Τον ιστότοπο διαχειρίζονται οι συμμετέχοντες του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής

9.5.19

Τι ήθελα να γίνω όταν ήμουν παιδί. Της Μαίρης Ριζκ




          Το πρώτο μου κλάμα ήταν τραγούδι της ερήμου κι όταν άνοιξα τα μάτια μου για πρώτη φορά αντίκρυσα λουλούδια πλάι στον Νείλο. 
          Μετρούσα 4 χρόνια ζωής όταν ήρθαμε στην Ελλάδα. To πρώτο μας σπίτι ήταν στο Γουδί, δίπλα στο στρατόπεδο. Ήταν δύσκολη η χρονιά του ΄70 υπό το καθεστώς χούντας. Δουλειές δεν υπήρχαν για τους γονείς μου, ειδικά για τον μπαμπά που δεν γνώριζε τη γλώσσα, οπότε το υπόγειο σπίτι ήταν η μόνη λύση. Ένα ανήλιαγο, μικρό σπίτι με λιγοστά υπάρχοντα και παιχνίδια δεν μπορούσε να με κρατήσει. Αναζητώντας τον ουρανό ανέβηκα στην ταράτσα. Ήλιος, δέντρα, αέρας που ανακατεύει τα μαλλιά μου, και να, στη γωνία της ταράτσας κάτι τούβλα κόκκινα, γυαλίζουν στο φως, με μαγνητίζουν. Από εκείνη τη στιγμή, έγιναν το παιχνίδι μου, έχτιζα, έφτιαχνα, δημιουργούσα, παρέα με τους δυο βοηθούς μου, τη μαμά και τον μπαμπά.
          Ο μπαμπάς όταν ήμουν 6-7 χρονών -κι ενώ είχαμε μετακομίσει σε άλλο σπίτι με δικό μου δωμάτιο και πλέον έχει βρει δουλειά κι αυτός και η μαμά- μια μέρα μού φέρνει ένα σετ ζωγραφικής από τον Πάλλη, το μεγάλο βιβλιοπωλείο της Αθήνας. Ήταν 2 τελάρα με τυπωμένο σχέδιο δυο πάπιες που πετούσαν με φόντο τον ουρανό, τα σύννεφα και τον ήλιο. Όλο το σχέδιο ήταν χωρισμένο σε ζώνες με αριθμούς κι ο κάθε αριθμός αντιστοιχούσε σ΄ ένα χρώμα. Τα χρώματα ήταν λάδια σε μικρά κουτάκια ενωμένα μεταξύ τους. Δεν ήταν εύκολο για την ηλικία μου η χρήση λαδομπογιάς, ούτε να ακολουθώ το περίγραμμα. Το πρώτο τελάρο με απογοήτευσε. Με οδηγό όμως το πείσμα επιστράτευσα την υπομονή και ο δεύτερος πίνακας είχε άρτια εκτέλεση. Μα κάτι είχε αλλάξει μέσα μου. Αυτή η μυρωδιά των λαδιών, ο τρόπος που γλιστρούσαν ανάμεσα στις γραμμές με το πινέλο μου, τα χρώματα! Ακόμα θυμάμαι την ανοιχτή ώχρα και το γαλάζιο του ουρανού. Με τα μπράβο των γονιών μου άνοιξε η όρεξή μου και για άλλες δημιουργίες. Ο μπαμπάς βρήκε τον μπελά του, ζητούσα επίμονα κι άλλη επίσκεψη στον Πάλλη. Δεν μου χάλασε χατίρι.
          Σε μια βόλτα στην Κηφισιά, σ΄ ένα από τα λιγοστά εμπορικά κέντρα της Αθήνας του ΄72, είδα ένα μαγαζί με νήματα κι εργόχειρα. Τράβηξα τον μπαμπά μου από το χέρι, ακολούθησε κι η μαμά με την κοιλιά τούρλα, αφού ήταν έγκυος στον αδερφό μου. Τα χρώματα και τα σχέδια αιχμαλώτισαν τα μάτια μου που έγιναν τεράστια στη θέα τους.
‒‒ Θέλω να φτιάξω το δικό μου χαλί! είπα στους γονείς μου. Είχα αποδείξει ότι τα καταφέρνω, τα χέρια μου έπιαναν, ήθελα να με εμπιστευτούν. Δεν ξέρω αν με εμπιστεύτηκαν ή αν δεν άντεχαν την γκρίνια μου, πάντως τα υλικά για το χαλί μου τα πήρα. Έναν καμβά 2.50x1.70μ, κούκλες αντισκωριακού μαλλιού –χοντρού νήματος– σε δυο χρώματα που διάλεξα, μπεζ και πορτοκαλί, το μηχανάκι πλεξίματος κόμπων, το ξυλάκι κοπής μαλλιού σε ίσα μέρη. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που ζήτησα να γυρίσουμε γρήγορα σπίτι, θυσιάζοντας την υπόλοιπη βόλτα. Ήθελα ν΄ αρχίσω να κεντώ το χαλί μου!
‒‒ Βρε Μαίρη. Πρώτα πρέπει να φτιάξεις ένα σχέδιο στο χαρτί, να δεις πώς θα βάλεις τα χρώματα. Κι έπειτα αν σου αρέσει να προχωρήσεις στον καμβά, με συμβούλεψε η μαμά.
          Αυτή η διαδικασία κράτησε 3-4 μέρες. Δεν ήταν καθόλου εύκολη. Βοήθησε κι ο μπαμπάς, γιατί η μαμά με την κοιλιά δεν μπορούσε να σκύψει. Καθόταν όμως στην καρέκλα του γραφείου μου και μας καμάρωνε, δίνοντας καμιά συμβουλή που και που. Κι άρχισα επιτέλους. Κι έφτασα κόμπο-κόμπο μέχρι τη μέση μετά από πολύ καιρό. Έγινε βαρύ, δεν βολευόταν πουθενά, να το σηκώσω δεν μπορούσα για να κεντώ στο κέντρο, πήγαινα μια από την μια πλευρά μια από την άλλη. Το τοποθετούσα στο κρεββάτι μου, ώστε το μέρος που δούλευα να κρέμεται. Η δυσκολία αποθάρρυνε τη συνέχιση του έργου.
          Ο μπαμπάς είχε αγοράσει και κάποια άλλα νήματα, από τον «Μολλοκότο». Αργότερα κατάλαβα ότι ο λόγος που μου έκανε το χατίρι ήταν το ότι είχε δει μια καλλιτέχνιδα στην κόρη του. Με ξύλα έφτιαξε έναν αυτοσχέδιο αργαλειό και με τα κίτρινα-μπορντό, μου έδειξε τον τρόπο να πλέκω. Αυτό μάλιστα! Ήταν πιο εύκολο, πιο ματζόβολο. Και το τελείωσα με επιτυχία! Η μαμά το τοποθέτησε δίπλα στο κρεββάτι μου. Ξυπνούσα το πρωί και το πρώτο άγγιγμα των ποδιών μου ήταν στο «δια χειρός» χαλάκι μου.
          Έχει γεννηθεί πια και το μωρό, που πλέον αποσπούσε την προσοχή μου, προτιμούσα να ασχολούμαι με τον μικρούλη αδελφό μου, να βοηθώ τη μαμά να τον κάνει μπάνιο, να τον ντύνω όπως τις κούκλες μου, να τον παρατηρώ όλη την ώρα και να καταγράφω τις αντιδράσεις του. Πού καιρός και όρεξη για το χαλί*. Ξεχάστηκα για λίγα χρόνια.
          Τετάρτη δημοτικού. Διπλανή μου είναι η Ουρανία, ένα καλό κοριτσάκι, λίγο αγαθούλι, που όλοι πείραζαν. Είχα ζήσει κι εγώ την απόρριψη των συμμαθητών, ένιωθα τη μοναξιά της κι ήταν η αρχή μιας φιλίας και μιας συνεργασίας. Ήταν η εποχή του Σνούπυ. Παρακολουθούσα στην τηλεόραση την εκπομπή με αυτό το σκυλάκι και την παρέα του, κι άρχισα να ζωγραφίζω τη μορφή του παντού. Στα τετράδια και τα βιβλία μου, στον πίνακα με κιμωλία. Τον Τσάρλυ Μπράουν, τη Λούσυ, τον Σνούπυ.  Οι ιστορίες τους με άγγιξαν και πυροδότησαν την ανάγκη να τις αποτυπώσω στο χαρτί. Η φιλία, η ομάδα, η απομόνωση, η δικαιοσύνη, και όλα αυτά που διέτρεχαν την καθημερινότητά τους, ήταν και στην δική μου ιστορία. Ο πιτσιρίκος με το ολοστρόγγυλο πρόσωπο, την αθώα ψυχή, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και οι φόβοι του, ήταν κομμάτια και της δικής μου ζωής. Αυτό που έλεγε «δεν αισθάνομαι με τον τρόπο που θα πρέπει να αισθάνομαι» ήταν κι η δική μου αλήθεια κι ο Σνούπυ που δεν έμπαινε ποτέ μέσα στο σπιτάκι του ήταν και δική μου αντίδραση. Ταυτίστηκα με τους χαρακτήρες, έγιναν η έμπνευσή μου. Η μαμά έφερνε από τη δουλειά της λευκά χαρτιά Α4 κι εγώ γέμιζα τον φάκελό μου με ζωγραφιές. Κανονική παραγωγή. Άρεσαν στην Ουρανία και μου ζήτησε να της φτιάξω έναν Σνούπυ να κοιμάται πάνω στο σπιτάκι του. Η γνωστή εικόνα με την τουρλωτή κοιλίτσα του στην κόκκινη στέγη. Της την έφτιαξα την επόμενη κιόλας μέρα. Χάρηκε τόσο πολύ που μου χάρισε κάποια αυτοκόλλητα που της είχαν φέρει από το εξωτερικό. Αργότερα μου ζήτησε κι άλλη ζωγραφιά. Ο καλλιτέχνης μέσα μου ξύπνησε, μαζί κι ο έμπορος.
‒‒ Θα μου δώσεις όμως 50 λεπτά (της δραχμής τότε).
‒‒ Εντάξει, μου απάντησε κι εγώ της ζωγράφιζα, γέμιζε η σάκα της Ουρανίας ζωγραφιές, γέμιζε ο κουμπαράς μου δραχμούλες για να αγοράζω διάφορες μπογιές, αυξανόταν η συλλογή με αυτοκόλλητα. Όταν η παραγγελίες αυξήθηκαν σχεδόν από όλο το σχολείο, από την Ουρανία δεν έπαιρνα το 50λεπτο. Και μου έδινε πιο πολλά αυτοκόλλητα.
          Γυμνάσιο πιά, τη θέση του Σνούπυ έχει πάρει το ημερολόγιο με τα ποιήματα που έγραφα. Έχει αρχίσει όμως και η φρενίτιδα των κολιέ από πούλιες. Φυσικά ήμουν από τους πρώτους που έσπευσα να προμηθευτώ ότι χρώμα ή σχέδιο πούλιας υπήρχε. Κολιέ, σκουλαρίκια, βραχιόλια, μπρελόκ με όλη τη χρωματική γκάμα. Μισινέζες, ακροδέκτες, κουμπώματα, βάσεις δαχτυλιδιών, ολόκληρο βασίλειο. Στις εξοχικές κατοικίες των πετρελαιοειδών στη Ραφήνα «Το Μελτέμι» που παραθερίζαμε, ήταν η πρώτη μου μαζική εμπορική δραστηριότητα.  Οι παραγγελίες ερχόταν η μια μετά την άλλη και το παγώνι μέσα μου φούσκωνε, παρακαλώντας τους γονείς μου να με πάνε Αθήνα για προμήθειες.
‒‒ Με δικά μου λεφτά, δεν θέλω τα δικά σας! Η χαρά μου δεν ήταν το αντίτιμο που λάμβανα, ήταν η ίδια η διαδικασία. Να φτιάχνω, να δημιουργώ, να σκέφτομαι, να ελίσσομαι, να βρίσκω λύσεις στην κατασκευή, να λύνω γρίφους στον τρόπο δημιουργίας.
          Όταν άρχιζαν τα σχολεία όμως, τελείωναν οι καλλιτεχνικές ανησυχίες. Το σχολείο πιά ήταν απαιτητικό, το διάβασμα πολύ, έπρεπε κι εδώ να διαπρέψω, όπως ήταν η καθοδήγηση από το σπίτι. Αρκέστηκα στην συγγραφή, στα ποιήματά μου, στις σκέψεις μου, με μόνο ζωγραφικό ξέσπασμα τα καλλιτεχνικά του σχολείου που είχα άριστα. Και στα υπόλοιπα μαθήματα άριστη ήμουν αλλά δεν με ενδιέφερε. Το 20άρι στα καλλιτεχνικά και τη μουσική ήταν το βραβείο μου. Κάποια Σαββατοκύριακα ή σε διακοπές έπιανα τα πινέλα μου ή όποιο υλικό μπορούσε να μου δώσει εικαστικό αποτέλεσμα. Κατάφερνα ότι για κάποιους ήταν άχρηστο για μένα να είναι χρήσιμο. Από τότε «ψωνίζω» από τα σκουπίδια κι όπως λέω «Είναι τα καλύτερα ψώνια». Έμαθα να σέβομαι το υλικό, να μην το σπαταλώ, να μετουσιώνω τη χρήση του σε έργο, σε ιδέα. Βοήθησε κι ο μπαμπάς βέβαια με τη μανία του να αγοράζει από το εξωτερικό ότι είχε σχέση με γραφική ύλη, μπογιές και χρώματα, μπλοκ με ποιότητες χαρτιών που δεν υπήρχαν εδώ, άρα χρειαζόταν φειδώ και οικονομία για να έχω. 

Όταν ο μπαμπάς τσακώθηκε και χώρισε με τη μαμά, μαγικά χώρισαν κι οι δικοί μας δρόμοι, οι προμήθειες των υλικών δημιουργίας μειώθηκαν δραματικά. Όταν άρχισαν οι έντονοι καυγάδες, τα προβλήματα μεταξύ τους, οι φωνές, οι τσακωμοί, η αναξιοπρέπεια, η μόνη μου διέξοδος ήταν το χαρτί και το μολύβι. Ευτυχώς η μαμά συνέχισε να φέρνει λευκά χαρτιά. 
Κι έγραφα, έγραφα κι άδειαζα όλη την άβυσσο της ύπαρξής μου στο λευκό χαρτί, όλη η μαυρίλα της ψυχής μου ήταν το μελάνι που έδινε ζωή στις λέξεις κι οι λέξεις γίνονταν η νέα μου πραγματικότητα, ο άλλος, ο όμορφος κόσμος. Και η ασχήμια μεταμορφωνόταν σε κύκνο, χανόταν στη λήθη. Ξημέρωναν οι μέρες με ένα ζεστό και φωτεινό ήλιο, την μελαγχολία την είχαν καταπιεί οι σελίδες του τετραδίου μου, γεμάτες με μαύρα στίγματα να ομολογούν την πίκρα, τους φόβους, τη λύπη κι όποιο άλλο τέρας με συνέθλιβε και δυσκόλευε το μυαλό μου. Κι έμενε εκεί, βουβό, ειπωμένο πια κι εγώ ελεύθερη με όνειρα. Από την εφηβεία στην ενηλικίωση αυτός ήταν ο τρόπος μου να αντέξω ότι δεν άντεχα.
          Μα η ελευθερία θέλει χρώματα, δεν ζει σε υπόγειο σκοτεινό παρέα με κατσαρίδες όπως εκείνο το πρώτο σπίτι μας στο Γουδί. Χρειαζόμουν την ταράτσα, το φως, ζωντανά χρώματα. Ο ουρανός, η θάλασσα, τα ταξίδια, η φύση, ότι εκφράζει την ελευθερία έχει χρώμα. Κι άρχισα να ζωγραφίζω ότι τραβούσε το βλέμμα μου. Γινόταν θέμα στο χαρτί, αιχμαλώτιζα τη στιγμή, τα χρώματα και τις αποχρώσεις της φαντασίας μου, του κόσμου που ήθελα, γιατί αυτός που έβλεπα δεν μου άρεσε. Κάθε έργο μου συνοδευόταν κι από λέξεις-στίχους κι ανάποδα, κάθε ποίημα γεννούσε ζωγραφιά. Και γέμιζαν οι τοίχοι του δωματίου και του μυαλού μου, οι πόρτες της ντουλάπας –τα όνειρα δεν έχουν πόρτες– κι έβαζα τη σκέψη μου παντού ξορκίζοντας την ασχήμια. Κι ομόρφαινε ο κόσμος μου, ξεχνούσα τα άσχημα, τα έσβηνα από τη μνήμη μου –δεν έχω μνήμες δυνατές, ξεκάθαρες εκείνης της περιόδου-  δεν τις άφησα να με νικήσουν, τις νίκησα εγώ.
          Άρχισα τον πηλό, έδινα φόρμες και ζωή στο άψυχο χώμα κι έβαζα χρώμα κι εκεί. Σ΄ ένα διαγωνισμό του Δήμου Αθηναίων πήρα το πρώτο βραβείο. Το έργο μου ήταν μια οικογένεια από πάπιες σε μια ήσυχη λιμνούλα με νούφαρα. Όλα από πηλό. Βγαλμένα από το δικό μου όνειρο.
          Και συνεχίζω έως σήμερα. Σπούδασα αυτό που αγαπούσα κι όχι αυτό που με κατεύθυνε η μαμά μου, λέγοντάς μου ότι η Καλών Τεχνών που ήθελα ήταν «χάσιμο χρόνου, θα φτάσεις σε σημείο να ζωγραφίζεις τις πλάκες της πλατείας Ομονοίας σα ζητιάνα. Οδοντίατρος να γίνεις, να έχεις επαγγελματική και οικονομική ανεξαρτησία». Έκανα το όνειρό μου έστω και λίγο καθυστερημένα, γιατί έπρεπε να δουλέψω, να βγάλω τα απαιτούμενα χρήματα για τη σχολή. Κι όταν δήλωσα στη μαμά, ότι θα παραιτηθώ από τη δουλειά μου για να σπουδάσω στα 21 μου χρόνια, μου φώναξε πως είμαι τρελή. Ναι, ήμουν! Και το έκανα και τελείωσα και έχτισα τη ζωή μου όπως σχεδόν είχα σχεδιάσει. Κι είμαι ικανοποιημένη, γεμάτη και περήφανη γιατί στάθηκα στα δικά μου πόδια, χτυπημένα, τσακισμένα, όμως στάθηκα. Κατάφερα να κάνω το αδύνατο δυνατό, το άπιαστο χειροπιαστό.
           Συνεχίζω να δημιουργώ με κάθε τρόπο και μέσο, γιατί η δημιουργία είναι τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας, είναι ο αέρας που μου δίνει ώθηση να συνεχίζω, είναι η ανάσα για ζωή, ο δρόμος της προσωπικής αναζήτησης, η διέξοδος από τα σκοτάδια, η ελπίδα του αύριο. Η δημιουργία είναι ζωή!

Μαίρη Ριζκ


17-03-2019
Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής - Δεύτερος κύκλος


*Το τελείωσα πολύ αργότερα, παντρεμένη πια. Ήταν ένας λογαριασμός που έπρεπε να κλείσει. Ένα «Έργο ζωής» όπως σάρκαζα στον εαυτό μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σεμινάριο Αφήγηση Ζωής

H ζωή δεν είναι αυτή πoυ έζησε κανείς αλλά αυτή πoυ θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί. Gabriel García Márquez

Γράφω για να μην ξαναγράψω ποτέ.

Γράφω γιατί είμαι πολλά πρόσωπα.

Γράφω, για να μην ξαναϋπάρξουν αυτά τα πρόσωπα που είμαι,

αλλά ένα και μοναδικό πρόσωπο,

που δεν γράφει

Ελεονώρα Σταθοπούλου, Καλο αίμα κακό αίμα, εκδ. Eστία

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου