπράβο, Βαγγέλη! Αυτά πρέπει να τα διαβάσει ο κόσμος. Θα σου κάνω εγώ έναν πρόλογο». Αυτός ο φωτεινός φάρος που με έσωσε από τις ξέρες είναι ο Βασίλης Βασιλικός. Δάσκαλε, σε ευχαριστώ, που πίστεψες πως θα τα καταφέρω, όταν εγώ ακόμα πάλευα να ξεφύγω από τα βράχια.

Κι ύστερα, καθώς ανοίχτηκα στο πέλαγος, έπεσα πλώρη με πλώρη με έναν άλλο «Ταξιδευτή». Τον Κώστα Παπαδόπουλο, τον εκδότη μου. «Έλα», μου είπε, «ας ταξιδέψουμε παρέα». Πήρε τις γεμάτες σελίδες μου, τις τύπωσε, τις έδεσε σφιχτά, έβαλε κι ένα εξώφυλλο με ένα καραβάκι, σαν κι αυτό που ταξιδεύαμε κι οι δύο, έγραψε στο εξώφυλλο το όνομά μου, κι έφτιαξε ένα βιβλίο. Αυτό ήταν. Οι ιστορίες μου είναι πια ακινητοποιημένες στο χρόνο. Οι ανθρώπινες στιγμές από το παρελθόν είναι εδώ και μπορούμε να τις ζήσουμε ξανά και ξανά. Είναι ένα βιβλίο που μπορείτε να το κρατάτε στα χέρια σας και να το ακουμπάτε με ασφάλεια στο γραφείο σας, στο ράφι σας, στο κομοδίνο σας, στη βιβλιοθήκη σας.

Είναι ένα βιβλίο που μέσα του περιέχει ιστορίες που έχουν βασιστεί σε αληθινά γεγονότα. Οι ήρωές μου ήταν και είναι υπαρκτά πρόσωπα, αν και τα ονόματά τους έχουν αλλάξει για ευνόητους λόγους.

Στις ιστορίες προσπάθησα να αποτυπώσω την ένταση των συναισθημάτων των αφηγητών την ώρα που μου τις αφηγούνταν και κράτησα όσο μπορούσα αναλλοίωτη την αφηγηματική τους γλώσσα . Τα κατάφερα; Ποιος ξέρει. Εσείς θα μου πείτε.

Βαγγέλης Γονιδάκης
2.4.2019 – Απόσπασμα από την 1η παρουσίαση του βιβλίου "Μη το γελάς" στον Ιανό.



Στο πλαίσιο της 16ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, στις 11 Μαίου 2019, στις 9μμ, στην Αίθουσα 1 και στο Περίπτερο 13, θα γίνει η 2η παρουσίαση του βιβλίου του Βαγγέλη Γονιδάκη, «Μη το γελάς», Εκδόσεις Ταξιδευτής – 2019.

Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
-Ανθή Θάνου, αφηγήτρια-συγγραφέας.
-Γιώργος Ευγενικός, αφηγητής-καλλιτεχνικός υπεύθυνος του Κέντρου Μελέτης και
Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών.

"Η συλλογή διηγημάτων του πρωτοεμφανιζόμενου Βαγγέλη Γονιδάκη "Μη το γελάς" απαρτίζεται από δύο ενότητες: στην πρώτη η ναυτοσύνη, η θάλασσα με τους κινδύνους που εγκυμονεί, και το βουνό με τους δικούς του όταν σκεπάζεται από τρία μέτρα χιόνι (και τα τέσσερα με μια γραφή λιτή που όμως σε συνταράζει με το Τραγικό νόημα της ζωής κατά τον Ισπανό Μιγκουέλ Ουναμούνο) και η δεύτερη ενότητα, ανάλαφρη και σαρκαστική ταυτόχρονα, αναμοχλεύει αυτό που παλιά το λέγαμε "ηθογραφία", ενώ σήμερα -που οι "αγροτοπολίτες" των πόλεων επιστρέφουν στο χωριό όπου γεννήθηκαν μόνο για τις καλοκαιρινές διακοπές τους, στα εξοχικά που έχτισαν εκεί ή στα πατρώα οικήματα που αναπαλαιώσαν- δεν μπορεί να υπάρξει ηθογραφική γραφή αντίστοιχη του παρελθόντος καθώς τηλεόραση, διαδίκτυο, κινητά και αυτοκίνητα κανοναρχούν τη ζωή μας. Οπότε με την μεσολάβηση του "χρόνου" αλλάζει και το σκηνικό: ηθογραφική πια μπορεί να είναι μόνο η μνήμη." (από τον Πρόλογο του Βασίλη Βασιλικού)

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Βαγγέλης Γονιδάκης κατάγεται από τη Δρυοπίδα της Κύθνου. Σπούδασε στη ΑΔΣΕΝ Πλοιάρχων της Κύμης και στη σχολή Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. Εδώ και τρεις δεκαετίες ξεκίνησε να εργάζεται στη ναυτιλία και συνεχίζει μέχρι σήμερα. Ταξιδευτής της ζωής, έχει επισκεφτεί πάνω από εκατό χώρες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών. Η συλλογή διηγημάτων “Μη το γελάς” είναι το πρώτο του βιβλίο.
--

Via: https://tvxs.gr/news/biblio/giati-leo-kai-grafo-istories?fbclid=IwAR0IX2_fEdHC8P6D1Igkm15THzY1CsyXYC__3djbOMJlkJiHbnsjtvRKKo4
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου