Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

19.3.17

«Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση»






«Είναι πρωί, μεσημέρι ή απόγευμα, δεν θυμάμαι, πάντως έχει φως και ξυπνάω στο σαλόνι του παλιού μας σπιτιού από κάτι ήχους, φωνές μάλλον, ναι, είναι η φωνή του μπαμπά και της μαμάς μου, όμως δε μαλώνουν, ούτε απλά συζητούν. Κάτι μυστήριο συμβαίνει που ενστικτωδώς με σηκώνει από το κρεβάτι και πηγαίνω να δω. 

Προχωράω σκυφτή προσεκτικά και γονατίζω πίσω από ένα έπιπλο κοιτώντας προς την κρεβατοκάμαρα των γονιών μου.
Έχουν αφήσει την πόρτα τους ανοιχτή και αμέσως τους βλέπω μαζί στο κρεβάτι, κάτω από τα σκεπάσματα.
Μένω ακίνητη, με γουρλωμένα μάτια, δεν αναπνέω, δυσκολεύομαι πάρα πολύ να πιστέψω αυτό που βλέπω.

Απέναντί μου βρίσκεται η μαμά μου ξαπλωμένη με τον μπαμπά μου από πάνω της να κουνιέται περίεργα.
Η κουβέρτα ανυψώνεται και καταλαβαίνω πως είναι το σώμα του που κάνει αυτή την κίνηση, τουρλώνει τον ποπό του προς τα πάνω και μετά πέφτει προς τη μάνα μου, και συνέχεια έτσι.
Εν τω μεταξύ, η μάνα μου έχει το κεφάλι της έξω από τα σκεπάσματα και στο πλάι λίγο γυρισμένο, έτσι ώστε βλέπω καθαρά σχεδόν όλες τις εκφράσεις του προσώπου της.
Αυτό είναι που με κάνει να νιώθω αηδία και αποστροφή περισσότερο απ’ όλα. Νιώθω εκείνη τη στιγμή να τη σιχαίνομαι, καταπνίγω μέσα μου έναν τεράστιο θυμό και συνεχίζω κοκκαλωμένη να κοιτώ.
Έχει τα μάτια της ανοιχτά, το στόμα της ανοιχτό, τα πόδια της ανοιχτά, και τον μπαμπά μου… Μα, τι της κάνει ο μπαμπάς μου και βγάζει κάτι μικρές κραυγές ενώ της μιλάει. Της μιλάει; 

Κρατιέμαι κρυμμένη πίσω από το έπιπλο, μέχρι που ο μπαμπάς μου με μια δυνατότερη κραυγή, σταματά, και μετά φεύγει από πάνω της.
Γρήγορα γυρίζω πίσω στο κρεβάτι και σκεπάζομαι για να κάνω την κοιμισμένη΄ μιλώ με τον εαυτό μου και λέω:

Έτσι κάνουν οι μεγάλοι τα παιδιά, αλλά γιατί το κάνουν οι δικοί μου γονείς; Θα κάνουν άλλο παιδί; Σιγά μην κάνουν, τώρα είναι μεγάλοι! Και η μάνα μου πόσο απαίσια ήταν έτσι που έκανε, χάλια, όλα χάλια. Γιατί να το δω αυτό; Γιατί; Γιατί; 

Δεν μπορώ να βγάλω την εικόνα με το πρόσωπό της από το κεφάλι μου. Την μισώ, δεν θέλω να την αγαπάει ο μπαμπάς μου, αφού αυτή δεν τον αγαπάει στ’ αλήθεια!
Δεν μπορεί να τον αγαπάει και να κάνει όσα κάνει. Ο εαυτός της τη νοιάζει και πώς να κάνει το δικό της!
Κι αυτός, πάει ακόμα μαζί της και την αγαπάει. Μα, πώς; Αφού τον στενοχωρεί, του σπάει τα νεύρα, δεν τον ακούει, κάθε μέρα της φωνάζει «Γ..μώ την Παναγία σου, πουτ..να, άι στο διάολο!», και στο σπίτι και στο περίπτερο. Τον πηγαίνει με το ζόρι στους γιατρούς που δεν θέλει, μέσα σ’ εκείνο το νοσοκομείο, και μετά του βάζει κρυφά σταγόνες στον καφέ του. Δεν τον αγαπάει, αυτή κανέναν δεν αγαπάει. Μόνο τη δουλειά της κάνει.

Γιατί να της το κάνει αυτό, και να της λέει «Μάρα μου!» και «Μάρα μου!», συνέχεια, και να τη φιλάει;
Δεν θέλω να τη φιλάει, δεν θέλω καν να την βλέπω ευχαριστημένη, δεν μπορεί να νιώθει αλήθεια ευχαριστημένη, δεν της αξίζει όταν εγώ περνώ τόσο άσχημα, πάντα σχεδόν μόνη, στη σιωπή, μόνο με τη γιαγιά μου στο σπίτι και αυτή έξω.
Τα άλλα παιδιά δε με θέλουν, με κυνηγούν, με κοροϊδεύουν, με χτυπούν, και όταν της ζητώ να έρθει να τα μαλώσει, αυτή δεν έρχεται ποτέ!
Την μισώ για όλα, και τώρα επειδή την αγαπάει ο μπαμπάς, πιο πολύ ακόμα! 
Μακάρι να μην το ξανακάνουν ποτέ!» 
Άρτεμις Κ. (18/3/17)

*Κείμενο που γράφτηκε στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου