Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

8.2.14

Το κουμπί και το φόρεμα. Tου Σωτήρη Δημητρίου

09:53, 08 Φεβ 2014 | tvxsteam tvxs.gr/node/148517
Αφορμή γι’ αυτό το διήγημα στάθηκε μια αλαφροΐσκιωτη γυναίκα που συνάντησα στο Ζάππειο. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.
Ως νέος δεν είχα καθόλου τον νου μου στον γάμο και στην τεκνοποιία. Αυτό –που το μυριζόντουσαν στην μικρή κοινωνία που ζούσα – συν το ότι δεν ήμουν εργατικός με την τρέχουσα έννοια, δεν ευνοούσε τα προξενιά.
«Ο τεμπέλης» έλεγαν «δεν παντρεύεται κι άμα παντρευτεί δεν κάνει παιδιά». Ίσως όχι αδίκως.
Εγώ, λόγου χάρη, έχω κολλήσει δεκαετίες τώρα στο πρώτο έτος σπουδών. Ας με διαγράψουν, να δω κι εγώ τι θα κάνω.
Οι γειτόνισσες καθώς περνούσαν τα χρόνια, μου έκαναν και κάτι τρομερές παρατηρήσεις.
«Άκου να σου πω Σωτήρη» μου λέει μια φορά η κυρά – Γόνη. «Σ’ αυτόν που δεν παντρεύεται δεν δίνουν το χέρι ούτε για συγχαρητήρια, ούτε για συλλυπητήρια».
Ένας δε αγαθός γείτονάς μας – ο κυρ Γιάννης – όταν επέστρεφα απ’ την Αθήνα μου φώναζε.
«Ω παιδί πού ‘ν’ τηηηηηηη;» και εννοούσε τη σύζυγο. Μιλούσε τραγουδιστά, λίγο κερκυραϊκά, όπως μιλούνε στο χωριό Πλέσιο απ’ όπου ήταν η γυναίκα του. Επαλήθευε την παροιμία «από πού ‘σαι Γκέκα μου; Από κει που ‘ναι η γυναίκα μου».
Αυτό το χωριό απ’ τις ηπειρώτικες πλαγιές αντικρίζει την Κέρκυρα. Φαίνεται ότι φτάνει σ’ αυτό, κατά κάποιον τρόπο, η ανάλαφρη χροιά του νησιού. Ίσως την φέρνει ο αγέρας.
«Άντε βρε παιδί μου» μου έλεγαν και οι άλλες γυναίκες «να χαρεί κι η μάνα σου».
Μια φορά, σχετικά προσφάτως, καθόμουν ένα καλοκαιρινό δειλινό μαζί τους, σ’ ένα παγκάκι έξω απ’ το σπίτι μου. Ηλικιωμένες πια όλες γριούλες θα τις έλεγε ένας ξένος.
Ξαφνικά φάνηκε στην μικρή ανηφόρα κι άλλη μια γειτόνισσα. Πλησίασε, στάθηκε σε κάποια απόσταση, έβαλε το χέρι της αντηλιά και φώναξε.
«Ω κοπέλες ποιόν έχετε εκεί;»
Έκανε πως δεν ήξερε.
«Ούι το μεγάλο παιδί της Αλέξως θάρρω, που είναι στην Αθήνα;»
«Ναι» η μάνα μου.
«Το ανύπαντρο;»
«Ναι».
«Τι καρτερεί;»
Της απάντησα εγώ με τον τρόπο των γυναικών. Αφού μ’ αυτές συνομιλούσα συνεχώς.
«Είναι τυχερά αυτά κυρά-Χρυσούλα. Όλα είναι του χεριού κι ο γάμος είν’ της τύχης δεν λένε;»
«Να σου λείπουν αυτά» μου λέει. «Πολλά έμαθες».
«Σε άντρα με μουστάκι και σε γυναίκα με βυζιά, δεν τους λέμε τι να κάνουν» πήρε τον λόγο η κυρά-Λόπη.
«Καλά κάνει Αλέξω» γύρισε στην μάνα μου. «Δεν έχουν εμπιστοσύνη τα παιδιά –παιδί πενήντα ετών- όπως γινήκανε οι μαύρο κοπέλες. Δεν κρένουν οι πέτοι Αλέξω. Κρένουν οι κότες. Κά, κα, κα, κα οι κότες. Έχεις καλό παιδί και θα πάει χαμένο. Καλά κάνει».
«Ε μωρ’ κυρά-Λόπη» είπα πάλι εγώ με τον τρόπο τους. «Ο καλός καλό δεν βλέπει».
Το είπα και αμέσως δαγκώθηκα. Ένοιωσα ότι το είχα παρακάνει, ιδίως στον τόνο της φωνής.
Οι γυναίκες εσιώπησαν αμήχανες. Καλά λένε ή μίλαγε όπως φορείς ή φόραγε όπως μιλείς.
Στην Αθήνα με οδυνηρή έκπληξη είδα τι άσχημη εντύπωση έκανα σε κάτι Βορειοηπειρώτες –που με ρώτησαν πόσα παιδιά έχω- όταν τους είπα ότι είμαι ανύπαντρος.
«Γιατί;» ψέλλισε ο ένας και κατόπι κάτι άλλαξε ριζικά στη στάση τους.
Πόσο θα ήθελα εκείνη τη στιγμή να είχα μια στιγμιαία πολυμελή οικογένεια. Ήδη όμως άρχισαν να συνηθίζουν στα δικά μας γιατί τα παιδιά τους ακολουθούν κατά πόδας τα Ελληνόπουλα.
Στην Αθήνα επίσης στην κλασική ερώτηση των ταξιτζήδων τι οικογένεια έχεις λίγο τα περιπλέκω.
Λέω ότι έκανα δυο αποτυχημένους γάμους με τέσσερα παιδιά –τρία κι ένα- ότι κάνω αιματηρές οικονομίες για να τα βγάλω πέρα και ότι υπολογίζω ως και το σεντς.
Με αυτό το σεντς τους πείθω απολύτως. Τους νοιώθω να μετάνιωσαν που με ρώτησαν. Μου δίνουν με ευλάβεια τα ρέστα, μερικές φορές επί ζημία των. Δυο-τρεις φορές μισοπροσφέρθηκαν να μην μου πάρουν λεφτά.
Η γυναίκα στο Ζάππειο έκοβε κλαράκια από διάφορα φυτά για να τα μεταφυτέψει στο σπίτι της.
Κυρίως όμως έτεινε το αυτί της και εντόπιζε διάφορα πουλάκια μ’ ένα τρομερό, λίγο τρελό, κέφι. Εκεί που μιλούσαμε έλαμπε.
«Άκου, άκου, άκου» μου έλεγε. «Ο σπίνος» ή «άκου κι από κείνο το δέντρο την σουσουράδα». Έκανε δε με το στόμα της ήχους διαφόρων πουλιών.
«Ο κήπος έχει» με πληροφόρησε «και έξι παπαγαλάκια» και μου τα παράστησε πώς κελαηδούσαν.
Αυτή η γυναίκα ήταν παντρεμένη –όπως μου είπε με βαθύ παράπονο- και είχε δυο μεγάλα παιδιά, εφήβους. Ο άντρας της και τα παιδιά της την χτυπούσαν και την κορόιδευαν.
«Κάθε μέρα όμως τους το σκάω και έρχομαι στο Ζάππειο».
Όταν χωρίσαμε κι ενώ είχε λίγο απομακρυνθεί, στράφηκε και με ρώτησε.
«Εσύ τι οικογένεια έχεις;»
«Δεν είμαι παντρεμένος».
Άνοιξε το στόμα της απ’ την έκπληξη και με μάλωσε.
«Α» μου λέει». «Δεν κάνεις καλά, δεν είναι σωστό».
Αυτή η γυναίκα δεν έλεγε να φύγει απ’ τον νου μου και τελικά ήταν η αφορμή, όπως ειπώθηκε, για το διήγημα.
«Βρήκα ένα κουμπί» λέει μια παροιμία «και για χάρη του έραψα ένα φόρεμα». Ή μήπως αφορμή στάθηκε η ωραία αυτή παροιμία που ήθελα κάπου να την χρησιμοποιήσω;
*Ομώνυμο διήγημα από το βιβλίο Το κουμπί και το φόρεμα του συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου (εκδ. Πατάκη).

10/02/2014Ο συγγραφέας Σωτήρης Δημητρίου στον Πολυχώρο Τέχνης Αλεξάνδρεια
*Στα πλαίσια του σεμιναρίου «Αφήγηση Ζωής» (http://afigisizois.wordpress.com/about/) πραγματοποιούνται για τέταρτη χρονιά, αφιερώματα σε καταξιωμένες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών που έχουν αφήσει το στίγμα τους στον τομέα τους, όπως οι: Ζυράννα ΖατέληΚώστας ΜουρσελάςΠερικλής Κοροβέσης, Φωτεινή Τσαλίκογλου, Τασούλα Βερβενιώτη, κ.ά..
Η επόμενη συνάντηση του φετινού κύκλου, που θα γίνει στις 10 Φεβρουαρίου 2014 στον Πολυχώρο Τέχνης Αλεξάνδρεια, και ώρα 20:30, αφιερώνεται στον συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου, σε μια εφ’ όλης της ύλης «Αφήγηση Έργου – Ζωής» με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο Το κουμπί και το φόρεμα - Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών [2013]- των εκδόσεων Πατάκη.
Όπως πάντα στις αντίστοιχες εκδηλώσεις, η Κρυσταλία Πατούλη συνομιλεί με τoν καλεσμένo, και οι συμμετέχοντες θέτουν τα πιθανά ερωτήματά τους.
Ο Αυγουστίνος από το βιβλιοπωλείο Λεμόνι διαθέτει στις εκδηλώσεις τα βιβλία των προσκεκλημένων.

Info: Πολυχώρος Τέχνης Αλεξάνδρεια, Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014, και ώρα 8:30μμ, Σπάρτης 14, Πλατεία Αμερικής. Τηλ: 210-8673655. Είσοδος Ελεύθερη.

*Ο  Σωτήρης Δημητρίου (1955-) γεννήθηκε στην Πόβλα Θεσπρωτίας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το έργο του έχει τιμηθεί με το βραβείο διηγήματος της εφημερίδος “Τα Νέα” (1987), δύο φορές με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού “Διαβάζω” (η τελευταία το 2002 για το βιβλίο του “Η βραδυπορία του καλού”), ενώ το μυθιστόρημά του “Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου” ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Κείμενά του έχουν μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο, σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους (“Αμέρικα” του Σάββα Καρύδα, “Απ’ το χιόνι” του Σωτήρη Γκορίτσα, “Τα οπωροφόρα της Αθήνας” του Νίκου Παναγιωτόπουλου, κ.ά.
Διαβάστε επίσης στο tvxs:

Σχετικά Άρθρα

Νέος κύκλος για το σεμινάριο «Αφήγηση Ζωής» με ελεύθερη είσοδο

07/02/2014
22/11/2013
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου