Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

6.1.17

Το υποβρύχιο


Στήσαμε με τον πατέρα δυό ξύλινα κασόνια, πάνω τους μερικές τάβλες, απλώσαμε τον πράσινο μουσαμά και έτοιμος ο πάγκος της μαναβικής. Στη μια πλευρά τα φασολάκια, οι πιπεριές κι οι μελιτζάνες, στην μέση τα σταφύλια και στην άλλη οι ντομάτες. Εκείνη τη γαλανή στο χρώμα ντομάτα, που την κόβεις και ζαχαρωτή όπως φαίνεται η σάρκα της μυρίζει… ντομάτα. Μια ποικιλία που καλλιεργεί η οικογένεια ως τα σήμερα, για πάνω από πενήντα χρόνια.
Πίσω από τον πάγκο ένα μικρό ξύλινο σκαμνάκι, δανεικό απ΄τον κυρ Θωμά τον διπλανό μπακάλη, για να κάθομαι.
Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Αφού ετοιμάζαμε τον πάγκο με τα φρέσκα ζαρζαβατικά, ευλογημένη σοδειά απ΄το περιβόλι μας, ο πατέρας πήγαινε στα κτήματα ή στο κοπάδι με τα πρόβατα και ΄γω γινόμουν πωλητής μαναβικής, ήμουν δεν ήμουν οχτώ χρονών.
Είχα μάθει να ζυγίζω στην παλάντζα, να κάνω λογαριασμούς, να εισπράττω και να δίνω ρέστα απ΄το ‘’ταμείο’’ ένα τενεκεδένιο καφεκούτι. Όταν δεν κατάφερνα κάτι, ζητούσα βοήθεια απ΄τον κυρ Θωμά.
-Τι θα φάμε σήμερα Γιώργο; Μου φώναξε ο μπακάλης απ΄την πόρτα του μαγαζιού του, κλείνοντας πονηρά το μάτι του στον επισκέπτη συνάδελφό του, τον Ρασκούξα όπως τον ξέραμε όλοι με το παρατσούκλι του. Κι ΄ο κυρ Θωμάς είχε παρόνομα, Αλποθωμά τον αποκαλούσαν οι χωριανοί, άλλοι γιατί ήταν επιτυχημένος κυνηγός αλεπούδων, κι΄άλλοι γιατί όπως λέγανε, έκλεβε στο ζύγι τους πελάτες χρησιμοποιώντας μια ιδέα απ΄την πονηριά του αγριμιού.
Ήξερα τι ήθελαν να ακούσουν για να γελάσουν:
-Πάω στον φούγνο, να πάγω ψωμί λαμαγίνας. Τότε δεν μπορούσα να πω το ‘’ρο’’. Έτσι γινόταν΄ μού ’δινε χρήματα, πήγαινα στον κοντινό φούρνο, αγόραζα φρεσκοψημένο ψωμί, που μαζί με κασέρι του κυρ Θωμά και ντομάτες δικές μου ήταν το κολατσιό μας.
Οι χωριανοί γνώριζαν την ποιότητα των κηπευτικών μας. Σε δυό  τρεις ώρες είχα ξεπουλήσει, με το μικρό καφεκούτι να είναι γεμάτο κέρματα, τα χάρτινα τα κρατούσε ο κυρ Θωμάς και τα έδινε στον πατέρα μου όταν ερχόταν να μαζέψουμε τον πάγκο μας.
Ένοιωθα άλλος τόσος απ’ το μπόι μου όταν τέλειωνε η δουλειά, είχε βγεί ο κόπος μου ξεπουλώντας την πραμάτεια. Είχα γνωριστεί με τους συγχωριανούς μου, όλοι με ξέρανε με το μικρό μου όνομα. Κοκορευόμουν στους συνομηλίκους μου που έβλεπα να περνάνε από εκεί, γιατί εκείνοι δεν εργάζονταν, ένοιωθα πιο μεγάλος και πιο σημαντικός από αυτούς. Τους ζήλευα όμως μέσα μου, αυτοί μπορούσαν να παίζουν όποτε θέλανε, ενώ εγώ μόνο όταν τέλειωναν οι δουλειές.
Κάποιο μεσημέρι που ήρθε ο πατέρας, σηκώσαμε τον πάγκο και κάτσαμε στο μπακάλικο να με κεράσει υποβρύχιο βανίλια. Εκείνος κουβέντιαζε με τον κυρ Θωμά και γω απολάμβανα το δροσερό κέρασμα.
-Πάνο, ο γιός σου είναι ατσίδας στη δουλειά, πρόθυμος, έξυπνος, πολύ καλό παιδί, μπράβο του, άκουσα να λέει στον πατέρα μου ο μπακάλης. Δεν τον αφήνεις σε μένα να με βοηθάει, μιας ‘γω δεν έχω παιδιά; Αν θέλει, μπορεί να μένει και στο σπίτι μου σαν ψυχογιός.
Έμεινα με το κουτάλι της βανίλιας στον αέρα, με όσα άκουσα. Γύρισα το κεφάλι μου προς το πρόσωπο του πατέρα, το βλέμμα μου καρφώθηκε στα χείλη του. Όσο δεν απαντούσε, το αίμα μαζευόταν στο κεφάλι μου, τα αυτιά μου άρχισαν να κουδουνίζουν, το στομάχι να σφίγγεται όλο και περισσότερο.
Τι σκέφτεται; Γιατί δεν απαντάει; Γιατί δεν τον βάζει στη θέση του; Είναι δυνατόν να γίνω ψυχογιός σε άλλο σπίτι;
Έχασα την αίσθηση του χρόνου, μέχρι να δω ένα νεύμα του πατέρα μου προς εμένα, να πάω πιο κοντά του. Άπλωσε το χέρι του , με αγκάλιασε, λέγοντας στον συνομιλητή του:
-Θωμά, έχω οχτώ παιδιά και τα αγαπώ όλα.
Πριν προλάβει να συνεχίσει, τα δάκρυα που συγκρατούσα, χυθήκανε απ’ τα μάτια μου, πετάχτηκα όρθιος, άρπαξα απ’ το σακί τις πατάτες που βρήκα μπροστά μου και άρχισα να τις πετάω μεσ’ το μαγαζί. Που να σταματήσω. Όταν τέλειωσαν οι πατάτες, χίμηξα στο σακί με τα ξερά κρεμμύδια.
-Να είχες δικά σου παιδιά παλιο–Αλποθωμά, ούρλιαξα, κρεμμυδοβολώντας τον, με θολωμένα τα μάτια μου απ’ τα δάκρυα.
-Εγώ σε σένα δεν έρχομαι, το κατάλαβες;
Ο πατέρας με αγκάλιασε σφιχτά, λέγοντάς του αυστηρά:
-Δεν είναι αστεία αυτά που κάνεις Θωμά. Τον Γιώργο αλλά και κανένα παιδί μου δεν δίνω.
Ο μπακάλης έμεινε άφωνος με την τροπή που πήρε το αστείο που πήγε να κάνει. Κάτι ψέλλισε, ζήτησε μετανοιωμένος συγγνώμη για την απερισκεψία του και γύρισε να συμμαζέψει το βομβαρδισμένο μαγαζί του. Ο πατέρας πλήρωσε το υποβρύχιο και φύγαμε κρατώντας με από τον ώμο.
Δεν ξαναπήγα να πουλήσω δίπλα στο μπακάλικο, από κείνη την μέρα. Μετά μια βδομάδα στήναμε τον πάγκο μας δίπλα στον φούρνο.
Όταν πήγα στο Γυμνάσιο και έμαθα να λέω το ρο, περνώντας απ’ το  μπακάλικο φώναζα με όλη μου την δύναμη: -Ρρρρρρρρ…
Γελούσε ο κυρ Θωμάς, γελούσα και ‘γω.
Όσο για τον νομιζόμενο αιώνα της απάντησης του πατέρα δεν ήταν παρά λίγα δευτερόλεπτα, που σημάδεψαν την παιδική μου ψυχή.

Γ.Π ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
--
*Το κείμενο γράφτηκε στο πλαίσιο του σεμιναρίου ΑΦΗΓΗΣΗ ΖΩΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου