Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

25.5.17

Ήθελα να είμαι αγόρι

[...] Εγώ δεν ήμουν ένα κανονικό κορίτσι. Εμένα μου άρεσαν τα αγόρια, όχι ακόμα με την έννοια της έλξης, αλλά με την έννοια της ταύτισης: ήθελα να είμαι αγόρι. Αν ήμουν αγόρι, δεν θα είχα την υποχρέωση να πλύνω τα πιάτα ή να σιδερώσω τα σώβρακα. Ομηρικοί καβγάδες με τη γιαγιά μου, που έλεγε πως αν ο πατέρας μου ή ο αδερφός μου πλύνει τα πιάτα, εκείνη θα πέσει από το μπαλκόνι [...]

Η μητέρα μου δεν φορούσε ρούχα, αλλά στολές. Φούστες κάτω από το γόνατο, ίσιες και φαρδουλές, μαύρες ή γκρι ή καφέ. Όλες ίδιες. Τις μπλούζες δεν τις θυμάμαι. Όλες ίδιες ήταν μάλλον κι αυτές. Το δέρμα της ήταν πολύ άσπρο – φοβόταν το νερό επειδή όταν ήταν μικρή είχε κινδυνέψει να πνιγεί, κι έτσι δεν πήγαινε ποτέ για θαλασσινό μπάνιο. Θα την έλεγε κανείς χοντρή, αλλά με ένα ιδιότυπο πάχος, κυρίως στην κοιλιά και στο πάνω μέρος του σώματος (πλάτη, στήθος, μπράτσα). Το πρόσωπο ήταν μάλλον στεγνό και τα πόδια καλαμάκια.

Την έβλεπα καμιά φορά να ντύνεται΄ με άφηνε να τη βλέπω, δεν με έδιωχνε. Μισούσα αυτό το πλαδαρό και παχύ σώμα, αυτή την σαμπρέλα που είχε για κοιλιά, αυτά τα ποδαράκια του σπουργίτη. Μισούσα κάθε τι παράταιρο, ασύμμετρο.  Κάπως έτσι ήταν ο σωματότυπος και της γιαγιάς μου και της μιας θείας μου, αλλά στο πιο αδύνατο. Ίδρωνα στη σκέψη ότι θα μπορούσα κι εγώ να γίνω έτσι, αλλά όλοι έλεγαν πως στο σώμα μοιάζω του μπαμπά μου.

Μισούσα κι αυτές τις βυζάρες, κι ευχόμουν εμένα να μη γίνουν τόσο μεγάλα, ή να μη γίνουν καθόλου. Φανταζόμουν το βρεφικό μου κεφαλάκι στριμωγμένο και πνιγμένο κάτω από αυτό το πράγμα και μ’ έπιανε ασφυξία και αηδία. Κι αν η κοιλάρα της οφειλόταν στις τρεις γέννες που είχε κάνει; Κι αν οφειλόταν στην τρίτη γέννα, από την οποία γεννήθηκα εγώ; Εγώ δεν θα γεννούσα, δεν θα γεννούσα τρεις φορές, ή εμένα έτσι κι αλλιώς δεν θα γινόταν ποτέ έτσι η κοιλιά μου; Καλά σίγουρα δεν θα γεννούσα τρεις φορές: δεν θα έφερνα ποτέ ένα παιδί στο κόσμο για να μεγαλώνει μόνο του.

Τα μαλλιά της πάντα κοντά, σχεδόν σαν τους άντρες. Όταν γέννησε κι εμένα, κι ενώ ήταν μόλις 29 χρονών, άρχισε να έχει σοβαρή τριχόπτωση, ανδρικού τύπου, μαζί με διαταραχές του κύκλου κι αιμορραγίες. Έτσι τα μαλλιά της στο πάνω μέρος του κεφαλιού ήταν πολύ αραιά, σαν χνούδι. Για χρόνια έτρεχε από δερματολόγο σε δερματολόγο, και δοκίμαζε κάθε φάρμακο και μαντζούνι που κάποιος της πρότεινε. Έκλαιγε κάθε βράδυ για να ξυπνήσει το πρωί να μετρήσει τις πεσμένες τρίχες που είχε πάνω του το μαξιλάρι της.

Αρρώσταινε προκαταβολικά όταν ερχόταν κανένας γάμος ή βάφτιση, γιατί εκείνη θα ήταν «η καραφλή», η άσχημη. Δεν προσπαθούσε να διορθώσει την εμφάνισή της ως προς το πάχος ή ως προς την ένδυση, άλλωστε δεν είχαμε και λεφτά για ακριβά ρούχα. Δεν βαφόταν ποτέ: το πρώτο κραγιόν ή μολύβι το έφερα στο σπίτι εγώ, φοιτήτρια πια.

Το μόνο της στολίδι, τα μαλλιά της, το είχε χάσει, κι αυτό ήταν το μόνο σημαντικό. Κάποια στιγμή πολύ αργότερα αγόρασε μια πανάκριβη περούκα, αλλά δεν την έβαλε πάνω από δυο φορές, νομίζω μόνο στους γάμους μας. Για να μην είναι η καραφλή που θα ασχημαίνει τις φωτογραφίες από τις χαρές μας. Πολλές φορές με έχει ρωτήσει αν έχω ντραπεί για τους γονείς μου στον κύκλο των συμφοιτητών ή των συναδέλφων μου.

Τα παιχνίδια που προτιμούσα είχαν κινητικότητα και ανταγωνισμό. Έτρεχα πιο γρήγορα από όλους, αγόρια και κορίτσια. Στα μήλα έπιανα 100 και δεν έχανα ποτέ. Στο σχολείο έπαιζα ποδόσφαιρο με τα αγόρια, την ώρα που τα κορίτσια ίσιωναν τις ποδίτσες τους και πρόσεχαν να μην τις λερώσουν, ή τις κορδέλες τους σαν όμορφες κι ακίνητες κουκλίτσες.

Έτρεχα 36 γύρους του προαυλίου χωρίς καν να ανεβάσω παλμούς, κι ήμουν το μόνο κορίτσι που μπορούσε να κάνει 20 push ups. Στο σπίτι βλέπαμε με τους αδερφούς μου αγώνες ποδοσφαίρου, στήναμε γήπεδο βόλεϊ μεταξύ των κρεβατιών και σπάγαμε δυο τρείς σανίδες κάθε φορά, μαζεύαμε αυτοκόλλητα με τον Καρούλια και τον Βαμβακούλα, κάναμε αγώνες bras de fer.

Γρήγορα όλα τα κοριτσίστικα παιχνίδια άρχισαν να μου φαίνονται στατικά, βαρετά και υπερβολικά εύκολα. Δεν ήθελα να χτενίζω ξανθές χαζές κούκλες, δεν ήθελα να ταΐζω ηλίθια μωρά που κατουράνε από το πιπί τους αυτό που τους δίνεις στο στόμα, δεν ήθελα να μένω ατσαλάκωτη και διακοσμητική.

Εγώ δεν ήμουν ένα κανονικό κορίτσι. Εμένα μου άρεσαν τα αγόρια, όχι ακόμα με την έννοια της έλξης, αλλά με την έννοια της ταύτισης: ήθελα να είμαι αγόρι. Αν ήμουν αγόρι, δεν θα είχα την υποχρέωση να πλύνω τα πιάτα ή να σιδερώσω τα σώβρακα. Ομηρικοί καβγάδες με τη γιαγιά μου, που έλεγε πως αν ο πατέρας μου ή ο αδερφός μου πλύνει τα πιάτα, εκείνη θα πέσει από το μπαλκόνι.

Τη ρωτούσα: αφού τα ίδια πράγματα κάνουμε με τα αγόρια, πάμε σχολείο και αγγλικά, και μάλιστα εγώ τα κάνω επιτυχέστερα από αυτούς, γιατί εγώ πρέπει να σηκώσω το τραπέζι ενώ αυτοί όχι; Γιατί εγώ πρέπει να βοηθήσω τη μανούλα στο ξεσκόνισμα ενώ αυτοί όχι; Γιατί είσαι γυναίκα, γιατί έτσι τα βρήκαμε αυτά τα πράγματα, γιατί οι άντρες είναι φτιαγμένοι για άλλες δουλειές, πιο βαριές, πιο κοινωνικές, κι έχουν την ευθύνη για την οικονομική μας επιβίωση.

Η μητέρα μου από την άλλη, άλλα έλεγε κι άλλα έκανε: ενώ με προέτρεπε να σπουδάσω και να κερδίζω χρήματα και να μη εξαρτώμαι από κανέναν, η ίδια έμενε συμβιβασμένη και θυμωμένη. Ποτέ δεν αντιμίλησε στη μάνα της, ποτέ δεν τοποθετήθηκε υπέρ μου σ’ εκείνους τους καβγάδες. Περίμενε από εμένα να ανατρέψω ότι δεν είχαν ανατρέψει γενεές δεκατέσσερις.

Όταν της ζητούσα να βάλω κι εγώ παντελόνι όπως τα αγόρια, μου έλεγε πως θα μαλώσει ο μπαμπάς, κι όταν της απαντούσα πως ποτέ δεν έχει μαλώσει ο μπαμπάς και δεν πιστεύω ότι θα μαλώσει ούτε τώρα, καταλάβαινα πως αυτόν που φοβόταν ήταν ο δικός της μπαμπάς και κυρίως μην τυχόν η ίδια κατηγορηθεί πως δεν κάνει τα καθωσπρέπει. Έτσι λοιπόν κι εγώ χρεώθηκα και τα δυο: και την αδυσώπητη προσπάθεια να κάνω την ανατροπή που περίμενε εκείνη από εμένα, και την βαθιά αίσθηση ανημπόριας, εξάρτησης και ντροπής που ήταν συνυφασμένη με το να είσαι γυναίκα.

Ε λοιπόν όχι: δεν θα γινόμουν ένα με το νεροχύτη και την κατσαρόλα, θα μορφωνόμουν και θα εργαζόμουν και θα ταξίδευα και δεν θα είχα ανάγκη κανέναν σωτήρα.

Τα γυναικεία ρούχα ήδη από την παιδική ηλικία με δυσκόλευαν, δεν καταλάβαινα γιατί πρέπει το πόδι μου να στριμώχνεται σ’ αυτό το σκληρό και στενό γοβάκι, γιατί πρέπει να φοράω καλσόν και να κρυώνω, γιατί το παντελόνι εθεωρείτο ανδρικό ένδυμα, και κυρίως γιατί εθεωρείτο άσεμνο. Πολύ πιο άσεμνο μου φαινόταν το φουστάνι.

Οι άντρες είχαν κρατήσει για τους εαυτούς τους τα άνετα και τα λογικά και μας είχαν αναγκάσει να ντυνόμαστε και κυρίως να φερόμαστε σαν σκεύη της ηδονής τους. Μα κι αυτοί, πώς είχαν σχηματίσει μια τόσο φτηνή και ρηχή εικόνα για τη γυναίκα; Τα μόνα ρούχα που με γοήτευαν ήταν τα αθλητικά, μόνο μέσα σε αυτά ένιωθα ο εαυτός μου.

Η μητέρα μου έκανε τελικά την «επανάσταση» κι έβαλα παντελόνια. Μια μέρα στην 5η Δημοτικού, είχα βάλει κρυφά ένα άσπρο σορτσάκι κάτω από την ποδιά, γιατί είχαμε αγώνες ταχύτητας. Καθώς καθόμουν στα σκαλιά και περίμενα τη σειρά μου, πέρασε ο δάσκαλός μου κι ένιωσα πως με κοίταξε περίεργα. Ταυτόχρονα άρχισα να νιώθω κομάρες και πόνους, πήγα στην τουαλέτα -ίσως για πρώτη φορά στα πέντε χρόνια που πήγαινα σχολείο- κι είδα αίμα. Ντρεπόμουν αφόρητα, που εκείνος το είχε δει. Στους αγώνες πάτωσα, δεν ήξερα τι ήταν αυτό που μου συμβαίνει, ήλπιζα μόνο να μην ξανασυμβεί.

Εν τω μεταξύ το στήθος μου μεγάλωνε, κι εγώ σκεφτόμουν διάφορες πατέντες για να το κρύψω. Η καλύτερη που βρήκα ήταν να ενώσω δυο κορδόνια από παπούτσια, και να τα δέσω σφιχτά γύρω από το στήθος μου ώστε να το πατικώσω. Αν έγερνα και λίγο τους ώμους προς τα εμπρός, δε φαινόταν σχεδόν καθόλου καθώς κοιταζόμουν στον καθρέφτη. Αλλά θα έπρεπε να προσέχω να μη χοροπηδάω, γιατί ήταν εύκολο να βγει το κορδόνι και να αποκαλυφτώ, σαν την Σταχτοπούτα τα μεσάνυχτα.

Ένα πρωί βγήκα τρέχοντας από το σπίτι – σχεδόν πάντα πήγαινα παντού τρέχοντας – και δυο νεαροί που πήγα να πέσω πάνω τους μου φώναξαν «τι τρέχεις ρε φίλε;». Είχα πρόσφατα κόψει τα μαλλιά μου κοντά, τα είχα καταφέρει να μοιάζω σαν αγόρι. Έτσι δεν θα με καταδίωκαν οι σκάφες και τα σώβρακα, δεν θα χρειαζόταν ούτε να μοιάσω ούτε να υπερβώ εκείνες τις στρατιές από γυναίκες με γκρίζα ρούχα και μαντήλες που ήταν οι προγονές μου. Μπορούσα να είμαι ελεύθερη.-
Α.Κ.
---
*Κείμενο της Α. Κ. γραμμένο στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής.
Διαβάστε επίσης:
Φωτογραφία από την ταινία Αγοροκόριτσο (Tomboy). 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου