Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

25.3.13

Ελεύθεροι κατακτημένοι. Του Αλκίνοου Ιωαννίδη

alkinoosioannidisdphfsaigdfyig
Δεν θα πω για τους άλλους. Λίγο με ενδιαφέρει η ποιότητα και η στάση τους σε τέτοιες στιγμές. Ούτε και περίμενα καλύτερη αντιμετώπιση. Όσο και να τους βρίσω, χαϊδεύω τα αυτιά μας και τίποτα δεν αλλάζει. Θα πω για εμάς, και συγχωρήστε με:
Έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια. Η μέρα που το αληθινό μας πρόσωπο φανερώνεται, θέλουμε-δεν θέλουμε, αφτιασίδωτο και τρομακτικά αληθινό. Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Πρέπει να το ρωτήσουμε, να μας πει ποιοι είμαστε. Γιατί μόνο αυτό γνωρίζει.
Γυρνάμε απότομα, για να αντικρίσουμε μια τρύπα στον καθρέφτη. Πού απουσιάζει το πρόσωπό μας; Το ξεχάσαμε σε μικρά, ταπεινά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, στη σκόνη χαμηλών, πλίνθινων ερειπίων, στους τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων.
Εκεί αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων και ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα. Έκτοτε, προχωρήσαμε στον «σύγχρονο κόσμο» απρόσωποι, γυμνοί, παλεύοντας να κρατήσουμε το νήμα της ύπαρξής μας άκοπο, μέσα σε εποχές δύσκολες, μέσα σε ένα τοπίο που δεν μας μοιάζει.
Γίναμε αρχοντοχωριάτες, επενδύοντας στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης. «Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων, με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή. «Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας». Ούτε αινίγματα, ούτε τίποτε. Όλα απαντημένα, όλα πεζά. Μεγάλα και άδεια.
Απομείναμε αναίσθητοι μπροστά στο ιερό, ζώντας ένα γυαλιστερό, αντιαισθητικό, άχαρο, ανέραστο, ανίερο, ξοδεμένο παρόν. Χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρο, διαζευγμένοι από το είναι μας.
Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε. Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα. Μιλούν άπταιστα τα χειρότερα Αγγλικά (αυτά της δουλειάς) και άθλια τα καλύτερα Ελληνικά (τα Κυπριακά). Όταν τα χρήματα λείψουν, από πού θα κρατηθούν;
Αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο. Τον έρωτα με το στριπτιζάδικο. Τα αναγκαία για την επιβίωση, με ένα τζιπ γεμάτο άχρηστα ψώνια. Τον ελεύθερο χρόνο με την υπερωρία. Κάναμε το παιγνίδι των παιδιών υπερπαραγωγή, σε πάρτι γενεθλίων κατά παραγγελία. Ξεχάσαμε ποια είναι τα βασικά συστατικά της ύπαρξής μας, ως ατόμων και ως κοινωνίας, αντικαθιστώντας τα με ότι μάς γυάλισε στη βιτρίνα.
Γίναμε ότι μας έπεισε ο διαφημιστής, η τηλεόραση ή το περιοδικό να γίνουμε. Καταντήσαμε οπαδοί ομάδων, φανατικοί, με μαχαίρια και μίσος. Έφηβος, προτού σιχαθώ όλες τις ομάδες εξίσου, ήμουν με την Ομόνοια. Μια μέρα που έπαιζε με το ΑΠΟΕΛ, αρρώστησε ο τυμπανιστής των αντιπάλων. Ήρθαν στην άλλη κερκίδα και μου ζήτησαν να πάω στη δική τους, για να παίξω το τύμπανο. Πήγα ευχαρίστως.
Πέρασε ο καιρός, αλλάξαμε. Ξεχάσαμε. Χωριστήκαμε σε κόμματα και τα ψηφίσαμε τυφλά, διχαστήκαμε με τρόπο αταίριαστο στην ιστορία και την παράδοσή μας. Σε μια σταλιά τόπο, λέγαμε «οι άλλοι». Πήραμε τα χειρότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και τα κάναμε αξιώματα.
Να πάει στο καλό τέτοιος εαυτός, να μην ξανάρθει. Καθόλου μην τον κλάψουμε, καθόλου μη μας λείψει. Στον αγύριστο!
Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι από τις Φιλιππίνες έκλαιγε κρυφά στο κρεβάτι του για το παιδί και τη μάνα που άφησε για να σερβίρει καφέ τον κύριο Πάμπο, που έγινε σερ, για να σιδερώνει τα ακριβά βρακιά της κυρίας Αντρούλλας, που έγινε μάνταμ. Η κοπέλα θα γυρίσει φτωχή στο Μπάγκιο Σίτι ή στη Μανίλα. Θα αγκαλιάσει τη μάνα της, θα φιλήσει το παιδί της. Εμείς, πού επιστρέφουμε;
Τι μένει όταν ο σερ και η μάνταμ, έκπληκτοι, χάνουν το αυτοκίνητο, την υπηρέτρια, το λούσο και το σπίτι τους; Τι κρατιέται αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, κάτω από την επιφάνεια που βουλιάζει; Πού ακριβώς βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένος ο βαθύς Χαρακτήρας που μας επιτρέπει, όταν όλα αλλάζουν, να λέμε ακόμη «Εμείς»;
Μπορούμε σήμερα να αποφασίσουμε ξανά, ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ποιοι είμαστε. Τι είναι σημαντικό και τι όχι. Τι αξίζει να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους. Ποια λόγια αξίζει να πούμε προτού φύγουμε, πώς αξίζει να σταθούμε και απέναντι σε τι, προτού πεθάνουμε. Κι αυτό, μπορούμε να το κάνουμε, ακόμη και νηστικοί, άνεργοι και άστεγοι. Ήταν όμως αδύνατον να το κάνουμε χορτάτοι και υποταγμένοι, με έναν εαυτό-καταναλωτή, εξαρτημένο και ευχαριστημένο.
Μείναμε σε σκηνές, στο ύπαιθρο, για χρόνια. Χάσαμε για πάντα τα σπίτια, τα χωριά και τις ζωές μας. Περιμέναμε κάθε μέρα, για χρόνια, αγνοούμενους που δεν γύρισαν. Για δεκαετίες, ακούγαμε αεροπλάνο και στρέφαμε έντρομοι τα μάτια στον ουρανό. Χιαστί ταινίες στα παράθυρα, μη σπάσουν από τον βομβαρδισμό που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξαναρχίσει.
Τα παιδιά που έβγαλαν το σχολείο διαβάζοντας με το κερί στα αντίσκηνα, χειμώνες στη σειρά, βρίζονταν στην Ελλάδα από τους Ελλαδίτες, γιατί τους έτρωγαν τις θέσεις στα πανεπιστήμια. Η Μεγάλη Μαμά τίποτα δεν κατάλαβε. Κι ακόμη δεν καταλαβαίνει. Γιατί, μπορεί η Κύπρος να είναι ελληνική, όμως, πόσο λίγο κυπριακή είναι η Ελλάδα! Πόσο λίγο ελληνική είναι η Ελλάδα!
Επιτρέψαμε στους μικρούς πολιτικούς ενός αδύναμου και απροστάτευτου τόπου, να συμπεριφέρονται σαν άρχοντες αυτοκρατορίας. Να υπηρετούν κόμματα και τσέπες, σαν να μην υπάρχει απειλή, κίνδυνος και γκρεμός, σαν να είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη να γίνουμε μπουκιά στο στόμα κροκοδείλων. Είδαμε τα τρυφερά, αγνά χαμόγελα των παιδιών του Απελευθερωτικού Αγώνα να χρησιμοποιούνται από βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ’ έξω κι από μέσα». Ζήσαμε την αδικία, την απώλεια, την εγκατάλειψη. Τα ξέρουμε όλα, τα είδαμε όλα, τα ζήσαμε όλα. Τώρα θα φοβηθούμε;
Όταν κλαίγαμε το ’74, κλαίγαμε για τα σπίτια μας. Σήμερα θα κλάψουμε για τις επαύλεις μας; Τότε, κλαίγαμε για το χωριό μας. Θα κλάψουμε σήμερα για την τράπεζα; Τότε, για τους τάφους των γονιών μας. Σήμερα για τα χρέη μας; Τότε, για τις ζωές μας. Σήμερα για τις δουλειές μας; Δεν νομίζω…
Η κοινωνία μας, αυτή η διαλυμένη, πιέζοντας ασταμάτητα την όποια επίσημη πολιτική ηγεσία, αλλά και πέρα απ’ αυτήν, θα αναπτύξει μηχανισμούς στήριξης των ανέργων, θα φροντίσει τα παιδιά της. Όχι από ελεημοσύνη. Από αλληλεγγύη. Και με τη γνώση πως, αν ο διπλανός δεν ζει καλά, κανείς δεν ζει καλά. Γιατί, ότι ποτέ μας κράτησε σ’ αυτόν τον τόπο, ήταν ένας ιδιόμορφος, ποιητικός, παράλογα ωραίος κοινωνικός ιστός, που αυτοπροστατεύεται και που μας προστατεύει. Αυτός είναι που ανάγκασε τους βουλευτές να πουν, για μια έστω στιγμή, «Όχι».
Το «Όχι» της Κυπριακής Βουλής, είναι σημαντικότερο απ’ ότι κάποιοι χαιρέκακοι μπορούν να υποψιαστούν. Κι ας επιστρέψει η Βουλή εκλιπαρώντας τους Τροϊκανούς, κι ας πέσει στα γόνατα, κι ας τους γλύψει τα πόδια, μετά. Κι ας χάσουμε περισσότερα. Γιατί, για μια στιγμή έστω, έμοιασε η Δημοκρατία να έχει νόημα, ένα νόημα ξεχασμένο εδώ και δεκαετίες. Έμοιασαν, έστω και για μια στιγμή, οι εκπρόσωποι να εκπροσωπούν πράγματι.
Η στιγμή καταγράφεται και μένει, δημιουργώντας προηγούμενο, παρά την όποια κατάληξη. Και το γεγονός πως το προηγούμενο δημιουργήθηκε από μισή μερίδα τόπο, αγαπητοί λογικοί λογιστές, το κάνει ακόμη σημαντικότερο. Τίποτα «δικό σας» δεν θα μείνει ποτέ στην Ιστορία, να σηματοδοτεί, να καθορίζει, ή έστω να θυμίζει κάτι υπαρξιακά σημαντικό. Αφήστε μας να το χαρούμε. Δεν μας προσφέρονται συχνά τέτοιες χαρές.
Αυτό το «Όχι», φαίνεται να είχε και χειροπιαστά αποτελέσματα: Εκτός από τη δυνατότητα μη φορολόγησης των μικροκαταθετών, εκτός από το χρονικό περιθώριο που έδωσε για τη νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των συναλλαγών και τη δημιουργία Ταμείου Αλληλεγγύης, που μπορούν να παίξουν σημαντικά θετικό ρόλο στο μέλλον, έδωσε και τη δυνατότητα, έστω σπασμωδικά, έστω την τελευταία στιγμή, έστω με απογοητευτικό αποτέλεσμα, να μετρηθούν οι δυνάμεις και οι «φιλίες», τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας.
Βοήθησε να καθαρίσει το τοπίο, να τελειώσουμε με ψευδαισθήσεις, να καταλάβουμε ξανά το πόσο μόνοι είμαστε, το πόση ευθύνη έχουμε. Θα ήμασταν αφελείς αν πιστεύαμε πως με ένα «Ναι» θα σώζαμε κάτι, ας πούμε τη Λαϊκή Τράπεζα ή την Κύπρου (αλήθεια, πόσο «δική μας» μπορεί να είναι μια τράπεζα;) και μαζί τις δουλειές, ή τους κόπους μιας ζωής που τους εμπιστευτήκαμε. Ξέρουμε καλά πως ότι έμεινε εκτεθειμένο (το γιατί είναι μια άλλη κουβέντα, που ελπίζω πως θα γίνει), ούτως ή άλλως, και με τα «Ναι» και με τα «Όχι», θα κατασπαραχθεί.
Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει “plan B”. Θα ήταν αδύνατον να έχει εκπονηθεί από ανθρώπους της γενιάς μου και της προηγούμενης, από ανθρώπους βουτηγμένους στην κατανάλωση, στο εφήμερο, στο συμφέρον, στο νεοπλουτισμό και στο τίποτε, μια πολιτική που να έχει βάθος και σοβαρότητα. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική, είπαν ενστικτωδώς “Όχι”. Έστω και για μια στιγμή. Ένα “Όχι” καταστροφικό και λυτρωτικό μαζί, που εσείς, αγαπητοί Ελλαδίτες μνημονιακοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με πρόσχημα το καλό μας, δεν θα πείτε ποτέ. Θα προτιμήσετε να καταστραφούμε εξίσου, λέγοντας “Ναι”.
Οι Κύπριοι προσφυγοποιούμαστε ξανά στην ίδια μας την πατρίδα. Χάνουμε ξανά τη ζωή όπως τη χτίσαμε, όπως νομίζουμε πως τη διαλέξαμε, όπως νομίσαμε πως μας ανήκει. Και φοβόμαστε. Είναι ανθρώπινο. Όμως, τι πραγματικά φοβόμαστε; Ότι θα πεινάσουμε; Πεινάσαμε και παλιότερα. Ότι θα κρυώσουμε; Κρυώσαμε χρόνια. Ότι θα μείνουμε μόνοι; Πάντα μόνοι ήμασταν. Ότι θα πονέσουμε; Από πόνο άλλο τίποτε… Ότι θα μας κατακτήσουν; Πάντα κατακτημένοι υπήρξαμε.
Θα τα καταφέρουμε, το ξέρουμε καλά! Γιατί, τελικά, δεν φοβόμαστε τίποτε. Γιατί, τελικά, το μόνο που φοβόμαστε, είναι το υποχρεωτικό κοίταγμα στον καθρέφτη. Το μόνο που μας φοβίζει, είναι το μόνο που πραγματικά έχουμε: το αληθινό μας πρόσωπο. Ας το ξεθάψουμε, ας το θυμηθούμε, ας το κοιτάξουμε. Ενώ όλοι, φίλοι και εχθροί, μας αγριοκοιτάζουν, ενώ η μάσκα μας πέφτει νεκρή, αυτό θα μας χαμογελάσει.

Πηγή: alkinoos.gr

8.3.13

Ζωή Καρέλλη: Εγώ, η άνθρωπος

tvxs.gr/node/121945
Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.

Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα εγώ ή εκείνος;

Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καϋμός;

Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.

Πώς θα δω το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν’ αρμοστώ.

«Ότι διά σου αρμόζεται
γυνή τω ανδρί.»
Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.

Τι θα γίνει που τόσο καλά,
όσα πολλά ξέρω και γνωρίζω καλλίτερα,
πως απ’ το πλευρό του δεν μ’ έβγαλες.

Και λέω πως είμαι ακέραιος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι εγώ έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτέ, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ’ τον ήλιο
κι έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ’ εκείνον ν’ αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δε θέλω να περιμένω.

Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δ’ εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν’ αγαπώ,
εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.
(*Ζωή Καρέλλη, Η άνθρωπος, Τα Ποιήματα, ΙΙ, σσ. 123-24)
[…] Μεταφράζοντας τον παραδοσιακό ρόλο της μητρότητας, η ποιήτρια ως «μαμή» πρέπει να μεταμορφώσει τη (μητρική) γονιμότητα σε (γυναικεία) δημιουργικότητα, παλεύοντας με το πρόβλημα του να δώσει διέξοδο σε μια πράξη της φαντασίας που είναι κοινωνικά επιλήψιμη και ψυχολογικά αφόρητη.

Η ίδια η ύπαρξη της Καρέλλη γίνεται το σημείο εκκίνησης για τη φαντασιακή αυτονομία της, ένας ψυχικός και φυσικός τόπος μέσα στον οποίο μπορεί να διαπλαστεί ή να ξαναεφευρεθεί σε νέες φόρμες.

Η οργισμένη γυναίκα απαλλάσσεται από την ανάγκη του άντρα να της προσφέρει ψυχική ή πνευματική ολοκλήρωση. Η Καρέλλη σε αυτή τη μεταμόρφωση υπονοεί κάτι σημαντικότερο από μια απλή νοικοκυρίστικη εκδίκηση:
«Συνήθως στην εποχή μου η μόρφωση στα κορίτσια ήταν ένα στόλισμα («με τα πολλά χαρίσματα κεκοσμημένη δεσποινίς»), αλλά σε μένα βρέθηκε να ‘ναι η ψυχή μου αυτό το πράγμα, η οποία ολοένα γίνονταν πιο έντονη. Όχι ότι ο άνδρας μου δεν ήταν άνθρωπος άξιος αγάπης και σεβασμού και εκτίμησης, αλλά υπάρχει ένας χωρισμός.» («Την ελευθερία τη βρήκα στην ποίηση», σ.55)
«Η άνθρωπος» μπορεί να ερμηνευτεί ως μια διακήρυξη της περιθωριοποίησης της γυναίκας, σχολιάζοντας το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν υποφέρει μια έντονη ταπείνωση και στέρηση ως κοινωνικά όντα.
Έχοντας πλήρως συνειδητοποιήσει τον πολιτισμικό ακρωτηριασμό του γυναικείου φύλου, το ποίημα παρουσιάζει μια γυναίκα αποφασισμένη να διεκδικήσει τον τίτλο του «πλήρους ανθρώπου», αποδεικνύοντας ότι η σιωπή της είναι μια «κοινωνική σιωπή».
Αν πέσει η μασκαράτα, παίρνοντας μαζί και τη «θηλυκότητα», τότε τι μένει; -αυτό είναι το ερώτημα για τις «σκεπτόμενες» γυναίκες του εικοστού αιώνα (ποιήτριες, καλλιτέχνιδες, φιλοσόφους).
Όπως επισημαίνεται από τη συζήτηση πάνω στο θέμα αυτό από μια ομάδα σύγχρονων Ελληνίδων ποιητριών: «Πολύ γρήγορα το θηλυκό ποιητικό υποκείμενο ξεπερνά τη βιολογική του αυτογνωσία, επίσης η ρήξη του με το αντίθετο φύλο δεν μπορεί ν’ αποτελέσει μόνιμη θεματική, όσο βασανιστικό ή οδυνηρό και αν είναι το βίωμα.
Προχωρεί σε κάτι πιο ατομικό και γι’ αυτό πιο πολύτιμο, είναι η συνείδηση πως τούτος ο νεογνός λόγος γεννήθηκε μ’ έναν αρχέγονο τραυματισμό. Δεν υπάρχει γλώσσα μητέρα, δεν υπάρχει παρέκκλιση ή διαφυγή από την παγίδα του αρσενικού γλωσσικού συστήματος.
Οργανώνοντας σε ποιητική ύλη αυτά τα ιδιότυπα άλγη, η γυναίκα μέσα από μια εσώτατη αυτογνωσία καταργεί όλα της τα στερεότυπα» (Παπαδάκη, Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση;, σ. 47)
Διερευνώντας τις καταπιεστικές ιδεολογίες της εποχής της που συντρέχουν στην κατασκευή της «θηλυκής» γυναίκας, η Καρέλλη επεδίωξε να κοινοποιήσει τις συνεχώς εντεινόμενες υποψίες της για τους κώδικες, τις κατηγοριοποιήσεις και τη διαμόρφωση των εννοιών σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο.
Έτσι δημιουργεί μια τελετουργική κατάσταση όπου η γυναίκα απαλλάσσεται από τον Θεό - Πατέρα, το Νόμο του, και τη δύναμη που ασκεί πάνω της.

Γι’ αυτή τη γυναίκα – ποιήτρια το να γράφει οργισμένα, βίαια ποιήματα αποτελεί ένα αναστάσιμο γεγονός, αναγεννώντας μια ύπαρξη με όλα τα χαρακτηριστικά που είχε διαγράψει ο παλιός της εαυτός.
«Είναι φανερό λοιπόν, πόσο αυτό το ποίημα, πέρα από κάθε κοινή μαρτυρία και διαμαρτυρία, εκφράζει την αγωνία και τον αγώνα της γυναίκας να στηριχτεί και να σταθεί μόνη της μέσα στον εαυτό της και τον κόσμο, με μια συνέπεια όμως που μόνο η βαθύτερη “βάσανος” θα μπορούσε να δικαιώσει.  Και μόνο βάζοντας η Καρέλλη το θηλυκό άρθρο (“η” άνθρωπος) σε αντιπαράθεση με το αρσενικό, θα μπορούσε να δει κανείς αυτή την αντικατάσταση σαν μια δίκαιη αλλά δραματική απόπειρα να εντάξει το θηλυκό γένος μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη πέρα από διαφορές και διακρίσεις των δύο φύλων» (Κέντρου – Αγαθοπούλου, «Η άνθρωπος ή η δραματικότητα μιας εσωτερικής πάλης», σσ. 38-39)
Αφήνοντας πίσω την υποβασθμισμένη και στερημένη γυναίκα, η Καρέλλη φαντασιώνεται μια ξέφρενη μετουσίωση όπου η οργή γίνεται λύτρωση, εξαγνίζοντας όλα τα ψέματα μέσα της.
Η παραδοχή και εκδήλωση θυμού βοηθά την ποιήτρια να απελευθερωθεί και να αυτοπροσδιοριστεί.
Η «άνθρωπος» είναι μια δυναμική γυναίκα και ποιήτρια –ένα ον που εγκυμονεί τη δυνατότητα για πέταγμα και γι’ αυτό είναι ικανή να συντρίψει όλες τις προκαταλήψεις σχετικά με τη «φύση» των γυναικών.
Σε μια στιγμή έκ-στασης και αυτογνωσίας, αποδύεται όλους τους παραδοσιακούς ρόλους και τα κοινωνικά πρότυπα. Μέσα από μια κατάσταση διεκδικητικής επιθετικότητας, η Καρέλλη ανακοινώνει την απόφασή της να εκδυθεί τους πατριαρχικούς μύθους και να εγκαινιάσει μια νέα ζωή.
Η περσόνα του «Η άνθρωπος» δοκιμάζει επιλογές, κατασκευάζει στρατηγικές και ασκεί μια μυθολογία αυτοκαταστροφής και νεκρανάστασης που τελικά ανοίγει νέες δυνατότητες για τη συμβολική πραγμάτωση του γυναικείου φαντασιακού.
Ο αληθινός εαυτός –θετικός, ολοκληρωμένος, αναγεννημένος- συνδυάζεται με την καλλιτεχνική δημιουργικότητα και με μια αυτονομία που είναι εφικτή μόνο αν κανείς δεν προσδιορίζεται σε σχέση με κάποιον άλλο.

Όταν η αυθεντική γυναικεία ύπαρξη αναδύεται σε μια αυτοδύναμη αναζήτηση, η ηρωίδα δεν προσδιορίζεται πια σε σχέση με έναν άντρα –και με τους άντρες της ζωής της(Θεό ή σύζυγο).

Η άνθρωπος αντιπροσωπεύει το θρίαμβο πάνω κι έξω από τα τυπικά γυναικεία στερεότυπα, διακηρύσσοντας πόσο αυτό επηρεάζει τη δημιουργική της ελευθερία και τον έλεγχο του κόσμου γύρω της.

Σωστά, λοιπόν, έχει επισημανθεί ότι:
«Άλλωστε, αν μέσα σ’ ολόκληρο το ποιητικό της έργο χρησιμοποιεί η ποιήτρια, ως γνωστό, το αρσενικό άρθρο, με τη σημασία που θέτει εδώ το θηλυκό, τονίζοντας από την αρχή την ανθρώπινη κι όχι κατ’ ανάγκη τη θηλυκή της υπόσταση, αυτό σημαίνει ήδη ότι τοποθετείται αφ’ εαυτής και εν δυνάμει στις προσβάσεις ενός επίπονου δρόμου κι από κει μέσα χαράζει, μαρτυρώντας, το χώρο της, αποφασισμένη να περάσει σε μια πορεία ολότελα αντίθετη από κείνη της εξαρτώμενης ή ετερόφωτης γυναίκας αλλά του ανθρώπου που οδηγείται συνειδητά στη ζωή» (Κέντρου – Αγαθοπούλου, «Η άνθρωπος ή η δραματικότητα μιας εσωτερικής πάλης», σ.39)
(Απόσπασμα από το βιβλίο Εγώ, η άνθρωπος. Έμφυλες αναζητήσεις στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη, Αικατερίνη Δούκα - Καμπίτογλου, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2012)

Ζωή Καρέλλη (1901-1998)
Η Ζωή Καρέλλη (Χρυσούλα Αργυριάδου το γένος Πεντζίκη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αδελφός της ήταν ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης.

Ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τη μουσική και παρακολούθησε μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μετά το 1944 ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου.

Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων
το 1935 από τις στήλες του περιοδικού Το 3ο μάτι, όπου δημοσίευσε το πεζογράφημα Διαθέσεις.
Το 1937 πρωτοδημοσίευσε ποίημά της (Φετεπουρσικρί) στο περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες.
Εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, πέντε θεατρικά έργα και πολλά δοκίμια, ενώ πολλά κείμενά της βρίσκονται δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Εστία, Μακεδονικά Γράμματα, Μορφές, Ο Αιώνας μας, Σημερινά Γράμματα, Καινούρια Εποχή, Πνευματική Κύπρος, Νέα Πορεία. Υπήρξε μέλος του κύκλου του περιοδικού Κοχλίας της Θεσσαλονίκης.
Ποιήματά της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, κυρίως έργων του Τόμας Έλλιοτ.

Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη ποιητική συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα Ποιήματα 1940-1973. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ως το 1981) και της Ακαδημίας Αθηνών (1982).

Στο ποιητικό έργο της Ζωής Καρέλλη, αποτέλεσμα της δημιουργικής αφομοίωσης της ελληνικής (αρχαίας και νέας) και ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης, κυριαρχούν ο εσωτερικός λόγος και η υπαρξιακή αγωνία, εκφρασμένη στο πλαίσια των συνδυασμών γυναικείας ευαισθησίας και διανόησης, ελληνικότητας και ανθρωπισμού και μιας “ανοίκειας” θεματικής και ποιητικής γραφής.

Την προβληματική της ποίησής της μετέφερε και στα θεατρικά της έργα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το δοκιμιακό της έργο κυρίως γύρω από τη λογοτεχνία και το θέατρο.

Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ζωής Καρέλλη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Ζωή Καρέλλη», Η ελληνική ποίηση · Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου. Αθήνα, Σοκόλης, 1979, Γιαλουράκης Μανώλης, «Καρέλλη Ζωή», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Κεχαγιόγλου Γιώργος, «Καρέλλη Ζωή», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου