Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

9.5.14

ΑΛΑΤΙ & ΨΙΛΗ ΒΡΟΧΗ - Χρήστος Χατζόπουλος

Εσύ που είδες την ανάσα μου
Εσύ που άγγιξες το φτερούγισμα 
της πιο βαθιάς μου ανάγκης
Εσύ που κοίταξες στο βλέμμα το ρηχό 
κι’ είδες του σύμπαντος το χρώμα
Εσύ που κράτησες μια μέρα τον άνεμο 
που φύσηξε η οργή μου

Πόση πίστη χρειάζεσαι ακόμη 
το φως μου να ενώσεις
Με το φως σου
Πόσο ικανή είναι η ρωγμή
Να χωρίσει του άμετρου τη Γνώση
Κι’ ότι αιώνια ζεί
Σε μια στιγμή να σβήσει ;

Αστρόπλοια τα χάδια μας
Και άγιο το κορμί μας
Ελπίδες κουβαλάνε
Αλάτι και ψιλή βροχή
Στον ήλιο μας πως λιώνουν
Όλα
Καθώς πιστέψαμε
Για μια στιγμή
Το άπειρο θα πιάσουν

Μα μόνο το αποτύπωμα ενός φιλιού
Θα κάνει το ταξίδι
Σε κάθε σου ζωή
Στην κουρασμένη σου ψυχή
Καινούργιο φως ν’ ανάψει

Δεν υπάρχει ανταμοιβή
Μήτε κενό υπήρξε
Και ούτε τούτο το φιλί
Μπορείς να δείς
Να μαγαρίσεις
Μήτε 
Να ξαναδώσεις

Κάπου στο κάπως
Κάποτε
Ανάμεσα γλιστράνε
Τα λίγα τα πολλά
Και τα μεγάλα

Ετούτα που είπες κι’ έκανες
Όσα πως χάνεις νόμισες
Βαραίνουν στο παρόν σου



Το Αμάρτημα της... Χρήστος Χατζόπουλος

- Πλησίασε, θέλω να σου μιλήσω .
Δε θα σε πειράξω . Δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν .
- Δε σε φοβάμαι καλή μου, τους λευκούς πελαργούς με τα στηθοσκόπια σκιάζομαι, μη μας πάρουν χαμπάρι και χάσω τη δουλειά μου . Ξέρω πως η ψυχούλα σου πονάει, έλα πες μου τώρα που δε βλέπουν .
- Άκου σε παρακαλώ, κοίταξέ με στα μάτια, έχουν μπλαβιάσει από το κλάμα που δε βγαίνει πια, με τα καλώδια που με γεμίσανε, ξεσκίσανε τα μάτια μου και δεν δακρύζουν πια…
- Αν νιώθεις πως θέλεις να κλάψεις, περίμενε να σου ανοίξω το δωμάτιό σου, θα πούμε ότι σε έπιασε κρίση κατατονίας και σε πάω για ύπνο, να σου δώσω και τα φάρμακά σου .
- Όχι, περίμενε θέλω να σου δώσω μοναχά κάτι…γι’ αυτόνε
- Τι είναι αυτό ;
- Η βέρα μου, όταν ξανάρθει δε θέλω να τον ξαναδώ, πες του πως δε θέλω…να τον ξαναδώ .
- Αγάπη μου, νέα κοπέλα είσαι ακόμη, δε χάθηκε τίποτα, θα τη ξαναφτιάξεις τη ζωή σου, μόλις βγεις από εδώ .
- Δεν με νοιάζει πια, μόνο τα παιδιά μου σκέφτομαι που με θεωρούν αμαρτωλή, μίασμα ! Αυτό με πονάει πιο πολύ, τι να κάνω σε τούτο τον κόσμο ;
- Δώσε μου το δαχτυλίδι κορίτσι μου, άσε να δώ τι μπορώ να κάνω…

Μαύρος ήλιος πάνω από τα δυτικά προάστια .
Ανατέλλει .
Τσουχτερή η νύχτα που πέρασε, ανακατεύει τις μυρωδιές των διυλιστηρίων με τα αναθήματα στα αρχαία λατρευτικά σκαλίσματα, εκεί κάτω από το όρος Αιγάλεω .
Κάποιοι ακόμη, μυστικιστικά λατρεύουν τη θεά Δήμητρα και ανάβουν μικρές φωτιές μέσα στα βράχια της Ελευσίνας .
Πλησιάζουν τα Ανθεστήρια .

- Κοιτάξτε, ευτυχώς που ήρθατε γιατί δεν μου έκανε καρδιά να μιλήσω με τον γαμπρό σας .
- Συμβαίνει κάτι που δεν γνωρίζω, είναι καλά η αδερφή μου ;
- Τώρα καλά είναι, αλλά ξέρετε, πριν δύο εβδομάδες την υπέβαλαν σε…
- Ποιος έδωσε την εντολή, μα … πως το άφησε εκείνος να γίνει αυτό ;
- Οι γιατροί εδώ μέσα ουσιαστικά εκτελούν τις εντολές αυτού που πληρώνει, δεν πολυνοιάζονται ποιος είναι γνωστικός, ποιος έχει κατάθλιψη και ποιος έχει πραγματική βλάβη . Φάρμακα και ρεύμα, η συνταγή .
- Θεέ μου η καημένη, κι’ εγώ ήμουν μακριά της, κανείς δεν έρχεται να τη δεί .
- Ακούστε, μη χάνετε την ψυχραιμία σας, έχω κάτι για εσάς από εκείνη .
Μου έδωσε τη βέρα της, σας τη δίνω να την επιστρέψετε όπου της αξίζει .
- Ευχαριστώ, θα το τακτοποιήσω εγώ .
- Και…κάτι άλλο κυρία Ε . Η αδερφή σας δεν έχει τίποτα, άδικα ταλαιπωρείται εδώ μέσα . Εάν δεν κάνετε κάτι τώρα από την πλευρά σας, δεν πρόκειται να βγει ποτέ, δεν πρόκειται να συνέλθει, είναι κρίμα και για τα παιδιά της, τόσο νέα κοπέλα ….

Το καλοκαίρι έφτασε κι’ οι χιτώνες μας γλίστρησαν πάνω στην ιδρωμένη σάρκα .
Λουλούδια τρίβονται πάνω στις σωματικές εκκρίσεις να εξαγνίσουν το μόχθο που κράτησε το μυαλό μας παγωμένο .
Μα για την ψυχή, βάλσαμο δεν υπάρχει .
Έχει κουρνιάσει λαβωμένη μέσα σε κείνες τις εσοχές λατρείας μιας αρχαίας θεάς .






Το Αμάρτημα του... Χρήστος Χατζόπουλος

«Εγώ δεν ακούω ; Εσύ δεν ξέρεις τι λές !»
Μια ολόκληρη ζωή, αυτά άκουγε .
«Σπίτι μου είναι, ότι θέλω κάνω, άντε να χαθείς, καινά δαιμόνια, μειράκιο, αυτό που σου λέω εγώ, τα έχω τετρακόσια, δεν τα χέζουμε τα λεφτά, στο διάβολο να πας, δεν ξέρεις τι σου γίνεται…»
Τον παρακολουθεί τώρα καθώς σέρνεται προς την τουαλέτα, πεισμωμένος, να μη δέχεται μπαστούνι, να μην αναγνωρίζει τα χρόνια που πέρασαν, να κρατιέται στην οδύνη της ζωής με τα «πρέπει» που του έφτιαξαν και δεν κούρασε ποτέ το μυαλό του να ερμηνεύσει .
Σε λίγη ώρα, οι βρωμερές πορδές του θα στείλουν στον αγύριστο τα μαύρα απομεινάρια της δυσπεψίας του, που τελευταία, τον τυραννάει συχνά .
Αχώνευτη ζωή .
Και θα ακούει άθελά του τη λυσσαλέα αντίσταση ενός ορθού τιμωρού, να γίνεται βογγητό και ιδρώτας σε ένα συσπασμένο πρόσωπο που έμεινε για πάντα βρεφικό .
Και το σκατό θα βγαίνει με κόπο, με πόνο, με δάκρυ .
Οργισμένη κωλοτρυπίδα, μάσησες τους καημούς μου και φτύνεις τώρα τα κουκούτσια .
Τόσα χρόνια, το σπέρμα όλων των «καταναγκασμών» που σου φύραναν το μυαλό, το ξέρασες ακυβέρνητο, αλύτρωτο, πάνω στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, σε όσους σε αγάπησαν .
Ακόμη και στη μουσική που σε επέλεξε για θεματοφύλακά της .
Βιρτουόζος πιανίστας, χάνει την έμπνευσή του .

Λευκό, παχύρευστο υγρό φορτωμένο ζωές, από την πιο όμορφη εικόνα, το δώρο του Ανθρώπου, κράτησες μόνο τη γλίτσα και τη θολούρα του !
Μου τσάκισες την παιδική μου ψυχή !
Με έκανες κοινωνό και συνένοχο της ανικανότητας και του φόβου σου .
Εξαργύρωνες σε ένα δεκάχρονο τη βία που προκάλεσες, την καταπίεση που άσκησε η αδυναμία σου να κοιτάξεις την αλήθεια .
Να δεχτείς το έλλειμμα σου .
Θυσίασες τόσους αθώους για να χορτάσουν οι νεκροφανείς που κουβαλούσες μέσα σου .

Τον φαντάζεται να κάθεται μουτρωμένος για την κακιά του μοίρα, τα παντελόνια κάτω, το κατουρημένο σώβρακο, η ρόμπα ξεφτισμένη, διπλωμένος στα δύο και να πασχίζει .
Το σώμα τιμωρεί .

Πλησιάζει την κλεισμένη πόρτα με μια δόση μεταμέλειας για κείνο που πρόκειται να κάνει .
Δε νιώθει λύπη, δεν έχει καθόλου θυμό, η συνειδητότητα της αναγνώρισης τον διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα .

Στο πανί της κουρτίνας απέναντί του, προβάλλεται μια σκηνή από μια ηλικία που νόμιζε πως είχε λησμονήσει .
Άνοιξη, ο πατέρας ξαπλωμένος στο κρεβάτι με άσπρη φανέλα, τον κρατά στην αγκαλιά του με καμάρι και τον κάνει «αεροπλανάκι».
Καθώς προσγειώνεται με φροντίδα δίπλα του, ακουμπάει στο μέσα μέρος του μπράτσου του με το πρόσωπο, ξεσπώντας στο παιδικό του γέλιο .
Ακόμη θυμάται εκείνη τη μυρωδιά που είχε η αγκαλιά του  .
Συνειδητοποιεί πόσο μεγαλειώδες είναι το χάρισμα ετούτης της μνήμης .
Δεν είναι μέσα στο μυαλό, είναι σε όλες τις αισθήσεις !
Αυτό θέλει να θυμάται .

Κατεβάζει το πόμολο της πόρτας και μπαίνει στην τουαλέτα .
Δεν τον έχει πάρει ακόμη χαμπάρι .
Κοντοστέκεται για λίγο στο κούφωμα ενός άλλου κόσμου .
Όλα φαίνονται τώρα τόσο μακρινά .
Κι η δική του ζωή τόσο κοντά .
Κάτι τον σπρώχνει απαλά στην πλάτη .
«Τι θες εδώ ; Πως μπαίνεις έτσι μέσα ; Γιατί με κοιτάζεις έτσι ;»
Αρπάζει αποφασιστικά το σώμα και το σηκώνει .

Με μια δύναμη που βγήκε από μέσα του, χωρίς να την ελέγχει, παίρνει τον γέρο και τον καθίζει στο παγωμένο πάτωμα έτσι ξεβράκωτο και με την απορία παγωμένη στο πρόσωπό του .
Με το αριστερό χέρι κρατάει τον πατέρα από τον ώμο και το δεξί το βυθίζει στον καμπινέ .
Αρπάζει, χωρίς να νιώθει καθόλου αηδία το μαυριδερό γλοιώδες απόβρασμα και το σφίγγει .
Έτσι όπως είναι πασαλειμμένη η παλάμη, τη φέρνει στο στόμα του πατέρα και του χώνει δυό δάχτυλα μέσα στο στόμα .
Ο γέρος κάνει να πνιγεί ενώ παλεύει να απεγκλωβιστεί από το χέρι που τον κρατάει σα μέγγενη .
Φτύνει και ξερνάει με αηδία καφετιές κηλίδες παντού στην τουαλέτα .
Εκείνος, τον κοιτάζει με στοργή λίγο πριν του πεί :
«Αυτά είναι δικά σου πατέρα, μην τα αφήνεις όπου να ναι .»


Xόρχε Λουίς Μπόρχες - ΜΑΘΑΙΝΕΙΣ

Μετά από λίγο μαθαίνεις...
Την ανεπαίσθητη διαφορά...
Ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι...
Και να αλυσοδένεις μια ψυχή...

Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι...

Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια...
Και αρχίζεις να μαθαίνεις...
Πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια...

Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις...
Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου...
Με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα...

Με τη χάρη μιας γυναίκας...
Και όχι με τη θλίψη ενός μικρού παιδιού...

Και μαθαίνεις να φτιάχνεις...
Όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα...
Γιατί το έδαφος του Αύριο...
Είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια...
Και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο...
Να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής...

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις...
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου μπορεί να σου κάνει κακό...

Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ...
Αντί να περιμένεις κάποιον να σου φέρει λουλούδια...

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις...
Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη...
Και ότι, αλήθεια, αξίζεις...
Και μαθαίνεις, μαθαίνεις...
Με κάθε αντίο μαθαίνεις...


---
Xόρχε Λουίς Μπόρχες
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986) γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Ήταν απόγονος αγωνιστών για τη χειραφέτηση της Αργεντινής, ενώ ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και καθηγητής ψυχολογίας σε ξενόγλωσση παιδαγωγική σχολή. Από παιδί ακόμα ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν δίγλωσσος, αφού παράλληλα με τα ισπανικά, η αγγλόφωνη γιαγιά του του μάθαινε να μιλά και να γράφει την αγγλική γλώσσα. Ο μικρός δήλωσε στον πατέρα του ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας και σε ηλικά επτά χρόνων σύνταξε στα ελληνικά μια σύνοψη της ελληνικής μυθολογίας. Οκτώ χρονών γράφει το πρώτο διήγημά του, ενώ ένα χρόνο αργότερα μεταφράζει και δημοσιεύει τον "Ευτυχισμένο πρίγκιπα" του Όσκαρ Ουάιλντ. Εξαιτίας μιας πάθησης στα μάτια του, που θα τον οδηγήσει προοδευτικά σε πλήρη τύφλωση, η οικογένεια Μπόρχες εγκαθίσταται στη Γενεύη, όπου ο Χόρχε Λουίς εγκαινιάζει της λυκειακές σπουδές του και αποκτά μια υψηλού επιπέδου μόρφωση, καθώς τελειοποιεί τις γνώσεις στην αγγλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα. Ανακαλύπτει την εξπρεσσιονιστική ποίηση, τη γερμανική φιλοσοφία, τελειοποιεί τα λατινικά του και το 1919 εγκατεστημένος στη Μαγιόρκα της Ισπανίας ολοκληρώνει την πρώτη ποιητική συλλογή του "Οι κόκκινοι ρυθμοί" όπου είναι φανερός ο θαυμασμός για την επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Η οικογένεια των Μπόρχες, έπειτα από πολλές προσωρινές διαμονές και πολλά ταξίδια στην Ευρώπη, επιστρέφουν το 1921 στο Μπουένος Άιρες, όπου και θα παραμείνει. Τώρα ο Μπόρχες ανακαλύπτει τις φτωχογειτονιές της γενέτειράς του με τους compafritos ("μόρτες") γράφει ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια και "φαντασίες", ιδρύει διάφορα περιοδικά, παίρνει μέρος σε λογοτεχνικούς ομίλους και από το 1925, που θα δημοσιεύσει την ποιητική συλλογή "Η απέναντι Σελήνη" και τα δοκίμια "Έρευνες", θα δίνει το λογοτεχνικό παρόν με ένα έως δύο έργα το χρόνο, μέχρι το 1985 που θα δημοσιευθεί και η τελευταία ποιητική συλλογή του, "Οι συνωμότες". Ο Μπόρχες πέθανε στις 14 Ιουνίου του 1986 στη Γενεύη και τάφηκε σύμφωνα με την επιθυμία του, στην πόλη των εφηβικών του χρόνων, στο Μπουένος Άιρες. 

Είμαστε μαζί! Της Φωτεινής Βαρδή


Είμαι σε ένα γάμο ντυμένη παρανυφάκι.
Γλέντι τρικούβερτο ολόγυρα. Στρωμένα τραπέζια καταμεσής του αγροκτήματος της νύφης με κάθε λογής φαγητά και ποτά.
Οι μεγάλοι στήνουν χορό και η μουσική είναι εκκωφαντική. Κλαρίνα, τσαμπούνες, ντέφια, παίζουν ατελείωτους σκοπούς. Οι οργανοπαίχτες συναγωνίζονται σε δεξιότητα και το ζευγάρι των νεόνυμφων χορεύει με τη συνοδεία των καλεσμένων συγγενών και φίλων.
Πιάνω και γώ με την αδελφή μου την ουρά του νυφικού της νύφης και χορεύουμε μαζί της.
Είμαστε τόσο ευτυχισμένες! Είμαστε μαζί!
Γελάμε και καμαρώνουμε καθώς στροβιλιζόμαστε στην πίστα και όλα τα μάτια μας θαυμάζουν για τα όμορφα μαλλιά μας με τα πλεγμένα ανοιξιάτικα λουλουδάκια και τα όμορφα παρανυφιάτικα ρουχαλάκια που μας διάλεξε η νύφη.
Μάς έτρεξε σε πρόβες νυφικού, μάς δασκάλεψε πώς να σταθούμε δίπλα της κατά το μυστήριο, πότε  να μοιράσουμε το ρύζι, πώς να χαμογελάμε και πώς να στεκόμαστε για να βγουν όμορφες οι φωτογραφίες.
Όλο νάζι και πόζα προκαλούμε το φωτογραφικό φακό να μας αποθανατίσει. Είναι η μεγάλη μέρα μας!
Κοκορευόμαστε στα άλλα κορίτσια για το πόσο μας αγαπάνε οι νεόνυμφοι, τι δώρα τούς έκαναν οι γονείς μας και διηγούμαστε ιστορίες -από το μυαλό μας φυσικά- για τα χαρίσματα, την εξυπνάδα και την καλοσύνη του ζεύγους.
Τονίζουμε πόσο πολύ την αγαπάει ο γαμπρός, τι όμορφο που είναι το σπίτι και τα προικιά της νύφης μας (κι εδώ συμφωνούν και τα υπόλοιπα κορίτσια με επιφωνήματα θαυμασμού).
Μετά περνάμε και σε πιπεράτες λεπτομέρειες για το πώς την σφίγγει στην αγκαλιά του ο γαμπρός, πώς κοιτάζονται στα μάτια και αχ πώς φιλιούνται και λιγωνόμαστε όλες στη θύμηση των σκηνών.
Άραγε ο δικός μας αγαπημένος ζει τώρα κάπου εδώ κοντά μας ή είναι κάπου μακριά; Πώς να είναι το κορμί του, τα μάτια και τα μαλλιά του; Πώς τον λένε; Τί κάνει τώρα;
Πόσο θέλουμε  όταν γνωρίσουμε τον πρίγκιπα μας να του αφηγηθούμε την αποψινή βραδιά και να του πούμε  ότι εμείς τον περιμέναμε από τότε που είμαστε παράνυφες και ζούσαμε μαζί του στη φαντασία μας το δικό μας λαμπερό γάμο.
Η νύχτα προχωρούσε και τα ποτήρια άδειαζαν και γέμιζαν ασταμάτητα. Εμείς τα παιδιά ξεφεύγοντας από τον έλεγχο των γονιών μας χορεύαμε, τρώγαμε, πειραζόμαστε, κουτσομπολεύαμε τη μια και την άλλη θεία, κρυβόμαστε, παίζαμε κυνηγητό.
Ώσπου ξάφνου ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες ξεχώρισα ένα αγόρι μελαχρινό, με μεγάλα όμορφα μάτια μεγαλύτερο μου κατά πολύ που καθόταν σε μια άκρη του τραπεζιού και παρατηρούσε γύρω του. Φαινόταν να μη συμμετέχει στο γλέντι. Κρατούσε ένα ποτήρι κρασί και έπινε νωχελικά.
Νομίζω πώς στην αρχή δεν με είδε.
Δεν είδε τη θύελλα των συναισθημάτων που με πλημμύρισε. 
Από τη στιγμή εκείνη όλο το βράδυ υπήρχα για εκείνον. Όλα απέκτησαν άλλη σημασία τώρα.
Χόρευα για να με κοιτάζει εκείνος, έκανα νάζια και κουνήματα για να τραβήξω την προσοχή του.
Πλησίαζα το τραπέζι του δήθεν περνώντας με την αδελφή μου και του χαμογελούσα.
Κάποια στιγμή μου χαμογέλασε και εκείνος και μου φάνηκε ότι αν δεν με κρατούσε η αδελφή μου σφιχτά από το χέρι θα παραπατούσα και θα σωριαζόμουν στα πόδια του.
Όλο το βράδυ κύλησε με το να τυλίγομαι στο γλυκό συναίσθημα του έρωτα για ένα ξένο όμορφο αγόρι.
Ο χρόνος είχε σταματήσει. Δεν με αφορούσε πια τίποτα΄ οι γονείς μου, οι φίλοι μου, το γλέντι, η νύφη και ο γαμπρός.
Ήθελα απελπισμένα να είμαι κοντά του να με ζεσταίνει με το τρυφερό του βλέμμα.
Ήθελα να του πω για το χείμαρρο  των αισθημάτων που κατέκλυζε το κορμί μου για τις λέξεις  μου που εξέφραζαν τη λατρεία μου για εκείνον. Αλλά αφηνόμουν μόνη στην τρικυμία μου γλυκά να βουλιάζω και μόνο λιμάνι να είναι η αγκαλιά του.  
Η απογοήτευση μου ήταν μεγάλη όταν τις πρώτες πρωινές ώρες σηκώθηκε, φόρεσε το μπουφάν της μηχανής του, κοιταχτήκαμε για λίγο, πήρε το κράνος του και έφυγε.
Θα τον ξανασυναντούσα χρόνια πολλά μετά, έχοντας ο καθένας διανύσει πικρά χιλιόμετρα ζωής για να γίνουμε το ζευγάρι που είμαστε σήμερα.- 

---
Τελευταία άσκηση με τίτλο "Μια παιδική ανάμνηση" για το σεμινάριο "Αφήγηση Ζωής"

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου