Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

5.12.20

Τίποτα δεν ήταν φυσιολογικό εκείνη την ημέρα


1973. Μένουμε στο κέντρο της Αθήνας, περίπου τέσσερα χιλιόμετρα από το Πολυτεχνείο.

Ήταν 17 Νοεμβρίου, έκανε κρύο. Η μαμά με αφήνει στο σχολείο. Ένοιωθα ότι ήταν κάτι πού ήθελε και δεν ήθελε, αλλά μου είπε «το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να πάς», και με άφησε. Μας είχε φέρει ο μπαμπάς με τ’ αυτοκίνητο.
Τη θυμάμαι που έφευγε κι εγώ ένιωθα συνέχεια αγωνία.

Αφού με πήγε μέσα και με παρέδωσε στους δασκάλους, έκανα μεταβολή κι έτρεξα για να την προλάβω. Τα μάτια μου έβλεπαν, κι είχαν φτάσει πρώτα αυτά στο χερούλι της πόρτας και μετά το δεξί μου χέρι την έπιασε και την άνοιξε.

Δεν ήθελα να μείνω εκεί. Όλη η εικόνα ήταν μια γκριζογάλανη πόρτα, η κλειδαρότρυπα με το κλειδί, ένα χερούλι και το μισοάνοιγμά της. Δεν την πρόλαβα. Πρόλαβα κι είδα μόνο το πίσω μέρος του αμαξιού μας που έφευγε.

Τότε έφαγα το πρώτο μου χαστούκι. Δυνατά. Στο αριστερό μου μάγουλο. Από έναν δάσκαλο, γιατί κοίταξα έξω από την μισάνοιχτη αυλόπορτα του σχολείου.


Πήγαινα Γ’ δημοτικού, στο ιδιωτικό σχολείο της περιοχής. Ελάχιστα θυμάμαι από εκεί. Τους παραδοσιακούς χορούς που μας μάθαιναν, τις γιορτές με τα ποιήματα, κι εμένα που ήμουν αναπτυγμένο παιδάκι και ποτέ δε χώραγα στα ρούχα μου, πού δεν τα προλάβαινα στο μέγεθος και φαίνονταν τα πόδια μου, ντρεπόμουν. Θυμάμαι και την όμορφη δασκάλα της Πρώτης, γλυκειά και ήρεμη, δε με μάλωνε ποτέ. Το γιό της διευθύντριας, αγαθό και σαν μεγάλο μωρό, η μάνα του κράταγε το σχολείο.


Εκείνη την ημέρα, ένοιωθα ένταση, κάτι συνέβαινε. Γιατί να με είχαν πάει και οι δύο γονείς μου σχολείο; Πάντα με έπαιρνε το σχολικό.


Δεν ήθελα, που με άφησε η μάνα μου. Με το που μού άφησε το χέρι ο δάσκαλος που με παρέλαβε, έκανα μεταβολή, έτρεξα, κι άνοιξα την πόρτα να την προλάβω. Τότε ένοιωσα κάποιος μεγάλος να με τραβάει από τη πλάτη και να μου γυρίζει ένα σκαμπίλι πολύ δυνατό, φωνάζοντας «Πού πάς εσύ;». Κι είδα τη γκρίζα πόρτα της αυλής να κλείνει με δύναμη, κι εμένα μέσα, και μετά όλα γκρίζα, ανεβήκαμε τρέχοντας τις γκριζογάλανες ψυχρές σκάλες, μπήκαμε στην αίθουσα, κάναμε προσευχή και κάτι μας έλεγαν οι δάσκαλοι.


Μας είχαν μαζέψει όλους σε μια αίθουσα, διότι τίποτα δεν ήταν φυσιολογικό εκείνη την ημέρα. Τι δουλειά είχαν πολλοί δάσκαλοι μαζί και όλα τα παιδιά σε μία αίθουσα; Ανακατωσούρα. Θυμάμαι τα παιδάκια δίπλα μου, πολλά παιδάκια.


Στη συνέχεια, μας άφησαν να φύγουμε, με το σχολικό λεωφορείο αυτή τη φορά.
Κατά τη διάρκεια της επιστροφής, ο θόρυβος από τα αεροπλάνα που περνούσαν, έτσι έμοιαζε ο θόρυβος που άκουγα πάνω από τα κεφάλια μας (ή μήπως ήταν ελικόπτερα;) με φόβιζε, και με τα παιδιά παίζαμε παιχνίδι ότι κρυβόμασταν από τους εχθρούς, σκύβοντας να κρυφτούμε ανάμεσα στις θέσεις, μονές από τη μια πλευρά, διπλές από την άλλη.


Φαντάσου πόσο μικρή ήμουν που χωρούσα εκεί, ανάμεσα στο κενό που δημιουργούσαν, η μια μπροστινή θέση με την πίσω της, στο μικρό κίτρινο πούλμαν του σχολείου μου.

Κοιτούσα έξω από το παράθυρο. Είχε ήλιο και κρύο, κι ο κόσμος έτρεχε αναστατωμένος. Μου είχε κάνει εντύπωση, γιατί συνήθως οι άνθρωποι δεν έτρεχαν.


Έφτασα σπίτι. Το σχολικό με άφησε στον κάθετο κύριο δρόμο κι εγώ έπρεπε να τρέξω γρήγορα να φτάσω στην πολυκατοικία που μέναμε.


Είχε ήλιο, ζέσταινε, το παλτό μου έτρεχε γύρω μου ξεκούμπωτο. Πώς ανέβηκα σπίτι, πώς έφτασα;


Μετά με θυμάμαι γονατιστή, έβλεπα ασπρομαυρες σκηνές στην τηλεόραση, από το Πολυτεχνείο, το τανκς να πέφτει πάνω στην πύλη, και μια κολώνα να πέφτει, φασαρία, οχλαγωγία, βολές σαν φλας μικρών κεραυνών, και σε άλλο πλάνο ο Παπαδόπουλος, ο δικτάτορας, έλεγε «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν».


Ήταν τρομακτικό, και ‘μεις είχαμε παγώσει, κι ο μπαμπάς μου μας είπε «πάω μια βόλτα». Ήξερα πώς πάει να δει τι γίνεται. 

Μετά ήσυχη πια, γονατιστή στο πλάι του κρεβατιού, πάνω στην κόκκινη φλοκάτη, άπλωνα τα χέρια πάνω στην καφέ λουλουδάτη κουβέρτα του κρεβατιού των γονιών μου, που ήταν η ασφάλειά μου. Απαλή. Ζεστή. Ήταν ασφάλεια.


Στο σπίτι ήταν καλά, αλλά γιατί υπερίσχυσε να με πάνε στο σχολείο, γιατί δεν με υπερασπίστηκε κανένας, αφού το μόνο που ήθελα ήταν να πάω να τους βρώ; Και γιατί δεν το είπα στη μαμά μου ότι με χαστούκισαν;


Χαρίκλεια Καρύδα, 2020


--
Κείμενο γραμμένο στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση ζωής, της Κρυσταλίας Πατούλη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου