Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

31.5.17

Γιώργος Κολέμπας: Επιστροφή προς τα… μπρος!



Τη Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017, 8μμ, στο βιβλιοπωλείο των Συναδέλφων, οι εκδόσεις Ταξιδευτής παρουσιάζουν το αφήγημα του Γιώργου Κολέμπα "Επιστροφή προς τα …μπρος!" το οποίο είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία.

Όπως αφηγείται ο ίδιος ο συγγραφέας:

"Το τελευταίο αυτό βιβλίο υπο μορφή αφηγήματος, είναι η σύνοψη απόψεων, προτάσεων, δράσης και τρόπου ζωής ενός μικρού κινήματος ανθρώπων, που την προηγούμενη 20ετία προσπαθούσαν "δια του παραδείγματος" να αναδείξουν ένα άλλο τρόπο ζωής και κοινωνικοπολιτικής πράξης, πέρα του κυρίαρχου νεοελληνικού κοινωνικού παραδείγματος και της πολιτικής-κομματικής δράσης. Σήμερα στα πλαίσια της συνολικής κρίσης και του "ναυαγίου" του μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθήθηκε στη χώρα, θεωρώ ότι η στροφή προς την "επανατοπικοποιημένη" κοινωνία μπορεί να αφορά σε ένα ευρύτερο σύνολο στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας."

Διαβάστε στο tvxs.gr: Γιώργος Κολέμπας: Επιστροφή προς τα... μπρος!

Στη συζήτηση - παρουσίαση θα συμμετέχουν, ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου και η δημοσιογράφος - σύμβουλος ψυχικής υγείας, Κρυσταλία Πατούλη(Η Έρευνα για την κρίση (2010-2014), σεμινάριο Αφήγηση Ζωής. Στην εκδήλωση συμπράτουν φορείς Αλληλέγγυας και Συνεργατικής Οικονομίας.

Info:
Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017, 8μμ.
Βιβλιοπωλείο των Συναδέλφων
Καλλιδρομίου 30, Αθήνα



[...] Εμείς δε χρησιμοποιούσαμε τον όρο "αποκέντρωση". Προτιμούσαμε το "επανατοπικοποίηση". Συνδέαμε τον τόπο εγκατάστασής μας με τον "ου τόπο". Την ουτοπία που ξέραμε ότι δεν υπήρχε κάπου και που θα έπρεπε να τη δημιουργήσουμε. "Να δημιουργήσουμε τον κόσμο μας, μέσα στον κόσμο που θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας". Ήταν το σύνθημά μας. Επιστροφή, αλλά όχι προς τα πίσω! Επιστροφή... προς τα μπρος! Ήταν το άλλο σύνθημά μας [...] Για εμάς ένας άλλος κόσμος δεν είναι μόνο εφικτός, είναι ΥΠΑΡΚΤΟΣ. [...]

Ο καθηγητής και οικογεωργός Γιώργος Κολέμπας, μιλά για την πορεία της συγγραφής -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του βιβλίου Επιστροφή προς τα …μπρος!, ένα αφήγημα βασισμένο σε πραγματική ιστορία, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ταξιδευτής.

Το τελευταίο αυτό βιβλίο υπο μορφή αφηγήματος, είναι η σύνοψη απόψεων, προτάσεων, δράσης και τρόπου ζωής ενός μικρού κινήματος ανθρώπων, που την προηγούμενη 20ετία προσπαθούσαν "δια του παραδείγματος" να αναδείξουν ένα άλλο τρόπο ζωής και κοινωνικοπολιτικής πράξης, πέρα του κυρίαρχου νεοελληνικού κοινωνικού παραδείγματος και της πολιτικής-κομματικής δράσης.

Σήμερα στα πλαίσια της συνολικής κρίσης και του "ναυαγίου" του μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθήθηκε στη χώρα, θεωρώ ότι η στροφή προς την "επανατοπικοποιημένη" κοινωνία μπορεί να αφορά σε ένα ευρύτερο σύνολο στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτό φαίνεται και από τα πολλά αυτοοργανωμένα, αυτοδιαχειριστικά και κοινοτικά εγχειρήματα, που ξεπήδησαν σήμερα, κατά την περίοδο της κρίσης, που έχει έρθει για να μείνει για πολύ καιρό στη χώρα.

Περισσότεροι πολίτες της  βλέπουν ότι είναι αναγκαίο από τη μια να ξεπερασθεί το παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό μοντέλο "ανάπτυξης" που μας οδηγεί σε οικονομικές και οικολογικές καταστροφές. Από την άλλη αντιλαμβάνονται ότι για να είναι αυτό δυνατό, θα χρειασθεί ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας και των ανέργων των πόλεων να μετεγκατασταθεί με δημιουργικό τρόπο στην περιφέρεια. Για να την αναζωογονήσουν και να στραφούν στην ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με εφαλτήρα τον αγροδιατροφικό τομέα και την μεταποίηση και όχι μόνο με τις υπηρεσίες και τον υπερδιογκωμένο μέχρι σήμερα τριτογενή.

Όλα αυτά τα χρόνια κάποιοι προσπαθούσαμε να υλοποιήσουμε  κάποιες πλευρές αυτής της πρότασης, σαν επιλογή,  και σαν τρόπο ζωής. Αυτοί οι πειραματισμοί ενός μικρού κινήματος μέχρι τώρα στην Ελλάδα, αλλού είναι αρκετά αναπτυγμένοι. Στην Αυστραλία π.χ, σχεδόν το 30% του πληθυσμού αφήνει πίσω τον μέχρι τώρα τρόπο ζωής του και επιλέγει ένα αποκεντρωμένο στηριγμένο στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα νέο τρόπο ζωής και δράσης.

Αν λοιπόν από ανάγκη στραφούν περισσότεροι νέοι προς αυτούς τους κοινωνικούς πειραματισμούς, πλατύτερα κοινωνικά στρώματα, τότε υπάρχουν πολλές δυνατότητες να λυθεί και το κοινωνικό και το οικολογικό πρόβλημα. Είναι μια επιλογή που θα μπορούσε να αποδειχθεί λύση για την επιβίωση, ιδίως των νέων σήμερα, αλλά και των επερχόμενων γενεών.

Στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας αυτής,  μπορεί να βοηθήσει το βιβλίο. Βέβαια όλα αυτά εκφράσθηκαν σε ένα κύκλο προηγούμενων βιβλίων με τη μορφή δοκιμίων. Γράφθηκαν εν μέρει μαζί με άλλους φίλους: Τοπικοποίηση: Από το παγκόσμιο... στο τοπικό, Κοινωνικοποίηση, Η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης, Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης - τοπικοποίησης, Η άμεση δημοκρατία στον 21ο αιώνα με το κείμενο: H οικονομία της μετάβασης προς την άμεση δημοκρατία και  Ο σύγχρονος κοινοτισμός.

Με τη μορφή αφηγήματος όμως, έχουμε περισσότερες δυνατότητες για επικοινωνία με μεγαλύτερο κύκλο ανθρώπων και πολιτών. Με όσους προβληματίζονται για την σημερινή πραγματικότητα του «γκριζόμαυρου», της παθητικότητας, της μη ανάληψης ευθυνών και της ανάθεσης σε «σωτήρες» από τον «μέσο πολίτη». Προωθώντας την ελπίδα που μπορεί να πηγάσει από την θετική προσωπική στάση, από την υπεύθυνη δημιουργική δράση, από τη στήριξη στα κοινά συλλογικά αγαθά και κυρίως από την ανάδειξη των διαπροσωπικών σχέσεων σε αυτό που ονομάζουμε σχεσιακά αγαθά στα πλαίσια ομάδων και συλλογικοτήτων.

Η γραφή με τη μορφή αφηγήματος που αναφέρεται στην προσπάθεια μιας παρέας φίλων για συνειδητή επιστροφή στην περιφέρεια, όπου υπάρχουν καλύτερες συνθήκες για τη δημιουργία συνθηκών του αύριο στα πλαίσια της ευτοπίας τους, άρχισε ταυτόχρονα με τη συγγραφή των δοκιμίων. Γραφόταν τμηματικά αναπολώντας στη μνήμη μου τα βιώματά τους.

Γι' αυτό δεν περιγράφω ακριβώς όπως εξελίσσονταν τα πράγματα -πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να αναπαραχθεί ακριβώς το παρελθόν στο παρόν- αλλά όπως είχαν καταχωνιασθεί μέσα μου σαν μέλος της «διευρυμένης οικογένειας» και ξεπηδούσαν σιγά-σιγά στο συνειδητό και στη μνήμη μου, παίρνοντας ταυτόχρονα και μια απολογητική-αυτοκριτική χροιά μέσα από την διαμόρφωση του λόγου και των διαλόγων κυρίως.

Όπως καταλήγω στο τέλος:  Όταν σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι πάνω σε αυτά, διαπιστώνω από τη μεριά μου ότι διακατέχομαι μάλλον από την αθεράπευτη ελπίδα ότι ο άνθρωπος θα επιλέξει, ή τελικά θα αναγκασθεί, να στραφεί πάλι προς τις δύο «μάνες» που τον έφεραν σαν είδος ως εδώ. Την πρωταρχική μάνα γαία που τον γέννησε και τον τρέφει, και τη δεύτερη μάνα του που είναι η ομάδα, η κοινότητα, η κοινωνία, στα πλαίσια των οποίων μπορεί να εξασφαλίσει όχι μόνο την επιβίωση, αλλά και το ευ ζειν που λέγανε οι αρχαίοι μας, το buen vivir που λένε σήμερα οι ιθαγενικοί λαοί.

Η επιστροφή προς αυτές τις δύο μάνες δεν θα είναι προς τα πίσω, αλλά… προς τα εμπρός. Οι γιοί και οι κόρες μας, τα παιδιά και τα εγγόνια της σημερινής γενιάς των ανθρώπων, θα χρειασθεί, όχι μόνο να παίρνουν από αυτές τις μάνες και να τις εξαντλήσουν, όπως το κάνανε οι μέχρι τώρα γενιές. Θα χρειασθεί να τις φροντίσουν κιόλας, για να μπορούν να υπάρχουν μαζί και στο μέλλον. Για αυτό και η επιστροφή σε αυτές θα γίνει όχι προς τα πίσω, αλλά βασικά προς τα εμπρός.

Επιστροφή σημαίνει να ρίχνουμε ματιές προς τα πίσω για να ξαναπιάσουμε κάποια θετικά νοήματα του παρελθόντος, να τα αναδείξουμε στο παρόν, να τα πλέξουμε με καινούργια νοήματα και αξίες, ώστε να έχουμε ξανά το νήμα που θα μας οδηγήσει στην ευζωία των σημερινών και των μελλοντικών γενιών. Το προς τα εμπρός έχει να κάνει με τη διαμόρφωση του ευτοπικού μας μέλλοντος υπό τις νέες συνθήκες που υπάρχουν και που απαιτούν αποκατάσταση των μέχρι τώρα καταστροφών και επαναφορά της οικολογικής ισορροπίας…

Η ελπίδα μου στηρίζεται ακριβώς εκεί, ότι δηλαδή κάποια στιγμή ο homo oeconomicus θα ξαναγίνει homo sapiens sapiens, ο «σοφός μοντέρνος άνθρωπος», και θα παραιτηθεί από την επέκταση της κυριαρχίας του σε όλο τον πλανήτη και θα αποφασίσει να ενταχθεί με ισορροπία στο φυσικό και κοινωνικό οικοσύστημα. Γι'  αυτό ευγνωμονώ τα παιδιά μας, που μεγαλώνοντας στο κτήμα κοντά μας, έχουν αντιληφθεί τις αγωνίες μας και μας έχουν ανανεώσει τις ελπίδες μας ότι με τα εφόδια που τους δώσαμε, με τις ιδέες μας και τον τρόπο ζωής που τους προσφέραμε, θα χαράξουν τον δικό τους δρόμο, ένα δρόμο επιστροφής… προς το δικό τους εμπρός, την ευτοπική πολυνησία της Ατλαντίδας τους.

Και μια τελευταία αναφορά μου: χωρίς τις συμβουλές και την επιμονή της Κρυσταλίας Πατούλη -δεν είχα προηγούμενη εμπειρία σε αφηγηματικό τρόπο γραφής- δεν θα είχε φθάσει στο τυπογραφείο η «Επιστροφή προς τα …μπρος!» Γ.Κ.

Επιστροφή προς τα …μπρος!, Εκδόσεις Ταξιδευτής - 2017, 328 σελ.

Μια παρέα νέων της πόλης, προς το τέλος της δεκαετίας του '80, προετοιμάζονταν με συζητήσεις και αυτοεκπαίδευση να αφήσουν πίσω τους τη "χαβούζα" του Λεκανοπεδίου για μια δημιουργική μετεγκατάσταση στην ελληνική περιφέρεια.

Τελικά κατέληξαν να εγκατασταθούν το 1990 στο Πήλιο, μεταξύ δύο χωριών, προσπαθώντας να δημιουργήσουν μια "διευρυμένη οικογένεια" από 3-4 ζευγάρια, με ένα διαφορετικό -από τον κυρίαρχο- τρόπο ζωής. Συνάντησαν πολλές δυσκολίες στο εγχείρημά τους, δεν κατάφεραν πλήρως να υλοποιήσουν τα όνειρά τους, αλλά είχαν κοινές δραστηριότητες και με άλλους ανθρώπους ντόπιους ή "νεοφερμένους" στην περιοχή προσπαθώντας να λειτουργήσουν σαν παράδειγμα στην τοπική κοινωνία, ασχολούμενοι π.χ. με τη βιολογική-φυσική καλλιέργεια, τις βιοκλιματικές κατασκευές και εναλλακτικές μορφές ενέργειας, τη διακίνηση οικολογικών προϊόντων, με το κίνημα των οικοκαλλιεργητών και το κίνημα ενάντια στα μεταλλαγμένα.

Καταγόμενοι οι ίδιοι ή έχοντας γονείς από χωριά, την επιστροφή τους ή την επανατοπικοποίησή τους -όπως την χαρακτήριζαν- δεν την έβλεπαν σαν "αναχώρηση" και απομόνωση από τη ζωή της πόλης ή σαν επιστροφή προς τα πίσω στο παρελθόν, αλλά σαν επιστροφή σε μια καλύτερη ποιότητα ζωής, συνδεδεμένη με τη φύση και τα προβλήματα του συγκεκριμένου τόπου, τον οποίο ήθελαν να μετασχηματίσουν σε "ευ-τόπο". Για αυτό η επιστροφή τους ...ήταν προς τα εμπρός, γιατί προσπάθησαν να δημιουργήσουν στοιχεία ενός μελλοντικού κόσμου, στα πλαίσια του κόσμου που άφησαν πίσω τους, ελπίζοντας ότι στο μέλλον θα κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση ένας κρίσιμος αριθμός ανθρώπων, ικανών να βάλουν σε κίνηση και την ίδια την κοινωνία με στόχο την "ευζωία" της.
--
Ο Γιώργος Κολέμπας, γεννημένος το 1950 στην Ήπειρο, τέλειωσε Γυμνάσιο-Λύκειο στον Πειραιά, σπουδές στα Μαθηματικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1968-1972) με μεταπτυχιακό Aufbaustudium Informatik στο Μόναχο (1974-77). Στο διάστημα 1986-90, που ήταν καθηγητής στο Ελληνικό Γυμνάσιο-Λύκειο Φραγκφούρτης έκανε σπουδές Οικολογίας στο πανεπιστήμιο Φραγκφούρτης.
Καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης (1978-2008) με οργάνωση πολλών περιβαλλοντικών προγραμμάτων και συμμετοχή στα τοπικά κοινωνικά και οικολογικά κινήματα πολιτών. Ταυτόχρονα από το 1990, που εγκαταστάθηκε στο Πήλιο, έγινε και οικο-γεωργός με στόχο την προώθηση και οργάνωση της βιολογικής οικο-παραγωγής στην Ελλάδα και τη διακίνηση των οικολογικών προϊόντων. Από το 2008 ασχολείται πλέον εκτός από τις βιοκαλλιέργειες και με τη διαμόρφωση του προτάγματος της Τοπικοποίησης. Μιας στρατηγικής  στα πλαίσια της γενικότερης πρότασης της απο-ανάπτυξης. Σαν απάντηση στη παγκοσμιοποίηση και σαν δυνατότητα μετάβασης σε μια αποκεντρωμένη, επανατοπικοποιημένη, αυτοδιαχειριζόμενη-αμεσοδημοκρατική, οικολογική και αταξική κοινωνία της ισοκατανομής πόρων και εξουσιών.

Έχει εκδώσει το αντίστοιχο βιβλίο: Τοπικοποίηση, από το παγκόσμιο στο τοπικό, καθώς και το βιβλίο: Κοινωνικοποίηση, η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης μαζί με τον Βασίλη Γιόκαρη. Με τον Γιάννη Μπίλλα έχει εκδόσει το βιβλίο: Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης- τοπικοποίησης. Στο συλλογικό βιβλίο με τίτλο: Άμεση δημοκρατία τον 21ο αιώνα έχει συμμετάσχει με το κείμενο: η οικονομία της μετάβασης προς την άμεση δημοκρατία. Έχει εκδώσει επίσης το βιβλίο με  τίτλο: Ο Σύγχρονος Κοινοτισμός. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο: Επιστροφή προς τα...μπρος, ένα αφήγημα βασισμένο σε πραγματική ιστορία.
---

Tvxs.gr

25.5.17

Ήθελα να είμαι αγόρι

[...] Εγώ δεν ήμουν ένα κανονικό κορίτσι. Εμένα μου άρεσαν τα αγόρια, όχι ακόμα με την έννοια της έλξης, αλλά με την έννοια της ταύτισης: ήθελα να είμαι αγόρι. Αν ήμουν αγόρι, δεν θα είχα την υποχρέωση να πλύνω τα πιάτα ή να σιδερώσω τα σώβρακα. Ομηρικοί καβγάδες με τη γιαγιά μου, που έλεγε πως αν ο πατέρας μου ή ο αδερφός μου πλύνει τα πιάτα, εκείνη θα πέσει από το μπαλκόνι [...]

Η μητέρα μου δεν φορούσε ρούχα, αλλά στολές. Φούστες κάτω από το γόνατο, ίσιες και φαρδουλές, μαύρες ή γκρι ή καφέ. Όλες ίδιες. Τις μπλούζες δεν τις θυμάμαι. Όλες ίδιες ήταν μάλλον κι αυτές. Το δέρμα της ήταν πολύ άσπρο – φοβόταν το νερό επειδή όταν ήταν μικρή είχε κινδυνέψει να πνιγεί, κι έτσι δεν πήγαινε ποτέ για θαλασσινό μπάνιο. Θα την έλεγε κανείς χοντρή, αλλά με ένα ιδιότυπο πάχος, κυρίως στην κοιλιά και στο πάνω μέρος του σώματος (πλάτη, στήθος, μπράτσα). Το πρόσωπο ήταν μάλλον στεγνό και τα πόδια καλαμάκια.

Την έβλεπα καμιά φορά να ντύνεται΄ με άφηνε να τη βλέπω, δεν με έδιωχνε. Μισούσα αυτό το πλαδαρό και παχύ σώμα, αυτή την σαμπρέλα που είχε για κοιλιά, αυτά τα ποδαράκια του σπουργίτη. Μισούσα κάθε τι παράταιρο, ασύμμετρο.  Κάπως έτσι ήταν ο σωματότυπος και της γιαγιάς μου και της μιας θείας μου, αλλά στο πιο αδύνατο. Ίδρωνα στη σκέψη ότι θα μπορούσα κι εγώ να γίνω έτσι, αλλά όλοι έλεγαν πως στο σώμα μοιάζω του μπαμπά μου.

Μισούσα κι αυτές τις βυζάρες, κι ευχόμουν εμένα να μη γίνουν τόσο μεγάλα, ή να μη γίνουν καθόλου. Φανταζόμουν το βρεφικό μου κεφαλάκι στριμωγμένο και πνιγμένο κάτω από αυτό το πράγμα και μ’ έπιανε ασφυξία και αηδία. Κι αν η κοιλάρα της οφειλόταν στις τρεις γέννες που είχε κάνει; Κι αν οφειλόταν στην τρίτη γέννα, από την οποία γεννήθηκα εγώ; Εγώ δεν θα γεννούσα, δεν θα γεννούσα τρεις φορές, ή εμένα έτσι κι αλλιώς δεν θα γινόταν ποτέ έτσι η κοιλιά μου; Καλά σίγουρα δεν θα γεννούσα τρεις φορές: δεν θα έφερνα ποτέ ένα παιδί στο κόσμο για να μεγαλώνει μόνο του.

Τα μαλλιά της πάντα κοντά, σχεδόν σαν τους άντρες. Όταν γέννησε κι εμένα, κι ενώ ήταν μόλις 29 χρονών, άρχισε να έχει σοβαρή τριχόπτωση, ανδρικού τύπου, μαζί με διαταραχές του κύκλου κι αιμορραγίες. Έτσι τα μαλλιά της στο πάνω μέρος του κεφαλιού ήταν πολύ αραιά, σαν χνούδι. Για χρόνια έτρεχε από δερματολόγο σε δερματολόγο, και δοκίμαζε κάθε φάρμακο και μαντζούνι που κάποιος της πρότεινε. Έκλαιγε κάθε βράδυ για να ξυπνήσει το πρωί να μετρήσει τις πεσμένες τρίχες που είχε πάνω του το μαξιλάρι της.

Αρρώσταινε προκαταβολικά όταν ερχόταν κανένας γάμος ή βάφτιση, γιατί εκείνη θα ήταν «η καραφλή», η άσχημη. Δεν προσπαθούσε να διορθώσει την εμφάνισή της ως προς το πάχος ή ως προς την ένδυση, άλλωστε δεν είχαμε και λεφτά για ακριβά ρούχα. Δεν βαφόταν ποτέ: το πρώτο κραγιόν ή μολύβι το έφερα στο σπίτι εγώ, φοιτήτρια πια.

Το μόνο της στολίδι, τα μαλλιά της, το είχε χάσει, κι αυτό ήταν το μόνο σημαντικό. Κάποια στιγμή πολύ αργότερα αγόρασε μια πανάκριβη περούκα, αλλά δεν την έβαλε πάνω από δυο φορές, νομίζω μόνο στους γάμους μας. Για να μην είναι η καραφλή που θα ασχημαίνει τις φωτογραφίες από τις χαρές μας. Πολλές φορές με έχει ρωτήσει αν έχω ντραπεί για τους γονείς μου στον κύκλο των συμφοιτητών ή των συναδέλφων μου.

Τα παιχνίδια που προτιμούσα είχαν κινητικότητα και ανταγωνισμό. Έτρεχα πιο γρήγορα από όλους, αγόρια και κορίτσια. Στα μήλα έπιανα 100 και δεν έχανα ποτέ. Στο σχολείο έπαιζα ποδόσφαιρο με τα αγόρια, την ώρα που τα κορίτσια ίσιωναν τις ποδίτσες τους και πρόσεχαν να μην τις λερώσουν, ή τις κορδέλες τους σαν όμορφες κι ακίνητες κουκλίτσες.

Έτρεχα 36 γύρους του προαυλίου χωρίς καν να ανεβάσω παλμούς, κι ήμουν το μόνο κορίτσι που μπορούσε να κάνει 20 push ups. Στο σπίτι βλέπαμε με τους αδερφούς μου αγώνες ποδοσφαίρου, στήναμε γήπεδο βόλεϊ μεταξύ των κρεβατιών και σπάγαμε δυο τρείς σανίδες κάθε φορά, μαζεύαμε αυτοκόλλητα με τον Καρούλια και τον Βαμβακούλα, κάναμε αγώνες bras de fer.

Γρήγορα όλα τα κοριτσίστικα παιχνίδια άρχισαν να μου φαίνονται στατικά, βαρετά και υπερβολικά εύκολα. Δεν ήθελα να χτενίζω ξανθές χαζές κούκλες, δεν ήθελα να ταΐζω ηλίθια μωρά που κατουράνε από το πιπί τους αυτό που τους δίνεις στο στόμα, δεν ήθελα να μένω ατσαλάκωτη και διακοσμητική.

Εγώ δεν ήμουν ένα κανονικό κορίτσι. Εμένα μου άρεσαν τα αγόρια, όχι ακόμα με την έννοια της έλξης, αλλά με την έννοια της ταύτισης: ήθελα να είμαι αγόρι. Αν ήμουν αγόρι, δεν θα είχα την υποχρέωση να πλύνω τα πιάτα ή να σιδερώσω τα σώβρακα. Ομηρικοί καβγάδες με τη γιαγιά μου, που έλεγε πως αν ο πατέρας μου ή ο αδερφός μου πλύνει τα πιάτα, εκείνη θα πέσει από το μπαλκόνι.

Τη ρωτούσα: αφού τα ίδια πράγματα κάνουμε με τα αγόρια, πάμε σχολείο και αγγλικά, και μάλιστα εγώ τα κάνω επιτυχέστερα από αυτούς, γιατί εγώ πρέπει να σηκώσω το τραπέζι ενώ αυτοί όχι; Γιατί εγώ πρέπει να βοηθήσω τη μανούλα στο ξεσκόνισμα ενώ αυτοί όχι; Γιατί είσαι γυναίκα, γιατί έτσι τα βρήκαμε αυτά τα πράγματα, γιατί οι άντρες είναι φτιαγμένοι για άλλες δουλειές, πιο βαριές, πιο κοινωνικές, κι έχουν την ευθύνη για την οικονομική μας επιβίωση.

Η μητέρα μου από την άλλη, άλλα έλεγε κι άλλα έκανε: ενώ με προέτρεπε να σπουδάσω και να κερδίζω χρήματα και να μη εξαρτώμαι από κανέναν, η ίδια έμενε συμβιβασμένη και θυμωμένη. Ποτέ δεν αντιμίλησε στη μάνα της, ποτέ δεν τοποθετήθηκε υπέρ μου σ’ εκείνους τους καβγάδες. Περίμενε από εμένα να ανατρέψω ότι δεν είχαν ανατρέψει γενεές δεκατέσσερις.

Όταν της ζητούσα να βάλω κι εγώ παντελόνι όπως τα αγόρια, μου έλεγε πως θα μαλώσει ο μπαμπάς, κι όταν της απαντούσα πως ποτέ δεν έχει μαλώσει ο μπαμπάς και δεν πιστεύω ότι θα μαλώσει ούτε τώρα, καταλάβαινα πως αυτόν που φοβόταν ήταν ο δικός της μπαμπάς και κυρίως μην τυχόν η ίδια κατηγορηθεί πως δεν κάνει τα καθωσπρέπει. Έτσι λοιπόν κι εγώ χρεώθηκα και τα δυο: και την αδυσώπητη προσπάθεια να κάνω την ανατροπή που περίμενε εκείνη από εμένα, και την βαθιά αίσθηση ανημπόριας, εξάρτησης και ντροπής που ήταν συνυφασμένη με το να είσαι γυναίκα.

Ε λοιπόν όχι: δεν θα γινόμουν ένα με το νεροχύτη και την κατσαρόλα, θα μορφωνόμουν και θα εργαζόμουν και θα ταξίδευα και δεν θα είχα ανάγκη κανέναν σωτήρα.

Τα γυναικεία ρούχα ήδη από την παιδική ηλικία με δυσκόλευαν, δεν καταλάβαινα γιατί πρέπει το πόδι μου να στριμώχνεται σ’ αυτό το σκληρό και στενό γοβάκι, γιατί πρέπει να φοράω καλσόν και να κρυώνω, γιατί το παντελόνι εθεωρείτο ανδρικό ένδυμα, και κυρίως γιατί εθεωρείτο άσεμνο. Πολύ πιο άσεμνο μου φαινόταν το φουστάνι.

Οι άντρες είχαν κρατήσει για τους εαυτούς τους τα άνετα και τα λογικά και μας είχαν αναγκάσει να ντυνόμαστε και κυρίως να φερόμαστε σαν σκεύη της ηδονής τους. Μα κι αυτοί, πώς είχαν σχηματίσει μια τόσο φτηνή και ρηχή εικόνα για τη γυναίκα; Τα μόνα ρούχα που με γοήτευαν ήταν τα αθλητικά, μόνο μέσα σε αυτά ένιωθα ο εαυτός μου.

Η μητέρα μου έκανε τελικά την «επανάσταση» κι έβαλα παντελόνια. Μια μέρα στην 5η Δημοτικού, είχα βάλει κρυφά ένα άσπρο σορτσάκι κάτω από την ποδιά, γιατί είχαμε αγώνες ταχύτητας. Καθώς καθόμουν στα σκαλιά και περίμενα τη σειρά μου, πέρασε ο δάσκαλός μου κι ένιωσα πως με κοίταξε περίεργα. Ταυτόχρονα άρχισα να νιώθω κομάρες και πόνους, πήγα στην τουαλέτα -ίσως για πρώτη φορά στα πέντε χρόνια που πήγαινα σχολείο- κι είδα αίμα. Ντρεπόμουν αφόρητα, που εκείνος το είχε δει. Στους αγώνες πάτωσα, δεν ήξερα τι ήταν αυτό που μου συμβαίνει, ήλπιζα μόνο να μην ξανασυμβεί.

Εν τω μεταξύ το στήθος μου μεγάλωνε, κι εγώ σκεφτόμουν διάφορες πατέντες για να το κρύψω. Η καλύτερη που βρήκα ήταν να ενώσω δυο κορδόνια από παπούτσια, και να τα δέσω σφιχτά γύρω από το στήθος μου ώστε να το πατικώσω. Αν έγερνα και λίγο τους ώμους προς τα εμπρός, δε φαινόταν σχεδόν καθόλου καθώς κοιταζόμουν στον καθρέφτη. Αλλά θα έπρεπε να προσέχω να μη χοροπηδάω, γιατί ήταν εύκολο να βγει το κορδόνι και να αποκαλυφτώ, σαν την Σταχτοπούτα τα μεσάνυχτα.

Ένα πρωί βγήκα τρέχοντας από το σπίτι – σχεδόν πάντα πήγαινα παντού τρέχοντας – και δυο νεαροί που πήγα να πέσω πάνω τους μου φώναξαν «τι τρέχεις ρε φίλε;». Είχα πρόσφατα κόψει τα μαλλιά μου κοντά, τα είχα καταφέρει να μοιάζω σαν αγόρι. Έτσι δεν θα με καταδίωκαν οι σκάφες και τα σώβρακα, δεν θα χρειαζόταν ούτε να μοιάσω ούτε να υπερβώ εκείνες τις στρατιές από γυναίκες με γκρίζα ρούχα και μαντήλες που ήταν οι προγονές μου. Μπορούσα να είμαι ελεύθερη.-
Α.Κ.
---
*Κείμενο της Α. Κ. γραμμένο στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής.
Διαβάστε επίσης:
Φωτογραφία από την ταινία Αγοροκόριτσο (Tomboy). 




Εγώ έφερα τη δικτατορία





Θα σας πω ένα μεγάλο μυστικό: Εγώ έφερα τη δικτατορία στην Ελλάδα. Ήταν αναπόφευκτο. Όποιος κάνει κακό σε μικρό παιδί, πρέπει να πληρώσει. Αυτό είναι το δίκαιο.
Είναι βράδυ, σκοτεινά. Όλοι κοιμόνται εκτός από τις τσιγγάνες που έχουν έρθει και χορεύουν στο σαλόνι μας που είναι και το υπνοδωμάτιο το δικό μου της Βαγγελιώ και της θείας Γιάσμης, της Γιάμη μου, που κοιμάται με μένα. Αλλά σήμερα δεν είναι εδώ μαζί μου.
Εγώ φοβάμαι. Μένω ακίνητη, αφουγκράζομαι βγάζοντας λίγο το κεφάλι μου από την κουβέρτα. Τι λέει η μαμά σουτ και σουτ. Καλέ δεν βλέπει; Τι σκιές; Είναι οι τσιγγάνες, κάτι ωραίες γελαστές θαρρετές, παιχνιδιάρες με πλεγμένα στις κοτσίδες τους κουρελάκια.
Τις βλέπω. Κλείνω τα μάτια να φύγουν. Τα ανοίγω και πάλι είναι εκεί. Παίρνω το θάρρος μου. Τρέχω με όση δύναμη έχω και πέφτω με όλη μου τη φόρα στο μπαμπά. Δεν κατάλαβα τι ακολούθησε!
Με έβγαλε έξω στο δρόμο, ξυπόλητη με το πυτζαμάκι μου μόνο, και μου έδωσε ένα διπλό χαστούκι. «Θα μείνεις στο δρόμο, αν δεν μπορείς να κοιμηθείς εσύ, εμείς θέλουμε να κοιμηθούμε. Σταμάτα τα ψέματα και τα κλάματα. Κατάλαβες;» 
Και έφυγε….
Τα φανάρια αναβοσβήνουν κόκκινο, πράσινο, πορτοκαλί. Ο δρόμος μισοφωτισμένος, ο δρόμος ο άδειος… Άδεια.
Η μαμά βγήκε από την πίσω πόρτα και με πήρε από το χέρι. Με πήγε στην τουαλέτα. Με έβαλε κοντά στον νιπτήρα και με το χέρι της μου έριχνε νερό να πλύνει το πρόσωπό μου και τη μύτη μου. Εγώ δεν ξέρω πού βρισκόμουνα. «Είδες τι έπαθες; Τι κλαις όλο το βράδυ σήμερα; Έλα σταμάτα, πια». Και με έσπρωξε να μπω στο δωμάτιο της, εγώ αντιστάθηκα εκεί κοιμόταν ο μπαμπάς. Εκείνη με πήρε αγκαλιά.
Σκοτάδι δεν θυμάμαι τίποτα. Θεάρεστη λήθη. Σίγουρα κοιμήθηκα.
Ένα βράδυ, η αστυνομία ήρθε και πήρε τον μπαμπά μου από το σπίτι μας.
Αυτό συνέβη  γιατί ο μπαμπάς είχε κάνει αυτό το κακό σε μένα. Γι αυτό τον συνέλαβαν!
Σε κανένα άλλον ο μπαμπάς δεν είχε κάνει κακό. Είναι  πολύ καλός άνθρωπος. 

*Το κείμενο είναι γραμμένο στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής, και παρουσιάστηκε μαζί με άλλα, την Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016, στην Πύλη 82, στην Βιωματική θεατρική παράσταση «Αφήγηση Ζωής», σε διδασκαλία – επιμέλεια του Βασίλη Ανδρέου και της Μαρίας Αιγινίτου(που είχε την ιδέα της παράστασης) με την ομάδα τους:

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου