Κι’ αν οι ερωτευμένοι χαθούν, ο έρωτας δε θα χαθεί .
Έχω ποθήσει να ξεφύγω, όμως φοβάμαι .
Φοβάμαι τον αρχαίο πανικό που σκεπάζει τις νύχτες μου .
Τις μέρες που θυμάμαι ως γλυκές κι’ αθώες αναμνήσεις .
Θα ξανάρθουν ;
Πόσο μπορώ να το αποφεύγω ετούτο το μαρτύριο ;
Πόση οδύνη ακόμη θα σκιάζει τη ματιά μου, θα ξεσκίζει τα
σωθικά μου ;
Όσα έζησα κι’ όσα ξαναέζησα, δε φέρνουν τους νεκρούς κοντά
μας .
Μπούχτισα να τους αποχαιρετώ, να λέω αντίο ξανά και ξανά
στην ειρήνη .
Να κλαίω γοερά κι’ απροσμέτρητα για μια χαμένη ευτυχία .
Οι ρόλοι που ντύνουν τις συμπεριφορές μας, είναι συμβατικοί
και υποκρίνονται .
Υποκρίνονται μιαν αλήθεια γεμάτη από το φόβο του θανάτου,
από τη διαπίστωση της απώλειας, αναμετρούνται με την ανάγκη για αποδοχή .
Κι’ αν πόθησα να ξεφύγω από αυτό που με πληγώνει, είναι
γιατί ξέρω πως δε θα πεθάνω εξαιτίας του .
Γιατί ο σκοτεινός καβαλάρης, τρέχει τόσο γρήγορα που δεν
βλέπεις από πού έρχεται, κι’ έρχεται συνήθως απ’ το μέρος που δεν είδες .
Δε θα μου λείψουνε ποτέ αυτά που έχω, θα μου λείψουνε τα
ίχνη τους, που μένουνε στο χιόνι ή στην άμμο κι’ οι θάλασσες με τα καλοκαίρια
να παίρνουν τη μορφή τους .
Τον πόνο, ο έρωτας γιατρεύει, η ομορφιά που ανθίζει σε δυό
αντικριστές επιθυμίες .
Μόνο αυτός είναι ελεύθερος και χαμογελαστός, σε μια στιγμή
μονάχα μένει αιώνια ζωντανός και πάντα νέος .
Ο έρωτας μας μαθαίνει να ζούμε .
Ότι ποθούμε είναι πιο εύκολο να το κάνουμε πραγματικότητα,
απ’ ότι να δεχτούμε και την αλλαγή που προϋποθέτει η αλήθεια του .
Την απουσία του ή την αναγέννησή του .
«Ένα καπέλο που έβγαλα», ένα καπέλο που σκεπάζει το βλέμμα
μου και με κρύβει από εμένα .
Έχω ποθήσει να ξεφύγω, όμως
φοβάμαι∙
λίγη ζωή περισωσμένη αν
ξεπηδούσε
απ’ του παλιού μου φόβου
αποκαΐδι
ανάερα σκάζοντας και μ’
άφηνε τυφλό;
Από της νύχτας τον αρχαίο
πανικό,
ένα καπέλο που έβγαλα,
τα χείλια μου σμιχτά στ’
ακουστικό,
δε θα με τσάκιζε αμέσως του
θανάτου το φτερό;
Δεν φοβάμαι μην πεθάνω απ’
αυτά,
μισά συμβάσεις, ψέματα τ’
άλλα μισά.