Κρυμμένος . Περιμένω .
Αχ πόσο λαχταρώ εκείνη την
ασημένια λιακάδα του φεγγαριού .
Πότε θα’ ρθει ;
Πότε θα’ ρθει εκείνη η ώρα του
κρύου τρέμουλου, η ώρα της αρχέγονης ανατριχίλας ;
Εκείνη η στιγμή που ξεχύνομαι
μέσ’ απ’ το κορμί μου, η στιγμή που θα βγάλω το ουρλιαχτό ;
Δεν μπορεί μια καταιγίδα να
δαμάσει τη φωτιά που τρέχει στις φλέβες μου .
Καμιά παγίδα δεν αντέχει τον άγριο
χορό με τη σελήνη, το τσαλακωμένο μου κουφάρι που γίνεται καπνός…..
Όταν
οσμίζομαι στον άνεμο πούθε έρχεται ο φόβος, ανατριχιάζουν τα φτερά μου και διάπυρες
βελόνες τρυπάνε το μυαλό μου .
Κάπου
εκεί έξω ξέρω εσύ με περιμένεις .
Κάθε σταγόνα του ιδρώτα σου
λιώνει τα ρουθούνια μου .
Κάθε
σου αλύχτισμα διεγείρει τα αυτιά μου .
Κι’
όταν το βλέμμα σου ψάχνω μες το σκοτάδι, τρέχα .
Τρέχα όσο πιο μακριά μπορείς, μην
συναντήσεις το άσπρο των ματιών μου .
Μην δεν
προλάβεις την πράσινη φλόγα να σβήσεις .
Γιατί
με κάλεσες μικρή μου μάγισσα ;
Δε σου έφτασαν
τόσα ξωτικά που πλάνεψες με γλυκές τσουκνίδες στην ποδιά σου ;
Δε σου
αρκούσε να ζεσταίνεις τα δέντρα μ’ ένα σου χάϊδεμα, το τραγούδι του δάσους να
πλέκεις με αρχαίες μελωδίες ;
Αρκούσε
μόνο στην ομίχλη να πνίγεις τον καημό της μοναξιάς σου, στη βροχή να ξεπλένεις
τις ζωές σου .
Ας
προσευχόσουν κάτι άλλο στα πνεύματα της γης και του αέρα ...
…..που
ορίζεις .
Πόσο
μακριά θέλεις να φτάσεις μετά ΄πο τόσους κύκλους, ξέρω να σου πω, μα θα πονέσει
.
Στο όριο που χάνεται το γήινο
μικρούτσικο μας ασυνείδητο κι’ αρπάζει την μπάλα που καίει ατελεύτητα, εκεί που
ξεγλιστράει μ’ ένα τρανταχτό φτερούγισμα η κατανόηση και συγκρούεται με την
τρέλα .
Κι’ ύστερα θαρρείς έρχεται η
γαλήνη ;……
Με κάλεσες .
Σε βλέπω, σε οσφραίνομαι, στα
νώτα σου η σκιά μου πλησιάζει και τώρα πια δεν είμαι ΄γω αυτός που ήμουν .
Γύρνα να με κοιτάξεις έτσι όπως
καρφώνονται οι πύρινες κόγχες των ματιών μου στο λευκό ποταμάκι της πλάτης
σου….
Σε κοιτώ ν’ απομακρύνεσαι κι΄ οι
χτύποι της καρδιάς μου ξυπνήσαν τη σελήνη που περιμένει, μα τους κρατώ με τα
δυό μου χέρια, μην ακούσεις και τρομάξεις .
Σε τούτο τον πλανήτη σκοτώσαν όλα
μου τ’ αδέρφια κι’ έμεινα το γάλα σου να πίνω .
Του αίματος την μυρωδιά σα
λύτρωση προσφέρεις, να εκτοξεύομαι κάθε νυχτιά σε άλλους γαλαξίες, σε χρόνους
που λες, δεν ζήτησες να ξέρεις .
Εάν γυρίσω, μιλιά δεν θα’ χω πια να
πω .
Κι’ αν μείνεις στο υγρό το δάσος
να προσμένεις το ταξίδι…
Ρίξε μια σφαίρα και για μένα .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου