Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

11.11.14

Margaret Atwood, "Ο συγγραφέας μοιάζει με κάποιον που προσπαθεί να χτυπήσει ένα ψάρι με σφεντόνα στο σκοτάδι""

Στο Megaron Plus η Καναδή συγγραφέας Μάργκαρετ Ατγουντ
H  Μάργκαρετ Άτγουντ μίλησε  την Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014  για τις «Δυστοπίες και την ελληνική επιρροή πάνω σε αυτές», στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος στο MEGARON PLUS


Η Margaret Atwood γεννήθηκε στην Ottawa του Καναδά το 1939. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο βόρειο Οντάριο και το Κεμπέκ, κι άρχισε να γράφει σε ηλικία πέντε χρόνων "διδακτικά θεατρικά έργα, ποιήματα, εικονογραφημένες ιστορίες κι ένα ημιτελές μυθιστόρημα". Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Τορόντο και πήρε το Masters στο Radcliff College, ταξίδεψε πολύ και άλλαξε διάφορα επαγγέλματα-ταμίας, σερβιτόρα, σύμβουλος κατασκηνώσεων, λέκτορας της αγγλικής λογοτεχνίας, και τέλος συγγραφέας. Εκτός από καθιερωμένη ποιήτρια, η Μάργκαρετ Άτγουντ είναι σήμερα η διασημότερη πεζογράφος και κριτικός του Καναδά.

Αν και είναι ευρέως γνωστή για τα μυθιστορήματα της, η Άτγουντ εκδίδει επίσης συνεχώς ποίηση. Τα ποιήματά της είναι συνήθως επιγράμματα.

Τα γραπτά της εστιάζουν συχνά σε φεμινιστικά θέματα και ενδιαφέροντα, τα οποία εξετάζει κάνοντας χρήση διαφόρων καλλιτεχνικών υφών. Μερικοί κριτικοί πιστεύουν πως το πρώτο της μυθιστόρημα, The Edible Woman (Η Φαγώσιμη Γυναίκα, ελλ. εκδ. Γράμματα), που κυκλοφόρησε το 1969 και εξέταζε τη γυναικεία δυσαρέσκεια, προμηνύει θέματα του φεμινισμού δεύτερου κύματος.

Ακολούθησε το "Surfacing/Ανάδυση", το 1972 (εκδ. Εστία), και "Η διπλή ζωή της Τζόαν Φόστερ" το 1976 (εκδ. Γράμματα). Στη χώρα μας κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματα: "Η ιστορία της πορφυρής δούλης", "Η κλέφτρα κίσσα", "Μάτι γάτας", "To άλλο πρόσωπο της Γκρέις", "Ο τυφλός δολοφόνος", βραβείο Booker 2000, "Όρυξ και Κρέικ", η εκ νέου διήγηση του μύθου της Πηνελόπης και του Οδυσσέα με τίτλο "Πηνελοπιάδα", και το αυτοβιογραφικό δοκίμιο "Συνομιλώντας με τους νεκρούς". 




Margaret Atwood Eden Mills Writers Festival 2006


Μερικές χαρακτηριστικές φράσεις της: 


  • «Ακόμα και στις μέρες μας, αντιμετωπίζουμε έναν ισχυρό άντρα σαν γεννημένο ηγέτη και μια ισχυρή γυναίκα σαν ανωμαλία». 
  • «Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι άνθρωποι θεωρούν τη νεότητα ως μια περίοδο ελευθερίας και χαράς. Ίσως επειδή ξέχασαν τη δική τους». 
  • «Οι Εσκιμώοι έχουν 52 λέξεις για το χιόνι επειδή είναι σημαντικό γι’ αυτούς. Θα ’πρεπε να υπήρχαν άλλες τόσες για την αγάπη». 
  • «Χρόνια ήθελα να είμαι μεγαλύτερη και τώρα είμαι». 
  • «Ο καλύτερος τρόπος να κρατήσεις ένα μυστικό είναι να προσποιηθείς ότι δεν υπάρχει». 


Οι αγωνίες ενός συγγραφέα.....

Σε ένα σύντομο κείμενό της, η Καναδή πεζογράφος, ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας Μάργκαρετ Άτγουντ επιχείρησε να μεταφέρει, με γνώση, χιούμορ και λεπτό σαρκασμό, ορισμένες από τις αγωνίες ενός συγγραφέα. Ας δούμε, συνοπτικά, τι γράφει: 

«Κρατήστε ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη (και αυτό είναι πιθανόν να επιτευχθεί, αν καταφέρετε να κρατήσετε ζωντανό το δικό σας ενδιαφέρον). Αλλά, σίγουρα, δεν γνωρίζετε ποιος είναι ο αναγνώστης, έτσι μοιάζετε με κάποιον που προσπαθεί να χτυπήσει ένα ψάρι με σφεντόνα στο σκοτάδι. Κάτι που συναρπάζει τον Α, μπορεί να προκαλεί ανία στον Β», γράφει η Άτγουντ. 

Η ίδια χαρακτηρίζει το γράψιμο δουλειά αλλά και τυχερό παιχνίδι. «Να ξέρετε ακόμα», σημειώνει, «ότι με αυτήν τη δουλειά δεν εξασφαλίζετε εύκολα σύνταξη. Οι άλλοι άνθρωποι μπορεί να σας στηρίξουν για λίγο, αλλά ουσιαστικά είστε μόνοι σας. Κανείς δεν σας εξανάγκασε να γίνετε συγγραφέας, εσείς το επιλέξατε. Οπότε, σταματήστε τη γκρίνια». 


Μια ακόμη συμβουλή της Άτγουντ συνδέεται με τη ματιά του συγγραφέα στο έργο του: «Ποτέ δεν θα διαβάσετε το δικό σας βιβλίο με την αθώα εκείνη προσμονή που νιώθετε μπροστά από την πρώτη “εύγευστη” σελίδα ενός καινούργιου βιβλίου, επειδή το έχετε γράψει εσείς. Ήσασταν στα παρασκήνια αυτής της παράστασης. Είδατε τον τρόπο που τα κουνέλια μπήκαν μέσα στο καπέλο. Ωστόσο, ζητήστε από έναν φίλο να διαβάσει το βιβλίο σας πριν το στείλετε στους εκδοτικούς οίκους. Δεν πρέπει, όμως, να είναι κάποιος με τον οποίο έχετε μια ρομαντική σχέση, εκτός κι αν θέλετε να χωρίσετε».


Δημήτρης Μαμάκος: Δεν έχει ο κόσμος αδιέξοδα. Γιατί δεν έχει όρια.


10:42 | 11 Νοε. 2014
Δημήτρης Μαμάκος
 
[...] Το νομαδικόν είναι ο καρπός της μεγάλης μου επιθυμίας να σταθώ δίπλα σε εκείνην ή εκείνον που ζει την ασφυξία των αδιεξόδων και να τους πω: “Είναι μόνο ένα όνειρο. Δεν έχει ο κόσμος αδιέξοδα. Γιατί δεν έχει όρια. Κοίταξέ τον [...] Ο Γιουνγκ είχε πει ότι η Ευρώπη κατέκτησε τον κόσμο κι έχασε την ψυχή της. Όσο συντομότερα δούμε την αλήθεια αυτής της πρότασης, τόσο γρηγορότερα θ’ αρχίσουμε να αναζητάμε την χαμένη μας ψυχή [...] Ο συγγραφέας Δημήτρης Μαμάκος αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του βιβλίου του Νομαδικόν, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.
 ---«Η συγγραφή του “νομαδικόν” προέκυψε ως ανάγκη περισσότερο, παρά ως ιδέα. Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης συναντά ένα, αναφορικό στην ανάγκη αυτή, εισαγωγικό σημείωμα:
“Για χρόνια είχα την αίσθηση ότι «κάτι δεν πάει καλά». Αργότερα πίστεψα πως είχα φτάσει σε αδιέξοδο. Έπειτα έφυγα. Και άρχισα να γράφω αυτό που θα ήθελα να έχω –αλλά δεν είχα– στα χέρια μου, όταν αντιμετώπιζα το αδιέξοδο. Αυτό είναι το ημερολόγιο του ταξιδιού μου, των ανακαλύψεών μου. Μέχρι την επόμενη αναθεώρηση της ιδέας μου για τα πράγματα, αυτή είναι η απάντησή μου στα αδιέξοδα…”
Το νομαδικόν είναι ο καρπός της μεγάλης μου επιθυμίας να σταθώ δίπλα σε εκείνην ή εκείνον που ζει την ασφυξία των αδιεξόδων και να τους πω: “Είναι μόνο ένα όνειρο. Δεν έχει ο κόσμος αδιέξοδα. Γιατί δεν έχει όρια. Κοίταξέ τον”. Είναι μία επιθυμία που έχει τις ρίζες της στους μήνες και τα χρόνια που βυθιζόμουν όλο και πιο βαθιά στο δικό μου αδιέξοδο. Και τι δεν θα ‘δινα, τότε, για να μην ήμουν μόνος απέναντι στον μόνιμο εφιάλτη της ασφυξίας; Όμως τα όνειρα έτσι είναι: τα βλέπουμε πάντα μόνοι.
Πως έφτασα όμως ως εκεί; Μέχρι τον Μάρτη του 2009 και για τα προηγούμενα οκτώ χρόνια, ήμουν στον κόσμο του εμπορίου και των επιχειρήσεων. Στα 32 μου, είχα μία ανώνυμη εμπορική εταιρεία και μεγάλη συμμετοχή σε ένα εμπορικό κατάστημα. Ήμουν πετυχημένος, οικονομικά ανεξάρτητος, αλλά σε καμία περίπτωση ευτυχισμένος -κι αυτό ερχόταν σε αντίθεση με όλες τις υποσχέσεις που με είχαν αναθρέψει. Θυμάμαι τις απαιτήσεις και την πίεση να με κτυπούν αλύπητα, δίχως παύση.
Η επιθετικότητα, ο εγωισμός και ο ανταγωνισμός των ανθρώπων, στην αρένα του εμπορίου και των συναλλαγών, παίρνουν την χειρότερη μορφή τους -τα προσχήματα χάνονται. Οι χειρότερες πτυχές της ανθρώπινης φύσης είναι στοιχεία που η αγορά τα ευλογεί, τα θεωρεί “ποιότητες”, τ’ αγκαλιάζει και τα μεγαλώνει σαν παιδιά της.
Όμως ο αυτουργός ήμουν πάντοτε εγώ· που στον βωμό της αναγνώρισης και της ύλης, θυσίαζα καθημερινά κομμάτι-κομμάτι την ψυχή μου.
Έβλεπα την ενέργειά μου να χάνεται μέρα με την ημέρα, την προσωπική μου ζωή και το σώμα μου να αρρωσταίνουν. Ήθελα να φύγω, να τ’ αφήσω όλα πίσω μου, αλλά ήμουν δεμένος από παντού. Ένιωθα ότι ζω το απόλυτο “αδιέξοδο”. Το αίσθημα της ασφυξίας, που όταν κάθεται για καιρό σε μια ψυχή, μεταλλάσσεται, παίρνει μια μορφή ακόμα πιο τρομερή, ακόμα πιο σκοτεινή, ακόμα πιο αβάσταχτη, γίνεται… το κενό. Μία σαρωτική, αλάνθαστη στέρηση όλων των πραγμάτων του κόσμου από το πρότερο νόημά τους.
Κατάθλιψη. Ίσως ο μεγαλύτερος φόβος που έχω νιώσει -λυτρωτής, ελευθερωτής, αυτός μ’ έσπρωξε κι έκανα το βήμα στο κενό· μία κίνηση πέρα από κάθε λογική: ένα πρωί, αντί να πάω στο γραφείο, έμεινα σπίτι. Το ίδιο και το επόμενο πρωί και όλα όσα ακολούθησαν. Έτσι απλά.
Κι έπειτα, σε πείσμα κάθε λογικής, αντί να έρθω αντιμέτωπος με την ελεύθερη πτώση στο κενό και με τα σκοτεινά του ερέβη, τότε εντελώς απροσδόκητα, μια διαδοχή γεγονότων που έμοιαζαν να έχουν μεταφυσική προέλευση ρύθμισαν τέλεια όλα τα ζητήματα που προέκυψαν από την ξαφνική μου απομάκρυνση. Ζητήματα που εγώ και ο ορθολογισμός μου είχαμε επανειλημμένως επεξεργαστεί όλο το προηγούμενο διάστημα, χωρίς να μπορούμε να τους βρούμε μία -έστω- φανταστική λύση.
Τον επόμενο Οκτώβρη, κι έπειτα από ένα μεθυσμένο από τις συνεχείς φροντίδες εκείνης της “μεταφυσικής” αγκάλης καλοκαίρι, ακολούθησα το μεγάλο μου όνειρο. Έβγαλα ένα εισιτήριο δίχως επιστροφή για το Κατμαντού του Νεπάλ, πήρα μαζί μου όσα πράγματα χώρεσαν σε ένα σακίδιο και πέταξα για το εξωτικό άγνωστο.
Άλλο ένα βήμα στο κενό. Η μεγάλη περιπέτεια της ζωής μου. Το ταξίδι που μετασχημάτισε το DNA μου για πάντα.
Το νομαδικόν είναι το ημερολόγιο εκείνου του ταξιδιού· του μετασχηματισμού, της ψυχολογικής μετάβασης από την χώρα του αδιεξόδου στην άμεση εμπειρία ενός κόσμου-παραδείσου, που έχει για θεμέλιο το άπειρο των πιθανοτήτων και των εναλλακτικών.
Το νομαδικόν μιλάει για ένα ταξίδι, που αν δεν το είχα ζήσει, δεν θα το είχα ποτέ φανταστεί. Για έναν κόσμο θαυμάτων, μαγείας και έμπνευσης, που ο ανθρώπινος παράγοντάς του συνίσταται από όλους αυτούς που δεν γνωρίζουν σύνορα και που έχουν διαλέξει να μην μείνουν στην αφήγηση του κόσμου που κληρονόμησαν, αλλά ν’ αναζητήσουν την εκδοχή που θα τους δείξουν τα δικά τους μάτια.
Ποτέ πριν δεν είχα κρατήσει ημερολόγιο, ποτέ πριν δεν είχα ξαναγράψει. Στο ταξίδι ένιωσα την ανάγκη· ήταν ο τρόπος που βρήκα για να αφομοιώνω καλύτερα τις εμπειρίες. Να τις κάνω πιο κατανοητές, να τις φέρω πιο κοντά στο -μέχρι τότε- μέτρο μου για το “πραγματικό”.
Όσο προχωρούσε το ταξίδι, άρχισα να καταγράφω ό,τι μου έκανε εντύπωση. Πολιτισμικές εκπλήξεις, συναντήσεις, γεγονότα, παρατηρήσεις, σκέψεις. Έγραφα ό,τι χωρούσε στο χαρτί -η καταγραφή μίας και μόνης μέρας στο Νεπάλ ή την Ινδία θα μπορούσε να γεμίσει ένα ολόκληρο ημερολόγιο σαν αυτό που είχα μαζί μου.
Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, έφερα μαζί μου και την ανάγκη να μοιραστώ τις εμπειρίες μου, τις ανακαλύψεις μου. Κάπως έτσι γράφτηκε το νομαδικόν, με τέτοια κίνητρα ξεπεράστηκαν οι ανασταλτικές σκέψεις τύπου: “χάνεις τον καιρό σου, δεν έχεις ιδέα από γράψιμο, χάνεις τον καιρό σου για ένα σκουπίδι”.
Επί δυόμιση χρόνια οι τέτοιου τύπου σκέψεις εμφανίζονταν πάνω από το πληκτρολόγιο, σχεδόν καθημερινά, κάποιες φορές επαναλαμβανόμενα μέσα στην μέρα, και κάθε φορά έτσι έφευγαν, διωγμένες από την λαχτάρα μου να σας μιλήσω και να σας πω γι αυτά που είδα. Ξεπεράστηκαν από την πίστη μου για το ότι το θέμα που πραγματεύομαι είναι το απολύτως επίκαιρο:
Η επιδημία που φέρνει όλο και περισσότερους καθημερινούς ανθρώπους να τοποθετούν τους εαυτούς τους σε “αδιέξοδη” θέση.
Ήθελα να μιλήσω μαζί τους, να τους πω για όλα αυτά που είδα και να τους βεβαιώσω ότι ο κόσμος δεν είναι έτσι όπως φαντάζει όταν τον κοιτάζουμε, τις νύχτες, στα χαμηλά ταβάνια των σύγχρονων διαμερισμάτων μας. Αυτή είναι μόνο μία προβολή της πιο νοσηρής πτυχής της φαντασίας μας, των περιορισμών που εμείς βάζουμε στην εικόνα μας για τον κόσμο και των φόβων μας.
Ο Γιουνγκ είχε πει ότι η Ευρώπη κατέκτησε τον κόσμο κι έχασε την ψυχή της. Όσο συντομότερα δούμε την αλήθεια αυτής της πρότασης, τόσο γρηγορότερα θ’ αρχίσουμε να αναζητάμε την χαμένη μας ψυχή. Και τότε ίσως αρχίσουμε να βλέπουμε, τις νύχτες, όμορφα όνειρα αντί για το χαμηλό ταβάνι.-»

Δημήτρης Μαμάκος, Νομαδικόν, (Εκδόσεις Εστία – 3η έκδοση)
Το 30% των εσόδων του συγγραφέα από την παρούσα έκδοση θα δωρίζονται στον Σύλλογο Φίλων της Παιδαγωγικής Waldorf
---
Ο Δημήτρης Μαμάκος γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Σπούδασε μαθηματικά στην ίδια πόλη και δραστηριοποιήθηκε στον χώρο του εμπορίου και των επιχειρήσεων. Το 2009 τα άφησε όλα πίσω του και ταξίδεψε στην Νότια Ασία. Το ημερολόγιο της περιπλάνησής του εκδόθηκε με τον τίτλο νομαδικόν: ημερολόγιο δρόμου (2012: 1&2η αυτό-έκδοση, 2014: Εστία 3η έκδοση). Τα τελευταία χρόνια, ασχολείται με την φυσική καλλιέργεια της ελιάς, τους χειμερινούς μήνες. Τον υπόλοιπο καιρό, ταξιδεύει, ερευνά και γράφει.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
“Ώρα μετά, τα χρώματα άρχισαν ν’ αλλάζουν· ξημέρωνε. Τα μάζεψα, τράβηξα για την καλύβα, ξάπλωσα κι είδα τ’ όνειρο ξανά. Τελειώνει πάντα αλλιώς, μα ξεκινάει ίδια.
Ένας σκύλος σε μπαλκόνι πολυκατοικίας. Του πέφτουν οι τρίχες κι έχει κοιλιά. Στη γαβάθα του έχει πάντα σκυλοτροφή που την καταβροχθίζει βουλιμικά. Τρώει, κι όσο τρώει, ηρεμεί. Όταν δεν τρώει, κοιτάζει ανάμεσα απ’ τα κάγκελα και μελαγχολεί. Όταν δεν τρώει ή δεν μελαγχολεί, κοιμάται. Όταν δεν τρώει, δεν μελαγχολεί και δεν κοιμάται… φοβάται.
Ξαφνικά –είναι πολύ τρελό αυτό το όνειρο– ένα πρωινό, σηκώνεται στα δύο πόδια, κατεβάζει το χερούλι της πόρτας και γίνεται καπνός. Βγαίνει στο δρόμο και τρέχει, δεν έχει ιδέα για πού. Βρίσκει ένα πάρκο. Τρέχει στο χορτάρι, μυρίζει τα λουλούδια και τσαλαβουτάει στη λάσπη. Κάτι του τρελαίνει το μυαλό: τρέχει, δίχως το σφίξιμο γύρω απ’ το λαιμό. Το σούρουπο μπλέκει μ’ ένα τσούρμο αλήτες κι αυτοί τον βάζουνε στα κόλπα: αδέσποτοι έρωτες και κόκαλα βγαλμένα από το χώμα. Πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος; Πόσο μικρό το μπαλκόνι;
Κάποιες μέρες βρίσκει να φάει, κάποιες όχι. Μέσα στον πρώτο μήνα, τη χάνει την κοιλιά. Το σκυλίσιο κορμί, άμαθο στην κακουχία, δεν αντέχει, και λυγίζει. Αρρωσταίνει βαριά στα πρώτα κρύα και πεθαίνει σε μια γωνιά του δρόμου. Τις τελευταίες ώρες, δεν είχε παρά μία μνήμη μόνο. Εκείνο το πρωινό στο πάρκο. Αυτή τη θεϊκή στιγμή, που για πρώτη φορά κατούρησε όταν του ’ρθε. Όχι στην πρωινή τη βόλτα, μήτε στη βραδινή. Όταν του ’ρθε.”
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου