Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

29.3.15

Το Αμάρτημα του Πατρός μου - Χρήστος Χατζόπουλος

«Εγώ δεν ακούω ; Εσύ δεν ξέρεις τι λές !»
Μια ολόκληρη ζωή, αυτά άκουγε .
«Σπίτι μου είναι, ότι θέλω κάνω, άντε να χαθείς, καινά δαιμόνια, μειράκιο, αυτό που σου λέω εγώ, τα έχω τετρακόσια, δεν τα χέζουμε τα λεφτά, στο διάβολο να πας, δεν ξέρεις τι σου γίνεται…»
Τον παρακολουθεί τώρα καθώς σέρνεται προς την τουαλέτα, πεισμωμένος, να μη δέχεται μπαστούνι, να μην αναγνωρίζει τα χρόνια που πέρασαν, να κρατιέται στην οδύνη της ζωής με τα «πρέπει» που του έφτιαξαν και δεν κούρασε ποτέ το μυαλό του να ερμηνεύσει .
Σε λίγη ώρα, οι βρωμερές πορδές του θα στείλουν στον αγύριστο τα μαύρα απομεινάρια της δυσπεψίας του, που τελευταία, τον τυραννάει συχνά .
Αχώνευτη ζωή .
Και θα ακούει άθελά του τη λυσσαλέα αντίσταση ενός ορθού τιμωρού, να γίνεται βογγητό και ιδρώτας σε ένα συσπασμένο πρόσωπο που έμεινε για πάντα βρεφικό .
Και το σκατό θα βγαίνει με κόπο, με πόνο, με δάκρυ .
Οργισμένη κωλοτρυπίδα, μάσησες τους καημούς μου και φτύνεις τώρα τα κουκούτσια .
Τόσα χρόνια, το σπέρμα όλων των «καταναγκασμών» που σου φύραναν το μυαλό, το ξέρασες ακυβέρνητο, αλύτρωτο, πάνω στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, σε όσους σε αγάπησαν .
Ακόμη και στη μουσική που σε επέλεξε για θεματοφύλακά της .
Βιρτουόζος πιανίστας, χάνει την έμπνευσή του .

Λευκό, παχύρευστο υγρό φορτωμένο ζωές, από την πιο όμορφη εικόνα, το δώρο του Ανθρώπου, κράτησες μόνο τη γλίτσα και τη θολούρα του !
Μου τσάκισες την παιδική μου ψυχή !
Με έκανες κοινωνό και συνένοχο της ανικανότητας και του φόβου σου .
Εξαργύρωνες σε ένα δεκάχρονο τη βία που προκάλεσες, την καταπίεση που άσκησε η αδυναμία σου να κοιτάξεις την αλήθεια .
Να δεχτείς το έλλειμμα σου .
Θυσίασες τόσους αθώους για να χορτάσουν οι νεκροφανείς που κουβαλούσες μέσα σου .

Τον φαντάζεται να κάθεται μουτρωμένος για την κακιά του μοίρα, τα παντελόνια κάτω, το κατουρημένο σώβρακο, η ρόμπα ξεφτισμένη, διπλωμένος στα δύο και να πασχίζει .
Το σώμα τιμωρεί .

Πλησιάζει την κλεισμένη πόρτα με μια δόση μεταμέλειας για κείνο που πρόκειται να κάνει .
Δε νιώθει λύπη, δεν έχει καθόλου θυμό, η συνειδητότητα της αναγνώρισης τον διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα .

Στο πανί της κουρτίνας απέναντί του, προβάλλεται μια σκηνή από μια ηλικία που νόμιζε πως είχε λησμονήσει .
Άνοιξη, ο πατέρας ξαπλωμένος στο κρεβάτι με άσπρη φανέλα, τον κρατά στην αγκαλιά του με καμάρι και τον κάνει «αεροπλανάκι».
Καθώς προσγειώνεται με φροντίδα δίπλα του, ακουμπάει στο μέσα μέρος του μπράτσου του με το πρόσωπο, ξεσπώντας στο παιδικό του γέλιο .
Ακόμη θυμάται εκείνη τη μυρωδιά που είχε η αγκαλιά του  .
Συνειδητοποιεί πόσο μεγαλειώδες είναι το χάρισμα ετούτης της μνήμης .
Δεν είναι μέσα στο μυαλό, είναι σε όλες τις αισθήσεις !
Αυτό θέλει να θυμάται .

Κατεβάζει το πόμολο της πόρτας και μπαίνει στην τουαλέτα .
Δεν τον έχει πάρει ακόμη χαμπάρι .
Κοντοστέκεται για λίγο στο κούφωμα ενός άλλου κόσμου .
Όλα φαίνονται τώρα τόσο μακρινά .
Κι η δική του ζωή τόσο κοντά .
Κάτι τον σπρώχνει απαλά στην πλάτη .
«Τι θες εδώ ; Πως μπαίνεις έτσι μέσα ; Γιατί με κοιτάζεις έτσι ;»
Αρπάζει αποφασιστικά το σώμα και το σηκώνει .

Με μια δύναμη που βγήκε από μέσα του, χωρίς να την ελέγχει, παίρνει τον γέρο και τον καθίζει στο παγωμένο πάτωμα έτσι ξεβράκωτο και με την απορία παγωμένη στο πρόσωπό του .
Με το αριστερό χέρι κρατάει τον πατέρα από τον ώμο και το δεξί το βυθίζει στον καμπινέ .
Αρπάζει, χωρίς να νιώθει καθόλου αηδία το μαυριδερό γλοιώδες απόβρασμα και το σφίγγει .
Έτσι όπως είναι πασαλειμμένη η παλάμη, τη φέρνει στο στόμα του πατέρα και του χώνει δυό δάχτυλα μέσα στο στόμα .
Ο γέρος κάνει να πνιγεί ενώ παλεύει να απεγκλωβιστεί από το χέρι που τον κρατάει σα μέγγενη .
Φτύνει και ξερνάει με αηδία καφετιές κηλίδες παντού στην τουαλέτα .
Εκείνος, τον κοιτάζει με στοργή λίγο πριν του πεί :

«Αυτά είναι δικά σου πατέρα, μην τα αφήνεις όπου να ναι .»

ΓΚΡΙ - Χρήστος Χατζόπουλος

Το μεγαλύτερο δώρο που μας προσφέρεται από τη στιγμή που παίρνουμε την πρώτη μας ανάσα σε τούτη τη ζωή, είναι η ίδια η ύπαρξη.
Να την τιμάμε τη ζωή.

Να μην την τρέχουμε...

Να καλωσορίζουμε κάθε κλάσμα δευτερολέπτου που έφυγε, κάθε απρόσμενη αναποδιά που έκατσε, κάθε επιθυμία που δεν ειπώθηκε και περιμένει στη γωνία να ωριμάσει.

Ας είμαστε ευγνώμονες για όλη τούτη την ομορφιά που μας περικλείει.
Για τις εικόνες, τις μυρωδιές, τα μικρά και τα μεγάλα, το λίγο και το αρκετό, για τα βλέμματα της αγάπης αλλά και τα δακρυσμένα μάτια, για τα χάδια αλλά και για τα χαστούκια, για τις απώλειες και για τα ξυπνήματα.

Όλα τα έχουμε προκαλέσει για να μας προ(σ)καλέσουν στο μέλλον που φτιάχνουμε...

Τα συναισθήματα είναι αστέρια.
Κάποια είναι βαριά, άλλα ίπτανται.
Μας καθορίζουν και τα καθορίζουμε.
Συνυπάρχουν μαζί μας είτε περπατάμε, είτε σερνόμαστε, είτε χοροπηδάμε, είτε κολυμπάμε, είτε κωπηλατούμε, είτε πετάμε!
Ανάλογα τη δόση, κάθε φορά.
Σε κάθε περίπτωση, είμαστε φως, αλλά και σκοτάδι.
Και κάτι άλλο όμως.

Υπάρχει και το ΓΚΡΙ ανάμεσά τους.
Από εκεί, ενίοτε παρατηρούμε αποστασιοποιημένα τη "δράση".
Με έναν ψυχρό αντιστρεπτικό καθρέφτη, μέσα στον καθρέφτη, όλα τα χρώματα μαζί και το κανένα.

Αυτές οι στιγμές στη θνητή μας ζωή είναι διάφανες και περνούν απαρατήρητες.
Όχι όμως ανώφελες.
Αυτές είναι που κάνουν κράτει στη γλώσσα πριν μιλήσει άλλα απ' όσα τη διατάζει το μυαλό, αυτές είναι και που την ξεσηκώνουν να βρει το ανάστημά της!
Αυτές οι μικρές γκρί στιγμές, κάνουν το μολύβι όπλο και φτύνει καημούς, ενώ άλλοτε λουλούδι, που γεμίζει με αρώματα τη μέρα.
Αυτό το "κρύο" φως, χρειάζεται όσο χρειάζονται όλα τ' άλλα που μας προβληματίζουν.

Είναι ζωή, είναι Αγάπη.
Όταν συμφιλιωθείς με αυτό, μετράς καλύτερα τις αποστάσεις.
Εκτιμάς πιο συνετά τις πλευρές και τις γωνίες σου, το "μέχρι" και το "ακόμη", τους "πρόποδες του ύψους σου".
Με ποιά πλευρά σου επιθυμείς να σχετιστείς κάθε φορά.
Κι αν τίποτα απόλα αυτά δε σου θυμίζει εσένα κάποια στιγμή στη ζωή σου, έχει κι άλλο να σπαταλήσεις....
Ωστόσο, η τρυφηλότητα, το βόλεμα, είναι γήινη εφεύρεση, δεν είναι ανακάλυψη.
Μην ποντάρεις για πολύ καιρό επάνω της.
ΧΧ

Οι θύμησες που δεσμεύομαι να ξερνάω: Απ’ τη Σφαγή της Χίου μέχρι σήμερα

 

Της Στέλλας Ασλανίδου*

 Ήταν πάλι μία απ’ αυτές τις ημέρες που στρώναμε βρεγμένες κουρελούδες κάτω απ’ τις πόρτες, για να μην εισχωρούν τα δακρυγόνα της αστυνομίας μέσα στο σπίτι, και τυλίγαμε τα πρόσωπά μας με βρεγμένες πετσέτες, για να μην κλαίνε τα μάτια μας. Ήμουν παιδί τότε, 8 ετών.
 
Από εκείνη την ημέρα του Μάη του ’65, άλλαξε ο τρόπος που αντιλαμβανόμουν τον κόσμο και τη ζωή, άλλαξε ο τρόπος που νοούσα το σύμπαν, τη μοίρα ή την τύχη, άλλαξε ο τρόπος που ονειρευόμουν, οι ασχολίες μου, τ’ αγαπημένα μου βιβλία, οι περιπλανήσεις του μυαλού μου.

Μέχρι τον Οκτώβριο του 2012 που υπογράφηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο για την αξιοποίηση της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, –τότε που έπαθα ένα μικρό εγκεφαλικό και ξέρασα από μέσα μου ό,τι είχε κολλήσει στο λαιμό μου τόσα χρόνια-, δεν είχα μιλήσει ποτέ για εκείνη την ημέρα. Μίλησα μόνον μία και μοναδική φορά, την ημέρα που σκότωσαν τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, και μετά, αγκαλιά με τον μπαμπά μου, κλάψαμε μαζί για τους σκλάβους όλου του κόσμου.

Σήμερα, μέσα στη σύγχυση μιας κρίσης που δεν έχει ένα ξεκάθαρο πρόσωπο αλλά έχει πολλά προσωπεία-μάσκες, άρχισα ασταμάτητα να ξερνάω κάθε τι που τόσα χρόνια φώλιαζε βαθιά μέσα μου, επειδή μπήκαμε σε μια νέα εποχή, αποκαλύψεων, καθάρσεων, καθαρμών και (νεο)καθαρμάτων, όπου διάφορα θεραπευτικά πρωτόκολλα απαιτούν να πετάξουμε τις στολές που φοράει η ψυχή μας και να λευτερωθούμε απ’ τις χειροπέδες που σφίγγουν τη σκέψη μας.

***
Εκείνη την ημέρα Μαγιού του ’65 λοιπόν, για να ξεφύγουμε απ’ τα τοξικά δακρυγόνα της Εγνατίας, ο πατέρας μου μας φυγάδευσε στο πατρικό του σπίτι στο Κιλκίς. Εκεί, ένας μονόλογος της άλλης μου γιαγιάς έγινε αφορμή να μου αποκαλυφθεί (μετά από ερωτήσεις που μόνον τα παιδιά ξέρουν επίμονα να θέτουν για ν’ αποσπούν απαντήσεις)  μια κρυμμένη πτυχή του παρελθόντος της οικογένειας. Πτυχή που ήταν άγνωστη μέχρι τότε σ’ εμένα, αλλά έγινε εξίσου τοξική με τα δακρυγόνα για το μέλλον μου.

***
 «Αχ πουλί μ’! Φευγατισμένοι (φευγάτοι) είν’ ούλοι (όλοι)!  Μοναχή μου στέκω αδαμέσου (εδώ μέσα). Δεν μιλώ ολάκερη ‘μέραν, Μόνο που προσεύκουμαι (προσεύχομαι) Αμήν!  …Αχ! Έγινα ωσάν την αγαλήνιστη κι άγλωσση μάμμη μου Ελέησον Κύριε! …Είκοσιν λέξεις δεν είπε από τότε  που την απαρπάξαν (αρπάξαν βίαια) οι τουρκιοί απ’ την αποθαμένη μάμα της. Αχ! το γιαβρί μ’! Αιματόλουστη την εσουρτάρισαν (έσυραν), ωσάν τον Χριστόν Κύριε ελέησον, να την επωλήσουν ες τον Λίβανον… Πώς να μιλήσει από τότες; Πού να εύρει συντελέα (δύναμη) να σούρει λαλίαν (να βγάλει φωνή);»

Δεν καταλάβαινα παρά ελάχιστα Ποντιακά. Όμως εκείνη την ώρα, θυμάμαι καλά πως τα κατάλαβα όλα, σαν να τα γνώριζα από παλιά.

***
Εκείνη την ημέρα έμαθα πως η γιαγιά της γιαγιάς μου, που την ελέγαν Αθηνά, ήταν μωρό δύο χρονών όταν έγινε η Μεγάλη Σφαγή της Χίου. Ένα κορίτσι, η δωδεκάχρονη τότε Μαρία, τράβηξε την Αθηνά απ’ τα ματωμένα ρούχα της αποκεφαλισμένης μάνας της και την πήρε αγκαλιά.
Έτσι αγκαλιασμένες τις μάζεψαν οι Τούρκοι και τις στοίβαξαν στα καράβια, μαζί με πολλά γυναικόπαιδα απ’ το νησί, κι αγκαλιασμένες έμειναν σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή τους, κι αυτές, κι οι κόρες τους, κι οι εγγονές τους. Δυό βδομάδες μετά τη Μεγάλη Σφαγή,  έφτασαν στο Λίβανο και μεταφέρθηκαν σ’ ένα υπαίθριο «στρατιωτικόν πεδίον αιχμαλώτων».
Μερικές μέρες αργότερα,  τις αγόρασε ένας δουλέμπορος και, με συνοδεία στρατιωτών, τις έκλεισε σ’ ένα μεγάλο κτίριο όπου έμεναν προσωρινά τα «Ανήλικα Κοριτζόπουλα προς Πώλησιν». Εκεί, τις εντόπισε, τις παζάρεψε, και τελικά τις αγόρασε μία επιτροπή μέριμνας που ταξίδεψε από την πόλη της Τραπεζούντας στον Λίβανο, με ειδικό σκοπό να λευτερώσει απ’ το σκλαβοπάζαρο και τους μουσουλμάνους, κάποια παιδιά που προέρχονταν απ’ το μαρτυρικό νησί.
Περίπου 300 παιδιά της Χίου αγοράστηκαν τότε και, στη συνέχεια, μεταφέρθηκαν με καραβάνια στην Τραπεζούντα, όπου υιοθετήθηκαν από διάφορες οικογένειες της περιοχής και πολιτογραφήθηκαν Πόντιοι… Δυό απ’ αυτά τα παιδιά ήταν η Μαρία, και η μικρή Αθηνά, η γιαγιά της δικής μου γιαγιάς, που έμεινε σχεδόν άλαλη σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της.

***
Από εκείνη την ημέρα που άκουσα όλ’ αυτά, η ιστορία της Αθηνάς έγινε ο δικός μου προσωπικός μύθος και παράμυθος. Ήμουν εγώ, η εγγόνα της, που θα μπορούσε να μεγαλώνει σαν σκλάβα, οπουδήποτε…

Όταν ήμουν ξύπνια και διάβαζα για το σχολείο, στη «γεωγραφία», φανταζόμουν τις εικόνες του τόπου όπου θα μπορούσα να ζω. Όταν διάβαζα «ιστορία», αναπαρίστανα στη σκέψη μου τα ιστορικά γεγονότα όπου θα μπορούσα να παρευρίσκομαι. Όταν διάβαζα «θρησκευτικά», λογάριαζα αν θα μπορούσα να φοράω φερετζέ.
Κι όταν διάβαζα λογοτεχνικά βιβλία, ταυτιζόμουν με τον ήρωα γιατί ήμουν σίγουρη πως θα μπορούσα να βρίσκομαι στη θέση του. Όλος ο κόσμος γινόταν δικός μου, γιατί θα μπορούσε πράγματι να είναι ο δικός μου Κόσμος αν, εκείνη η γιαγιά Αθηνά, πουλιόταν δούλα σ’ οποιονδήποτε αφέντη και σ’ οποιονδήποτε τόπο. Όλη η ιστορία των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής, της Ευρώπης και της Ασίας, ήταν και δική μου Ιστορία. Κι εγώ, ήμουν Ελεύθερη … να φαντάζομαι και να ζυγιάζω τις περιστάσεις…

Όμως, όταν κοιμόμουν τις νύχτες,  ονειρευόμουν κι έβλεπα εφιάλτες, την Αθηνά που στεκόταν άλαλη, ματωμένη κι αλυσοδεμένη, εμένα που είχα στο μέτωπό μου μια βαθιά ουλή, το τυπωμένο σημάδι του οικόσημου ενός αφέντη, που μέσα στον ύπνο μου μπερδευόταν με τα σήματα  των εμπορευμάτων που πωλούνται στην αγορά. Κι ένιωθα δούλα… υποταγμένη στη βούληση άλλων και σε καταστάσεις που μου  επιβάλλονταν με τη βία...
Ντρεπόμουν τον εαυτό μου γι’ αυτούς τους εφιάλτες μου, κι ένιωθα τύψεις που ήμουν ελεύθερη να περιπλανιέμαι, και νόμιζα πως αυτή τη σκλαβιά -που λευτερώνεται από τύχη ή από την μοίρα, δεν πρέπει να τη μάθει κανείς, πρέπει να μείνει μυστική, για να μην φανερωθεί το κρυφό σημάδι που είχα αποκτήσει στο μέτωπό μου, κι η πραγματική ουλή που είχε σημαδέψει την ψυχή μου. 

Ευτυχώς, την πρώτη εκείνη ημέρα της αποκάλυψης, η γιαγιά μου κι ο παππούς μου -που κατακεραυνώθηκαν απ’ τις ερωτήσεις μου-,  με διαβεβαίωσαν πως «Τώρα πια δεν πουλάνε ανθρώπους σαν σκλάβους, Απαγορεύεται!  Ούτε υπάρχουν σημαδεμένοι δούλοι. Βλέπεις κανέναν να έχει σταμπαρισμένα σχέδια επάνω του;».
Και με έπεισαν, και με καθησύχασαν, γιατί τότε, μόλις 20-25 χρόνια μετά τις θηριωδίες των ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα τατουάζ που σημαδεύουν για πάντα την σάρκα δεν ήταν της μόδας όπως είναι τώρα, και γιατί δεν μπορούσα να δω τα καλά κρυμμένα νούμερα που ήταν σταμπαρισμένα στα χέρια των ελάχιστων επιζώντων εβραίων της πόλης μου.
Κι αν καμιά φορά έβλεπα σταυρό χαραγμένο στα μέτωπα ηλικιωμένων γυναικών –όπως γινόταν παλιά σε μερικά χωριά της Μακεδονίας, νόμιζα πως αυτές οι γυναίκες γεννήθηκαν σκλάβες, που αργότερα, με την απαγόρευση, απελευθερώθηκαν. Και τις κοίταζα κοκαλωμένη, χωρίς να τολμήσω να μιλήσω ή να ρωτήσω για αυτούς τους σταυρούς, για να μην φανερωθούν και τα δικά μου κρυφά σημάδια.

Το βιβλίο «Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» που μου αγόρασε ο μπαμπάς εκείνο τον καιρό, για να με «διαφωτίσει» στο θέμα της δουλείας και της ελευθερίας, το διάβασα πολλές φορές απανωτά. Όμως έδωσα ολόκληρες μάχες με τον εαυτό μου για να πειστώ πως οι ήρωές του δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά άνθρωποι από πολύ παλιές ιστορίες που θα μπορούσαν να ήταν και δικές μου, μόνον αν γινόμουν η προ-προ-γιαγιά μου. Κι ευτυχώς, αυτό δεν μπορούσε να γίνει στον ξύπνιο μου, κι εγώ έμεινα ελεύθερη να φαντάζομαι τα δεινά των παλιών χρόνων, κι έναν υπέροχο κόσμο για το παρόν…

***
Την ημέρα που σκότωσαν τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, τον Απρίλη του ’68, δεν έπεφταν πια τοξικά δακρυγόνα στη γειτονιά μου -είχαμε δικτατορία. Ωστόσο εγώ κι ο μπαμπάς μου κλάψαμε και πάλι μαζί, αγκαλιασμένοι σφιχτά, γιατί εκείνη την ημέρα μου έμαθε πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που ζούνε σαν δούλοι και σκλάβοι, και γιατί εκείνη την ημέρα του έμαθα πως στον ύπνο μου γινόμουν κι εγώ σκλάβα, σαν την προ-προ-γιαγιά μου την Αθηνά.

***
Όταν υπογράφηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο για την αξιοποίηση της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, τον Οκτώβρη του ’12, έκλαψα όπως και τότε –χωρίς τον μπαμπά μου που ευτυχώς πέθανε νωρίτερα, γιατί ένιωσα ξανά στο πετσί μου πως, όπως και τώρα, όπως και τότε, όπως και πάντοτε, οι αφέντες κι οι εξουσίες πουλάνε τους υπηκόους τους σαν πραμάτεια μαγαζιού, με σκοπό να γεμίσουν τα ταμεία τους, να ξεπληρώσουν τα χρέη τους απ’ το κόστος των επιδρομών τους, να χρηματοδοτήσουν νέες επιδρομές, για νέες λεηλασίες γης,  φυσικών αγαθών κι ανθρώπινων ψυχών.

Από εκείνη την ημέρα του Μεσοπρόθεσμου, αηδιασμένη απ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, και για να μην ξαναπάθω εγκεφαλικό,  αποφάσισα να γράψω για όλα αυτά που σημάδεψαν τη ζωή μου, να βγάλω από μέσα μου όλα αυτά που έφραξαν το λαιμό μου, να προσπαθήσω να διακρίνω τα αληθινά πρόσωπα του ολοκληρωτισμού που κρύβονται πίσω από ποικίλα, σκληρά, βίαια  ή, κάποιες φορές, παράδοξα, παρδαλά, ανόητα, αστεία ή χαζά προσωπεία και μάσκες.

Γιατί οι ολοκληρωτισμοί που μπορούν να κυριεύσουν το σώμα μας, το μυαλό μας, τις αισθήσεις μας και τις θύμησές μας, πληγιάζουν, ματώνουν, κι αφήνουν βαθιές ουλές και στη νόηση και στην κατανόηση…, και γιατί, τα διάφορα θεραπευτικά πρωτόκολλα απαιτούν να πετάξουμε τις στολές που φοράει η ψυχή μας, να λευτερωθούμε απ’ τις χειροπέδες που σφίγγουν τη σκέψη μας και να ξεράσουμε τους κόμπους που πνίγουν τον λαιμό μας, βγάζοντας τις λαιμαριές μας.

* Η Στέλλα Ασλανίδου είναι Ιστορικός Τέχνης
---
http://tvxs.gr/news/san-simera/oi-thymises-poy-desmeyomai-na-ksernao-ap%E2%80%99-ti-sfagi-tis-xioy-mexri-simera 

20.3.15

Η πανοπλία και τα όπλα μου. Της Φωτεινής Βαρδή





Ντύθηκα την πανοπλία μου. Ζώστηκα το βαρύ όπλο. Πέρασα σταυρωτά τα φυσίγγια. Κράτησα την ασπίδα μου στο χέρι το αριστερό και ένα καλά ακονισμένο σπαθί στο δεξί.

Βγήκα στο στίβο της μάχης να παλέψω. Τα πλήθη ωρύονταν στις κερκίδες. Ο αντίπαλος δεν άργησε να φανεί. Είχε και αυτός βαριά αρματωσιά και μάτια να γυαλίζουν. Ή αυτός ή εγώ. Μονομάχοι στην αρένα.

Καθώς η πανοπλία ήταν βαριά έσερνα τα βήματα μου, σήκωνα σκόνη. Με κόπο κουβαλούσα τα άρματα μου. Η περικεφαλαία με ζέσταινε ανυπόφορα αλλά ήταν η προστασία μου και αγνόησα την ενόχληση που μου προκαλούσε.

Πλησίασα και κάρφωσα το σπαθί μου στο έδαφος μετρώντας τον αντίπαλο μου και κοιτάζοντας τον στα μάτια. Το ίδιο έκανε και αυτός.

Ξαφνικά με ένα ουρλιαχτό που μου φάνηκε να βγαίνει από αλλουνού ανθρώπου λαρύγγι άρπαξα γρήγορα το σπαθί και κατάφερα μερικά χτυπήματα στον άλλον που με τη σειρά του χτυπούσε αλύπητα και προέτασσα την ασπίδα μου προστατεύοντας το σιδερένιο μου κορμί.

Πάνω στη μάχη που είχε ανάψει κατάφερα με ένα σπάθισμα να αφοπλίσω τον εχθρό και να τον ρίξω ανάσκελα στο έδαφος.
Είδα το φόβο να καθρεφτίζεται στα μάτια του και ένα ικετευτικό βλέμμα. Καθώς στεκόμουν αναποφάσιστη  για τον αν θα του χαρίσω τη ζωή ή όχι ξύπνησα από το όνειρο ιδρωμένη, με στεγνό στόμα και μια θλίψη να με έχει καταλάβει.

Πολύ ζωντανό το όνειρο μου αυτό.
Σκεφτόμουν ότι κάθε μέρα δίνω μάχη. Ξεκινάω το πρωί λέγοντας ότι πάω στην παλαίστρα. Δίνω κουράγιο στον εαυτό μου με ένα χαμόγελο για να αντιμετωπίσω την καθημερινότητα και ντύνομαι την πανοπλία της δυναμικής γυναίκας.

Φοράω στενή φούστα, μαύρο καλσόν, μπλούζα με ντεκολτέ φτιάχνω το μαλλί και φοράω ψιλοτάκουνα. Μακιγιάρομαι και περνάω έντονο κραγιόν στα χείλη. Βάζω και λίγο από το αγαπημένο μου άρωμα. Παίρνω τη ασφυκτικά γεμάτη τσάντα μου, τα κλειδιά του αυτοκινήτου, το κινητό, φοράω το παλτό μου και ξεχύνομαι φουριόζα στο δρόμο.

Είναι μέρες που δεν θέλω να κουνήσω από το σπίτι. Θέλω να κάτσω με τις πιζάμες να φτιάξω με την ησυχία μου ένα καφέ, να απολαύσω τη σιωπή του πρωινού χωρίς να τρέχω να προλάβω δουλειές και γραμμές θανάτου(deadlines).

Θέλω να είμαι ο εαυτός μου χωρίς την υποχρέωση να παριστάνω την ατσαλάκωτη businesswoman.

Και τώρα που γράφω ακούω τα εξαρτήματα της πανοπλίας μου να τρίζουν. Να είσαι άριστη σε κάθε τι που κάνεις για να σκεφτούν θετικά οι γύρω σου για εσένα και την οικογένεια σου που έβγαλε ένα τόσο πετυχημένο παιδί.

Να δίνεις και ας νιώθεις να σε εκμεταλλεύονται χωρίς μέτρο. Κάνε τους άλλους να σε χρειάζονται σκέψου γι’ αυτούς πριν από αυτούς.

Χαμογέλασε και ας μην έχεις καμία διάθεση να το κάνεις.
Στην πανοπλία μου κολλάω χρόνο με το χρόνο και νέα φύλλα σιδήρου.-

14.3.15

Ξόρκι - Χρήστος Χατζόπουλος


Όσο βυθίζομαι στη Γνώση σου, ξόρκι που βγήκες από μένα, όλο και πιο ανάλαφρος επαναπροσδιορίζω τη σκιά μου.
Τόσο μεγαλώνει η λάμψη που με περιβάλλει.
Αυτός ο όγκος, ετούτα τα χέρια, ο καπνός που στροβιλίζεται σε αμέτρητα σχήματα, ανέφελες χαράξεις σε όλες τις κατευθύνσεις, γίνεται κουκίδα.
Το πιο μικρό αστέρι από στάχτες πλασμένο.
Και καταπίνεται ξανά απ’ το αυριανό αιώνιο σκοτάδι.

Δεν είναι τα μάτια φωτεινά.
Μήτε το βλέμμα οδηγός για να προβάλλει μονοπάτια.
Η μοναδικότητά τους είναι το ένα και το αυτό και το απέθαντο.
Μαθαίνουν άλλοτε γρήγορα κι άλλοτε αργά, να διακρίνουν το σκοτάδι.
Αυτό κάνουν τα μάτια.

Το σκοτάδι, τα έχει όλα!
Όλα τα χρώματα, όλη την αρμονία, όλες τις ψευδαισθήσεις.
Όλους τους χτύπους, τους παλμούς της παραφορτωμένης μας καρδιάς, χοχλάζει χωρίς αιτίες και καημούς.
Γύρω μας στέκεται αδηφάγο και ανέσπερο.
Το σκοτάδι.

Με κλειστά βλέφαρα ποτέ δε θα μάθεις.
Δε θα μάθεις ποτέ το σχήμα σου.
Την απόχρωσή σου.
Το πόσο μακριά φτάνεις.
Το ξόρκι να μιλήσεις.


Ο Βράχος - Χρήστος Χατζόπουλος

Κάθισα στο βράχο αυτό
Και σε θυμήθηκα
Στη σκληρότητα της αλήθειας του
Άνοιξε το σώμα μου
Και ξεχύθηκε
Η απάτη μιας ζωής πολλαπλασιασμένης
Την πέτρα τη σμιλεύεις με κόπο
Με πόνο
Κι’ όλα τα κόκκαλά σου
Έχουν αλλάξει σχήμα
Μέχρι ν’ αλλάξεις το δικό της

Εγώ κρατώ την πύρινη ρομφαία
Εγώ κρατώ
Και τη βροχή
Τα δάκρυα χιλιάδων ψυχών
Μου πνίξανε το στόμα
Να βγάλω μέσα στο βλέμμα
Το ανείπωτο
Κι όσα δε μαρτυρά
Ο βράχος

Φροντίδα ζητάει
Η πληγή
Νοιάξιμο
Το μαχαίρι
Πριν γίνει
Λεπίδα
Η λαβή

Εγώ στο βράχο πάνω
Αυτόν
Τώρα θα κόψω τη σκιά σου
Στο ίδιο ύψος
Ν’ ακολουθείς
Είτε σαν
Ναι
Με ανταμώσεις
Είτε σαν
Όχι

Με αφήσεις
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου