Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

11.12.17

Γεράσιμος Στεφανάτος: Στη θέση του Οιδίπποδα, βασιλεύει πλέον ο Νάρκισσος


Ποιος ο στόχος και το νόημα της ψυχανάλυσης σήμερα, σε μια εποχή κρίσης, ειδικά στην Ελλάδα, που η κατανάλωση ψυχότροπων φαρμάκων είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη;
Ο ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και συγγραφέας, Γεράσιμος Στεφανάτος, μέλος της γαλλικής ψυχαναλυτικής εταιρείας Quatrieme Groupe O.P.L.F, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.gr, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, πως: «Τίποτα δεν εγγυάται ότι ο έλεγχος που επιτελείται στις ατομικές και συλλογικές ορμές, μπορεί να υποσχεθεί και την πρόοδο των κοινωνιών. Ο πολιτισμός, δεν είναι work in progress, γι’ αυτό οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να ανατραπεί», και ότι:
«Η γενικότερη κατάσταση -κρίσης- που παρατηρούμε σε διεθνές επίπεδο, και όχι μόνο στη χώρα μας, οδηγεί σε νέες μορφές έκφρασης των διαφόρων ψυχοπαθολογιών του ανθρώπινου υποκειμένου. Δηλαδή, παρατηρούμε νέες μορφές παθολογίας που, αν αναφερθούμε στις κλασσικές φιγούρες της μυθολογίας μας, στη θέση του Οιδίπποδα, βασιλεύει πλέον ο Νάρκισσος».

Ποιο το νόημα της ψυχανάλυσης στη σημερινή εποχή της κρίσης;

Στο κοινωνικό πεδίο αντιλαμβανόμαστε μια δυσφορία στον πολιτισμό, όπως είναι ο τίτλος του περίφημου βιβλίου του Φρόυντ, «Ο πολιτισμός ως πηγή δυστυχίας», που παίρνει πλέον νέες μορφές, μέσα από:
  • την καταστρεπτικότητα και το μίσος που βλέπουμε να κυριαρχούν στις σύγχρονες κοινωνίες,
  • τα διάφορα γεγονότα της καθημερινής ζωής που διαβάζουμε στις εφημερίδες,
  • την άνοδο του ρατσισμού,
  • τους περίεργους πολέμους που δεν είναι όπως παλιά, όπως π.χ. ο οικονομικός πόλεμος,
  • τις μορφές περιθωριοποίησης, φτωχοποίησης των ανθρώπων, σε όλες τις χώρες της Ευρώπης (και μη μιλήσουμε για τις χώρες του Τρίτου κόσμου που είναι τραγικά τα πράγματα),
  • την έλλειψη στόχων – ιδανικών,
  • ή συγκεχυμένες, ακόμη, καταστάσεις που δεν μπορούμε να «διαβάσουμε» άμεσα, μας φαίνονται ανεξήγητες. Δηλαδή, κάποιες νέες μορφές δυσφορίας στον πολιτισμό που ο Φρόυντ δεν περιέγραψε, γιατί δεν υπήρχαν στην εποχή του.
Βεβαίως, ο Φρόυντ, γράφει ότι κάθε άνθρωπος είναι δυνητικά εχθρός του πολιτισμού. Θέλοντας να πει ότι, το τίμημα που οφείλει ο άνθρωπος να καταβάλλει για να ελέγξει τις ατομικές και συλλογικές ορμές, είναι τεράστιο, και κατά συνέπεια, ενώ θα ήθελε τον πολιτισμό, συγχρόνως τον αντιπαλεύει. Είναι σαν να λέει «ναι» στον πολιτισμό εξωτερικά και εσωτερικά να λέει «όχι».

Οπότε, τίποτα δεν εγγυάται ότι ο έλεγχος που επιτελείται στις ατομικές και συλλογικές ορμές, μπορεί να υποσχεθεί και την πρόοδο των κοινωνιών. Ο πολιτισμός, δεν είναι work in progress, γι’ αυτό οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να ανατραπεί.

Τώρα, αυτή η γενικότερη κατάσταση -κρίσης- που παρατηρούμε σε διεθνές επίπεδο, και όχι μόνο στη χώρα μας, οδηγεί σε νέες μορφές έκφρασης των διαφόρων ψυχοπαθολογιών του ανθρώπινου υποκειμένου. Δηλαδή, παρατηρούμε νέες μορφές παθολογίας που, αν αναφερθούμε στις κλασσικές φιγούρες της μυθολογίας μας, στη θέση του Οιδίπποδα, βασιλεύει πλέον ο Νάρκισσος.

Εννοώ, ότι το Οιδιππόδειο σύμπλεγμα είναι ένα πλέγμα επιθυμιών αλλά και απαγορεύσεων που δομεί το υποκείμενο. Ενώ, ο ναρκισσισμός, είναι το κλείσιμο του υποκειμένου στην απατηλή εικόνα ενός αυτάρκους και παντοδύναμου εαυτού. Στο κοινωνικό επίπεδο εκφράζεται με ένα κλείσιμο σε πεποιθήσεις οι οποίες μπορεί να γίνουν και νοσηρές.

Έτσι, βλέπουμε κάποιες νέες μορφές ψυχοπαθολογίας που εκφράζονται κυρίως στο σώμα, με εξαρτήσεις, είτε από ουσίες, είτε από το σεξ, είτε από τις παθολογικές ανθρώπινες σχέσεις, αντί της δυνατότητας να συνευρεθεί κανείς αποδεχόμενος την ετερότητα του άλλου.

Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται κατ’ επέκταση, θα ήταν: Πώς μπορεί ο σύγχρονος ψυχαναλυτής να υποδεχτεί αυτές τις νέες μορφές αιτημάτων; Τροποποιούν τη βασική δομή της ψυχαναλυτικής θεωρίας, ή όχι;

Υπάρχουν πολλές απαντήσεις. Η άποψή μου είναι, ότι η φροϋδική θεωρία πρέπει να διατηρηθεί στη βάση της, διότι μόνο με αυτήν ως κεντρική αναφορά μπορούμε να κατανοήσουμε και τις νέες μορφές παθολογιών. Έχοντας, δηλαδή, κάτι σταθερό, μπορούμε να αναγνωρίσουμε το καινούργιο και να προσαρμοστούμε ως προς τις απαντήσεις που δίνει.

Μια δεύτερη σειρά σκέψεων θα ήταν ότι ο σύγχρονος άνθρωπος μοιάζει, πάλι σε αναφορά με τους περιορισμούς και τις επιθυμίες του οιδιπποδείου, να ξεφεύγει από αυτό το σχήμα:
  • να μη δέχεται το άγχος (το άγχος είναι συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης),
  • να μη δέχεται τους αυτοπεριορισμούς,
  • να θέλει την ικανοποίηση της επιθυμίας του με κάθε κόστος,
  • και στις πιο απλές εκδοχές, για να κατανικήσει το άγχος, να καταφεύγει στην αλόγιστη χρήση ψυχοφαρμάκων. Το άγχος μπορεί να είναι, είτε δημιουργικό, είτε παθολογικό, αλλά εν πάση περιπτώσει το άγχος είναι κάτι προς εξέταση.
Τα φάρμακα, είναι αδιαμφισβήτητα πολλές φορές απαραίτητα, αλλά η αλόγιστη χρήση τους είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και δυστυχώς η χρήση αυτή ευνοείται και από τους ασθενείς και από τους ψυχιάτρους.

Δηλαδή, αντί το άγχος να γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας, με προσπάθεια μετατροπής του «κατακλυσμιαίου» –παθολογικού- άγχους, σε άγχος εντασσόμενο στην ανθρώπινη συνθήκη με δυνατότητες δημιουργικών διεξόδων, αντ’ αυτού το φάρμακο «βουλώνει», κατά κάποιον τρόπο, κλείνει το ρήγμα που θα μας πήγαινε ενδεχομένως σε κάτι άλλο, σε μια σημασία, σε ένα συναίσθημα, και σε τελευταία ανάλυση, σε ένα τραύμα που προϋπήρχε, αλλά μπορούμε εκ νέου να το επεξεργαστούμε.

Αντί να αφεθεί ελεύθερη αυτή η δίοδος προς το εσωτερικό της ψυχής, έρχονται τα ηρεμιστικά –που στη χώρα μας, έχουμε τις μεγαλύτερες καταναλώσεις στην Ευρώπη- να «ηρεμήσουν» -ειρωνικά το λέω, προφανώς- να κλείσουν, δηλαδή, τη δυνατότητα αναζήτησης της αλήθειας για τον άνθρωπο.

Ασχολούνται, μόνο με την καταστολή του συμπτώματος, δηλαδή, χωρίς να φτάνουν σε αυτό που το προκαλεί; (όπως συμβαίνει, συνήθως, και για τα κοινωνικά προβλήματα)

Ο Φρόυντ, λέει, ότι το σύμπτωμα τη στιγμή που εκδηλώνεται, αποτελεί πολλές φορές, το πιο ζωντανό σημείο του ψυχισμού. Δηλαδή, πολλές φορές ο άνθρωπος κατά βάθος εκφράζεται από το σύμπτωμά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα τον αφήσουμε να υποφέρει, αλλά δε θα του στερήσουμε, πάση θυσία, το νόημα που εμπεριέχει το σύμπτωμά του, όπως ακριβώς είπατε.

Και ποιος είναι, λοιπόν, ο στόχος της ψυχανάλυσης, σήμερα;

Ο στόχος της ψυχανάλυσης για τον Φρόυντ, είναι η περίφημη φράση του: «Εκεί που ήταν Αυτό, εγώ πρέπει να γίνω». Όπου, το Αυτό, είναι εν ολίγοις το ασυνείδητο, το ενορμητικό στοιχείο, που σημαίνει ότι το Εγώ του ανθρώπου, οφείλει να το λάβει σοβαρά υπόψη.

Κάτι που προφανώς δε σημαίνει ότι θα εξαφανιστούν οι ορμές, γιατί τότε το ανθρώπινο υποκείμενο θα γινόταν ρομπότ. Σημαίνει οτι το υποκείμενο μέσω της ψυχανάλυσης, θα αποκτήσει γνώση του ενορμητικού του κόσμου -του ασυνειδήτου του , το οποίο ποτέ δεν εξαντλείται- και αυτή η γνώση(που είναι συγχρόνως αποδοχή μιας αδυναμίας, ικανοποίησης επιθυμιών, κυριαρχίας επί του εαυτού), συνιστά συγχρόνως, μια δύναμη.

Σε αυτό το σημείο, γίνεται μία μετατροπή της σχέσης μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου, μια βαθύτερη αλλαγή της προσωπικότητας, που οδηγεί σε θεραπευτικά αποτελέσματα.

Και ποια τα αποτελέσματα της ψυχανάλυσης;

Κατ’ αρχάς, τα θεραπευτικά αποτελέσματα στην ψυχανάλυση δεν μετριούνται, (όπως μας προτείνουν οι διάφορες τεχνοκρατικές μέθοδοι στατιστικού τύπου, που έχουν ισχύ σε άλλους τομείς). Η ψυχανάλυση έχει δικούς της κώδικες, τους οποίους αναγνωρίζει και ο άνθρωπος που είναι σε ψυχανάλυση και ο αναλυτής.

Τώρα, η αποτελεσματικότητα των θεραπειών είναι ένα μεγάλο ζήτημα, γιατί βοηθούντος του συντηρητισμού των σύγχρονων κοινωνιών, ζητάμε όλα να γίνονται γρήγορα και αποτελεσματικά. Κατά το περίφημο, time is money (ο χρόνος είναι χρήμα), μοιάζει να ζητούνται πλέον απτά και γρήγορα αποτελέσματα, που σίγουρα δεν προσφέρει η ψυχανάλυση. Απ’ την άλλη, μια τέτοια αποτελεσματικότητα, είναι ψευδής, υπό την έννοια ότι έχουμε επανεμφάνιση του συμπτώματος με άλλη μορφή, και όχι μία βαθύτερη αλλαγή της προσωπικότητας.

Πόσο σημαντικό είναι το γνωστικό πεδίο της ψυχανάλυσης, για τον άνθρωπο;

Η γνώση είναι κάτι το οποίο πάντα ανοίγει ορίζοντες, ωστόσο, σε σχέση με τη διεξαγωγή μιας ψυχανάλυσης η ακαδημαϊκή ή εκλαϊκευμένη ψυχολογική γνώση δεν βοηθά ιδιαιτέρως. Αντιστρόφως μπορεί να αποτελέσει και μια άμυνα. Για παράδειγμα όλοι μιλάνε γενικώς για το «οιδιπόδειο σύμπλεγμα», όταν όμως πρόκειται για  την προσωπική ασυνείδητη οιδιπόδεια προβληματική τους, στο πλαίσιο μιας ψυχανάλυσης , τότε τα πράγματα αλλάζουν και εμφανίζονται συχνά αξεπέραστες άμυνες.

Όσον αφορά βέβαια το επιστημονικό γνωστικό πεδίο της ψυχανάλυσης, ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση, και για τους άλλους κλάδους. Δηλαδή, κατά πόσο η έννοια του ασυνειδήτου μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο έρευνας για τις άλλες επιστήμες του ανθρώπου. Πράγμα το οποίο συνήθως δεν το βλέπουμε να συμβαίνει.

Μιλάτε για τη διεπιστημονικότητα, και για το πώς οι διάφορες επιστήμες συνθέτουν γνώση και εμπειρία και από τις άλλες επιστήμες;

Ναι, ακριβώς. Και εκεί τίθεται περισσότερο το ζήτημα της γνώσης, που μου θέσατε, και βεβαίως και στον άνθρωπο με την έννοια ότι του δίνει ιδέες, του ανοίγει ορίζοντες.

Επανερχόμενος στο ζήτημα των αντιστάσεων απέναντι στον εσωτερικό – ενορμητικό κόσμο και στο ασυνείδητο, οφείλουμε θα έλεγα μια στάση ταπεινότητας που πρώτος υπέδειξε, και επωμίστηκε, ο Φρόυντ ως επιστήμονας, ως ψυχαναλυτής και ως άνθρωπος, μιλώντας ο ίδιος για τα όνειρά του. Ένα μεγάλο μέρος των ονείρων, που αναφέρονται στην «Ερμηνεία των Ονείρων», είναι όνειρα του ίδιου του Φρόυντ, στο πλαίσιο της αυτό-ανάλυσής του.

Η ψυχανάλυση, βασίζεται στην αφήγηση των αναλυόμενων. Πόσο σημαντικό είναι το να αφηγούνται τη ζωή τους οι άνθρωποι, στο πλαίσιο μιας ανάλυσης, αλλά και γενικά;

Εννοείτε, για τη δυνατότητα του ανθρώπου να μιλήσει για την ιστορία του, για το παρελθόν του, και σε τελευταία ανάλυση να κατασκευάσει ένα παρελθόν για τον εαυτό του; Εδώ ανοίγει μια άλλη μεγάλη συζήτηση. Συμφωνώ ότι είναι αναγκαίες αυτές οι αφηγήσεις, στο τέλος-τέλος μάς το επαληθεύει η ανάγνωση των μεγάλων κλασσικών μυθιστορημάτων, όπως του Μπαλζάκ ή του Ντοστογιέφσκι, που τώρα πια δεν υπάρχουν γιατί οι τρόποι αφήγησης έχουν αλλάξει, αλλά αυτό είναι και θέμα που αφορά την λογοτεχνία.

Όπως και να έχουν τα πράγματα, το ζήτημα της αφήγησης στο ατομικό, στο προσωπικό πεδίο που κυρίως μας ενδιαφέρει αποκτά μια διπλή σημασία: Από τη μία απαιτείται για τη συγκρότηση του υποκειμένου να κατασκευάσει ένα παρελθόν και μία ιστορία, από την άλλη θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τη συνειδητή ιστορία των γεγονότων της ζωής, από την ψυχική τους εγγραφή. Ένας που συνέδεσε και τα δύο ήταν ο Προυστ, στο «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο», αυτό το κλασσικό μυθιστόρημα που σημάδεψε την ιστορία της  λογοτεχνικής και ψυχικής έκφρασης κάθε αυτο-βιογραφούμενου υποκειμένου.

Εν κατακλείδι, σε μία ψυχανάλυση, έχουμε ανάγκη τη συμβαντολογική αφήγηση(την αφήγηση δηλαδή των συμβάντων, των γεγονότων), η οποία θα χρησιμεύσει σα βάση για να κατασκευαστεί η ασυνείδητη εκδοχή της ιστορίας του υποκειμένου...

Και πόσο σημαντικά είναι τα όνειρα στην ψυχανάλυση;

Αυτή η ερώτηση ανοίγει άλλο ζήτημα, που δεν περίμενε, βέβαια, εμάς για να συζητηθεί. Ο διάλογος έχει αρχίσει από την αρχαιότητα. Ο Φρόυντ στο πρώτο μέρος από την «Ερμηνεία των ονείρων», αναφέρεται στους αρχαίους πως ερμήνευαν τα όνειρα, στη συνέχεια τι έγινε με τους ονειροκρίτες. Θέλω να πώ ότι ο άνθρωπος έχει πάντα την ανάγκη να αναζητήσει νόημα μέσα από διάφορα ψυχικά μορφώματα που εμφανίζονται, όπως είναι κατεξοχήν τα όνειρα.

Είναι γνωστό αυτό που έλεγε ο Φρόυντ, ότι τα όνειρα αποτελούν τη βασιλική οδό προς το ασυνείδητο. Σ’ αυτό μπορούμε να προσθέσουμε ότι τα όνειρα μάς φέρνουν σε επαφή με τον εσωτερικό μας κόσμο και μας εμπλουτίζουν. Πολλές φορές σε διάφορες θεραπείες, όταν εμφανίζονται όνειρα –ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους- είναι ένα καλό σημάδι, γιατί δείχνουν ότι το υποκείμενο τρόπον τινά αυτό-θεραπεύεται. Στρέφει δηλαδή την προσοχή του στον εσωτερικό του κόσμο, στρέφει το βλέμμα του, στο εσωτερικό της ψυχής, γεγονός που αποτελεί φροντίδα εαυτού.

Τι θα λέγατε για τη δεοντολογία, ή αλλιώς για την ηθική της ψυχανάλυσης, και για όσους ασκούν το επάγγελμα του ψυχαναλυτή, σε ότι αφορά την συνεχή εποπτεία τους, κλπ;

Με την έννοια της ηθικής βέβαια και όχι της ηθικολογίας. Με την έννοια της ηθικής της ψυχανάλυσης που επιβάλλει διάφορους κανόνες και τόσο για τον αναλυόμενο, όσο και για τον αναλυτή. Ο Φρόυντ έθεσε την προϋπόθεση του ελεύθερου συνειρμού για την διεξαγωγή μιας ψυχανάλυσης, αλλά κυρίως έθεσε για τον αναλυτή την απαίτηση της αποχής και της ουδετερότητας. Δηλαδή, σε μια ψυχανάλυση, να μη δοθεί η δυνατότητα άμεσης ενορμητικής ικανοποίησης, ούτε για το αναλυτή ούτε όμως και για τον αναλυόμενο.

Η ψυχανάλυση είναι μια δραστηριότητα μετουσιωτική η οποία στο πλαίσιο της επιτρέπει, ακριβώς, να έχουμε πρόσβαση στον ενορμητικό κόσμο, μόνον υπό όρους και προυποθέσεις. Που σημαίνει, ότι ο ψυχαναλυτής χρειάζεται-απαιτείται για την άσκηση του επαγγέλματός του, μία διαρκής αυτοανάλυση του ίδιου, σαν προέκταση της ατομικής του ψυχανάλυσης. Αυτό  του επιτρέπει να συνεχίζει να βρίσκεται στην ψυχαναλυτική πολυθρόνα, το υπογραμμίζω, ως ψυχαναλυτής.-


*Ο Γεράσιμος Στεφανάτος είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, μέλος της γαλλικής ψυχαναλυτικής εταιρείας Quatrieme Groupe O.P.L.F. Σπούδασε και εργάστηκε στο Παρίσι· Ancient Attache des Hopitaux  Psychiatriques, ασχολήθηκε με τη θεσμική και την ατομική ψυχοθεραπεία των ψυχώσεων και ήταν υπεύθυνος κλινικής διδασκαλίας στην Ιατρική Σχολή Lariboisiere-Saint Louis του Πανεπιστημίου Paris VIΙ . Από το 1989 ασκεί ιδιωτικά την ψυχανάλυση στην Αθήνα. Διετέλεσε Διευθυντής του Τμήματος Ψυχιατρικής Εφήβων και Νέων του ΠΝΑ Γ. Γεννηματάς και ίδρυσε την Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Μελέτης της Εφηβείας Ένηβος. Συνεργάστηκε με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης, Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και δίδαξε στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της ΑΣΚΤ. Συνιδρυτής του περιοδικού Εκ των υστέρων,  μέλος του  comite de lecture του ψυχαναλυτικού περιοδικού Topique  και της Revue française  de psychanalyse , διευθύνει στις εκδόσεις της Εστίας τη σειρά Ψυχαναλυτικά.  Τελευταίο  βιβλίο του Κατασκευές της ψυχανάλυσης, κατασκευή του ψυχαναλυτή,  Εστία-2016.


9.12.17

Μάσιμο Ρεκαλκάτι: Η «μητέρα» και ο «πατέρας» είναι φιγούρες που υπερβαίνουν το φύλο


Tvxs
«Η 'μητέρα' όπως και ο 'πατέρας' είναι φιγούρες που υπερβαίνουν το φύλο, το αίμα, τη φυλή και τη βιολογία. 'Μητέρα' είναι το όνομα του Άλλου ο οποίος τείνει τα γυμνά του χέρια στη ζωή που έρχεται στον κόσμο, στη ζωή που, ερχόμενη στον κόσμο, επιζητά το νόημα», γράφει ο ψυχαναλυτής Massimo Recalcati, στο βιβλίο «Τα χέρια της μητέρας», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέλευθος, και ακολουθεί απόσπασμα*:
«Ευλογημένα, γράφει ο Ρίλκε, ας είναι τα χέρια της μητέρας. Ευλογημένη η υποστήριξη που προσφέρουν στη δροσοσταλίδα και στην αυγή της ζωής. Ευλογημένα το δέντρο της μητέρας και η μνήμη της.
[…] Εγώ και η μητέρα μου στο μικρό σαλονάκι βλέπαμε τηλεόραση. Ήταν μια ασπρόμαυρη ταινία, βασισμένη σε ένα πραγματικό γεγονός, γνωστό από την ειδησεογραφία: Μια μητέρα συγκρατεί στα χέρια της για ώρες τα χέρια του παιδιού της, το οποίο παίζοντας στο μπαλκόνι του τελευταίου ορόφου μιας μεγάλης πολυκατοικίας, έχει γραπωθεί από τα κάγκελα του μπαλκονιού. Αυτή είναι η ανάμνηση που δεν με εγκατέλειψε όλα αυτά τα χρόνια: μια μητέρα κρατάει με τα χέρια της τα χέρια του παιδιού της, που κρέμεται στο κενό.
[…] Να, λέω στον εαυτό μου σήμερα, αυτό που δεν μου έχει διαφύγει, αυτό που για μένα αποδείχτηκε στ’ αλήθεια αλησμόνητο, αυτό που σε αυτές τις εικόνες επιμένει: Τα χέρια της μητέρας του Τορίνου πιάνουν τα χέρια του παιδιού που κρέμεται στο κενό. Είναι μια μεταφορά του Άλλου ο οποίος αποκρίνεται στην κραυγή της ζωής χωρίς να την αφήνει να εκπέσει στην ασημαντότητα, αλλά της παρέχει μια υποστήριξη χωρίς την οποία θα κατακρημνιζόταν στο κενό. Να αυτό που η μητέρα του Τορίνου χάραξε ανεξίτηλα σε εμένα και που σήμερα το ξαναβρίσκω: η σιωπηρή αντίσταση, η προσφορά των γυμνών χεριών της, το πείσμα να μην αφήσει τη ζωή μόνη και χωρίς ελπίδα, το δώρο μιας παρουσίας που δεν χάνεται. Είναι η μητέρα που σαν «δέντρο» υποδέχεται, κατά τα λόγια του Ρίλκε, τη «δροσοσταλίδα» και τον ερχομό της αυγής.
Τα χέρια δεν είναι άραγε το πρώτο πρόσωπο της μητέρας; Τα χέρια της μητέρας μου δεν είναι άραγε αυτά που χάιδεψαν το σώμα μου σπέρνοντάς το με γράμματα, μνήμες, σημεία, οργώνοντάς το σαν να ήταν χώμα, γη;
Πόσο μπορεί να μετράνε για ένα παιδί τα χέρια της μητέρας; Και για τον λόγο αυτό η εικόνα αυτή της εκδήλωσης της μητρότητας δεν με έχει ποτέ εγκαταλείψει και παρέμεινε ανεξίτηλη.
Στη φροϊδική περιγραφή του μητρικού Άλλου, ως του πρώτου «διασώστη-σωτήρα» στο τραυματικό ξεκίνημα της ζωής, μπορούμε να ανακαλύψουμε τα ίχνη ενός πρώτου ορισμού της μητέρας ως εκείνου του «πιο κοντινού» Άλλου, ο οποίος ξέρει να απαντήσει στην έκκληση της ζωής που φωνάζει.
Αν ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή, όπως εξηγούν ο Φρόιντ και ο Λακάν, σε μια κατάσταση «πρώιμης ωρίμανσης», «απροετοιμασίας», «κατακερματισμού», «ανημπόριας», «απόλυτης εγκατάλειψης», σε μια κατάσταση ανεπάρκειας, τρωτότητας, έκθεσης στο μη νόημα του πραγματικού, χρειάζονται κυρίως τα χέρια του Άλλου –η παρουσία του Άλλου- για να προφυλάξουν εκείνη τη ζωή, να την προστατέψουν, να τη γλιτώσουν από την πιθανότητα της πτώσης.
Τα χέρια της μητέρας του Τορίνου δεν είναι χέρια που σωφρονίζουν, τιμωρούν, ταπεινώνουν. Δεν είναι τα χέρια της οργής και της βίας, δεν είναι χέρια που χτυπούν και που μπορούμε να θυμηθούμε στις πληγές μας ως τέκνα. Είναι χέρια γυμνά, χέρια που τείνουν προς άλλα χέρια, χέρια που υποστηρίζουν τη ζωή στην απύθμενη άβυσσο. Η ζωή ως ανθρώπινη ζωή έχει ανάγκη να συναντήσει αυτά τα χέρια, τα γυμνά χέρια της μητέρας, τα χέρια που σώζουν από τον γκρεμό που προκύπτει από την έλλειψη νοήματος.
Δεν είναι αυτό που το παιδικό μου βλέμμα, καθώς ήμουν καθισμένος δίπλα στη μητέρα μου, έβλεπε να προβάλλεται στην ασπρόμαυρη οθόνη της τηλεόρασης; Αυτή είναι για μένα το πρώτο πρόσωπο της μητρότητας, που παραμένει αναλλοίωτο αντέχοντας στια αλλαγές των καιρών μας, καθώς και σε όλες τις μεταμορφώσεις της οικογένειας που μας βομβαρδίζουν.
Αν σήμερα η μητρότητα δεν συμπίπτει πια με την ικανότητα αναπαραγωγής ή με την έμπρακτη εμπειρία της κυοφορίας, αλλά χάρη στη δύναμη της επιστήμης, επεκτάθηκε και σε άλλες δυνατές μορφές που καθιστούν μη απαραίτητη τη συνουσία ή το πραγματικό του φύλου, τα χέρια της μητέρας του Τορίνου μάς υπενθυμίζουν μια ουσιαστική λειτουργία της μητρότητας την οποία καμία ιστορική αλλαγή δεν θα μπορέσει ποτέ να ακυρώσει: Η Μητέρα είναι το όνομα του Άλλου που δεν αφήνει να πέσει η ζωή στο κενό, που την συγκρατεί με τα δικά της χέρια, εμποδίζοντάς τη να συντριβεί΄ είναι το όνομα του πρώτου «διασώστη-σωτήρα».
Αυτό είναι ένα κομβικό σημείο του βιβλίου: Αυτό που εδώ αποκαλώ «μητέρα» δεν αντιστοιχεί απαραίτητα στην πραγματική μητέρα, νοούμενη ως τη βιολογική μητέρα που γεννά το παιδί της. Μάλιστα ήδη για τον Φρόιντ η «μητέρα» είναι το όνομα της πρώτης μορφής του Άλλου που ασχολείται με μια ανθρώπινη ζωή, την οποία αναγνωρίζει ως δικό της δημιούργημα.
Αυτό σημαίνει ότι η «μητέρα» όπως και ο «πατέρας» είναι φιγούρες που υπερβαίνουν το φύλο, το αίμα, τη φυλή και τη βιολογία. «Μητέρα» είναι το όνομα του Άλλου ο οποίος τείνει τα γυμνά του χέρια στη ζωή που έρχεται στον κόσμο, στη ζωή που, ερχόμενη στον κόσμο, επιζητά το νόημα.”
*Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα χέρια της μητέρας», του Massimo Recalcati, Μετάφραση: Χρήστος Πονηρός, Εκδόσεις Κέλευθος – 2017, (Σελ.11 και 21 με 27).

«Η μητέρα που καταπιέζει τη γυναίκα -όπως συνέβαινε στην πατριαρχική εκδοχή της μητρότητας- ή η γυναίκα που αρνείται τη μητέρα -όπως συμβαίνει στην υπερμοντέρνα εποχή μας- δεν είναι δύο απεικονίσεις της μητέρας, αλλά δύο αποκλίσεις της εξίσου παθολογικές. Αυτό το βιβλίο στέκεται σε αυτό, χωρίς καθόλου ωστόσο να σκοπεύει να περιορίσει τη μητρότητα στην παθολογία της. Η διδασκαλία του Λακάν έδειξε πως η υπόσταση της επιθυμίας ως μη εξ ολοκλήρου απορροφημένης σε αυτή της μητέρας είναι η ουσιαστική προϋπόθεση ώστε η επιθυμία της μητέρας να μπορεί να είναι δημιουργική. Μόνο αν το βλέμμα της μητέρας δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στην ύπαρξη του παιδιού, η μητρότητα μπορεί να ολοκληρώσει την λειτουργία της. Είναι αυτό που διδάσκει καθημερινά η ψυχανάλυση: Μόνο αν η μητέρα δεν είναι όλη μητέρα, το παιδί μπορεί να βιώσει την απουσία αυτή που καθιστά δυνατή την είσοδό του στον κόσμο των συμβόλων και του πολιτισμού».

Ο Μάσιμο Ρεκαλκάτι είναι ένας από τους γνωστoύς Ιταλούς ψυχαναλυτές με αδιαμφισβήτητη αναγνωρισιμότητα όχι μόνο στην ιταλική και διεθνή επιστημονική κοινότητα, αλλά και ευρύτερα στην ιταλική κοινωνία στο σύνολό της. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου και στο Παρίσι. Εκεί μάλιστα του δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψει με τον Jacques-Alain Miller και κατόπιν να αναλυθεί από τον ίδιο. Είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη του ALI (Ιταλικός Σύλλογος Λακανικής Ψυχανάλυσης) και επιστημονικός διευθυντής του IRPA (Ερευνητικό Ινστιτούτο Εφαρμοσμένης Ψυχανάλυσης), όπου διδάσκει «Βασικές Αρχές Λακανικής Ψυχανάλυσης». Εμπνευστής και ιδρυτής του Jonas Onlus (Κέντρο Ψυχαναλυτικής Κλινικής για τα νέα Συμπτώματα), με πλούσια δράση σε πολλές πόλεις της Ιταλίας. Από το 2005 είναι επικεφαλής της Νευροψυχιατρικής Μονάδας του Νοσοκομείου Παίδων Sant’Orsola στην Μπολόνια. Έχει διδάξει στα πανεπιστήμια του Μιλάνου, της Πάντοβας, του Μπέργκαμο και του Ουρμπίνο, καθώς και στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Menenedez Pelayo της Ισπανίας. Σήμερα διδάσκει Ψυχοπαθολογία της Διατροφικής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο της Παβίας και Ψυχαναλυτική Κλινική της Ανορεξίας στο CEPUSPP (Centre d’Enseignement Post-Universitaire pour la Specialisation en Psychiatrie et Psychotherapie) της Λωζάνης. Συμμετέχει με παρεμβάσεις σε σεμινάρια στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πόλεις. Στο συγγραφικό του έργο συγκαταλέγονται περίπου 30 βιβλία, πολλά από τα οποία έχουν μεταφραστεί στη Γαλλία, την Ισπανία, την Αυστρία, την Αργεντινή, τη Σερβία, τη Βραζιλία, τη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

(κεντρική φωτό, από το έργο του Paul Klee "Mother and child"

6.12.17

Μιχάλης Παπαγγελής: Το πορτραίτο της εποχής μας

Tvxs
“ Όλες οι καλές τέχνες ήρθαν και ενώθηκαν και γίναν αγκάθινο φωτοστέφανο, που λούζει τα μαλλιά σου με άρρωστο φως…”  Δημήτρης Ασημακόπουλος (2017)


Το πορτραίτο της Dora Maar, λάδι σε καμβά του 1936 (κεντρική φωτογραφία). Ένα πρόσωπο σφιγμένο, σχεδόν ικανοποιημένο. Δυο μάτια έξω από τις κόγχες, εστιάζουν απεγνωσμένα στoν εξωτερικό κόσμο. Πίσω από τα μάτια, δυο πύλες στα εσώτερα της ψυχής, που το φωτεινό χρώμα τους υποδηλώνει έναν κόσμο καυτό και παλλόμενο, που επίσης απεγνωσμένα επιχειρείται να αγνοηθεί. Το γνωρίζω αυτό το πρόσωπο! Καθρεφτίζει τους ανθρώπους της εποχής μας.

Ζούμε προσπαθώντας απελπισμένα να πιαστούμε από την εξωτερική πραγματικότητα. Προσπαθούμε να αντλήσουμε ικανοποίηση από αυτήν. Ταυτιζόμαστε μαζί της. Παραβλέπουμε επιδεικτικά εσωτερικές σκέψεις και συναισθήματα, γινόμαστε ξένοι απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας. Ποιο κίνητρο μας ωθεί σ’αυτήν την στάση;

Υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός “ρεαλισμός”, στο όνομα του οποίου όλοι υποκλινόμαστε. Καλούμαστε κάθε στιγμή να επιλέξουμε, όχι ότι έχουμε ανάγκη πραγματικά, αλλά ότι είναι καλύτερο στις δεδομένες συνθήκες. Το “καλύτερο στις δεδομένες συνθήκες”, ενδεχομένως αποτελεί αυτονόητη στάση για όλους τους ανθρώπους σε όλες τις εποχές. Εκείνο που δημιουργεί το πρόβλημα  είναι οι “δεδομένες συνθήκες” της εποχής μας.

Tον τόνο της ιδιαίτερης υφής των “δεδομένων συνθηκών” στον πρώτο κόσμο, μας δίνει ο John Kenneth Galbraith, στο βιβλίο του “Η κοινωνία της αφθονίας” του 1958. Εκεί διαπιστώνει το γεγονός ότι:

“πολλές ανάγκες μας είναι συνθετικά δημιουργήματα των διαφημιστών… τους δίνει  σάρκα και οστά η τεχνική της πώλησης… πλάθονται και διαμορφώνονται σύμφωνα με την θέληση παρασκηνιακών δυνάμεων που αναλαμβάνουν να μας πείσουν για το τι θέλουμε…” και αλλού: “ στην πραγματικότητα η παραγωγή δημιουργεί η ίδια τις ανάγκες που έπειτα επιδιώκει να ικανοποιήσει…” και “η διαφήμιση παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο μονάχα όταν απευθύνεται σε ανθρώπους που δεν ξέρουν καλά-καλά τι θέλουν…”.

Με αυτά τα λόγια, ο διαπρεπής οικονομολόγος, διαπιστώνει την ουσία της εποχής μας. Ένας παραγωγικός μηχανισμός, που έκτοτε έχει τελειοποιηθεί και έχει επικρατήσει παγκόσμια, επιβάλει μέσω της διαφήμισης, όχι την χρήση ενός προϊόντος, αλλά την υιοθέτηση ενός ολόκληρου τρόπου ζωής, σε ανθρώπους που δεν ξέρουν καλά - καλά τι θέλουν και απαιτεί την συμμετοχή με διπλό τρόπο:  ·  αφ’ ενός να  εργαζόμαστε γι’ αυτόν σε κάποιο τομέα του (που αυτό σήμερα γίνεται όλο και πιο δύσκολο)
·  και αφ’ ετέρου να καταναλώνουμε, ότι αυτός παράγει, στον ελεύθερο χρόνο μας και έτσι: “η σχέση μεταξύ ανθρώπινης ζωής και παραγωγής, υποβιβάζει την πρώτη σε εφήμερο επιφαινόμενο της δεύτερης”(Adorno).

Σ’ αυτές τις “δεδομένες συνθήκες” μας σπρώχνει να υποταχθούμε ο “ρεαλισμός” που αναφέραμε. Το δίλημμα είναι πραγματικό. Τι εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν γι’ αυτούς που αρνούνται να ενταχθούν;

Η συντριπτική πλειοψηφία θα βυθιστεί σε ένα πολύ πιο μίζερο περιθώριο, όπου επικρατεί ένας τρισχειρότερος κομφορμισμός, εν πολλοίς ελεγχόμενος από τον ίδιο παραγωγικό μηχανισμό, κάποιοι θα χαθούν ή θα πεθάνουν και μόνο ελάχιστοι θα μπορέσουν να διασωθούν. Το να πιαστούμε από αυτόν τον κόσμο γίνεται όντως ζήτημα επιβίωσης. Σε αυτόν τον θεμελιώδη εκβιασμό αναγκαζόμαστε να υποκύψουμε.

Στο βιβλίο του “Η έκλειψη του λόγου” του 1947 (όμως τόσο επίκαιρου!) ο Max Horkheimer ονομάζει αυτήν την κυρίαρχη σκέψη της εποχής μας “υποκειμενικό λόγο”. Σύμφωνα με αυτόν, λογικό και αληθινό είναι το χρήσιμο για το κάθε υποκείμενο. Η λογική αυτή οδηγεί σε άκριτη “ρεαλιστική” αποδοχή αυτού που υπάρχει, οδηγεί σε μια αναγνώριση της αυθεντίας της επιστήμης, μιας επιστήμης όμως που όλο και περισσότερο εξαρτάται και καθορίζεται από τον κυρίαρχο παραγωγικό μηχανισμό, έχει σαν αποτέλεσμα την αυταρχική αντίληψη, ότι ο άνθρωπος δικαιούται να εκμεταλλεύεται ασύστολα το φυσικό περιβάλλον και τελικά, καθιστά αδύνατη την στοιχειοθέτηση κάποιας ηθικής.

Σε αυτόν τον τρόπο σκέψης ο Horkheimer αντιδιαστέλει αυτόν που ονομάζει “αντικειμενικό λόγο”. Εδώ η σκέψη προσπαθεί, να ανακαλύψει την αντικειμενική αλήθεια και ο άνθρωπος θεωρείται ένα κομμάτι του σύμπαντος. Κάθε δραστηριότητά του λοιπόν, ατομική, συλλογική ή επιστημονική, πρέπει να περιορίζεται από τους κανόνες, που διέπουν αυτήν την ολότητα. Οδηγούμαστε έτσι στον σεβασμό της Φύσης και στην υιοθέτηση κανόνων ηθικών.

Σε κάθε τομέα των σύγχρονων κοινωνιών αυτοί οι δύο τρόποι σκέψης συγκρούονται, με τον “υποκειμενικό λόγο” να εκτοπίζει τον “αντικειμενικό”, καθώς η κυρίαρχη παραγωγή επικρατεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη.

Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τον τομέα της εκπαίδευσης. Ο αντικειμενικός λόγος αντιπροσωπεύεται εδώ από τον τύπο εκπαίδευσης, που ο Noam Chomsky, ονομάζει  “παραδοσιακή αναγεννησιακή αντίληψη”. Σύμφωνα με αυτήν, σκοπός της εκπαίδευσης, είναι να μάθει ο εκπαιδευόμενος να ερευνά, χρησιμοποιώντας την φαντασία και την “παρορμητική ελεύθερη ενασχόληση”, να κατανοεί με τον δικό του τρόπο τα πράγματα, να είναι έτοιμος να επανεξετάσει τις κατευθύνσεις και να απελευθερώνει την δημιουργικότητά του.

Αντίθετα τα  εκπαιδευτικά συστήματα, που καθορίζονται από τον υποκειμενικό λόγο, έχουν στόχο, σύμφωνα με τον Chomsky, την χειραγώγηση των εκπαιδευομένων, την εξειδίκευση, την επαγγελματική αποκατάσταση και τελικά την υποταγή χωρίς αμφισβήτηση στο υπάρχον. “Τι θέλουμε;”, αναρωτιέται ο Chomsky: “καλύτερους ανθρώπους ή ανθρώπους που θα ανεβάσουν το ΑΕΠ”; Η απάντηση σε αυτό το ρητορικό ερώτημα είναι αλλοίμονο εύλογη…

Σε κάθε επίπεδο της εκπαίδευσης έρχονται σε σύγκρουση, αυτοί οι δυο τρόποι σκέψης. Κατ’ αρχήν ακούγονται ηχηρές πολιτικές διακηρύξεις, ότι η εκπαίδευση πρέπει να απελευθερώνει την δημιουργικότητα και να πλάθει ελεύθερους ανθρώπους, αντάξιους ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην πραγματικότητα τα υφιστάμενα εκπαιδευτικά προγράμματα και τα εκπαιδευτικά συστήματα, προσαρμόζονται, όλο και περισσότερο στις απαιτήσεις του σύγχρονου παραγωγικού μηχανισμού.

Αυτό δεν συμβαίνει μόνο με άνωθεν εντολές, αλλά είναι και αίτημα των εκπαιδευτικών και των γονέων, που αγωνιώντας για την αποκατάσταση των παιδιών, θεωρούν αυτονόητο και ρεαλιστικό να τα πιέζουν να προσαρμοστούν στην υφιστάμενη τάξη. Δεν πρέπει να δημιουργεί έκπληξη λοιπόν η διαπίστωση του παιδαγωγού sir Ken Robinson, ότι με την πρόοδο της εκπαίδευσης τα παιδιά χάνουν την δημιουργικότητά τους, ούτε η επισήμανση  του Ευγένιου Τριβιζά, ότι:
“η εκπαίδευση, αντί να εμπνέει και να χαρίζει δημιουργικά φτερά, συνθλίβει και καταθλίβει, με την συσσώρευση γνώσεων το παιδί”. Αυτός είναι ο “ρεαλιστικός” στόχος!

Ωστόσο δίπλα σε όλα αυτά και κυρίως κάτω από όλα αυτά, υπόγεια, οι δημιουργικές πνοές των παιδαγωγών, των γονέων και των παιδιών, κάποτε σμίγουν και ίσως βρουν το πεδίο να εκφραστούν με έναν απροσδόκητο τρόπο, στο πρόσωπο του χαρισματικού δασκάλου, που λατρεύεται από τα παιδιά, σε αυτό του τολμηρού μεταρρυθμιστή, που κατορθώνει να θεσμοθετήσει προς δημιουργικές κατευθύνσεις και κυρίως στο “άφημα”, που εκδηλώνεται σε κάποιες προνομιακές στιγμές, των παιδαγωγών και των γονέων, να διδαχθούν από την άμεση και αμόλυντη από θεωρητικές μεσολαβήσεις θεώρηση του κόσμου από τα παιδιά, σεβόμενοι και ανεχόμενοι την αποκλίνουσα σκέψη τους, που ο Ken Robinson, θεωρεί, προϋπόθεση της δημιουργικότητας: “μου πήρε τέσσερα χρόνια να ζωγραφίσω σαν τον Ραφαήλ, αλλά μια ολόκληρη ζωή να ζωγραφίσω σαν παιδί…”, διατείνεται ο Picasso.

Πέρα όμως από αυτές τις περιφερικές εκδηλώσεις αμφισβήτησης, ο κανόνας παραμένει και απαιτεί την προσαρμογή και η προσαρμογή απαιτεί βία. Κάθε κοινωνία, σε κάθε ιστορική εποχή, εκπαιδεύει τα νέα μέλη της, ώστε να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της. Αυτή η εκπαίδευση ενέχει πάντοτε ένα στοιχείο βίας, αφού οι αυθόρμητες επιθυμίες καταστέλλονται ή εκτρέπονται σε αποδεκτές κατευθύνσεις. Τελικά όμως υπάρχει η επιβράβευση της ενσωμάτωσης και της συμμετοχής στην κοινωνία των ενηλίκων.

Στην εποχή μας, η ενσωμάτωση στην κοινωνία των ενηλίκων, ακόμα και όταν είναι δυνατή, δεν είναι καθόλου ελκυστική. Στο συγκλονιστικό κείμενο της με τίτλο, “Για χάρη των παιδιών”, η ψυχολόγος Ελένη Νίνα, αναφερόμενη στις περιπτώσεις βίας, που ασκείται στα παιδιά, διαπιστώνει, ότι οι άνθρωποι δολοφονούν το μέλλον και αναρωτιέται μήπως: “Μια μυστική ρωγμή της ύπαρξης… ενέχει στους ανθρώπους την επιθυμία να εξαφανιστούν…”. Ίσως όμως αυτή η έκδηλη και οπωσδήποτε καταδικάσιμη βία, να αποτελεί απόρροια μιας άλλης βίας, θεμελιακής και νόμιμης, που κανένας εισαγγελέας ενηλίκων ή ανηλίκων δεν καταδικάζει.

Είναι η βία που σκοπό έχει να οδηγήσει στην προσαρμογή των ανθρώπων σε ένα απάνθρωπο παραγωγικό μηχανισμό. Ο “ρεαλισμός”, μέσα σε αυτήν την κατάσταση εξανδραποδισμού των ζωών μας, δείχνει ότι αυτός ο δρόμος, αυτή η βία, είναι η καλύτερη δυνατή λύση για τα ίδια τα παιδιά.

Είδαμε ότι εναλλακτικές λύσεις σχεδόν δεν υπάρχουν. Ακόμη και για τα δωδεκάχρονα της εξωτικής Ανατολής, που δουλεύουν σε εργοστάσια, που φέρουν δικτυωτό πλέγμα, στα παράθυρα, για να μην αυτοκτονήσουν, η επιλογή αυτή είναι “ρεαλιστική”, αφού διαφορετικά ή θα πεθάνουν από την πείνα ή θα εκδοθούν σε παιδεραστές!

Ίσως η “μυστική ρωγμή της ύπαρξης” να είναι η έκδηλη μορφοποίηση, μιας διεστραμμένης απώθησης, ότι πιο ζωντανού και δημιουργικού κρύβει μέσα του ο άνθρωπος, το τίμημα μιας ψευδούς ασφάλειας, που οδηγεί στον μαρασμό.

“Κάθε υποκείμενο πρέπει όχι μόνο να λάβει μέρος στην καθυπόταξη της εξωτερικής φύσης, ανθρώπινης ή μη, αλλά για να κατορθώσει κάτι τέτοιο, πρέπει να καθυποτάξει την φύση μέσα του…”, λέει ο Max Horkheimer. Ίσως η εκδίκηση της “φύσης μέσα του” να δημιουργεί τις καταστροφικές εκδηλώσεις των ανθρώπων, που εν μέσω του πολέμου, τρόμαξαν τόσο τον Freud, ώστε να τον οδηγήσουν να επινοήσει την θεωρητική έννοια του "ενστίκτου του θανάτου”…
Σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, την βία αυτή συνοδεύει η σύγχρονη στάση απέναντι στον θάνατο. Ο Walter Benjamin στο κείμενό του “ο αφηγητής”, πριν έναν αιώνα, αφού διαπιστώσει πως μαζί με την παρακμή της χειροτεχνικής παραγωγής, παρακμάζει και η ικανότητα της αφήγησης και ότι “…o αφηγητής από τον θάνατο δανείστηκε την αυθεντία του…”, συνεχίζει:

“…Στη διάρκεια των νέων χρόνων το θνήσκειν εκτοπίζεται όλο και περισσότερο από τον αντιληπτικό κόσμο των ζωντανών. Κάποτε δεν υπήρχε κανένα σπίτι, ίσως και κανένα δωμάτιο, που να μην είχε πεθάνει κάποιος… Σήμερα οι αστοί είναι αποστειρωμένοι κάτοικοι της αιωνιότητας μέσα σε χώρους, που παρέμειναν καθαροί από τον θάνατο και οι κληρονόμοι θα τους στοιβάξουν, όταν θα φθάσει το τέλος τους, σε σανατόρια ή νοσοκομεία…”, ( θυμίζουν τίποτε τα λόγια αυτά; ).

Έτσι λοιπόν εκτοπίζεται από παντού, το βίωμα του θανάτου. Μέσα σε μια υπνωτιστική καταναλωτική αφέλεια, που θυμίζει την στάση των ιθαγενών της Αμερικής απέναντι στα καθρεφτάκια, που πρόσφεραν οι εισβολείς, ο θάνατος τοποθετείται σε ένα αόριστο μέλλον, κάποια μακρινή στιγμή, σαν κάτι που δεν μας αφορά, που αφορά πάντοτε κάποιον άλλον.

Αν κάποτε μας αγγίξει, με κάποια απώλεια, οριοθετείται άμεσα κάποια περίοδος πένθους και μετά επιτακτικά απαιτείται η επάνοδος στην “φυσιολογικότητα”.
Η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα δεν ανέχεται την αίσθηση του εφήμερου, ούτε την αίσθηση του απείρου. Αυτό αντανακλάται και στην αγωγή και στην εκπαίδευση, καθώς μόνιμο μέλημα είναι να προστατεύσουμε τα παιδιά, από δυσάρεστες εμπειρίες.

Τι θα πούμε όμως στην μικρή του σχολείου που: “όταν μας έβαζε η δασκάλα έκθεση για την γιορτή του πατέρα εγώ έγραφα ψέματα, μυθοπλασία για το πώς μπορεί να είναι η γιορτή του πατέρα. Μου ήταν απολύτως αντιληπτό, ότι δεν μπορούσα να μοιραστώ τα βιώματά μου, όπως ότι την ημέρα της γιορτής του πατέρα μου, ετοιμάζομαι, γιατί θα πάμε στον τάφο του, θα τον πλύνουμε, θα τον φροντίσουμε, θα βάλουμε λουλούδια, θα ανάψουμε το καντήλι, θα μυρίσει λιβάνι, θα του κάνουμε τρισάγιο και όταν θα γυρίσουμε, θα μοιράσουμε, στην μνήμη του, κόλλυβα σε όλη την γειτονιά”…

Ο ανθρωπολόγος Georges Devereux, θεωρούσε την προσαρμοστικότητα ως την κατ’ εξοχήν ιδιότητα της ψυχικής υγείας. Προσαρμοστικότητα σημαίνει η ικανότητα να επιβιώνεις σε διαφορετικά περιβάλλοντα διατηρώντας την αίσθηση του εαυτού. Σημαίνει επίσης ότι δεν ταυτίζεσαι ολοκληρωτικά με κανένα περιβάλλον.

Αυτήν την προσαρμοστικότητα πρέπει να επιζητά η εκπαίδευση. Να δημιουργήσει ανθρώπους ικανούς να επιβιώνουν στην σύγχρονη κοινωνία. Ικανούς επίσης να βυθίζονται στην μισοφωτισμένη νύχτα, αναζητώντας την καρδιά της δημιουργίας, έτοιμοι αν αξίζει τον κόπο να χαθούν, ακολουθώντας μια επιθυμία ή ένα όνειρο…

ΥΓ: Τα αποσπάσματα του John Kenneth Galbraith είναι από το βιβλίο “H κοινωνία της αφθονίας” εκδόσεις Παπαζήση  1970, σε μετάφραση Κώστα Χατζηαργύρη. Τα αποσπάσματα του Horkheimer, από το βιβλίο “Η έκλειψη του λόγου” εκδόσεις κριτική 1987, σε μετάφραση της εκδότριας Θέμιδος Μίνογλου. Τα αποσπάσματα του Benjamin, είναι από το κείμενο “Ο αφηγητής” δημοσιευμένο στο περιοδικό Λεβιάθαν Νο 11 σε μετάφραση της Ουρανίας Νταρλαντάνη. Η προμετωπίδα είναι από ποίημα του Δημήτρη Ασημακόπουλου, που δεν έχει δημοσιεύσει ακόμη. 

* Ο Μιχάλης Παπαγγελής, είναι ψυχίατρος  

Διαβάστε επίσης: Ψυχιατρική είναι... Του Μιχάλη Παπαγγελή


Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου