Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

11.12.15

Ζαν-Πολ Σαρτρ: Επιμένω σε μια παιδική αυταπάτη: την αυταπάτη πως ένας άνθρωπος μπορεί να βελτιώσει τον εαυτό του.



 «Το μέλλον σας είναι προσχεδιασμένο, ένα μέλλον που έφτιαξαν άλλοι για σας». Αυτή είναι η κόλαση.

Αποσπάσματα από τη συνέντευξη του Jean - Paul Sartre, 1905-1980 που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του, Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός (εκδ. Ρούγκα). 

«Η ΚΟΛΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ»: Οι άλλοι άνθρωποι αποτελούν την κόλαση από την άποψη ότι από την στιγμή που γεννιέστε βρίσκεστε σε μια κατάσταση στην οποία είστε αναγκασμένος να υποταχτείτε. Γεννιέστε σαν γιος ενός πλουσίου, ή ενός Αλγερινού, ή ενός γιατρού, ή ενός Αμερικανού. Και το μέλλον σας είναι αυστηρά προσχεδιασμένο, ένα μέλλον που έφτιαξαν άλλοι για σας. Δεν το δημιούργησαν άμεσα, αλλά αποτελούν ένα μέρος μιας κοινωνικής τάξεως που κάνουν αυτό που είσθε. Όλα αυτά σωριάστηκαν πάνω σας από άλλους ανθρώπους. Κι η σωστή περιγραφή της υπάρξεως αυτής είναι κόλαση.

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ το έργο ανθρώπων που βλέπουν ξεκάθαρα και που παίρνουν υπόψη τους το σύνολο της ανθρωπότητας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να παραδεχτεί ότι υπάρχει σ’ ένα κόσμο όπου παιδιά πεθαίνουν της πείνας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να καταλάβει ότι είναι μέσα στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, σαν συγγραφέων και ανθρώπων, να κάνουμε κάτι για τους άλλους και οι άλλοι μπορούν να κάνουν κάτι για μας.


ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΠΡΩΙΑ μπορεί κανείς, τη στιγμή που θα φοράει τις κάλτσες του, ν’ αποφασίσει: «Χμ! σήμερα θ’ ανακαλύψω έναν κώδικα ηθικής». Μα ένας κώδικας ηθικής δεν είναι δυνατό να «εφευρεθεί». Σήμερα δεν υπάρχει ένα αληθινό ηθικό σύστημα, κι αυτό γιατί λείπουν οι συνθήκες που θα έκαναν έναν ηθικό κώδικα άξιο του ονόματός του. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν ο ένας τον άλλον. Πάρα πολλές μηχανές, όπως έλεγα, και κοινωνικά οικοδομήματα παρεμποδίζουν την ορατότητα. Είναι αδύνατο να μιλάμε σήμερα για ένα αληθινό ηθικό σύστημα: Μπορούμε να μιλάμε μόνο για ηθικούς κώδικες συγκεκριμένων τάξεων που αντανακλούν τις ειδικές τους συνήθειες και συμφέροντα. Λείπουν οι βασικοί όροι που θα ‘καναν τους ανθρώπους ικανούς να έχουν μια νέα κοινωνική τάξη. Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας είναι αναπόφευκτο το πλήθος των κοινωνικών οικοδομημάτων -για να μην αναφέρουμε τις προσωπικές υποχρεώσεις, την ατομική μοίρα- να δημιουργούν εμπόδια στην αμοιβαία κατανόηση. Κι έτσι βαδίζετε μαζί με την προσωπική σας μοίρα και συναντάτε ένα Νέγρο, ή έναν Άραβα, που ο καθένας του έχει τη δική του τύχη και οποιαδήποτε πραγματική σχέση μαζί τους γίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Ή θα πρέπει να ανήκετε σε κάποια «κίνηση» στην οποία αποξενώνεστε ολοκληρωτικά, με οτιδήποτε βρίσκεται έξω απ’ αυτήν, για να συνδεθείτε, ας πούμε με τον αγώνα των Αλγερινών. Και σ’ αυτή όμως την περίπτωση -παρ’ όλες τις καλές προθέσεις- δεν θα πετύχετε την πλήρη αλληλεγγύη. Ο άνθρωπος με τον οποίο θα έρθετε σ’ επαφή δεν θα είναι γα σας ένας εντελώς άνθρωπος, θα είναι ένα «πράγμα». Το να μεταχειριστούμε όμως έναν άνθρωπο σαν άνθρωπο, σαν μια ανθρώπινη ύπαρξη, αυτό αποτελεί ζήτημα αρχής, μιας αρχής που δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψουμε.

ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΚΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ, από την αυταπάτη πως ένας αστός συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να είναι απαισιόδοξος, ότι είναι καταδικασμένος στη μοναξιά από το γεγονός ότι σήκωσε κάποτε τα όπλα κατά της κοινωνίας. Στις «Λέξεις» περιγράφω πώς έφθασα στο σημείο να είμαι μέλος της κοινωνίας - μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε κίνηση. Κι επειδή έχω απαλλαγεί από τις αυταπάτες της νιότης πιστεύω πως έχω γίνει αισιόδοξος.

ΕΧΩ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΡΚΕΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΟΣΑ χρημάτων για ξόδεμα. Αλλά έχω και πολλές υποχρεώσεις. Και είναι γεγονός πως το αίσθημα της κατοχής μού είναι μισητό. Μου φαίνεται πως μας κατέχουν τα πράγματα που έχουμε στη διάθεσή μας. Είτε είναι αυτά χρήματα ή πράγματα τα οποία μπορούμε ν’ αγοράσουμε μ’ αυτά. Όταν κάτι μού αρέσει, θέλω πάντα να το δίνω σε κάποιον άλλον. Δεν πρόκειται για γενναιοδωρία. Είναι γιατί θέλω μόνο και μόνο να σκλαβωθούν άλλοι από τα αντικείμενα, κι όχι εγώ. Κι ευχαριστιέμαι από τη σκέψη πως κάποιος άλλος θα ευχαριστηθεί από το αντικείμενο που θα του δώσω.

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΟΤΙ ΕΧΩ ΓΡΑΨΕΙ μερικά βιβλία, αλλά το θεωρώ καθήκον μου να υπερασπιστώ τις ιδέες που εκφράζονται στα βιβλία αυτά, κι αν ακόμη τα πράγματα αλλάξουν, και τότε πια δεν είμαι ο εαυτός μου, θα γινόμουν το θύμα των βιβλίων μου. Δεν νομίζω πως θα έπρεπε κανένας να κάνει αυτό που έκανε ο Ζιντ, να ξεκόβει συστηματικά από το παρελθόν του. Θέλω όμως να είμαι πάντα προσιτός στην αλλαγή. Δεν νιώθω τον εαυτό μου δεσμευμένο από οτιδήποτε έχω γράψει. Από την άλλη όμως πλευρά και δεν αποκηρύττω ούτε μια λέξη απ’ αυτά.

ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΟ ΤΩΡΑ είναι ένας όρος που τον θεωρώ προσωρινό και που επιθυμώ να τον αφήσω πίσω. Επιμένω σε μια παιδική αυταπάτη: την αυταπάτη πως ένας άνθρωπος μπορεί να βελτιώσει τον εαυτό του.

ΕΡΩΤΗΣΗ: ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΔΕΧΘΗΚΑΤΕ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ; - Σαρτρ: Καλύτερα να μη μιλήσω γι’ αυτό. - Γιατί; -Σαρτρ: Γιατί δεν νομίζω πως μία ακαδημία ή ένα βραβείο μπορεί να έχει καμιά σχέση μαζί μου. Εκείνο που θεωρώ για μεγαλύτερη τιμή είναι να με διαβάζουν.

---
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Charles Aymard Sartre, 21 Ιουνίου 1905 - Παρίσι 15 Απριλίου 1980), ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και κριτικός, γνωστότερος εκπρόσωπος του υπαρξισμού. Σπούδασε Φιλοσοφία και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δραστηριότητα. Μετά τη λήξη του, ίδρυσε μαζί με τον Μορίς Mερλό Ποντί το περιοδικό «Σύγχρονοι Καιροί». Σύντροφος της ζωής του υπήρξε η Σιμόν ντε Μποβουάρ, αν και δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Θεωρούσε ότι οι διανοούμενοι πρέπει να παίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και ο ίδιος στήριζε τις αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή του και το έργο του. Ο Σαρτρ υποστήριζε ένα νέο ουμανισμό, σ’ ένα κόσμο χωρίς την ανάγκη θεού. Τις ιδέες του κατόρθωσε να τις περάσει και μέσα από τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του έργα. Λόγω της αθεϊστικής στάσης του, όλα τα βιβλία του τοποθετήθηκαν από την καθολική εκκλησία στη λίστα των απαγορευμένων. Αποστρεφόταν τις επίσημες τελετές και τα αξιώματα και για αυτό το λόγο, το 1964, αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1964. Τα δύο πιο σημαντικά φιλοσοφικά του έργα θεωρούνται «Το είναι και το μηδέν» (1943) και η «Κριτική της διαλεκτικής λογικής» (1960). 

[Πηγή: www.doctv.gr]



Σαρτρ: Επιμένω στην παιδική αυταπάτη «Το μέλλον σας είναι προσχεδιασμένο, ένα μέλλον που έφτιαξαν άλλοι για σας». Αυτή είναι η κόλαση. Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ με δικά του λόγια DOC TV 18.06.2014 Ζαν-Πωλ Σαρτρ και Σιμόν ντε Μποβουάρ Αποσπάσματα από τη συνέντευξη του Ζαν-Πολ Σαρτρ που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του, Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός (εκδ. Ρούγκα). «Η ΚΟΛΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ»: Οι άλλοι άνθρωποι αποτελούν την κόλαση από την άποψη ότι από την στιγμή που γεννιέστε βρίσκεστε σε μια κατάσταση στην οποία είστε αναγκασμένος να υποταχτείτε. Γεννιέστε σαν γιος ενός πλουσίου, ή ενός Αλγερινού, ή ενός γιατρού, ή ενός Αμερικανού. Και το μέλλον σας είναι αυστηρά προσχεδιασμένο, ένα μέλλον που έφτιαξαν άλλοι για σας. Δεν το δημιούργησαν άμεσα, αλλά αποτελούν ένα μέρος μιας κοινωνικής τάξεως που κάνουν αυτό που είσθε. Όλα αυτά σωριάστηκαν πάνω σας από άλλους ανθρώπους. Κι η σωστή περιγραφή της υπάρξεως αυτής είναι κόλαση. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ το έργον ανθρώπων που βλέπουν ξεκάθαρα και που παίρνουν υπόψη τους το σύνολο της ανθρωπότητας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να παραδεχτεί ότι υπάρχει σ’ ένα κόσμο όπου παιδιά πεθαίνουν της πείνας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να καταλάβει ότι είναι μέσα στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, σαν συγγραφέων και ανθρώπων, να κάνουμε κάτι για τους άλλους και οι άλλοι μπορούν να κάνουν κάτι για μας. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΠΡΩΙΑ μπορεί κανείς, τη στιγμή που θα φοράει τις κάλτσες του, ν’ αποφασίσει: «Χμ! σήμερα θ’ ανακαλύψω έναν κώδικα ηθικής». Μα ένας κώδικας ηθικής δεν είναι δυνατό να «εφευρεθεί». Σήμερα δεν υπάρχει ένα αληθινό ηθικό σύστημα, κι αυτό γιατί λείπουν οι συνθήκες που θα έκαναν έναν ηθικό κώδικα άξιο του ονόματός του. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν ο ένας τον άλλον. Πάρα πολλές μηχανές, όπως έλεγα, και κοινωνικά οικοδομήματα παρεμποδίζουν την ορατότητα. Είναι αδύνατο να μιλάμε σήμερα για ένα αληθινό ηθικό σύστημα: Μπορούμε να μιλάμε μόνο για ηθικούς κώδικες συγκεκριμένων τάξεων που αντανακλούν τις ειδικές τους συνήθειες και συμφέροντα. Λείπουν οι βασικοί όροι που θα ‘καναν τους ανθρώπους ικανούς να έχουν μια νέα κοινωνική τάξη. Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας είναι αναπόφευκτο το πλήθος των κοινωνικών οικοδομημάτων -για να μην αναφέρουμε τις προσωπικές υποχρεώσεις, την ατομική μοίρα- να δημιουργούν εμπόδια στην αμοιβαία κατανόηση. Κι έτσι βαδίζετε μαζί με την προσωπική σας μοίρα και συναντάτε ένα Νέγρο, ή έναν Άραβα, που ο καθένας του έχει τη δική του τύχη και οποιαδήποτε πραγματική σχέση μαζί τους γίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Ή θα πρέπει να ανήκετε σε κάποια «κίνηση» στην οποία αποξενώνεστε ολοκληρωτικά, με οτιδήποτε βρίσκεται έξω απ’ αυτήν, για να συνδεθείτε, ας πούμε με τον αγώνα των Αλγερινών. Και σ’ αυτή όμως την περίπτωση -παρ’ όλες τις καλές προθέσεις- δεν θα πετύχετε την πλήρη αλληλεγγύη. Ο άνθρωπος με τον οποίο θα έρθετε σ’ επαφή δεν θα είναι γα σας ένας εντελώς άνθρωπος, θα είναι ένα «πράγμα». Το να μεταχειριστούμε όμως έναν άνθρωπο σαν άνθρωπο, σαν μια ανθρώπινη ύπαρξη, αυτό αποτελεί ζήτημα αρχής, μιας αρχής που δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψουμε. ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΚΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ, από την αυταπάτη πως ένας αστός συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να είναι απαισιόδοξος, ότι είναι καταδικασμένος στη μοναξιά από το γεγονός ότι σήκωσε κάποτε τα όπλα κατά της κοινωνίας. Στις «Λέξεις» περιγράφω πώς έφθασα στο σημείο να είμαι μέλος της κοινωνίας - μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε κίνηση. Κι επειδή έχω απαλλαγεί από τις αυταπάτες της νιότης πιστεύω πως έχω γίνει αισιόδοξος. ΕΧΩ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΡΚΕΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΟΣΑ χρημάτων για ξόδεμα. Αλλά έχω και πολλές υποχρεώσεις. Και είναι γεγονός πως το αίσθημα της κατοχής μού είναι μισητό. Μου φαίνεται πως μας κατέχουν τα πράγματα που έχουμε στη διάθεσή μας. Είτε είναι αυτά χρήματα ή πράγματα τα οποία μπορούμε ν’ αγοράσουμε μ’ αυτά. Όταν κάτι μού αρέσει, θέλω πάντα να το δίνω σε κάποιον άλλον. Δεν πρόκειται για γενναιοδωρία. Είναι γιατί θέλω μόνο και μόνο να σκλαβωθούν άλλοι από τα αντικείμενα, κι όχι εγώ. Κι ευχαριστιέμαι από τη σκέψη πως κάποιος άλλος θα ευχαριστηθεί από το αντικείμενο που θα του δώσω. ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΟΤΙ ΕΧΩ ΓΡΑΨΕΙ μερικά βιβλία, αλλά το θεωρώ καθήκον μου να υπερασπιστώ τις ιδέες που εκφράζονται στα βιβλία αυτά, κι αν ακόμη τα πράγματα αλλάξουν, και τότε πια δεν είμαι ο εαυτός μου, θα γινόμουν το θύμα των βιβλίων μου. Δεν νομίζω πως θα έπρεπε κανένας να κάνει αυτό που έκανε ο Ζιντ, να ξεκόβει συστηματικά από το παρελθόν του. Θέλω όμως να είμαι πάντα προσιτός στην αλλαγή. Δεν νιώθω τον εαυτό μου δεσμευμένο από οτιδήποτε έχω γράψει. Από την άλλη όμως πλευρά και δεν αποκηρύττω ούτε μια λέξη απ’ αυτά. ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΟ ΤΩΡΑ είναι ένας όρος που τον θεωρώ προσωρινό και που επιθυμώ να τον αφήσω πίσω. Επιμένω σε μια παιδική αυταπάτη: την αυταπάτη πως ένας άνθρωπος μπορεί να βελτιώσει τον εαυτό του. ΕΡΩΤΗΣΗ: ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΔΕΧΘΗΚΑΤΕ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ; - Σαρτρ: Καλύτερα να μη μιλήσω γι’ αυτό. - Γιατί; -Σαρτρ: Γιατί δεν νομίζω πως μία ακαδημία ή ένα βραβείο μπορεί να έχει καμιά σχέση μαζί μου. Εκείνο που θεωρώ για μεγαλύτερη τιμή είναι να με διαβάζουν. Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Charles Aymard Sartre, 21 Ιουνίου 1905 - Παρίσι 15 Απριλίου 1980), ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και κριτικός, γνωστότερος εκπρόσωπος του υπαρξισμού. Σπούδασε Φιλοσοφία και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δραστηριότητα. Μετά τη λήξη του, ίδρυσε μαζί με τον Μορίς Mερλό Ποντί το περιοδικό «Σύγχρονοι Καιροί». Σύντροφος της ζωής του υπήρξε η Σιμόν ντε Μποβουάρ, αν και δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Θεωρούσε ότι οι διανοούμενοι πρέπει να παίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και ο ίδιος στήριζε τις αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή του και το έργο του. Ο Σαρτρ υποστήριζε ένα νέο ουμανισμό, σ’ ένα κόσμο χωρίς την ανάγκη θεού. Τις ιδέες του κατόρθωσε να τις περάσει και μέσα από τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του έργα. Λόγω της αθεϊστικής στάσης του, όλα τα βιβλία του τοποθετήθηκαν από την καθολική εκκλησία στη λίστα των απαγορευμένων. Αποστρεφόταν τις επίσημες τελετές και τα αξιώματα και για αυτό το λόγο, το 1964, αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1964. Τα δύο πιο σημαντικά φιλοσοφικά του έργα θεωρούνται «Το είναι και το μηδέν» (1943) και η «Κριτική της διαλεκτικής λογικής» (1960). [Πηγή: www.doctv.gr]

24.10.15

Όλα τα λάθη των μαμάδων σε 10 φωτογραφίες

Kαθόλου πρωτότυπο, μάλλον χιλιοειπωμένο μα οι άνθρωποι που μας μεγαλώνουν είναι γεγονός πως διαμορφώνουν σε τεράστιο βαθμό την ψυχοσύνθεσή μας και είναι αυτοί που βάζουν με μικρές καθημερινές κινήσεις τις ρόδες μας σε συγκεκριμένες ράγες. Η σχέση δε με τη μητέρα έχει πλουτίσει γενιές ψυχοθεραπευτών που ορίζουν τις πράξεις της ή την απουσία τους, ως τη βασικότερη αιτία σχηματισμού της προσωπικότητάς μας.

Δυο είναι οι λέξεις κλειδιά που ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου: προσωπική θεώρηση των πραγμάτων και προβολή αποθημένων στο παιδί μας. Αυτές είναι οι κυριότερες αφετηρίες που μπορούν να κάνουν την ανατροφή ενός πειδιού τοξική. Άλλες φορές από υπέρμετρη αγάπη, άλλες από άγνοια και άλλες από δικά τους βιώματα οδηγούν τα παιδιά σε αδιέξοδα και αγκυλωμένο μεγάλωμα. Η Ρωσίδα φωτογράφος Anna Padchenko μέσα σε μερικές εικόνες έκλεισε όλα τα θανάσιμα λάθη που κάνουν οι μαμάδες όλου του κόσμου.
skoteini_mitrotita_400
h-allh-pleura-ths-mhtrikhs-agaphs5
Η υπερπροστατευτικότητα που μπορεί να πνίξει.
h-allh-pleura-ths-mhtrikhs-agaphs7
Τα παιδιά δεν είναι τηλεκατευθυνόμενα. Κανένα κουμπί δεν μπορεί να τα ορίσει ουσιαστικά.
skoteini_mitrotita_400_2
Η χειραγώγηση δεν είναι ο δρόμος, αλλά το αδιέξοδο.
PicMonkey Collage
Το παιδί που υπηρετεί έστω και έμμεσα τη μητέρα και μάλιστα… εφ’ όρου ζωής.
skoteini_mitrotita_550_3
Η παραβίαση της ιδιωτικότητας.
skoteini_mitrotita_550_10
Η μητέρα που κρατάει το παιδί δίπλα της, με κάθε κόστος.
skoteini_mitrotita_550_4
Αυτό που δεν κατάφερε η μαμά, ασφαλώς θα το καταφέρει το παιδί της…θέλοντας και μη.
skoteini_mitrotita_550_7
Νο comments… κάθε Ελληνίδα μάνα καταλαβαίνει…
h-allh-pleura-ths-mhtrikhs-agaphs10
Μητέρα-βασίλισσα και μάλιστα αλάνθαστη.
---
Πηγή: 4moms.gr

3.7.15

Σιγά μη φοβηθώ.

Από την Παρασκευή 25 Ιουνίου οι εξελίξεις είναι πολλές και συνεχείς. Λέγονται και γράφονται πολλά και ακούγονται ακόμα περισσότερα.
Ήμουν της άποψης ότι οι πολίτες αυτής της χώρας πρέπει να παραμείνουν ανεπηρέαστοι, να σκεφτούν καθαρά και να αποφασίσουν τελικά ποιο είναι το καλύτερο για αυτούς , εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή που θα βρεθούν στην κάλπη την Κυριακή της 5ης Ιουλίου 2015.
Τελικά όμως η κατάσταση ξέφυγε από κάθε όριο, η πλειοψηφία των ανθρώπων παρεκτράπηκε, όλοι είπαν την άποψή τους, τις άκουσα όλες με προσοχή, τελικά η σκέψη που είχα από την αρχή δεν άλλαξε.
Με τις γραμμές αυτές θα «δώσω» δικαίωμα σε πολλούς να πουν διάφορα, αρκετοί θα με διαγράψουν από «φίλο» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Πριν από την τοποθέτησή μου, θα σας πω κάποια πράγματα για εμένα.
Δεν είχα εύκολη ζωή, δεν ήταν όλα στρωμένα και έτοιμα. Δούλεψα πρώτη φορά στα δεκαέξι μου, επειδή ήθελα να έχω δικά μου χρήματα και να αγοράσω ένα μηχανάκι. Έχασα ένα καλοκαίρι, πέτυχα όμως τον σκοπό μου.
Στην πορεία έχασα το νόημα της ζωής, ήμουν φύλλο και φτερό στον άνεμο, πήγαινα από εδώ και από εκεί.
Το 2005 άρχισα να εργάζομαι ως ελεύθερος επαγγελματίας, σύμβουλος τουριστικών επιχειρήσεων ήμουνα. Στην αρχή υπήρξαν πολλές δυσκολίες, μετά καλυτέρευσαν τα πράγματα.
Το 2008 πέρασα μία προσωπική κρίση. Βρισκόμουν στο μεταίχμιο, μεταξύ ζωής και θανάτου, τελικά, μετά από πολύ παζάρι, πίστη στον εαυτό μου και ακόμα περισσότερη  προσωπική έκθεση, αποφάσισα πως η ζωή είναι ωραία και πάλεψα για την κερδίσω πάλι.
Λίγο μετά άρχισε η κρίση. Εγώ την κατάλαβα από πολύ νωρίς, μάλλον ήμουν από τους πρώτους. Οι φίλοι μου έβγαιναν, για καφέ, φαγητό ή ποτό, με καλούσαν και εγώ αρνιόμουν επειδή δεν είχα χρήματα να ξοδέψω και ήξερα πολύ καλά ότι και αυτοί δεν είχαν να μου δανείσουν.
Μετά, κάποιοι κυβερνώντες αποφάσισαν, χωρίς να ρωτήσουν κανέναν, ότι το καλύτερο για τους Έλληνες πολίτες είναι να υπογράψουν τα μνημόνια, ορισμένοι χωρίς καν να τα διαβάσουν (για να μην ξεχνάμε αυτούς που δεν γνώριζαν που έβαζαν την υπογραφή τους) και να μας βάλουν σε μία ατελείωτη οικονομική ύφεση.
Το 2014 ήταν η πιο περίεργη χρονιά για εμένα. Από την μία εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο, από την άλλη ο πατέρας μου πέθανε.
Την ίδια χρονιά μας είπαν ότι ήρθε η ανάπτυξη. Εγώ δεν είδα τίποτα τέτοιο. Ως εκπαιδευτής ενηλίκων είδα το ΙΝΕΔΙΒΙΜ (Ίδρυμα Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης), ένα Ν.Π.Ι.Δ. υπεύθυνο για τη λειτουργία των δημοσίων ΙΕΚ να μην πληρώνει τους καθηγητές. Πλήρωσε έναντι μόνο σε κάποιους τον Απρίλιο του 2015. Σε ποιους; Τους δημόσιους υπάλληλους, τους ιδιωτικούς υπαλλήλους και τους εκπαιδευτές που εργάζονται μόνο ως τέτοιοι. Και ποιους δεν πλήρωσε το ΙΝΕΔΙΒΙΜ; Όσους ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες και είχαν εκδώσει Τιμολόγιο Παροχής Υπηρεσιών. Δεν έχει σημασία αυτή την στιγμή το γιατί έγινε αυτό.
Επομένως εγώ έχω πτωχεύσει εδώ και εννέα (9) μήνες, καθώς είμαι απλήρωτος από τον Οκτώβριο 2014.
Για πρώτη φορά μου δίνεται η ευκαιρία να αποφασίσω εγώ και όχι οι άλλοι.
Μου λένε ότι αν πω «όχι», θα χάσω ότι έχω καταφέρει μέχρι τώρα στη ζωή μου.
Θα γίνει η καταστροφή, θα χρεοκοπήσουμε, θα γυρίσουμε στη δραχμή και θα τα χάσουμε όλα.
Σιγά μην φοβηθώ.
Κυρίες και κύριοι, εγώ τα έχω χάσει όλα εδώ και χρόνια. Τι μένει να πάρετε από εμένα; Τίποτα. Γιατί την αξιοπρέπειά μου δεν μπορείτε να την ακουμπήσετε.
Επομένως, λέω να ψηφίσω ΌΧΙ.
Ας είναι αυτό το ΌΧΙ η αρχή να δω ξανά στο δρόμο κεφάλια όρθια και όχι σκυμμένα, να δω πρόσωπα καθαρά και αξιοπρεπή.
Και αν είναι να τα χάσω όλα, ας τα χάσω. Όπως το 2008 πάτησα στα πόδια μου, ανέλαβα τις ευθύνες μου και προχώρησα, έτσι θα το ξανακάνω. Μπορώ να τα καταφέρω ξανά. Αλλά το κεφάλι δεν θα το κατεβάσω, δεν το έκανα ποτέ, δεν θα το κάνω ούτε και τώρα. Για κανένα… (στις τρεις τελίτσες συμπληρώστε όποιο χαρακτηρισμό εσείς προτιμάται)
Και να τονίσω και αυτό: Ποτέ μου δεν ψήφισα ΣΥΡΙΖΑ και σίγουρα είμαι εναντίον των ΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής, αλλά το ΌΧΙ είναι η μοναδική επιλογή για εμένα.
Και για όσους με διαγράψουν, τους αφιερώνω τους στίχους ενός τραγουδιού:
«Όταν γυρίσω θα τους γαμήσω
και αν αργήσω δώσ' τους κι αυτό,
είναι τ' αρχίδια μου τα δυό».

Πέτρος Κ. Γαλιατσάτος

4.4.15

Ένα χρήσιμο μάθημα ψυχολογίας από τη Φωτεινή Τσαλίκογλου

[...] Το γιατρικό της αλήθειας και της μη συγκάλυψης του πόνου που κυριαρχεί στο «Ευτυχισμένο νησί» είναι, έτσι τουλάχιστον πιστεύω εγώ, ένα χρήσιμο μάθημα ψυχολογίας […] Η συγγραφέας και καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πάντειο Παν/μιο Φωτεινή Τσαλίκογλου, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή το ευτυχισμένο νησί της, "μια μαγική ιστορία για όλους όσοι επιμένουν να ζουν και να ονειρεύονται με μάτια ανοιχτά".

Πώς σκέφτηκες να γράψεις αυτό το παραμύθι;

Δεν το σχεδίασα, δεν υπήρξε προμελέτη. Σαν από μονό του έγινε. Σαν υπνωτισμένη, με πήρε από το χέρι η τυφλή πριγκίπισσα και με οδήγησε σε άγνωστα και δύσβατα μονοπάτια.

Τα έχει αυτά η γραφή, γνωρίζει πράγματα κριμένα μέσα σου που εσύ αγνοείς. Πράγματα θαμμένα  από τον παλιό καιρό αίφνης αναδύονται στο χαρτί.

Έτσι λοιπόν ο βασιλιάς Αιγέας, το αγόρι από τη χώρα του πολέμου, η νεκρή μητέρα, το χρυσόψαρο με τη μυστική γλώσσα, ενέσκηψαν μέσα στο μυαλό μου και με οδήγησαν στη χώρα  του «όλα είναι  δυνατόν να συμβούν».

Ποιά είναι τα "συστατικά" μιας …ευτυχισμένης χώρας;

Η χώρα αυτή δεν υπάρχει. Ευτυχισμένη θα ήταν η χώρα που θα είχε νικήσει τη φθορά, το θάνατο, τον πόλεμο, την οδύνη.  Μόνο στα παραμύθια ανθίζουν οι ουτοπίες.

Για  να το πω αλλιώς, όμως, θα πω ότι ευτυχισμένη είναι η χώρα που όχι μόνον στο συλλογικό φαντασιακό της, αλλά και στην καθημερινότητα της, τολμά να ερωτοτροπεί με την ουτοπία της ευτυχίας.

Αντίθετα,  πότε και από που έρχεται συνήθως η δυστυχία στους ανθρώπους της, όπως ήρθε και η δυστυχία στο νησί του παραμυθιού σου;

Οι έσχατες έγνοιες προσκαλούν και προκαλούν τη δυστυχία. Ο φόβος της ελευθερίας, η επιθυμία και ο φόβος της αγάπης, ο τρόμος αλλά και η ανάγκη της  εγγύτητας,  το αίτημα της θαλπωρής και της ασφάλειας έτσι καθώς συγκρούονται   με  το αίτημα της αυτονομίας.

Στο ευτυχισμένο νησί η δυστυχία ενσκήπτει μέσα από το καμουφλάζ του πόνου. «Η ευτυχία και το παράλογο», όπως έχει ειπωθεί, «είναι παιδιά  μιας ίδιας γης», κι όσο τα χωρίζουμε, όσο πάμε να προφυλάξουμε σε ένα κουκούλι, αυτό που ο καθένας μας ορίζει σαν ευτυχία, τόσο αφιλόξενη μας φαίνεται η γη που κατοικούμε.

Ποιό είναι το μυστικό για να ξεπεραστεί η δυστυχία; 

Όσο περνάει ο καιρός, όσο μεγαλώνω, τόσο πιο πολύ πείθομαι ότι η δυστυχία όσο πας να την αποφύγεις τόσο βρίσκει τρόπους να στοιχειώνει και να εγκαθίσταται μέσα σου.

Πρόκειται για μια  επίμονη και πανούργα ύπαρξη, θα πρέπει να γίνεις πιο επινοητικός από εκείνην, να την ξεγελάσεις. Να βρεις τρόπους να την αποφύγεις συγκατοικώντας μαζί της. Έτσι και φανείς αδύναμος και έμφοβος και τρεμάμενος μπροστά της χάθηκες.

Υπάρχει κάποια μεταφορά ταύτισης με την …ευτυχισμένη Ελλάδα -προ κρίσης- και την ...δυστυχισμένη του σήμερα; Και αν ναι, πως εκφράστηκε μέσα από το βιβλίο σου;

Η προ κρίση, και καλά, ευτυχισμένη  Ελλάδα ήταν ένας καθησυχαστικός μύθος για να κοιμούνται τα μωρά και να πηγαίνουν οι γονείς σε ανούσια και πλαδαρά και άνευρα ξενυχτάδικα. Η προ κρίσης ευτυχία ήταν ένας ακόμα μύθος.

Σε ποιόν θα έκανες δώρο ένα τέτοιο παραμύθι σήμερα, αν δεν το είχες γράψει εσύ, και γιατί;

Ωραία ερώτηση… Θα το δώριζα στους φοιτητές μου. Γιατί  το γιατρικό της αλήθειας και της μη συγκάλυψης του πόνου που κυριαρχεί στο ευτυχισμένο νησί, είναι, έτσι τουλάχιστον πιστεύω εγώ, ένα χρήσιμο μάθημα ψυχολογίας. Έπειτα θα το δώριζα στις δυο φίλες μου που δεν ζουν πια. Στην παιδική μου φίλη Λένα και στη Μαργαρίτα.

Κι έτσι καθώς τα παραμύθια και το ασυνείδητο δεν πιστεύουν στο θάνατο, θα μπορούσαν για χάρη μου, έστω για μια μέρα, οι δυο χαμένες φίλες μου να επιστρέψουν στη γη. Θα τους έδινα τότε το βιβλίο μου γραμμένο από μια άγνωστη συγγραφέα.

«Διαβάστε το» θα τους έλεγα, «έχει πολύ ήλιο στο εξώφυλλο και είναι και μικρό, άλλωστε δεν κρατάει πολύ, όσο ένα χαμόγελο ή ένας λυγμός».

Φεύγοντας θα τους δώριζα και το χρυσόψαρο με τη μυστική γλώσσα για να έχουν συντροφιά εκεί που είναι. ‘’Αντίο’’ θα τους έλεγα και θα τους έκλεινα συνωμοτικά το μάτι…


Φωτεινή Τσαλίκογλου, Το ευτυχισμένο νησί. Μια μαγική ιστορία, Εκδόσεις Καστανιώτη - 2015, 96 σελ.

Έγινε νύχτα κι όλα μονομιάς άλλαξαν.
Η Κοραλλένια, η μονάκριβη κόρη του βασιλιά Αιγέα, ξαφνικά έχασε το φως της.
Το Ευτυχισμένο Νησί βυθίστηκε στη θλίψη.
Την ίδια εκείνη νύχτα, ανοιχτά στο πέλαγος, ένα αγόρι πάλευε με τα κύματα.
Μαζί του ήταν ένα χρυσόψαρο, που γνώριζε μια μυστική γλώσσα.
Σε λίγο θα έφταναν στο νησί της τυφλής πριγκίπισσας.
Είχαν ένα σχέδιο κρυφό να εκπληρώσουν.
Έρχονταν από μακριά, από τη Χώρα του Πολέμου.
Κι εκεί δεν ξέρεις ποτέ αν το ξημέρωμα θα σε βρει ζωντανό ή αν κάποια αδέσποτη σφαίρα θα σε χτυπήσει κατευθείαν στην καρδιά σου κι όλα όσα ονειρεύτηκες θα γίνουν κομμάτια.
Το αγόρι ήθελε να ζήσει.
Κι έφερνε ένα σπουδαίο γιατρικό στο πρώην Ευτυχισμένο Νησί.
Μια μαγική ιστορία για όλους όσοι επιμένουν να ζουν και να ονειρεύονται με μάτια ανοιχτά.
---
http://tvxs.gr/news/biblio/ena-xrisimo-mathima-psyxologias-apo-ti-foteini-tsalikogloy
.

29.3.15

Το Αμάρτημα του Πατρός μου - Χρήστος Χατζόπουλος

«Εγώ δεν ακούω ; Εσύ δεν ξέρεις τι λές !»
Μια ολόκληρη ζωή, αυτά άκουγε .
«Σπίτι μου είναι, ότι θέλω κάνω, άντε να χαθείς, καινά δαιμόνια, μειράκιο, αυτό που σου λέω εγώ, τα έχω τετρακόσια, δεν τα χέζουμε τα λεφτά, στο διάβολο να πας, δεν ξέρεις τι σου γίνεται…»
Τον παρακολουθεί τώρα καθώς σέρνεται προς την τουαλέτα, πεισμωμένος, να μη δέχεται μπαστούνι, να μην αναγνωρίζει τα χρόνια που πέρασαν, να κρατιέται στην οδύνη της ζωής με τα «πρέπει» που του έφτιαξαν και δεν κούρασε ποτέ το μυαλό του να ερμηνεύσει .
Σε λίγη ώρα, οι βρωμερές πορδές του θα στείλουν στον αγύριστο τα μαύρα απομεινάρια της δυσπεψίας του, που τελευταία, τον τυραννάει συχνά .
Αχώνευτη ζωή .
Και θα ακούει άθελά του τη λυσσαλέα αντίσταση ενός ορθού τιμωρού, να γίνεται βογγητό και ιδρώτας σε ένα συσπασμένο πρόσωπο που έμεινε για πάντα βρεφικό .
Και το σκατό θα βγαίνει με κόπο, με πόνο, με δάκρυ .
Οργισμένη κωλοτρυπίδα, μάσησες τους καημούς μου και φτύνεις τώρα τα κουκούτσια .
Τόσα χρόνια, το σπέρμα όλων των «καταναγκασμών» που σου φύραναν το μυαλό, το ξέρασες ακυβέρνητο, αλύτρωτο, πάνω στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, σε όσους σε αγάπησαν .
Ακόμη και στη μουσική που σε επέλεξε για θεματοφύλακά της .
Βιρτουόζος πιανίστας, χάνει την έμπνευσή του .

Λευκό, παχύρευστο υγρό φορτωμένο ζωές, από την πιο όμορφη εικόνα, το δώρο του Ανθρώπου, κράτησες μόνο τη γλίτσα και τη θολούρα του !
Μου τσάκισες την παιδική μου ψυχή !
Με έκανες κοινωνό και συνένοχο της ανικανότητας και του φόβου σου .
Εξαργύρωνες σε ένα δεκάχρονο τη βία που προκάλεσες, την καταπίεση που άσκησε η αδυναμία σου να κοιτάξεις την αλήθεια .
Να δεχτείς το έλλειμμα σου .
Θυσίασες τόσους αθώους για να χορτάσουν οι νεκροφανείς που κουβαλούσες μέσα σου .

Τον φαντάζεται να κάθεται μουτρωμένος για την κακιά του μοίρα, τα παντελόνια κάτω, το κατουρημένο σώβρακο, η ρόμπα ξεφτισμένη, διπλωμένος στα δύο και να πασχίζει .
Το σώμα τιμωρεί .

Πλησιάζει την κλεισμένη πόρτα με μια δόση μεταμέλειας για κείνο που πρόκειται να κάνει .
Δε νιώθει λύπη, δεν έχει καθόλου θυμό, η συνειδητότητα της αναγνώρισης τον διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα .

Στο πανί της κουρτίνας απέναντί του, προβάλλεται μια σκηνή από μια ηλικία που νόμιζε πως είχε λησμονήσει .
Άνοιξη, ο πατέρας ξαπλωμένος στο κρεβάτι με άσπρη φανέλα, τον κρατά στην αγκαλιά του με καμάρι και τον κάνει «αεροπλανάκι».
Καθώς προσγειώνεται με φροντίδα δίπλα του, ακουμπάει στο μέσα μέρος του μπράτσου του με το πρόσωπο, ξεσπώντας στο παιδικό του γέλιο .
Ακόμη θυμάται εκείνη τη μυρωδιά που είχε η αγκαλιά του  .
Συνειδητοποιεί πόσο μεγαλειώδες είναι το χάρισμα ετούτης της μνήμης .
Δεν είναι μέσα στο μυαλό, είναι σε όλες τις αισθήσεις !
Αυτό θέλει να θυμάται .

Κατεβάζει το πόμολο της πόρτας και μπαίνει στην τουαλέτα .
Δεν τον έχει πάρει ακόμη χαμπάρι .
Κοντοστέκεται για λίγο στο κούφωμα ενός άλλου κόσμου .
Όλα φαίνονται τώρα τόσο μακρινά .
Κι η δική του ζωή τόσο κοντά .
Κάτι τον σπρώχνει απαλά στην πλάτη .
«Τι θες εδώ ; Πως μπαίνεις έτσι μέσα ; Γιατί με κοιτάζεις έτσι ;»
Αρπάζει αποφασιστικά το σώμα και το σηκώνει .

Με μια δύναμη που βγήκε από μέσα του, χωρίς να την ελέγχει, παίρνει τον γέρο και τον καθίζει στο παγωμένο πάτωμα έτσι ξεβράκωτο και με την απορία παγωμένη στο πρόσωπό του .
Με το αριστερό χέρι κρατάει τον πατέρα από τον ώμο και το δεξί το βυθίζει στον καμπινέ .
Αρπάζει, χωρίς να νιώθει καθόλου αηδία το μαυριδερό γλοιώδες απόβρασμα και το σφίγγει .
Έτσι όπως είναι πασαλειμμένη η παλάμη, τη φέρνει στο στόμα του πατέρα και του χώνει δυό δάχτυλα μέσα στο στόμα .
Ο γέρος κάνει να πνιγεί ενώ παλεύει να απεγκλωβιστεί από το χέρι που τον κρατάει σα μέγγενη .
Φτύνει και ξερνάει με αηδία καφετιές κηλίδες παντού στην τουαλέτα .
Εκείνος, τον κοιτάζει με στοργή λίγο πριν του πεί :

«Αυτά είναι δικά σου πατέρα, μην τα αφήνεις όπου να ναι .»

ΓΚΡΙ - Χρήστος Χατζόπουλος

Το μεγαλύτερο δώρο που μας προσφέρεται από τη στιγμή που παίρνουμε την πρώτη μας ανάσα σε τούτη τη ζωή, είναι η ίδια η ύπαρξη.
Να την τιμάμε τη ζωή.

Να μην την τρέχουμε...

Να καλωσορίζουμε κάθε κλάσμα δευτερολέπτου που έφυγε, κάθε απρόσμενη αναποδιά που έκατσε, κάθε επιθυμία που δεν ειπώθηκε και περιμένει στη γωνία να ωριμάσει.

Ας είμαστε ευγνώμονες για όλη τούτη την ομορφιά που μας περικλείει.
Για τις εικόνες, τις μυρωδιές, τα μικρά και τα μεγάλα, το λίγο και το αρκετό, για τα βλέμματα της αγάπης αλλά και τα δακρυσμένα μάτια, για τα χάδια αλλά και για τα χαστούκια, για τις απώλειες και για τα ξυπνήματα.

Όλα τα έχουμε προκαλέσει για να μας προ(σ)καλέσουν στο μέλλον που φτιάχνουμε...

Τα συναισθήματα είναι αστέρια.
Κάποια είναι βαριά, άλλα ίπτανται.
Μας καθορίζουν και τα καθορίζουμε.
Συνυπάρχουν μαζί μας είτε περπατάμε, είτε σερνόμαστε, είτε χοροπηδάμε, είτε κολυμπάμε, είτε κωπηλατούμε, είτε πετάμε!
Ανάλογα τη δόση, κάθε φορά.
Σε κάθε περίπτωση, είμαστε φως, αλλά και σκοτάδι.
Και κάτι άλλο όμως.

Υπάρχει και το ΓΚΡΙ ανάμεσά τους.
Από εκεί, ενίοτε παρατηρούμε αποστασιοποιημένα τη "δράση".
Με έναν ψυχρό αντιστρεπτικό καθρέφτη, μέσα στον καθρέφτη, όλα τα χρώματα μαζί και το κανένα.

Αυτές οι στιγμές στη θνητή μας ζωή είναι διάφανες και περνούν απαρατήρητες.
Όχι όμως ανώφελες.
Αυτές είναι που κάνουν κράτει στη γλώσσα πριν μιλήσει άλλα απ' όσα τη διατάζει το μυαλό, αυτές είναι και που την ξεσηκώνουν να βρει το ανάστημά της!
Αυτές οι μικρές γκρί στιγμές, κάνουν το μολύβι όπλο και φτύνει καημούς, ενώ άλλοτε λουλούδι, που γεμίζει με αρώματα τη μέρα.
Αυτό το "κρύο" φως, χρειάζεται όσο χρειάζονται όλα τ' άλλα που μας προβληματίζουν.

Είναι ζωή, είναι Αγάπη.
Όταν συμφιλιωθείς με αυτό, μετράς καλύτερα τις αποστάσεις.
Εκτιμάς πιο συνετά τις πλευρές και τις γωνίες σου, το "μέχρι" και το "ακόμη", τους "πρόποδες του ύψους σου".
Με ποιά πλευρά σου επιθυμείς να σχετιστείς κάθε φορά.
Κι αν τίποτα απόλα αυτά δε σου θυμίζει εσένα κάποια στιγμή στη ζωή σου, έχει κι άλλο να σπαταλήσεις....
Ωστόσο, η τρυφηλότητα, το βόλεμα, είναι γήινη εφεύρεση, δεν είναι ανακάλυψη.
Μην ποντάρεις για πολύ καιρό επάνω της.
ΧΧ

Οι θύμησες που δεσμεύομαι να ξερνάω: Απ’ τη Σφαγή της Χίου μέχρι σήμερα

 

Της Στέλλας Ασλανίδου*

 Ήταν πάλι μία απ’ αυτές τις ημέρες που στρώναμε βρεγμένες κουρελούδες κάτω απ’ τις πόρτες, για να μην εισχωρούν τα δακρυγόνα της αστυνομίας μέσα στο σπίτι, και τυλίγαμε τα πρόσωπά μας με βρεγμένες πετσέτες, για να μην κλαίνε τα μάτια μας. Ήμουν παιδί τότε, 8 ετών.
 
Από εκείνη την ημέρα του Μάη του ’65, άλλαξε ο τρόπος που αντιλαμβανόμουν τον κόσμο και τη ζωή, άλλαξε ο τρόπος που νοούσα το σύμπαν, τη μοίρα ή την τύχη, άλλαξε ο τρόπος που ονειρευόμουν, οι ασχολίες μου, τ’ αγαπημένα μου βιβλία, οι περιπλανήσεις του μυαλού μου.

Μέχρι τον Οκτώβριο του 2012 που υπογράφηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο για την αξιοποίηση της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, –τότε που έπαθα ένα μικρό εγκεφαλικό και ξέρασα από μέσα μου ό,τι είχε κολλήσει στο λαιμό μου τόσα χρόνια-, δεν είχα μιλήσει ποτέ για εκείνη την ημέρα. Μίλησα μόνον μία και μοναδική φορά, την ημέρα που σκότωσαν τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, και μετά, αγκαλιά με τον μπαμπά μου, κλάψαμε μαζί για τους σκλάβους όλου του κόσμου.

Σήμερα, μέσα στη σύγχυση μιας κρίσης που δεν έχει ένα ξεκάθαρο πρόσωπο αλλά έχει πολλά προσωπεία-μάσκες, άρχισα ασταμάτητα να ξερνάω κάθε τι που τόσα χρόνια φώλιαζε βαθιά μέσα μου, επειδή μπήκαμε σε μια νέα εποχή, αποκαλύψεων, καθάρσεων, καθαρμών και (νεο)καθαρμάτων, όπου διάφορα θεραπευτικά πρωτόκολλα απαιτούν να πετάξουμε τις στολές που φοράει η ψυχή μας και να λευτερωθούμε απ’ τις χειροπέδες που σφίγγουν τη σκέψη μας.

***
Εκείνη την ημέρα Μαγιού του ’65 λοιπόν, για να ξεφύγουμε απ’ τα τοξικά δακρυγόνα της Εγνατίας, ο πατέρας μου μας φυγάδευσε στο πατρικό του σπίτι στο Κιλκίς. Εκεί, ένας μονόλογος της άλλης μου γιαγιάς έγινε αφορμή να μου αποκαλυφθεί (μετά από ερωτήσεις που μόνον τα παιδιά ξέρουν επίμονα να θέτουν για ν’ αποσπούν απαντήσεις)  μια κρυμμένη πτυχή του παρελθόντος της οικογένειας. Πτυχή που ήταν άγνωστη μέχρι τότε σ’ εμένα, αλλά έγινε εξίσου τοξική με τα δακρυγόνα για το μέλλον μου.

***
 «Αχ πουλί μ’! Φευγατισμένοι (φευγάτοι) είν’ ούλοι (όλοι)!  Μοναχή μου στέκω αδαμέσου (εδώ μέσα). Δεν μιλώ ολάκερη ‘μέραν, Μόνο που προσεύκουμαι (προσεύχομαι) Αμήν!  …Αχ! Έγινα ωσάν την αγαλήνιστη κι άγλωσση μάμμη μου Ελέησον Κύριε! …Είκοσιν λέξεις δεν είπε από τότε  που την απαρπάξαν (αρπάξαν βίαια) οι τουρκιοί απ’ την αποθαμένη μάμα της. Αχ! το γιαβρί μ’! Αιματόλουστη την εσουρτάρισαν (έσυραν), ωσάν τον Χριστόν Κύριε ελέησον, να την επωλήσουν ες τον Λίβανον… Πώς να μιλήσει από τότες; Πού να εύρει συντελέα (δύναμη) να σούρει λαλίαν (να βγάλει φωνή);»

Δεν καταλάβαινα παρά ελάχιστα Ποντιακά. Όμως εκείνη την ώρα, θυμάμαι καλά πως τα κατάλαβα όλα, σαν να τα γνώριζα από παλιά.

***
Εκείνη την ημέρα έμαθα πως η γιαγιά της γιαγιάς μου, που την ελέγαν Αθηνά, ήταν μωρό δύο χρονών όταν έγινε η Μεγάλη Σφαγή της Χίου. Ένα κορίτσι, η δωδεκάχρονη τότε Μαρία, τράβηξε την Αθηνά απ’ τα ματωμένα ρούχα της αποκεφαλισμένης μάνας της και την πήρε αγκαλιά.
Έτσι αγκαλιασμένες τις μάζεψαν οι Τούρκοι και τις στοίβαξαν στα καράβια, μαζί με πολλά γυναικόπαιδα απ’ το νησί, κι αγκαλιασμένες έμειναν σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή τους, κι αυτές, κι οι κόρες τους, κι οι εγγονές τους. Δυό βδομάδες μετά τη Μεγάλη Σφαγή,  έφτασαν στο Λίβανο και μεταφέρθηκαν σ’ ένα υπαίθριο «στρατιωτικόν πεδίον αιχμαλώτων».
Μερικές μέρες αργότερα,  τις αγόρασε ένας δουλέμπορος και, με συνοδεία στρατιωτών, τις έκλεισε σ’ ένα μεγάλο κτίριο όπου έμεναν προσωρινά τα «Ανήλικα Κοριτζόπουλα προς Πώλησιν». Εκεί, τις εντόπισε, τις παζάρεψε, και τελικά τις αγόρασε μία επιτροπή μέριμνας που ταξίδεψε από την πόλη της Τραπεζούντας στον Λίβανο, με ειδικό σκοπό να λευτερώσει απ’ το σκλαβοπάζαρο και τους μουσουλμάνους, κάποια παιδιά που προέρχονταν απ’ το μαρτυρικό νησί.
Περίπου 300 παιδιά της Χίου αγοράστηκαν τότε και, στη συνέχεια, μεταφέρθηκαν με καραβάνια στην Τραπεζούντα, όπου υιοθετήθηκαν από διάφορες οικογένειες της περιοχής και πολιτογραφήθηκαν Πόντιοι… Δυό απ’ αυτά τα παιδιά ήταν η Μαρία, και η μικρή Αθηνά, η γιαγιά της δικής μου γιαγιάς, που έμεινε σχεδόν άλαλη σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της.

***
Από εκείνη την ημέρα που άκουσα όλ’ αυτά, η ιστορία της Αθηνάς έγινε ο δικός μου προσωπικός μύθος και παράμυθος. Ήμουν εγώ, η εγγόνα της, που θα μπορούσε να μεγαλώνει σαν σκλάβα, οπουδήποτε…

Όταν ήμουν ξύπνια και διάβαζα για το σχολείο, στη «γεωγραφία», φανταζόμουν τις εικόνες του τόπου όπου θα μπορούσα να ζω. Όταν διάβαζα «ιστορία», αναπαρίστανα στη σκέψη μου τα ιστορικά γεγονότα όπου θα μπορούσα να παρευρίσκομαι. Όταν διάβαζα «θρησκευτικά», λογάριαζα αν θα μπορούσα να φοράω φερετζέ.
Κι όταν διάβαζα λογοτεχνικά βιβλία, ταυτιζόμουν με τον ήρωα γιατί ήμουν σίγουρη πως θα μπορούσα να βρίσκομαι στη θέση του. Όλος ο κόσμος γινόταν δικός μου, γιατί θα μπορούσε πράγματι να είναι ο δικός μου Κόσμος αν, εκείνη η γιαγιά Αθηνά, πουλιόταν δούλα σ’ οποιονδήποτε αφέντη και σ’ οποιονδήποτε τόπο. Όλη η ιστορία των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής, της Ευρώπης και της Ασίας, ήταν και δική μου Ιστορία. Κι εγώ, ήμουν Ελεύθερη … να φαντάζομαι και να ζυγιάζω τις περιστάσεις…

Όμως, όταν κοιμόμουν τις νύχτες,  ονειρευόμουν κι έβλεπα εφιάλτες, την Αθηνά που στεκόταν άλαλη, ματωμένη κι αλυσοδεμένη, εμένα που είχα στο μέτωπό μου μια βαθιά ουλή, το τυπωμένο σημάδι του οικόσημου ενός αφέντη, που μέσα στον ύπνο μου μπερδευόταν με τα σήματα  των εμπορευμάτων που πωλούνται στην αγορά. Κι ένιωθα δούλα… υποταγμένη στη βούληση άλλων και σε καταστάσεις που μου  επιβάλλονταν με τη βία...
Ντρεπόμουν τον εαυτό μου γι’ αυτούς τους εφιάλτες μου, κι ένιωθα τύψεις που ήμουν ελεύθερη να περιπλανιέμαι, και νόμιζα πως αυτή τη σκλαβιά -που λευτερώνεται από τύχη ή από την μοίρα, δεν πρέπει να τη μάθει κανείς, πρέπει να μείνει μυστική, για να μην φανερωθεί το κρυφό σημάδι που είχα αποκτήσει στο μέτωπό μου, κι η πραγματική ουλή που είχε σημαδέψει την ψυχή μου. 

Ευτυχώς, την πρώτη εκείνη ημέρα της αποκάλυψης, η γιαγιά μου κι ο παππούς μου -που κατακεραυνώθηκαν απ’ τις ερωτήσεις μου-,  με διαβεβαίωσαν πως «Τώρα πια δεν πουλάνε ανθρώπους σαν σκλάβους, Απαγορεύεται!  Ούτε υπάρχουν σημαδεμένοι δούλοι. Βλέπεις κανέναν να έχει σταμπαρισμένα σχέδια επάνω του;».
Και με έπεισαν, και με καθησύχασαν, γιατί τότε, μόλις 20-25 χρόνια μετά τις θηριωδίες των ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα τατουάζ που σημαδεύουν για πάντα την σάρκα δεν ήταν της μόδας όπως είναι τώρα, και γιατί δεν μπορούσα να δω τα καλά κρυμμένα νούμερα που ήταν σταμπαρισμένα στα χέρια των ελάχιστων επιζώντων εβραίων της πόλης μου.
Κι αν καμιά φορά έβλεπα σταυρό χαραγμένο στα μέτωπα ηλικιωμένων γυναικών –όπως γινόταν παλιά σε μερικά χωριά της Μακεδονίας, νόμιζα πως αυτές οι γυναίκες γεννήθηκαν σκλάβες, που αργότερα, με την απαγόρευση, απελευθερώθηκαν. Και τις κοίταζα κοκαλωμένη, χωρίς να τολμήσω να μιλήσω ή να ρωτήσω για αυτούς τους σταυρούς, για να μην φανερωθούν και τα δικά μου κρυφά σημάδια.

Το βιβλίο «Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» που μου αγόρασε ο μπαμπάς εκείνο τον καιρό, για να με «διαφωτίσει» στο θέμα της δουλείας και της ελευθερίας, το διάβασα πολλές φορές απανωτά. Όμως έδωσα ολόκληρες μάχες με τον εαυτό μου για να πειστώ πως οι ήρωές του δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά άνθρωποι από πολύ παλιές ιστορίες που θα μπορούσαν να ήταν και δικές μου, μόνον αν γινόμουν η προ-προ-γιαγιά μου. Κι ευτυχώς, αυτό δεν μπορούσε να γίνει στον ξύπνιο μου, κι εγώ έμεινα ελεύθερη να φαντάζομαι τα δεινά των παλιών χρόνων, κι έναν υπέροχο κόσμο για το παρόν…

***
Την ημέρα που σκότωσαν τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, τον Απρίλη του ’68, δεν έπεφταν πια τοξικά δακρυγόνα στη γειτονιά μου -είχαμε δικτατορία. Ωστόσο εγώ κι ο μπαμπάς μου κλάψαμε και πάλι μαζί, αγκαλιασμένοι σφιχτά, γιατί εκείνη την ημέρα μου έμαθε πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που ζούνε σαν δούλοι και σκλάβοι, και γιατί εκείνη την ημέρα του έμαθα πως στον ύπνο μου γινόμουν κι εγώ σκλάβα, σαν την προ-προ-γιαγιά μου την Αθηνά.

***
Όταν υπογράφηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο για την αξιοποίηση της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, τον Οκτώβρη του ’12, έκλαψα όπως και τότε –χωρίς τον μπαμπά μου που ευτυχώς πέθανε νωρίτερα, γιατί ένιωσα ξανά στο πετσί μου πως, όπως και τώρα, όπως και τότε, όπως και πάντοτε, οι αφέντες κι οι εξουσίες πουλάνε τους υπηκόους τους σαν πραμάτεια μαγαζιού, με σκοπό να γεμίσουν τα ταμεία τους, να ξεπληρώσουν τα χρέη τους απ’ το κόστος των επιδρομών τους, να χρηματοδοτήσουν νέες επιδρομές, για νέες λεηλασίες γης,  φυσικών αγαθών κι ανθρώπινων ψυχών.

Από εκείνη την ημέρα του Μεσοπρόθεσμου, αηδιασμένη απ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, και για να μην ξαναπάθω εγκεφαλικό,  αποφάσισα να γράψω για όλα αυτά που σημάδεψαν τη ζωή μου, να βγάλω από μέσα μου όλα αυτά που έφραξαν το λαιμό μου, να προσπαθήσω να διακρίνω τα αληθινά πρόσωπα του ολοκληρωτισμού που κρύβονται πίσω από ποικίλα, σκληρά, βίαια  ή, κάποιες φορές, παράδοξα, παρδαλά, ανόητα, αστεία ή χαζά προσωπεία και μάσκες.

Γιατί οι ολοκληρωτισμοί που μπορούν να κυριεύσουν το σώμα μας, το μυαλό μας, τις αισθήσεις μας και τις θύμησές μας, πληγιάζουν, ματώνουν, κι αφήνουν βαθιές ουλές και στη νόηση και στην κατανόηση…, και γιατί, τα διάφορα θεραπευτικά πρωτόκολλα απαιτούν να πετάξουμε τις στολές που φοράει η ψυχή μας, να λευτερωθούμε απ’ τις χειροπέδες που σφίγγουν τη σκέψη μας και να ξεράσουμε τους κόμπους που πνίγουν τον λαιμό μας, βγάζοντας τις λαιμαριές μας.

* Η Στέλλα Ασλανίδου είναι Ιστορικός Τέχνης
---
http://tvxs.gr/news/san-simera/oi-thymises-poy-desmeyomai-na-ksernao-ap%E2%80%99-ti-sfagi-tis-xioy-mexri-simera 

20.3.15

Η πανοπλία και τα όπλα μου. Της Φωτεινής Βαρδή





Ντύθηκα την πανοπλία μου. Ζώστηκα το βαρύ όπλο. Πέρασα σταυρωτά τα φυσίγγια. Κράτησα την ασπίδα μου στο χέρι το αριστερό και ένα καλά ακονισμένο σπαθί στο δεξί.

Βγήκα στο στίβο της μάχης να παλέψω. Τα πλήθη ωρύονταν στις κερκίδες. Ο αντίπαλος δεν άργησε να φανεί. Είχε και αυτός βαριά αρματωσιά και μάτια να γυαλίζουν. Ή αυτός ή εγώ. Μονομάχοι στην αρένα.

Καθώς η πανοπλία ήταν βαριά έσερνα τα βήματα μου, σήκωνα σκόνη. Με κόπο κουβαλούσα τα άρματα μου. Η περικεφαλαία με ζέσταινε ανυπόφορα αλλά ήταν η προστασία μου και αγνόησα την ενόχληση που μου προκαλούσε.

Πλησίασα και κάρφωσα το σπαθί μου στο έδαφος μετρώντας τον αντίπαλο μου και κοιτάζοντας τον στα μάτια. Το ίδιο έκανε και αυτός.

Ξαφνικά με ένα ουρλιαχτό που μου φάνηκε να βγαίνει από αλλουνού ανθρώπου λαρύγγι άρπαξα γρήγορα το σπαθί και κατάφερα μερικά χτυπήματα στον άλλον που με τη σειρά του χτυπούσε αλύπητα και προέτασσα την ασπίδα μου προστατεύοντας το σιδερένιο μου κορμί.

Πάνω στη μάχη που είχε ανάψει κατάφερα με ένα σπάθισμα να αφοπλίσω τον εχθρό και να τον ρίξω ανάσκελα στο έδαφος.
Είδα το φόβο να καθρεφτίζεται στα μάτια του και ένα ικετευτικό βλέμμα. Καθώς στεκόμουν αναποφάσιστη  για τον αν θα του χαρίσω τη ζωή ή όχι ξύπνησα από το όνειρο ιδρωμένη, με στεγνό στόμα και μια θλίψη να με έχει καταλάβει.

Πολύ ζωντανό το όνειρο μου αυτό.
Σκεφτόμουν ότι κάθε μέρα δίνω μάχη. Ξεκινάω το πρωί λέγοντας ότι πάω στην παλαίστρα. Δίνω κουράγιο στον εαυτό μου με ένα χαμόγελο για να αντιμετωπίσω την καθημερινότητα και ντύνομαι την πανοπλία της δυναμικής γυναίκας.

Φοράω στενή φούστα, μαύρο καλσόν, μπλούζα με ντεκολτέ φτιάχνω το μαλλί και φοράω ψιλοτάκουνα. Μακιγιάρομαι και περνάω έντονο κραγιόν στα χείλη. Βάζω και λίγο από το αγαπημένο μου άρωμα. Παίρνω τη ασφυκτικά γεμάτη τσάντα μου, τα κλειδιά του αυτοκινήτου, το κινητό, φοράω το παλτό μου και ξεχύνομαι φουριόζα στο δρόμο.

Είναι μέρες που δεν θέλω να κουνήσω από το σπίτι. Θέλω να κάτσω με τις πιζάμες να φτιάξω με την ησυχία μου ένα καφέ, να απολαύσω τη σιωπή του πρωινού χωρίς να τρέχω να προλάβω δουλειές και γραμμές θανάτου(deadlines).

Θέλω να είμαι ο εαυτός μου χωρίς την υποχρέωση να παριστάνω την ατσαλάκωτη businesswoman.

Και τώρα που γράφω ακούω τα εξαρτήματα της πανοπλίας μου να τρίζουν. Να είσαι άριστη σε κάθε τι που κάνεις για να σκεφτούν θετικά οι γύρω σου για εσένα και την οικογένεια σου που έβγαλε ένα τόσο πετυχημένο παιδί.

Να δίνεις και ας νιώθεις να σε εκμεταλλεύονται χωρίς μέτρο. Κάνε τους άλλους να σε χρειάζονται σκέψου γι’ αυτούς πριν από αυτούς.

Χαμογέλασε και ας μην έχεις καμία διάθεση να το κάνεις.
Στην πανοπλία μου κολλάω χρόνο με το χρόνο και νέα φύλλα σιδήρου.-

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου