Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

20.3.17

Στη γλώσσα μιας ανύπαρκτης χώρας

Tvxs.gr
---
Πρώτα ο κωδικός 0033 και ύστερα το νούμερο τηλεφώνου του σπιτιού 210... Τρία χτυπήματα και:
-Αααα! Καλώς моїй донечці (στα ουκρανικά= στην κορούλα μου), φωνάζει χαρούμενα η μαμά.
- Привіт, привіт (γειά σου, γειά σου), η απάντησή μου, και ύστερα η φωνή μου μέσα στους τοίχους του σπιτιού που μένω ακούγεται κάπως έτσι:
- Добре, а в тебе як?(καλά είμαι, εσύ πώς είσαι;).
- Όχι, τώρα γυρίσαμε.
-Так(ναι), πήγαμε в(στο) supermarket.
- Добра погода(καλός καιρός), αλλα μετά έβρεκσε λίγο.
-Βρήκα кефір українский (ξυνόγαλο ουκρανικό), купили 10 бутилок (αγόρασα δέκα μπουκάλια).
-A ти?(και εσύ;) Τι έκανες σήμερα;
-Πω πω και πως πήγες μέχρι εκεί;
-A, взяла taxi з(α, πήρες ταξί από τη) δουλειά…
-A, вони звідки; (αυτοί από πού είναι;).
-Α як вони попали сюди з Влодівостока? (και πώς ήρθαν εδώ από το Βλαδιβοστόκ;).
Παρόμοιος μονόλογος ακούγεται και από την άλλη πλευρά της  γραμμής.
Και έτσι είναι εδώ και 20 χρόνια. Μια γλώσσα δικιά μας, χωρίς γραμματική και χωρίς σύνταξη. Νιώθω απόλυτα οικεία μόνο με ανθρώπους αυτής της γλώσσας και αυτής της ανύπαρκτης χώρας.
Μετά βέβαια τίθεται το ερώτημα τι είναι η ύπαρξη και πως την ορίζουμε;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτές οι ανύπαρκτες χώρες έχουν πολλούς κατοίκους, πάρα πολλούς κατοίκους. Αυτό που αλλάζει είναι το φραστικό ζευγάρωμα ουκρανικά-ελληνικά, ουκρανικά-ρώσσικα, ελληνικά-γαλλικά, ελληνικά-γερμανικά, και πάει λέγοντας:
-Α κσέχασα να σου πω... ти знаєш що(εσύ ξέρεις ότι) κσάδελφος αρραβωνιάστηκε;
-Είδα φωτογραφίες στο facebook.
-Так, вона старша(ναι, αυτή είναι μεγαλύτερή του), Ιταλίδα.
-Квіти і (λουλούδια και) δαχτυλίδι.
-Так, такі надуті на фотографіах(φαίνονται σε κακή διάθεση στις  φωτογραφίες) .
-Стрийко (ο θείος) και τα κοριτσια на фотографії(στη φωτογραφία).
- Ну … сидять такі надуті(ναι, σαν θυμωμένοι). Ούτε ένα χαμόγελο...
- Таж заручення, трішки радості …(καλά αφού αρραβωνιάζεται ο άνθρωπος, λίγη χαρά…)
-Mάλλον στην Ουκρανία.
- Я не знаю чи він знає (δεν ξέρω αν το ξέρει).
- Ну добре … мені треба ще закінчити одну роботу (Καλώς, πρέπει ακόμα να τελειώσω μια δουλειά).
-Εντάκσει, φιλιά.
-Γεια, γεια...
Και το ακούστικό τοποθετείται στην οριζόντια θέση του. Είναι ο «χώρος» μας που τον έχουμε πλάσει λέκσι λέκσι, γράμμα γράμμα, εσύ κι γω. Είναι μια αίσθηση χαράς και ελευθερίας. Μια αίσθηση του «δικού σου». Μια αίσθηση ανακούφισης. Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε, να επικοινωνήσουμε.
Όλοι οι παίχτες γνωρίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού και οι λέξεις πετάνε χωρίς καθυστερήσεις και προστριβές. Είμαι και είσαι σπίτι! Είμαι και είσαι σε μια «χώρα» που πλάσαμε μαζί.
Anna Mila

*Κείμενο που γράφτηκε στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής.

19.3.17

«Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση»






«Είναι πρωί, μεσημέρι ή απόγευμα, δεν θυμάμαι, πάντως έχει φως και ξυπνάω στο σαλόνι του παλιού μας σπιτιού από κάτι ήχους, φωνές μάλλον, ναι, είναι η φωνή του μπαμπά και της μαμάς μου, όμως δε μαλώνουν, ούτε απλά συζητούν. Κάτι μυστήριο συμβαίνει που ενστικτωδώς με σηκώνει από το κρεβάτι και πηγαίνω να δω. 

Προχωράω σκυφτή προσεκτικά και γονατίζω πίσω από ένα έπιπλο κοιτώντας προς την κρεβατοκάμαρα των γονιών μου.
Έχουν αφήσει την πόρτα τους ανοιχτή και αμέσως τους βλέπω μαζί στο κρεβάτι, κάτω από τα σκεπάσματα.
Μένω ακίνητη, με γουρλωμένα μάτια, δεν αναπνέω, δυσκολεύομαι πάρα πολύ να πιστέψω αυτό που βλέπω.

Απέναντί μου βρίσκεται η μαμά μου ξαπλωμένη με τον μπαμπά μου από πάνω της να κουνιέται περίεργα.
Η κουβέρτα ανυψώνεται και καταλαβαίνω πως είναι το σώμα του που κάνει αυτή την κίνηση, τουρλώνει τον ποπό του προς τα πάνω και μετά πέφτει προς τη μάνα μου, και συνέχεια έτσι.
Εν τω μεταξύ, η μάνα μου έχει το κεφάλι της έξω από τα σκεπάσματα και στο πλάι λίγο γυρισμένο, έτσι ώστε βλέπω καθαρά σχεδόν όλες τις εκφράσεις του προσώπου της.
Αυτό είναι που με κάνει να νιώθω αηδία και αποστροφή περισσότερο απ’ όλα. Νιώθω εκείνη τη στιγμή να τη σιχαίνομαι, καταπνίγω μέσα μου έναν τεράστιο θυμό και συνεχίζω κοκκαλωμένη να κοιτώ.
Έχει τα μάτια της ανοιχτά, το στόμα της ανοιχτό, τα πόδια της ανοιχτά, και τον μπαμπά μου… Μα, τι της κάνει ο μπαμπάς μου και βγάζει κάτι μικρές κραυγές ενώ της μιλάει. Της μιλάει; 

Κρατιέμαι κρυμμένη πίσω από το έπιπλο, μέχρι που ο μπαμπάς μου με μια δυνατότερη κραυγή, σταματά, και μετά φεύγει από πάνω της.
Γρήγορα γυρίζω πίσω στο κρεβάτι και σκεπάζομαι για να κάνω την κοιμισμένη΄ μιλώ με τον εαυτό μου και λέω:

Έτσι κάνουν οι μεγάλοι τα παιδιά, αλλά γιατί το κάνουν οι δικοί μου γονείς; Θα κάνουν άλλο παιδί; Σιγά μην κάνουν, τώρα είναι μεγάλοι! Και η μάνα μου πόσο απαίσια ήταν έτσι που έκανε, χάλια, όλα χάλια. Γιατί να το δω αυτό; Γιατί; Γιατί; 

Δεν μπορώ να βγάλω την εικόνα με το πρόσωπό της από το κεφάλι μου. Την μισώ, δεν θέλω να την αγαπάει ο μπαμπάς μου, αφού αυτή δεν τον αγαπάει στ’ αλήθεια!
Δεν μπορεί να τον αγαπάει και να κάνει όσα κάνει. Ο εαυτός της τη νοιάζει και πώς να κάνει το δικό της!
Κι αυτός, πάει ακόμα μαζί της και την αγαπάει. Μα, πώς; Αφού τον στενοχωρεί, του σπάει τα νεύρα, δεν τον ακούει, κάθε μέρα της φωνάζει «Γ..μώ την Παναγία σου, πουτ..να, άι στο διάολο!», και στο σπίτι και στο περίπτερο. Τον πηγαίνει με το ζόρι στους γιατρούς που δεν θέλει, μέσα σ’ εκείνο το νοσοκομείο, και μετά του βάζει κρυφά σταγόνες στον καφέ του. Δεν τον αγαπάει, αυτή κανέναν δεν αγαπάει. Μόνο τη δουλειά της κάνει.

Γιατί να της το κάνει αυτό, και να της λέει «Μάρα μου!» και «Μάρα μου!», συνέχεια, και να τη φιλάει;
Δεν θέλω να τη φιλάει, δεν θέλω καν να την βλέπω ευχαριστημένη, δεν μπορεί να νιώθει αλήθεια ευχαριστημένη, δεν της αξίζει όταν εγώ περνώ τόσο άσχημα, πάντα σχεδόν μόνη, στη σιωπή, μόνο με τη γιαγιά μου στο σπίτι και αυτή έξω.
Τα άλλα παιδιά δε με θέλουν, με κυνηγούν, με κοροϊδεύουν, με χτυπούν, και όταν της ζητώ να έρθει να τα μαλώσει, αυτή δεν έρχεται ποτέ!
Την μισώ για όλα, και τώρα επειδή την αγαπάει ο μπαμπάς, πιο πολύ ακόμα! 
Μακάρι να μην το ξανακάνουν ποτέ!» 
Άρτεμις Κ. (18/3/17)

*Κείμενο που γράφτηκε στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής.

17.3.17

«Κάθε φορά που θυμάμαι αλλάζω το παρελθόν»



[…] Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που αφηγείται ιστορίες. Κάνει το χρόνο να κυλά γραμμικά, θέτει τον εαυτό εντός της Ιστορίας. […] Όταν θυμάμαι ανακατεύω την τράπουλα και αναδιανέμω τους ρόλους, αλλάζω το παρελθόν μου εκ των υστέρων. [...] Για κάθε ιστορία που γράφεται υπάρχει και μια άλλη, άγραφη. Ο συγγραφέας αφήνει να αναπτύσσονται ανάμεσα στις γραμμές τα λανθάνοντα νοήματα μιας κρυφής ιστορίας, τα οποία και σε αυτόν συμβαίνουν ασυνείδητα. […] Κάθε φορά που θυμάμαι αλλάζω το παρελθόν. Και χαίρομαι γιατί η ίδια η ενθύμηση μεταφέρει νόημα. Ανασυνθέτοντας την ιστορία μου μετασχηματίζω τον ψυχισμό μου. [...]
--
«[…] Στο έργο τέχνης, αναζητά ο αναγνώστης να αισθανθεί ξανά σπίτι του, στον «ερμηνευμένο τούτο κόσμο». Ακολουθώντας με προσοχή τα ίχνη των αισθήσεων που άφησε ο καλλιτέχνης στο έργο, περιμένει να εμφανισθούν απρόσκλητοι επισκέπτες οι απορίες.
Στα μονοπάτια της μνήμης αναδημιουργεί στιγμές-νήματα που συνδέουν τον εξόριστο εαυτό με το πρωταρχικό αντικείμενό του. Το έργο τού θέτει ερωτήματα που αφορούν τους τρόπους της ζωής, το ήθος, την κουλτούρα του. Αφορούν το πλήθος της υποκειμενικότητάς του, το κοινό που μοιράζεται με τους άλλους, τη λαοθάλασα απ’ όπου αντλεί την αίσθηση του εαυτού και όπου καταθέτει κι αυτός το κατιτίς του.
Ο κόσμος δεν υπάρχει για να καταλήξει σε ένα βιβλίο. Το βιβλίο όμως χαράζει ένα σκοπό, δίνει στον κόσμο αρχή, μέση και τέλος. Αφηγείται μια ιστορία.
Διαβάζοντας το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Οι ναυαγοσώσται», μεταφερόμαστε στην καρδιά της οδύνης μας (του άγχους και της ενοχής μας) σήμερα με σπαρακτική υπαινικτική ακρίβεια.
Η τέχνη του λόγου του μας δίνει ένα μέτρο να συλλαβίσουμε στοιχεία του χαρακτήρα και της κουλτούρας μας.
Μας δίνει λέξεις για να περισυλλέξουμε τα στοιχεία της επανάληψης με τα οποία παρουσιάζουμε τις ανεπεξέργαστες εμπειρίες στο παρόν, για να τους δώσουμε ένα νόημα, δηλαδή να τις θέσουμε μέσα στο χρόνο και να γίνουμε υποκείμενά τους.
Όσο διαβάζουμε, καταδυόμαστε στα έγκατα του ψυχισμού, πορευόμαστε ακολουθώντας τα ίχνη της μνήμης, καθώς αναπαράγει εντός του ψυχικού πεδίου και της ιστορίας του τις επαναλήψεις των ανεπεξέργαστων ιχνών.
[…] Πώς θα σωθούν τα ναυάγια; Ό,τι από εμάς είναι αποκομμένο από τον κόσμο των άλλων χάνεται. Αυτό που συνδέεται πλέκεται με άλλα-όμοια άτομα, βρίσκει μια θέση, αυτό-αναγνωρίζεται και βρίσκει τον κόσμο μέσα του.
[…] Στο ναυάγιο, κοντά στο τραύμα, συρρέουν τα πλήθη των επενδύσεων να πολεμήσουν τον ψυχικό θάνατο, να αποκαταστήσουν την ακεραιότητα εαυτού. […] Στο βαθμό που μια εμπειρία δεν έχει υποστεί μετασχηματισμούς και διαδικασίες εσωτερίκευσης, αποτυπώνεται πέραν του νοήματος. Τα ίχνη μένουν σαν ανεπεξέργαστα πράγματα στον βυθό.
[…] Γνωρίζουμε τη δύναμη που έχουν οι λέξεις. Με τις λέξεις μια οικογένεια μπορεί να δημιουργήσει μια φυλακή συνηθειών όπου θα εγκλειστούν τα μέλη της ισόβια.
Στην κοινωνία με έναν επαναληπτικό συγκεκριμένο λόγο δημιουργούμε την κουλτούρα που μας υποδουλώνει, μας στερεί την ανθρώπινη δυνατότητα να κάνουμε δοκιμές και λάθη, να αναθεωρούμε και να μαθαίνουμε από τις εμπειρίες.
Αναλαμβάνουμε εμείς την ευθύνη ή αποδίδουμε σε εξωτερικά αντικείμενα τις παντοδύναμες φαντασιώσεις μας; Είμαστε σε θέση να αναλάβουμε τις απώλειες και την οδύνη τους; Οι ιστορίες των «μη νεκρών υπάρξεων» μας βοηθούν να σκεφτούμε την οδυνηρή πορεία από την παντοδυναμία προς την εσωτερίκευση και την ενοχή.
Όταν δεν αφιερώνουμε χρόνο να αναλογιστούμε τι κάνουμε τώρα στις σχέσεις μας, δεν θέτουμε ένα τέλος στην επανάληψη. Πλέουμε ανερμάτιστοι στην αυταπάτη του μύθου μας. Φυλακισμένοι. Πολλαπλασιάζουμε το μαγικό, αλλά δεν πάμε πουθενά. Είμαστε στο βασίλειο των φαντασμάτων.
[…] Βγαίνουμε στον κόσμο όταν από τα αμύθητα πειρατικά πλούτη αρχίζουμε να χωρίζουμε, να μετράμε, να μοιραζόμαστε, να παίρνουμε και να δίνουμε, να επιστρέφουμε στον εαυτό μας, και να ανταλλάσσουμε μεταξύ μας συναισθήματα, φαντασιώσεις μαζί με μια «σταγόνα» που έχει εξαχθεί από το όλον, το αίμα, το σύστημα της συγχώνευσης.
Από τους άπειρους κύκλους της επανάληψης εξάγουμε ένα διακριτό νόημα. Βγαίνουμε στην αγορά όταν κάνουμε τη μετάβαση από το «είναι» στο «έχειν», δεχόμενοι τα όρια της πραγματικότητας.
Στην ανάγνωση του Παπαδιαμάντη βρίσκουμε ένα θέμα ηθικής τάξεως. Το θέμα είναι αν επαναλαμβάνουμε σε πράξεις τις έξεις του χαρακτήρα και της κουλτούρας μας ή αν μπορούμε να σταθούμε και να σκεφτούμε τι κάνουμε.
Οι μάζες δεν θυμούνται. Επαναλαμβάνουν. Οι μάζες παύουν τα άτομα. Συμμορφώνονται σαν αγέλη σε επαναληπτικά πρότυπα μαζικής ψυχολογίας. Δεν μαζεύουν σε απαρτία τα σκόρπια κομμάτια, να θυμηθούν. Κανένας δε λέει «Εγώ…», δεν έχει προσωπική ευθύνη, είναι αναρμόδιος.
[…] Αυτοί που αποφεύγουν να συνειδητοποιήσουν την απώλεια κάνουν ατέλειωτους κύκλους μέσα σε ναυάγια απωλειών. Κινούν αισθήσεις, αισθήματα, ενορμητικές αναζητήσεις, αλλά χωρίς επαρκείς συνδέσεις λέξεων που να τις φέρουν στο φως των νοημάτων.
Οι κινήσεις που δεν έχουν αναπαρασταθεί συνιστούν συναισθηματικές προδιαθέσεις, εικόνες και όχι σύμβολα. Εκφράζονται με ωμό τρόπο, ως συγκινήσεις. Δημιουργούν τον συναισθηματισμό και τον αισθησιασμό μιας κουλτούρας βασισμένης στις διεργασίες μελαγχολίας, στα κεντρικά δελτία ειδήσεων, στις καμπάνιες του μάρκετινγκ, όπου σώζεται η εικόνα, αλλά αδειάζει η αίσθηση του εαυτού.
[…] Οι τραυματισμένες κοινότητες παλινδρομούν και γίνονται ομάδες και άτομα που βυθίζονται σε καταστάσεις συγχώνευσης μεταξύ τους για να αποφύγουν τη συνειδητοποίηση της απώλειας. Παρασύρονται από μια μανιακή άμυνα ανέλκυσης των καταποντισμένων ναυαγίων.  […] Αναζητούν τα πρότυπα (τις κουλτούρες) της επικοινωνίας που έχουν χαθεί.
[…] Αυτά που αισθανόμαστε και δεν τα έχουμε επεξεργαστεί ψυχικά τα εναποθέτουμε (με διχοτομήσεις, προβολές, προβλητικές ταυτίσεις και πράξεις) και διαποτίζουμε τα υλικά και ψυχικά αντικείμενα που κατασκευάζουμε. Έτσι καθιστούμε το περιβάλλον μας οικείο. Αισθανόμαστε ότι το διαπερνά μια «καλή ή κακή αύρα», μια «θετική ή αρνητική ενέργεια».
[…] Όταν συμπεριλάβουμε τα μη απαρτιωμένα στοιχεία ενός βιώματος, τότε η δημιουργικότητά μας (οι επιρροές πάνω στην εξωτερική πραγματικότητα) φέρει το σπέρμα της πρωτότυπης σκέψης και με το έργο της μεταδίδει το πνεύμα της.
[…] Σήμερα παρακάμπτουμε τη σκέψη. Σημαδεύουμε την ύπαρξή μας με κωδικούς πρόσβασης. Φοβόμαστε το σπέρμα της δημιουργικότητας.
Δεν φερόμαστε σαν ιστορικά πρόσωπα αλλά σαν φαντάσματα ενός αόρατου «θιάσου» που στόχο έχει τη διάσωσή του. Αυτό που διασώζεται είναι ο χαρακτήρας των ατόμων και της κουλτούρας τους, μετά από ένα ναυάγιο της πορείας ανταλλαγών με τον κόσμο. Η διάσωση αρχίζει με «πράξεις πειρατείας», αρπαγής, λεηλασίας, ενσωμάτωσης.
[…] Ο κόπος του αφηγητή. Η ανταμοιβή του. Η ανάμνηση ανοίγει νέους δρόμους, επεκτείνει τον ψυχισμό προσαρτώντας νέα εδάφη στη δικαιοδοσία του υποκειμένου.
Η ανάγνωση συνοδεύεται από την άρση των αντιστάσεων στο νόημα και στην ανάμνηση. Όταν θυμάμαι ανακατεύω την τράπουλα και αναδιανέμω τους ρόλους, αλλάζω το παρελθόν μου εκ των υστέρων.
Η περιήγηση δημιουργεί την ιστορία. Η αφήγηση συνιστά μια επίσκεψη, μια ψυχική εργασία, επηρεάζει ακόμα και την κυτταρική αρχιτεκτονική.
Όταν θυμόμαστε, δεν γεμίζουμε κενά. Δημιουργικά μαζεύουμε τα σκόρπια υλικά και τα μεταλλάσσουμε σε νέες μορφές, ενώ τροποποιούμε την ψυχική οικονομία τους. Μεταφερόμαστε από τη μια σκηνή σε μια άλλη, θέτουμε σε λόγο τα πράγματα, σκεφτόμαστε, καθυστερούμε.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που αφηγείται ιστορίες. Κάνει το χρόνο να κυλά γραμμικά, θέτει τον εαυτό εντός της Ιστορίας.
Όταν αρχίζουμε να έχουμε το όνομά μας, θέλουμε να βαπτιστούμε, να ανήκουμε στο κοινό μιας ένωσης όπου καλλιεργείται ο παράδεισος.
[…] Αυτό που κάνω είναι να καταδυθώ στο ναυάγιο του δικού μου τραύματος, για να ανακτήσω κομμάτια της μνήμης.  Η μνήμη είναι ένας εύθραυστος, ασυνεχής, σφυγμός που για μια στιγμή μάς καθιστά ικανούς να ζήσουμε ένα θαύμα, να ανακτήσουμε συναισθήματα και σκέψεις. Δεν προσθέτουμε, αλλά αναδιατάσσουμε, συναθροίζουμε και συνταιριάζουμε εκ νέου, αναδιανέμουμε και ανασυνθέτουμε τον ψυχισμό μας.
Δεν ανακαλούμε απλώς ένα γεγονός, αφηγούμαστε, αναπλαισιώνουμε. Λέμε εγώ ως πρόσωπο στη θέση της επανάληψης του ανεπεξέργαστου πράγματος των βιωμάτων. Αυτή είναι μια βαθιά ηθική πράξη. Γίνομαι υποκείμενο των φαντασιώσεών μου. Αναλαμβάνω ενδοψυχικά την ευθύνη τους. Δεν εξαναγκάζω τους άλλους να τις πράξουν εκ μέρους μου.
Κάθε φορά που θυμάμαι αλλάζω το παρελθόν. Και χαίρομαι γιατί η ίδια η ενθύμηση μεταφέρει νόημα. Ανασυνθέτοντας την ιστορία μου μετασχηματίζω τον ψυχισμό μου.
[…] η χειρονομία μας αποκτά νόημα και ανοίγει ένα δρόμο προς το μέλλον, ενώ μας συνδέει με το παρελθόν, μια ανάμνηση, για να έχουμε να επιστρέφουμε.
Για κάθε ιστορία που γράφεται υπάρχει και μια άλλη, άγραφη. Ο συγγραφέας αφήνει να αναπτύσσονται ανάμεσα στις γραμμές τα λανθάνοντα νοήματα μιας κρυφής ιστορίας, τα οποία και σε αυτόν συμβαίνουν ασυνείδητα.
Ο λόγος είναι ότι ο συγγραφέας δεν αρχίζει με μια ήδη διαμορφωμένη γνώση, μια προκαθορισμένη θεωρία, μια ιδεολογία, μια ανακάλυψη που έχει ήδη γίνει και απλώς περιμένει από το χρόνο να την αποδείξει.
Ο Παπαδιαμάντης, μετρώντας το πλήθος των υποκειμενικών εμπειριών, αφήνει να εμφανιστούν από το πουθενά και υποδέχεται με φιλόξενη διάθεση, σαν απρόσκλητους επισκέπτες, τις απορίες, τα ερωτήματα, τις σκέψεις."
Απόσπασμα από το κεφάλαιο: Οι «ναυαγοσώσται» του Παπαδιαμάντη. Μετρώντας το πλήθος της υποκειμενικότητας, του Σωτήρη Μανωλόπουλου, από το συλλογικό βιβλίο «Ψυχανάλυση και νεοελληνική λογοτεχνία: Σταυροδρόμια», με επιμέλεια – εισαγωγή του Θανάση Χατζόπουλου, Εκδόσεις Γαβριηλίδης
 
Οι "γραφές της ψυχανάλυσης" αποτυπώνουν κάθε φορά μια διαφορετική εκδοχή από τον πλούτο της κλινικής εμπειρίας της ψυχανάλυσης και του ιδιαίτερου τρόπου της να προσεγγίζει τα φαινόμενα της ζωής και του πολιτισμού. Τον πρώτο λόγο έχει εδώ η εκ-τροπή του ασυνειδήτου σε γραφή, ώστε -παραφράζοντας τη γνωστή φροϋδική προτροπή- "εκεί που ήταν αυτό να έρθει ...η γραφή", αλλά και η τροποποίηση του πραγματικού δια της γραφής έτσι όπως μόνον μέσω αυτής μπορεί να επισυμβεί, χάρη στο δικό της ίχνος. Η σειρά απευθύνεται σε όλους όσους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έχουν αντιληφθεί ή υποψιάζονται πως ό,τι μας κινεί, και μας οδηγεί, σταθερά μας διαφεύγει. (Θ. Χ.)

Γράφουν:
η Κωνστάνς Αθανασιάδου για τον Γεώργιο Βιζυηνό
ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης για τον Ανδρέα Εμπειρίκο
ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης για τον Διονύσιο Σολωμό
ο Κώστας Γεμενετζής για τον Γιώργο Σεφέρη
ο Θανάσης Γεωργάς για τον Γιάννη Κιουρτσάκη
η Βιβή Θεοδοσάτου για τον Γιώργο Χειμωνά
ο Γιάννης Σ. Κόντος για τον Κ. Π. Καβάφη
ο Σωτήρης Μανωλόπουλος για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
ο Νίκος Παπαχριστόπουλος για τον Γεώργιο Βιζυηνό
ο Νίκος Σιδέρης για τον Διονύσιο Σολωμό
ο Θανάσης Τζαβάρας και η Ελένη Τζαβάρα για τον Ανδρέα Εμπειρίκο.

12.3.17

Όλα για καλό. Του Γιάννη Μακριδάκη



Στο νέο ρεαλιστικό μυθιστόρημα Όλα για καλό, ο συγγραφέας, ερευνητής και φυσικός καλλιεργητής Γιάννης Μακριδάκης, σ' αυτό το τέταρτο κατά σειρά μυθιστόρημά του και μετά από έξι νουβέλες στις εκδόσεις Εστία, για πρώτη φορά πρωτοτυπεί γράφοντας σε νεοελληνική γλώσσα και σχεδόν σε παρόντα χρόνο.

Ο κεντρικός του ήρωας, ο Δημοσθένης, από τις πρώτες σελίδες ανοίγει συνεχώς νέα μέτωπα που αναζητούν απαντήσεις για το «τι θα συμβεί;», και με αυτόν τον τρόπο λογοτεχνικής αφήγησης που μας άφησε κληρονομιά ο Όμηρος, πλέκεται το Όλα για καλό, μέχρι την τελευταία τελεία.

Κι αν «η ζωή δεν αξίζει τίποτα χωρίς ιστορίες», ο αναγνώστης δεν μπορεί να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του, μέχρι τη λύση όλων των αινιγμάτων, ενώ ο Δημοσθένης θα παραμένει διακριτικά σχεδόν στο περιθώριο για να ρίχνει το φως σε όλους τους άλλους, κάτι που θα αποδειχθεί έως και τραγική ειρωνεία, αφού μ’ αυτόν τον τρόπο θα οδηγήσει, χωρίς να το γνωρίζει, τα ίδια αυτά τα φώτα ολότελα στο δικό του πρόσωπο.

Οι φλέβες του μυθιστορήματος διασταυρώνονται από σελίδα σε σελίδα μέσα στο σώμα της ιστορίας του, όπως και οι παράπλευρες πατημασιές του κάθε ήρωα, νεκρού ή ζωντανού, νεογέννητου, ή πρόγονου, που αφήνει ανίδεος τα αποτυπώματά του στους δρόμους της ζωής των άλλων.

Όλο και πολλαπλασιάζονται τα ερωτήματα όσο εξελίσσονται τα γεγονότα, όλο και μεγαλύτερα μυστικά βγαίνουν στο φως. Οι φλέβες φουσκώνουν και αποκτούν επώδυνο παλμό στη σκηνή της ανάγνωσης.

«Όλα συμβαίνουν γύρω από δύο αλλόκοτες κηδείες, μια απρόσμενη γέννηση και τρία διαδοχικά δείπνα, που επισφράγισαν τα γεγονότα αυτά. Παλιά κιτρινισμένα ψιλόχαρτα ξεθάβονται, ιστορίες ξεχασμένες ξεβράζονται, τόποι έρημοι και στιγματισμένοι ζωντανεύουν ξανά, οικογενειακά και κοινωνικά μυστικά ξεσφαλίζονται, άνθρωποι ξένοι αλλά και τόσο όμοιοι ανταμώνουν στης ζωής τους το διάβα. Οι αποκαλύψεις όμως, που έρχονται στο φως, αποδεικνύονται δυσβάσταχτες για τον Δημοσθένη και τη μικρή του ομήγυρη. Τόσο για τους γέροντες που αναμασούν μοιραία την κοινή φύτρα των πάντων, όσο και για τους νεότερους που ζουν τα συμβάντα για πρώτη φορά.»

Πρέπει να πεθάνουν όλα τα ψέματα για να γεννηθεί η αλήθεια, για να μεταμορφωθεί η πραγματικότητα;

Η Κατρίν που έφτασε στο νησί από το Βερολίνο για «να προσφέρει εθελοντική εργασία και να συνδράμει τους πρόσφυγες, που βγαίνανε μιλιούνια καθημερινά τότε από την απέναντι ακτή» μένει να αποκαλυφθεί για ποιόν παρασκηνιακό πραγματικό σκοπό επισκέφτηκε την άγνωστη πατρίδα.

Κι ο ξέπαπας Μιχάλης, το αυτο-αποκλεισμένο μέλος της τοπικής κοινωνίας, μέλλει να κατέχει το κλειδί της λύσης αυτού του υπόκωφου δράματος που αφορά όχι μόνο με κάποιον τρόπο όλους τους ήρωες, αλλά λαούς και κοινωνίες, που άθελά τους για πρώτη φορά αφουγκράζονται το άγνωστο κοινό παρελθόν τους.

Γιατί οι ήρωες προσπαθώντας να κατασκευάσουν το παρόν και το μέλλον τους, έρχονται αντιμέτωποι με την αναπόφευκτη ανακατασκευή του παρελθόντος τους. Γιατί τελικά όλα γίνονται για καλό, όταν τα όνειρα, οι επιδιώξεις, οι επιθυμίες, χαράζονται -και πολλές φορές ανατρέπονται- από το χθες.

Το τέλος θα αποβεί αναπάντεχο, αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού σε αυτό το μυθιστόρημα, όλα αρχίζουν κι όλα τελειώνουν για καλό και πιο ώριμος από ποτέ ο συγγραφέας, μάς το υπογράφει.-



«Δεν προκάναμε όμως να πούμε πολλά γιατί σκουντουφλήσαμε και οι δυο μαζί απάνω στον Μουεζίν, που μόλις εκείνη την ώρα τον είχανε ξεβράσει τα κύματα. Φρεσκοπνιγμένος φαινότανε. Ξυλιασμένος και άκαμπτος ήτανε, σαν σανίδα. Βγάλαμε τότε και οι δυο από μια πνιχτή κραυγή, σαν καταλάβαμε τι μας έλαχε μες στα πόδια μας. Στο λεφτό η Κατρίν, με μια ψυχραιμία γερμανική μού έγνεψε ησυχία και γονάτισε σβέλτα πλάι στον πνιγμένο. Έπιασε να τον ψαχουλεύει με κινήσεις πεταχτές, να χώνει τα χέρια της μέσα στις τσέπες του και να τον ερευνά από πάνω ίσαμε κάτω. Σαν να είχε περάσει κάποια εκπαίδευση ειδική προτού να έρθει εδώ. Εγώ την κοιτούσα σαν παραλυμένος και δεν ανάπνεα καν, για να μην τρίξουνε τα λιλάδια κάτω από τα παπούτσια μου. Από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του τράβηξε μια θήκη πλαστική. Είχε μέσα την ταυτότητά του και το δίπλωμα της οδήγησης. Έριξε δυο πεταχτές ματιές ολόγυρα και αφουγκράστηκε σαν αγρίμι την ατμόσφαιρα, μην τυχόν και φάνηκε κάνα κοράκι απάνω στον λόφο. Σαν σιγουρεύτηκε ότι ήμαστε ολομόναχοι, έβγαλε τον μικρό φακό από την τσέπη της και έφεξε τα χαρτιά. Ήτανε πράγματι πολύ όμορφη, όπως την ξαναείδα στο φέγγος του».

Φωτογραφία εξωφύλλου: "Προνομιούχος Ιησούς Ε.Ε.", Δημήτρης Αντώνογλου, Φωτογραφική Λέσχη Χίου 2016.
---

Ο Γιάννης Μακριδάκης (akridaki@gmail.com - yiannismakridakis.gr)γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά. Από το 1997, που ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου, οργάνωνε τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου, επιμελούνταν τις εκδόσεις του και διηύθυνε το τριμηνιαίο περιοδικό «Πελινναίο» έως το 2011.

Κατόπιν άφησε τις πόλεις και μετακόμισε για μόνιμη διαμονή στην Βολισσό της ΒΔ Χίου. Εκεί, στράφηκε προς την φυσική καλλιέργεια της γης και έγινε παρατηρητής της αργής αβίαστης φυσικής ανάπτυξης. Ίδρυσε το Απλεπιστήμιο Βολισσού, μέσα από το οποίο διοργανώνει σεμινάρια φυσικής καλλιέργειας και πολιτικής στάσης ζωής με γνώμονα τον αντικαταναλωτισμό, την αποανάπτυξη και την πορεία της ανθρωπότητας προς την μετακαταναλωτική εποχή. Επίσης δημιούργησε το Σπίτι της Λογοτεχνίας στη Βολισσό και διοργανώνει λογοτεχνικά εργαστήρια.

Πολιτικά και φιλοσοφικά του κείμενα έχουν δημοσιευτεί στον διεθνή τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό στα γαλλικά, ισπανικά, ολλανδικά, σουηδικά, γερμανικά, αγγλικά.Έχει γράψει τα βιβλία:
  1. Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Μαρτυρίες 1941 - 1946 (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2006 και εκδ. Εστία 2010).
  2. 10.516 μέρες: Ιστορία της νεοελληνικής Χίου 1912 -1940, ιστορικό αφήγημα (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2007).
  3. Το πρώτο μυθιστόρημά του Ανάμισης ντενεκές (Eστία 2008) κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο (2009) και στα τουρκικά με τίτλο Bir bucuk teneke (εκδόσεις Senocak 2009). Το 2015 ανέβηκε στο θέατρο σε σκηνοθεσία Μαρίας Αιγινίτου.
  4. Η δεξιά τσέπη του ράσου, νουβέλα (Εστία 2009).
  5. Ήλιος με δόντια, μυθιστόρημα (Εστία 2010), το οποίο ανέβηκε στο θέατρο (2012) σε σκηνοθεσία Βασίλη Βασιλάκη.
  6. Λαγού μαλλί, νουβέλα (Εστία 2010).
  7. Η άλωση της Κωσταντίας, μυθιστόρημα (Εστία 2011), το οποίο ανέβηκε στο θέατρο (2012) σε σκηνοθεσία Χρήστου Βαλαβανίδη. Κυκλοφόρησε στα Γαλλικά με τίτλο La chute de Constantia (εκδόσεις S. Wespieser 2015).
  8. Το ζουμί του πετεινού, νουβέλα (Εστία 2012).
  9. Του Θεού το μάτι, νουβέλα (Εστία 2013).
  10. Αντί στεφάνου, (Εστία 2015).
  11. Η πρώτη φλέβα, νουβέλα (Εστία 2016).
  12. Το νέο του μυθιστόρημα Όλα για καλό, μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εστία.
---
Διαβάστε επίσης στο Tvxs:

---

Δημοσιεύτηκε: http://tvxs.gr/news/biblio/ola-gia-kalo-toy-gianni-makridaki

«Τέχνη και Τεχνική»: Μια εκδήλωση από το «Εργαστήριο Σκέψης»


Το «Εργαστήριο Σκέψης» διοργανώνει εκδήλωση με θέμα: «Τέχνη και Τεχνική». Το Θέμα περιλαμβάνει τις παρακάτω ενότητες:

1) Η γενεαλογία της Τέχνης και της Τεχνικής
2) Οι ιστορικοί σταθμοί της Τέχνης
3) Το τέλος της τέχνης και το άνοιγμα στη ποιητικότητα του Κόσμου
4) Το αίνιγμα της Τεχνικής και η υπέρβαση του Ανθρώπου

Ομιλητής ο στοχαστής Αλέξης Καρπούζος.

Οι ομιλίες θα πραγματοποιηθούν την Κυριακή 11 και στις 19 Μαρτίου στις 2 μ.μ. Λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.
Για περισσότερες πληροφορίες και για δηλώσεις συμμετοχής στο e-mail: ergastirioskepsis@gmail.com

---
Δημοσιεύτηκε: http://tvxs.gr/news/alles-texnes/texni-kai-texniki-mia-ekdilosi-apo-ergastirio-skepsis 
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου